Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ

XVI

Μα πού ει­ν’ ο Χά­ρολντ; Γί­νε­ται να λη­σμο­νή­σω
Του ζο­φε­ρού του πλά­νη­τα τ’ορ­μη­τι­κό τα­ξί­δι;
Μπαρ­κά­ρη­σε στο πλοίο πα­ρα­τώ­ντας πί­σω
‘Οσα τους άντρες δέ­νου­νε στης λύ­πης το στα­σί­δι.
Μή­τε κά­ποια αγα­πη­τι­κιά ήρ­θε να τον ζα­λί­σει
Κι ού­τε φί­λος δεν άπλω­σε χέ­ρι να χαι­ρε­τί­σει,
Ψυ­χρό κι από­ξε­νο, φευ­γά­το σ’άλ­λα μέ­ρη, ήδη.
Μο­νά­χα λί­θι­νη καρ­διά του κάλ­λους την γοη­τεία
Πε­ρή­φα­να πε­ρι­φρο­νεί. Κι ο Χά­ρολντ με αη­δία,
Για έναν κό­σμο ολό­γιο­μο αί­μα και ντου­φε­κί­δι,
Έφυ­γε. Εί­χε η καρ­διά του τά­φος κα­τα­ντή­σει
Κι εντός της εί­χε γί­νει της τρυ­φε­ρά­δας η κη­δεία.

ΧVII

Ποιός διά­βη­κε τους κυα­νούς τους δρό­μους της θα­λάσ­σης
Και δεν αντί­κρυ­σε λα­μπρή κι ολό­φω­την ει­κό­να
Όταν η αύ­ρα η τερ­πνή έχει όμορ­φα πε­ρά­σει
Κι έχει φου­σκώ­σει πάλ­λευ­κα –εν­δύ­μα­τα γορ­γό­νας–
Γορ­γής φρε­γά­δας τα πα­νιά όπως φεύ­γει απ’ το λι­μά­νι,
Ξο­πί­σω της αφή­νο­ντας δά­σος κα­τάρ­τια. Κι όντας
Στον άνε­μο του μπάρ­κου της, σ’ ενός φευ­γιού σερ­γιά­νι,
Μα­κραί­νουν τα κα­μπα­να­ριά κι οι πύρ­γοι και τα σπί­τια
Κι η άμ­μος της ακρο­για­λιάς. Μπρο­στά της οι πε­διά­δες
Του πό­ντου, απέ­ρα­ντες, χλω­ρές και γύ­ρω της δορ­κά­δες,
Αγέ­λη κύ­κνων άσπι­λων, μ’ αφρούς και με σει­ρί­τια
Τ’άλ­λα κα­ρά­βια ιστιο­δρο­μούν, κύ­κνοι, που­λιά στο κύ­μα.
Και το χει­ρό­τε­ρο σκα­ρί, με χά­ρη και με σεί­σμα
Στα αφρι­σμέ­να κύ­μα­τα, την πλώ­ρη του βου­τά.

ΧVIIΙ

Κι ω! Ιδές τον πο­λε­μό­χα­ρο στα κή­τη τους τον κό­σμο
Θαύ­μα­σε τον αστρα­φτε­ρό χαλ­κό των κα­νο­νιών,
Το δι­χτυω­τό το πλέγ­μα στο κα­τά­στρω­μα, τον βόμ­βο
Απ΄ τις τρα­χειές κραυ­γές των προ­στα­γών, χλα­λοή, κα­κό,
Κι οι ναύ­τες ν’ άνε­βαί­νου­νε αί­λου­ροι στα κα­τάρ­τια–-
Άναυ­δος και κα­τά­πλη­κτος μέ­νει ο θε­α­τής!
Του πλοιάρ­χου τα σφυ­ρίγ­μα­τα άκου, κι εκεί στα ξάρ­τια
Δες, να πε­τού­νε των ναυ­τών ψυ­χές – ο χο­ρός κα­λά κρα­τεί.
Λά­μπει ο μα­θη­τευό­με­νος νε­α­ρός με τα γα­λό­νια
Μα­λώ­νει με λα­ρυγ­γι­σμούς κι άλ­λο­τε επαι­νεί,
Με το μα­στί­γιο μιας στριγ­γής και αιχ­μη­ρής φω­νής
Το πλή­ρω­μα που υπα­κού­ει σαν να τον εί­χε χρό­νια.

ΧΙΧ

Ολό­λευ­κο κα­τά­στρω­μα, ακη­λί­δω­το, στιλ­πνό
να λά­μπει όπως το κρύ­σταλ­λο, να φέγ­γει σαν κο­ράλ­λι.
Άγρυ­πνος ο υπο­πλοί­αρ­χος της βάρ­διας, νά­τος πά­λι,
Κι ο πλοί­αρ­χος αγέ­ρω­χος, εμπνέ­ει τον σε­βα­σμό
Στους κα­τω­τέ­ρους λι­γο­μί­λη­τος, ψη­λά έχει το κε­φά­λι.
Κρα­τώ­ντας την υπε­ρο­χή της αυ­στη­ρά­δας της με­γά­λης
Έχει της νί­κης τον αέ­ρα, του θριάμ­βου κο­μπα­σμό.
Κι αν εί­ναι ο νό­μος τους σκλη­ρός, στου κό­σμου τον εσμό
Πι­στοί του εί­ναι οι Βρε­τα­νοί κι αρ­χή δεν έχουν άλ­λη.

ΧΧ

Φύ­σα, αγέ­ρα δρο­σε­ρέ κι άνε­με του πε­λά­γου
Ω, φύ­σα, φού­σκω­νε πα­νιά, ώσπου ο ήλιος να δύ­σει
Στην γα­λα­νή την αγκα­λιά του πό­ντου να βυ­θί­σει
Την τε­λευ­ταία αχτί­δα του, στον ήχο του σα­λά­γου!
Τό­τε πρώ­τη και λυ­γε­ρή του στό­λου, η ναυαρ­χί­δα,
Θα λύ­σει τα λευ­κά πα­νιά, θα τα πε­ρι­μα­ζέ­ψει
Κι όπως στα ύδα­τα χά­νε­ται κι η τε­λευ­ταία αχτί­δα
Θα πε­ρι­μέ­νει γύ­ρω της τα πλοία να μα­ζέ­ψει.
Αφό­ρη­τη η αρ­γο­πο­ρία κι οι ναύ­τες δυ­σφο­ρού­νε
Νιώ­θο­ντας πιά να ξε­ψυ­χά­ει γλυ­κό­δρο­ση η αύ­ρα.
Ώρες πολ­λές ως την αυ­γή αρ­γό­συρ­τα κυ­λού­νε
Κι οι σκέ­ψεις τους στην θά­λασ­σα πε­τού­με­να εί­ναι μαύ­ρα.
Και τα κα­ρά­βια ακι­νη­τούν κι άνε­μοι κοι­μού­νται.
Όλα στα­μα­τη­μέ­να, ακί­νη­τα, σι­γού­νε.

ΧΧΙ

Να τη η Σε­λή­νη ανά­τει­λε! Νύ­χτα με ου­ρά­νια μά­για.
Αυ­λά­κια πό­σα ολό­χρυ­σα, μα­λα­μα­τέ­νια ρυά­κια.
Δί­νου­νε όρ­κους οι ερα­στές, στου ωραί­ου για­λού τα βρά­χια
Σ’ ώρα ιε­ρή και μυ­στι­κή, οι κό­ρες σαν που­λά­κια.
Άς ήτα­νε να πρό­σμε­νε κι εμάς τέ­τοια χα­ρά
Σαν δώ­σει να γυ­ρί­σου­με από τ’ άγρια πε­λά­γη.
Κι ο Αρί­ω­νας τρα­χυ­δά­χτυ­λος μας βά­ζει στα με­ρά­κια
Και τ’ όρ­γα­νο σ’ ένα ρυθ­μό όλο φλό­γες το βα­ρά.
Ολό­γυ­ρα μα­ζεύ­ο­νται ναυ­τά­κια με λα­χτά­ρα,
Κι όταν ακού­σου­νε σκο­πό βα­ρύ, για τα φαρ­μά­κια,
Της ναυ­το­σύ­νης τους καη­μούς, ση­κώ­νουν μιάν αντά­ρα,
Χα­ρού­με­να χο­ρεύ­ο­ντας, σα να­’ταν στην στε­ριά.

XXII

Από της Κάλ­πης τα στε­νά αρ­γο­φά­νη­καν τα βρά­χια
Της πα­ρα­λί­ας οι από­το­μοι γκρε­μοί κι ερη­μι­κοί.
Κοι­τά­ζο­νται σ’ά­κρα σιω­πή Ευ­ρώ­πη κι Αφρι­κή!
Μ’ ωχρή την λάμ­ψη της η Εκά­τη αχτί­νες σπέρ­νει, στά­χυα
Στης Ιβη­ρί­ας τις μαυ­ρο­μά­τες, στις εβέ­νι­νες Μαυ­ρι­τα­νές.
Στις Κα­στι­λιά­νι­κες ακτές, ιδές γλυ­κειές ανταύ­γειες
Να βρέ­χουν παι­χνι­δί­σμα­τα φω­τός απ’ το αχα­νές.
Στο σε­λη­νό­φως μού­σκε­μα δά­ση, βου­νά, πλα­γιές.
Μα και στην χά­ση της τους Μαυ­ρι­τά­νι­κους βου­νή­σιους γί­γα­ντες
Τους πε­ρι­χύ­νει ίσκιους και φώς, από τις κο­ρυ­φές
Μέ­χρι τις σκό­τει­νες χα­ρά­δρες και τις ζο­φε­ρές
Τις πα­ρα­λί­ες. Κι εί­ν’ όλο χά­δια και μα­τιές.

XXIII

Άπλω­σε η νύ­χτα. Στην σιω­πή η σκέ­ψη φτε­ρου­γί­ζει
Σαν χε­λι­δό­νι στη φω­λιά των πε­ρα­σμέ­νων.
Στ’ αγα­πη­μέ­να τα πα­λιά πε­τά­ει και τρι­γυ­ρί­ζει,
Για­τί μας έχει αφή­σει η αγά­πη πει­να­σμέ­νους.
Έρη­μη κι άρα­χλη η καρ­διά πεν­θεί κι ανα­στε­νά­ζει
Αφού η ορ­μή της όνει­ρο, την εί­χε πα­ρα­σύ­ρει.
Ποιος θε­λη­μέ­να λύ­γι­σε στων χρό­νων το μα­ρά­ζι
Όταν ακό­μα η νε­ό­τη­τα τού ανοί­γει πα­ρα­θύ­ρι
Και κρε­μα­σμέ­νος προσ­δο­κά του έρω­τα το αγιά­ζι;
Όσες ψυ­χές αγά­πη­σαν κι ήπια­νε απ’ το πο­τή­ρι
Με το κρα­σί του έρω­τα, αν τύ­χει να ξε­χά­σουν,
Ο θά­να­τος, σαν η ψυ­χή τους πά­ει να γύ­ρει
Δεν θα ’βρει τι να πά­ρει, τί­πο­τε δεν θα χά­σουν.
Νε­κροί απ’ τα εδώ βαλ­τώ­νου­νε, στο χρο­νο­πα­τη­τή­ρι.
Άν­θη της νιό­της, χρό­νια τρυ­φε­ρά κι ευ­τυ­χι­σμέ­να,
Άχ! Να γι­νό­μα­σταν παι­διά, ας ήταν στα γραμ­μέ­να.

