Ο πρίγκιπας Τζουζέπε Ρουσπιλιόζι, εραστής των Τεχνών, χτύπησε την πόρτα του μεγάρου της οικογένειας Αμίγκολι στη Φλωρεντία (έναντι της οικίας Παλαβιτσίνι). Ο υπηρέτης άνοιξε το θυρόφυλλο, υποκλίθηκε και είπε πως ο κύριός του είχε αναχωρήσει για λουτροθεραπεία και ζητούσε συγνώμη που δεν είχε ενημερώσει περί αυτού την εξοχότητά του, είχε όμως αφήσει για την εξοχότητά του εκείνο που η εξοχότητά του είχε έλθει να παραλάβει. Ο πρίγκιπας στράφηκε στον αμαξά του και τον διέταξε να παραλάβει αυτό που αυτοπροσώπως είχε έλθει να παραλάβει. Εντός δερμάτινου χαρτοφύλακα, ο οποίος έφερε το οικόσημο της οικογένειας Αμίγκολι εις το εμπρόσθιον μέρος του, ο πρίγκιπας Τζουζέπε Ρουσπιλιόζι παρέλαβε τον μικρών διαστάσεων πίνακα «La rea Silvia», έργο του Μασάτζιο. Είχε καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα σε τράπεζα της Ελβετίας, κατάθεση που ο κομμεντατόρε Αμίγκολι είχε επιβεβαιώσει δια ταχυδρομικής περιστεράς, ευτυχής που απολάμβανε την σπατάλη του χρήματος στις όχθες της λίμνης Λεμάν, σκιάζοντας δι’ αυτής της παρουσίας του το θεσπέσιο κορμί της ερωμένης του Σύλβια. Αυτά έγιναν το έτος 1816, δύο μόλις χρόνια μετά το Συνέδριο της Βιέννης.
Ο κριτικός τέχνης Αντόλφο Βεντούρι, επισκεπτόμενος, όπως το συνήθιζε, τον πρίγκιπα Ρουσπιλιόζι στη βιβλιοθήκη του, για να πιει μαζί του λιμοντσέλο και να παραπέμψουν το θέμα της αθανασίας της ψυχής σε προσεχή συνάντησή τους, επειδή άλλα θέματα πρώτευαν, ο ντοτόρε Βεντούρι λοιπόν δήλωσε, χωρίς άλλη εισαγωγή, πως ο πίνακας που μόλις είχε αποκτηθεί και κοσμούσε την πινακοθήκη του πρίγκιπα, ήταν έργο του Σάντρο Μποτιτσέλι, εχρονολογείτο περί το 1473, είκοσι δηλαδή έτη μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης και θα έπρεπε να φέρει τον τίτλο «La derelitta» («Η εγκαταλελειμμένη»): απαθανάτιζε αμαρτωλή γυναίκα, η οποία μη δυναμένη να διέλθει την στενή πύλη του Παραδείσου, έκλαιγε πικρώς. Προς επίρρωσιν των λόγων του, ο ντοτόρε Βεντούρι υποσχέθηκε να ζητήσει από τον ιντζενιέρε Ενρίκο Γκουιντόνι, εφ’ όσον ο πρίγκιπας το επιθυμούσε, να αναφέρει λεπτομερώς στην εξοχότητά του τα συμπεράσματα στα οποία είχε καταλήξει μετά από ενδελεχή μελέτη του πίνακα, δεν είχε όμως ανακοινώσει στην οικογένεια Αμίγκολι –που του είχε ζητήσει να αποφανθεί περί του έργου– δεδομένου ότι η οικογένεια Αμίγκολι δεν είχε σκεφτεί ποτέ να τον ανταμείψει για τις υπηρεσίες του.
Ένα πουγκί με σκούδα βρισκόταν πάνω στο γραφείο του πρίγκιπα Ρουσπιλιόζι εκείνη τη μέρα. Σε αυτό το πουγκί μιλούσε ο ιντζενιέρε Ενρίκο Γκουιντόνι και του έλεγε: «Αν η εξοχότητά του ο πρίγκιπας Τζουζέπε Ρουσπιλιόζι φορέσει τα γυαλιά του, θα δει πως στις πτυχώσεις του ενδύματος του απαρηγόρητου προσώπου κρύβονται τα αρχικά F και L. Θα προσέξει επίσης –πράγμα βέβαιο– πως οι πινελιές του πίνακα διαφέρουν μεταξύ τους, δείγμα ότι το έργο δεν ολοκληρώθηκε από έναν ζωγράφο, αλλά από πολλούς. Το αποτύπωμα του χρωστήρα του Σάντρο Μποτιτσέλι είναι ευδιάκριτο. Το ίδιο ευδιάκριτο είναι το αποτύπωμα του Φιλιππίνο Λίπι, μαθητή στο εργαστήρι του Σάντρο Μποτιτσέλι. Ο περί ού ο λόγος Φιλιππίνο χάραξε τα αρχικά F και L. Τούτων δοθέντων, ποιο είναι το απαρηγόρητο πρόσωπο; Όχι φυσικά η Σύλβια, που παραδιδόμενη στην ακολασία μεριμνά και τυρβάζει περί της ηδονής και δια λόγους δήθεν μεταμέλειας κρύβει το πρόσωπό της. Όχι, κατ’ άλλην εκδοχήν, ο Μαρδοχαίος, που οδύρεται μπροστά στη θύρα του ανακτόρου του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, επειδή ο βασιλιάς είχε διατάξει τη σφαγή και τον εξανδραποδισμό των Εβραίων. Όχι, λέγω! Το απαρηγόρητο πρόσωπο είναι ο ζωγράφος Φιλιππίνο Λίπι».
«Μπα!», απόρησε ο πρίγκιπας και άπλωσε το χέρι του προς το πουγκί με τα σκούδα, σαν να ήθελε να τα μετρήσει εκ νέου. «Μη!», ανέκραξε ο ιντζενιέρε Ενρίκο Γκουιντόνι, «μη διανοηθεί η εξοχότητά σας να αμφιβάλει για τα λεγόμενά μου. Ο Φιλιππίνο Λίπι ήταν δεκαπέντε ετών, όταν έλαβε στα χέρια του τον χρωστήρα και συνέπραξε με τον δάσκαλό του (και άλλους μάλλον μαθητές του εργαστηρίου) στην ολοκλήρωση του παρόντος πίνακος. Ήταν δηλαδή σε ηλικία όπου άρχιζε να γνωρίζει την κοινωνία του καιρού του, αισθανόμενος την καταφρόνια που τον στιγμάτιζε εξαιτίας της καταγωγής του. Γνώριζε πια πως ήταν γιος του μοναχού Φιλίππο Λίπι, καρπός του βιασμού της μοναχής Λουκρέτσα Μπούτι. Εκείνος ο βιασμός ήταν γνωστός στη Φλωρεντία και παρά το γεγονός ότι ο Πάπας Πίος Β είχε αποδεσμεύσει τους αμαρτήσαντες από τους όρκους τους στην Αγία του Χριστού Εκκλησία, το σκάνδαλο δεν είχε ξεχαστεί. Ο Σάντρο Μποτιτσέλι, όταν είδε πως ο νεαρός μαθητής του είχε σχεδιάσει τη μορφή του στον πίνακα, είπε: «Σου μοιάζει, αλλά μη τον δείχνεις». Έβαλε μερικές πινελιές για να εξηγήσει τι εννοούσε και απήλθε, οι φίλοι του τον ανέμεναν στο καφενείο της γειτονιάς. Όταν επέστρεψε, ο Φιλιππίνο Λίπι είχε ολοκληρώσει τον πίνακα. