Να βαδίζω διαβάζοντας (ή μήπως να διαβάζω βαδίζοντας;), είναι ένα εγχείρημα που ως σκέψη ανέκαθεν με γοήτευε, αλλά ποτέ δεν είχα μέχρι πρόσφατα τολμήσει να το επιχειρήσω. Όπως εξάλλου –παρεμπιπτόντως– και την όρθια ανάγνωση, που, ενώ πάντα ως ιδέα μού άρεσε, ούτε αυτήν δεν την εφάρμοσα ποτέ – όχι τουλάχιστον από επιλογή μου, παρά μόνο εξ ανάγκης μέσα στο μετρό και στο λεωφορείο ή περιμένοντας σε κάποιαν ουρά στην τράπεζα και στο ταχυδρομείο, όχι και σπάνια δηλαδή, εδώ που τα λέμε. Την ιδανική όμως για μένα συνθήκη, να στέκω όρθιος σαν ψάλτης μπρος σ’ ένα λιτό ξύλινο αναλόγιο και να διαβάζω, κατά προτίμηση μεγαλόφωνα, την Ιλιάδα ή τα ποιήματα του Ανδρέα Εμπειρίκου, αυτό δεν έχει σταθεί ως τώρα δυνατό να το πραγματοποιήσω.
Και αν είναι κυρίως πρακτικοί οι λόγοι που μου έχουν στερήσει ως τώρα την εμπειρία της όρθιας ανάγνωσης, αφού αρνούμαι κατηγορηματικά να την κάνω χωρίς το ξύλινο αναλόγιο των ονείρων μου, την περιπατητική ανάγνωση δεν την είχα επιχειρήσει ως τώρα εξαιτίας της δειλίας μου και μόνο. Με συγκρατούσε πάντα, αφενός, το ασυνήθιστο θέαμα που θα προσέφερα καθώς και τα παρεπόμενα σχόλια και, αφετέρου, το αυτονοήτως επικίνδυνο του πράγματος. Γνωστοί και φίλοι, πάντως, μου έχουν εκμυστηρευτεί κατά καιρούς ότι την ιδιαίτερη αυτή τέχνη, της περιπατητικής ανάγνωσης, την έχουν εξασκήσει – όλοι ωστόσο σε νεαρή ηλικία, όταν η ενέργεια, ή το άγχος κατά τις περιόδους των εξετάσεων, ξεχειλίζει απ’ τον ανθρώπινο οργανισμό, και, επίσης, όλοι μέσα στο σπίτι τους και στην ασφάλεια που ένα ευρύχωρο καθιστικό προσφέρει.
Η σχετική βιβλιογραφία, στην οποία -εννοείται- στράφηκα για καθοδήγηση, δεν είναι δυστυχώς ομόφωνα θετική ή αρνητική. Ο πρωταγωνιστής, ας πούμε, του μυθιστορήματος του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά Η λέσχη των αθεράπευτα αισιόδοξων φαίνεται, επιβεβαιώνοντας και τον τίτλο του βιβλίου, να τα καταφέρνει περίφημα: «Είχα διατηρήσει την παλιά μου συνήθεια να περπατώ διαβάζοντας. Με καθοδηγούσε ο φύλακας-άγγελός μου. Δεν χρειαζόταν να βλέπω πού πατούσα. Σταματούσα στα φανάρια, απέφευγα τις κολόνες, τα αυτοκίνητα και τους περαστικούς κι έφτανα στο σχολείο ακριβώς την ώρα που χτυπούσε το κουδούνι». Πώς να ξεχάσω όμως και τις πρώτες σελίδες του Χάρτινου σπιτιού, του σύντομου βιβλιοφιλικού μυθιστορήματος του Αργεντινού συγγραφέα Κάρλος Μαρία Ντομίνγκες, όπου περιγράφεται ο θάνατος μιας καθηγήτριας λογοτεχνίας, η οποία χτυπήθηκε από αυτοκίνητο καθώς διέσχιζε κάποια διασταύρωση στο Λονδίνο διαβάζοντας ένα από τα ποιήματα της Έμιλι Ντίκινσον;
Και πώς να ξεχάσω, επίσης, τα βλέμματα που όχι σπάνια έχω νιώσει εγώ ο ίδιος να καρφώνονται πάνω μου όταν, σε χώρους που προορίζονται για άλλου τύπου δραστηριότητες, ανοίγω το βιβλίο μου και βυθίζομαι στην ανάγνωση: σε καφετέριες και παιδότοπους, σε παγκάκια και κομμωτήρια, σε εστιατόρια και σε φοροτεχνικά γραφεία. Πόσο μάλλον, σκέφτομαι, αν διαβάζω περπατώντας. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος Ο γαλατάς της Άννα Μπαρνς, η οποία επίσης εξασκούσε αυτού του είδους τη βαδιστική ανάγνωση, απέφυγε μεν κάποιο μοιραίο ατύχημα, τον πρώτο από τους δύο φόβους μου δηλαδή, αλλά όχι και τα φαρμακερά σχόλια του περίγυρού της, που αποτελεί τον άλλο μου ανασταλτικό παράγοντα.
Δεν έχει τύχει εξάλλου, όλα αυτά τα χρόνια που το ζήτημα με απασχολεί, να συναντήσω καμία σχετική αναφορά στις βιογραφίες των συγγραφέων που θαυμάζω, ώστε να λάβω, έστω από εκεί, κάποια ενθάρρυνση. Απ’ ό,τι φαίνεται, κανείς από τους μεγάλους περιπατητές των αιώνων δεν συνήθιζε να διαβάζει βιβλία βαδίζοντας. Ούτε ο Νίτσε ούτε ο Ρουσσώ ούτε ο Καντ ούτε ο Νερβάλ ούτε ο Ρεμπώ ούτε οι υπερρεαλιστές του Παρισιού ή οι flâneurs που περιγράφουν ο Μπωντλαίρ και ο Μπένγιαμιν στα δικά τους βιβλία. Μένει μόνο εκείνη η, όχι εντελώς συναφής, προτροπή του Δημήτρη Παπαδίτσα προς τον Ε.Χ. Γονατά: «Να μου γράφεις, έστω και βαδίζοντας». Αυτό το «έστω» όμως, πάντα με φρέναρε.
Αλλά όχι πια. Γιατί πρόσφατα, επιτέλους, χωρίς να το έχω σχεδιάσει μάλιστα εκ των προτέρων, αποτόλμησα το, ενδεχομένως, απονενοημένο διάβημα: γύρισα στο σπίτι περπατώντας διαβάζοντας. Η εποχή εξάλλου το ευνοεί: κρύο και covid-19 και περιορισμοί στην κυκλοφορία, που σημαίνει πως οι λίγοι διαβάτες που βρίσκονταν στον δρόμο ήταν τυλιγμένοι στα παλτά και στα σκουφιά τους και είχαν το πρόσωπό τους καλυμμένο με μάσκα, για να μη μιλήσω για τα χοντροπάπουτσα που έκρυβαν τα περιποιημένα νύχια των γυναικών – στερούνταν κάθε ενδιαφέροντος δηλαδή. Πόσο μάλλον αν έχεις ήδη διανύσει, εκείνη τη μέρα, πέντε έξι χιλιόμετρα στο κέντρο της πόλης και τα τρία τελευταία που σου μένουν για την επιστροφή δεν υπόσχονται καμία συνταρακτική μεταβολή του αναμενομένου.