XXIV

Στα υδα­τό­πλη­κτα πλευ­ρά του κα­ρα­βιού γερ­μέ­νοι
Αχόρ­τα­γα αντι­κρύ­ζο­ντας την λα­μπε­ρή τη σφαί­ρα
Της Άρ­τε­μης τον ιε­ρό τον δί­σκο, μα­γε­μέ­νοι
Πώς κα­θρε­φτί­ζε­ται στου Ωκε­α­νού την πλα­τυ­τέ­ρα
Κρυ­σταλ­λο­σύ­νη, μέ­νου­με βου­βοί, σα­γη­νευ­μέ­νοι.
Και ξα­στο­χά­ει γλυ­κά η ψυ­χή, ελ­πί­δες, πε­ρη­φά­νια
Κι όλο πε­τά στα πε­ρα­σμέ­να, το που­λί το με­θυ­σμέ­νο.
Ποιός, άρα­γε, θνη­τός, κι άς έχει στή­θος τσα­κι­σμέ­νο
Δεν λά­τρε­ψε ένα πρό­σω­πο και δί­χως του σε ορ­φά­νια
Έμει­νε, με το δά­κρυ του να στά­ζει το θο­λό;
Και στην αν­θρώ­πι­νη καρ­διά, στο αί­μα, στον πη­λό
αγκι­στρώ­νε­ται η σα­γί­τα, στή­νο­νται δο­κά­νια.
Δεν ξερ­ρι­ζώ­νο­νται και μέ­νεις καρ­φω­μέ­νος.

XXV

Όταν στους βρά­χους κά­θε­σαι, σ’ό­νεί­ρου συλ­λο­γή
Τη θά­λασ­σα την άσω­στη κι απέ­ρα­ντη όταν βλέ­πεις,
Μέ­σα στα δά­ση τα ισκιω­μέ­να η σιω­πή όταν σ’ευ­λο­γεί
Σε μέ­ρη όπου αν­θρώ­που πό­δι να μο­λύ­νει δεν τους πρέ­πει,
Σαν σκαρ­φα­λώ­νεις στα από­το­μα πα­νύ­ψη­λα βου­νά
Όπου πο­τέ δεν έπε­σε το αν­θρώ­πι­νο το βλέμ­μα
Κι όπου βο­σκούν αγέ­λες δί­χως μά­ντρες και ποι­μέ­να,
Κι ακό­μη όταν μο­νά­χος μέ­νεις σε στε­νά
Με κα­ταρ­ρά­χτες να αφρί­ζου­νε ξε­σπώ­ντας-
Ναι! Σ’ό­λα ετού­τα εντός, μο­νά­χος όντας
Όμως δεν μέ­νεις μό­νος σου, για­τί σε κυ­βερ­νά
Η μα­γε­μέ­νη φύ­ση με τα κάλ­λη της κι ακέ­ραιος περ­νάς
Από την μαύ­ρη μο­να­ξιά, τον δο­λε­ρό της τον χει­μώ­να.

XXVI

Μέ­σα στου πλή­θους την βουή και σε λα­ών συ­γκρού­σεις
Εκεί αν γυ­ρεύ­εις την ζωή να ιδείς και να ακού­σεις
Κι αν κου­ρα­στείς απ’ όλα τού­τα και πλά­νη­τας γυρ­νάς
Δί­χως κα­νείς να νοιά­ζε­ται για σέ­να, δί­χως ν’ αγα­πάς,
Ή αν σε κυ­κλώ­νουν κό­λα­κες αι­σχροί και που μι­σούν
Φτω­χούς και δυ­στυ­χείς, μα γλεί­φουν τους σπου­δαί­ους,
Όταν δεν έχεις έναν φί­λο από κεί­νους τους ωραί­ους
Όλο συ­μπά­θεια, να τον εμπι­στεύ­ε­σαι, να τον τι­μάς,
Φί­λο δι­κό σου, πα­ρα­στά­τη σ’ όσες κα­κο­τυ­χί­ες θα­’ρ­θούν
Να σου χα­μο­γε­λά στα δύ­σκο­λα, να ’ναι η λύ­πη σου δι­κή του κι η χα­ρά
Κι όχι άθλιους τρι­γύ­ρω, καρ­φω­μέ­νους στο πουγ­γί σου--
Τό­τε μο­νά­χος εί­σαι, κα­τα­μό­να­χος, στην ερη­μία την μου­γκή σου.

XXVII

Χί­λιες φο­ρές πιο ευ­τυ­χείς στην ζωή τους οι ασκη­τές
Ψη­λά στου Άθω­να σπη­λιές και σε κορ­φές γι­γά­ντιες.
Τους βλέ­πει ο προ­σκυ­νη­τής, ου­ρά­νιες λα­μπρές μορ­φές,
Όταν σε ονεί­ρου εσπε­ρι­νούς, με λο­γι­σμούς ενά­ντιους
Τρέ­χει την θά­λασ­σα να βρει, να νιώ­σει την δρο­σιά της.
Και στην αι­θρία τ’ ου­ρα­νού το Όρος απε­λά­της.
Μα η λύ­πη στά­ζει μέ­σα του κα­θώς ανα­χω­ρεί
Από τα κάλ­λη ου­ρά­νια, τ’α­ρώ­μα­τα, την δρό­σο
Στε­νά­ζο­ντας μες στην ψυ­χή, σκε­πτό­με­νος ότι μπο­ρεί
Να ζή­σει αλη­θι­νή ζωή κι ευ­λο­γη­μέ­νη τό­σο,
Για­τί το ξέ­ρει, πως του κό­σμου οι καλ­πι­κοι και­ροί
Οι μι­ση­τοί, στην λη­σμο­νιά καί­γο­νται και στη νό­σο.

XXVIII

Μέ­σα στην άκρα σι­γα­λιά, μο­νό­το­νη η πο­ρεία
Υδα­τό­στρω­τους δια­τρέ­χου­με τους δρό­μους της θα­λάσ­σης.
Κλεί­νου­νε αμέ­σως πί­σω μας, σ’ ευ­δία ή τρι­κυ­μία
Δρό­μοι της λή­θης. Σβή­νου­νε το πλοίο σαν πε­ρά­σει.
Μα τι να πω για τις φουρ­τού­νες και για την γα­λή­νη
Γι’ ανέ­μους ού­ριους, θύ­ελ­λες, την μά­χη των στοι­χεί­ων.
Μες στα πλω­τά τα κά­στρα τους, των ναυ­τι­κών τα σμή­νη
Αιώ­νες τώ­ρα, από την λύ­πη της αβύσ­σου, των κα­τα­χθο­νί­ων
Βγαί­νουν στην γλύ­κα της χα­ράς και πά­λι απ’ την αρ­χή.
Περ­νού­νε απ’ το ξε­χω­ρι­στό, στο βο­λι­κό, στο πο­τα­πό.
Ο αγέ­ρας ώς τον ου­ρα­νό ση­κώ­νει κύ­μα φο­βε­ρό.
Άλ­λο­τε κα­τα­πέ­φτου­νε σ’ά­πα­τα σκο­τει­νά νε­ρά!
Ώσπου χα­ρά­ζει μιάν αυ­γή, χα­ρού­με­νη φω­το­βο­λά.
Ξε­σπούν φω­νές: – Στε­ριά! Στε­ριά! Κι όλα κα­λά!

XXIX

Να λη­σμο­νή­σω πώς μπο­ρώ, της Κα­λυ­ψώς τις νή­σους,
Λι­κνί­ζο­νται σαν αδελ­φές κα­τα­με­σίς στον πό­ντο.
Το πρό­σχα­ρο λι­μά­νι τους φω­λιά στους πε­λα­γί­σιους
Στους τσα­κι­σμέ­νους σπι­τι­κό. Τους δέ­χε­ται αρ­χό­ντους.
Έπα­ψε από πα­λιά η θεά με τους λυ­τούς βο­στρύ­χους
Στα δά­κρυα τους βρά­χους να μου­σκεύ­ει. Με του πό­νου
Τα κλά­μα­τα για Κεί­νον, με πνιγ­μέ­νους ήχους,
Με την ψυ­χή της ξά­γρυ­πνη, με βογ­γη­τά και στό­νους—
Τον Οδυσ­σέα που τόλ­μη­σε θνη­τή να προ­τι­μή­σει.
Μα εδώ ήταν κι ο Τη­λέ­μα­χος και το με­γά­λο σάλ­το
Έκα­με, όταν ο Μέ­ντο­ρας τον εί­χε απο­βυ­θί­σει,
Στα κύ­μα­τα τα αλ­μυ­ρά, αστρα­φτε­ρά σαν σμάλ­το.
Τους δυό τους ως στε­ρή­θη­κε η Άνασ­σα των νυμ­φών
Δι­πλή τυ­λί­χτη­κε την λύ­πη των νε­ρών.