Γιατί λοιπόν να μην ανοίξεις το βιβλίο σου να διαβάσεις κάτι; Αν μάλιστα τυχαίνει να έχεις στην τσάντα σου τις Παιδικές και νεανικές αναμνήσεις του Ιουλίου Βερν, βιβλίο μικρό και ελαφρύ, ώστε να το κρατάς άνετα με το ένα χέρι, και συγχρόνως ευανάγνωστο και εξόχως απολαυστικό, ώστε να μην κινδυνεύει να χαθεί ο ειρμός της ανάγνωσης από τους αναπόφευκτους περισπασμούς της οδού. Γιατί, όπως κάθε τόπος και χρόνος, κάθε συναισθηματική κατάσταση και κάθε καιρική συνθήκη θέλει το δικό της βιβλίο, έτσι και η περιπατητική ανάγνωση έχει προφανώς τις δικές της απαιτήσεις. Ποιος θα διάβαζε το Αλεξανδρινό κουαρτέτο Δεκέμβριο μήνα (στο βόρειο ημισφαίριο) ή τη Μεταμόρφωση του Κάφκα σε μια ξαπλώστρα στην ξύλινη βεράντα κάποιου χιονοδρομικού κέντρου; Έτσι και ο αναγνωστικός περίπατος δεν στέργει τα ογκώδη έργα, τον μακροπερίοδο λόγο και τη δημιουργική ασάφεια – η οποία, εξάλλου, θα έπρεπε έτσι κι αλλιώς να αποφεύγεται σε κάθε περίπτωση.
«Υπήρξα μάρτυρας πλείστων καινοτομιών: των σπίρτων φωσφόρου, των κολάρων, των περικαρπίων, του επιστολόχαρτου, των γραμματοσήμων, των φαρδιών παντελονιών, του παλτού, του καπέλου κλαρκ, των μποτινιών, του μετρικού συστήματος, των ατμόπλοιων του Λίγηρα, των λεωφορείων, των σιδηροδρόμων, των τραμ, του γκαζιού, του ηλεκτρικού, του τηλέγραφου, του τηλεφώνου, του φωνόγραφου!» θυμάται ο Ιούλιος Βερν και ο προσεκτικός περιπατητής αναγνώστης σηκώνει για μια στιγμή το βλέμμα του από τις γραμμές του βιβλίου του, προκειμένου να εντοπίσει, ρίχνοντας μια γρήγορη ματιά στον δρόμο μπροστά του, τις κολόνες και τις λακκούβες, τις ακαθαρσίες και τους διαβάτες που πρόκειται να συναντήσει μπροστά του τα επόμενα τριάντα δευτερόλεπτα, ενώ συγχρόνως χαϊδεύει με το ελεύθερο χέρι του το smartphone που έχει μες στην τσέπη του, τη μεγάλη καινοτομία της δικής του εποχής, τη μαγική συσκευή που, κατά κάποιον τρόπο, του επέτρεψε σήμερα να πραγματοποιήσει επιτέλους το παλιό του όνειρο της περιπατητικής ανάγνωσης.
Γιατί δεν υπήρχε βέβαια περίπτωση να τα κατάφερνε τόσο καλά με την περιπατητική ανάγνωση, αν δεν είχαν προηγηθεί ατελείωτες ώρες πρακτικής εξάσκησης, κατά τις οποίες περπατάει στους δρόμους και τα πεζοδρόμια με το βλέμμα του προσηλωμένο στη μικρή οθόνη του κινητού χαϊδεύοντας με το δάχτυλό του τις εικόνες και σχολιάζοντας τις ανούσιες αναρτήσεις που περνούν από μπροστά του ή απαντώντας σε αδιάφορα μηνύματα που του έρχονται το ένα μετά το άλλο από ένα πλήθος εφαρμογών που χρησιμοποιεί. Κι όμως, μια τέτοια οδική συμπεριφορά έχει φθάσει να θεωρείται φυσιολογική, ενώ η δική μου διακεκομμένη προσήλωση στο βιβλίο που διαβάζω –με τη μέθοδο της έγκαιρης απόσυρσης του βλέμματος– προσελκύει, όπως παρατήρησα, ματιές έκπληξης, συγκαταβατικότητας και, κάποτε, αποδοκιμασίας.
Ας είναι όμως. Ο Ιούλιος Βερν συνεχίζει την αφήγησή του κι εγώ, αφού διασχίσω με προσοχή την πολύβουη λεωφόρο βασιλίσσης Σοφίας, συνεχίζω τον δρόμο μου και την ανάγνωση, δανειζόμενος για λίγο το δικό του βλέμμα για να κοιτάξω τα κτίρια που τόσο καλά γνωρίζω και που άξαφνα, λες, είναι σαν να έχουν μεταφερθεί στην άλλη όχθη του Ατλαντικού: «Είδα τη Νέα Υόρκη, έμεινα στο Fifth Avenue Hotel, διέσχισα τον Ηστ Ρίβερ πριν από την κατασκευή της γέφυρας του Μπρούκλιν, ανέβηκα τον Χάτσον μέχρι το Άλμπανυ, επισκέφτηκα το Μπάφαλο και τη λίμνη Ήρι, αντίκρισα τους καταρράκτες του Νιαγάρα από την κορυφή του Τέραπιν-Τάουερ, ενώ ένα σεληνιακό ουράνιο τόξο διαγραφόταν μέσα από τους ατμούς του καταρράκτη». Τη στιγμή ακριβώς που διαβάζω αυτές τις γραμμές φτάνει στην ακοή μου ο ήχος νερού που πέφτει από ψηλά και μια δυο ελαφριές σταγόνες με βρίσκουν καταπρόσωπο. Ξαφνιάζομαι και σηκώνω το βλέμμα από το βιβλίο μου. Οι καταρράκτες, σκέφτομαι. Αλλά όχι, είναι το σιντριβάνι της πλατείας Τρούμαν. Να όμως κάτι που ποτέ δεν θα είχα την ευκαιρία να βιώσω αν διάβαζα αποκλειστικά στην ησυχία του δωματίου μου.
Για αυτές τις ευτυχείς συμπτώσεις, που στην πραγματικότητα συμβαίνουν πολύ πιο συχνά απ’ όσο θα περίμενε κανείς, είναι που αξίζει η περιπατητική ανάγνωση. Και για τις εκπλήξεις που (μπορεί να) κρύβονται στο γύρισμα κάθε νέας σελίδας ή στο κάθε νέο βήμα που κάνουμε με το πόδι μας. Και για τον έξτρα χρόνο ανάγνωσης που έτσι εξασφαλίζουμε, θα έλεγα, αφού ο χρόνος που κατορθώνουμε να αφιερώνουμε στα βιβλία μας όσο πάει και μειώνεται· το ίδιο και η συγκέντρωσή μας, η οποία, παραδόξως, μοιάζει να είναι μεγαλύτερη περπατώντας διαβάζοντας απ’ ό,τι στην πολυθρόνα του καθιστικού μας. Και για το καταφύγιο που μόνο ένα βιβλίο μπορεί να μας προσφέρει, αν όχι από την αθλιότητα του κόσμου και της ύπαρξης, τουλάχιστον από την αθλιότητα της πόλης όταν τη διασχίζεις με το καθημερινό σου βλέμμα.
Τη μέρα εκείνη, βαδίζοντας τα τρία χιλιόμετρα που με χωρίζανε απ’ το σπίτι, διάβασα δύο φορές τις Παιδικές και νεανικές αναμνήσεις του Ιουλίου Βερν. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ανάγνωσης, ήδη σχηματίζονταν μες στο μυαλό μου οι βασικές φράσεις αυτού του κειμένου και μαζί οι πρώτες αντιρρήσεις που ενδεχομένως θα διατυπώνονταν για το περιεχόμενό του: «Τι μας προτείνετε δηλαδή εδώ; Να βγούμε στους δρόμους μ’ ένα βιβλίο στα χέρια και όποιον πάρει ο Χάρος;» Ο Ιούλιος Βερν, λίγο πριν φτάσω στη γειτονιά μου, είχε ήδη δώσει την απάντηση: «Μερικές φορές τα βιβλία μου έχουν κατηγορηθεί ότι παροτρύνουν τα νεαρά αγόρια να εγκαταλείψουν την οικογενειακή εστία για να περιπλανηθούν ανά τον κόσμο. Είμαι σίγουρος ότι αυτό δεν συνέβη ποτέ».
Αύριο το πρωί έχω να πάω στη Μεταφραστική Υπηρεσία του Υπουργείου Εξωτερικών. Λέω να πάρω μαζί μου την Αποστολή του μεταφραστή του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Για τον δρόμο.