XXX

Χά­θη­κε η βα­σι­λεία της: Τα θέλ­γη­τρά της στά­χτη.
Τα νιά­τα εί­ναι μπερ­μπά­ντι­κα. Ξέ­νε, μην γε­λα­στείς.
Στον θρό­νο της Ανάσ­σης, μια θνη­τή ετά­χθη—
Μην εμπι­στεύ­ε­σαι. Με σύ­νε­ση οπλί­σου. Μην πα­ρα­δο­θείς.
Κι ίσως αυ­τή να γί­νει η νέα, δι­κή σου, Κα­λυ­ψώ.
Γλυ­κειά Φλω­ρέν­τσα!* Η εύ­πι­στη καρ­διά μου θα μπο­ρού­σε,
Όπως και τό­τε, κάρ­βου­νο να σι­γο­καί­ει λει­ψό
Απ’ τα γλυ­κά τα νά­ζια σου και πά­λι να με­θού­σε,
Να σ’ έπι­να ολό­γλυ­κη, για­τί τό­σο δι­ψώ.
Μα η καρ­διά μου μαύ­ρη από την λύ­πη εί­ναι, πα­ραι­τη­μέ­νη,
Έχει απο­διώ­ξει του έρω­τα κά­θε κε­λαη­δι­σμό,
Και δεν τολ­μά­ει θυ­μί­α­μα ανά­ξιο στον βω­μό
Να σου απο­θέ­σει. Μή­τε μπο­ρώ να βλέ­πω σκλα­βω­μέ­νη
Την τρυ­φε­ρή ψυ­χή σου, μό­νη στον χα­μό.

*Είναι η Spenser Smith. Ο Βύρων την ερωτεύθηκε στην Μάλτα.


Επίμετρο

Η Προ­σκύ­νη­ση του Τσάιλντ Χά­ρολντ, συν­θε­τι­κό έρ­γο του Λόρ­δου Βύ­ρω­νος, απο­τε­λεί­ται από τέσ­σε­ρα άσμα­τα. Το δεύ­τε­ρο άσμα, η με­τά­φρα­ση του οποί­ου πα­ρου­σιά­ζε­ται εδώ κα­τά τμή­μα­τα, εκτεί­νε­ται σε 928 στί­χους. Το έρ­γο φρά­φε­ται ανά­με­σα στα 1809-1817. Όλα αυ­τά τα χρό­νια ο Βύ­ρων κλυ­δω­νί­ζε­ται μέ­σα στα κύ­μα­τα της ανα­τα­ραγ­μέ­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας στην αποι­κιο­κρα­τι­κή Βρε­τα­νι­κή Αυ­το­κρα­το­ρία. Αη­δια­σμέ­νος από την ηδο­νο­κρα­τού­με­νη και πα­ρηκ­μα­σμέ­νη τά­ξη του, ανα­ζη­τεί με πά­θος την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα. Φύ­ση ανυ­πό­τα­κτη και πα­ρά­φο­ρα πυ­ρε­τι­κή, αντι­λαμ­βά­νε­ται την ανά­γκη μιας σύν­θε­σης πο­τα­μι­κής, η οποία θα κρυ­σταλ­λώ­νει μορ­φι­κά το ζη­τού­με­νο της ζω­ής του, όπως εκ­φρά­ζε­ται στην πα­ρα­κά­τω το­πο­θέ­τη­σή του:

«Ο αλη­θι­νός και με­γα­λύ­τε­ρος σκο­πός της ζω­ής εί­ναι η αί­σθη­ση. Να αι­σθα­νό­μα­στε πως υπάρ­χου­με, ακό­μα και με τον πό­νο. Το θρη­νη­τι­κό κε­νό της ζω­ής στην Ευ­ρώ­πη, μας ωθεί στο παι­χνί­δι, στον πό­λε­μο, στο τα­ξί­δι. Σε πρά­ξεις έντο­να αι­σθη­τές, που η με­γα­λύ­τε­ρη σα­γή­νη τους εί­ναι η τα­ρα­χή της έντα­σης, που τις συ­νο­δεύ­ει.»

Αυ­τό το τα­ξί­δι εί­ναι η Προ­σκύ­νη­ση. Το έρ­γο τού­το δεν εί­ναι έρ­γο γρα­φεί­ου. Άλ­λω­στε το το­νί­ζει και ο ίδιος: «Μου εί­ναι αδύ­να­το να πε­ρι­γρά­ψω σκη­νές και κα­τα­στά­σεις άγνω­στες σε μέ­να, κα­θι­σμέ­νος ανα­παυ­τι­κά δί­πλα στο τζά­κι μου…». Εί­ναι έρ­γο ενός Πλά­νη­τα, ενός αλή­τη και φυ­γά από την θα­να­τε­ρή μού­χλα της φι­λε­λεύ­θε­ρης αρι­στο­κρα­τι­κής τά­ξης του. Φυ­γάς θε­ό­θεν και αλή­της. Και γρά­φε­ται, σε δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κές στιγ­μές, καθ΄οδόν, στη θά­λασ­σα, σε δια­φο­ρε­τι­κές χώ­ρες. Κυ­νη­γη­μέ­νος από τα φα­ντά­σμα­τά του, από τις πλη­γές της παι­δι­κής του ηλι­κί­ας, με τις κραυ­γές της μη­τέ­ρας του πως εί­ναι «κου­τσό κα­κο­μα­θη­μέ­νο παι­δί», ο Λόρ­δος Βύ­ρων, ανα­ζη­τώ­ντας την αυ­θε­ντι­κό­τη­τα, ανα­ζη­τώ­ντας εν τέ­λει το απω­λε­σμέ­νο νό­η­μα της ζω­ής. Εκεί­νο που θα τον λύ­τρω­νε από την φυ­λα­κή των αρι­στο­κρα­τών και από τα παι­δι­κά βά­σα­να. Κα­τά έναν βα­θύ­τε­ρο και δια­κρι­τό σ’ όλο το μή­κος και το πλά­τος του έρ­γου τρό­πο, ο Βύ­ρων προ­σκυ­νά με τη «στά­ση την τρο­μα­χτι­κή του αθώ­ου» (Ελύ­της), μέ­σα από τον Ωκε­ά­νειο ρυθ­μό που τον συ­νέ­χει, το θαύ­μα της ζω­ής και το νό­η­μα που ζη­τά. Κι αυ­τή η Προ­σκύ­νη­ση, βρί­σκει την «κα­λή και την γλυ­κειά της ώρα», όταν έρ­χε­ται πρώ­τη φο­ρά στην τουρ­κο­κρα­τού­με­νη Ελ­λά­δα, (1809-1812). Εδώ βρί­σκει τις λάμ­ψεις του μυ­στη­ρί­ου της όντως ζω­ής. Εδώ επι­λέ­γει να πε­θά­νει. Στο αλω­νά­κι του Μι­σο­λογ­γιού. Αλ­λά η Οδύσ­σεια συ­νε­χί­ζε­ται. Και στα μέ­ρη 16-20, ο Βύ­ρων – Οδυσ­σέ­ας, φθά­νει στον Άθω­να και στο νη­σί της Λευ­κά­δας, των Φαιά­κων. Μυ­ρί­ζε­ται την δι­κή του Ιθά­κη.

Δ. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: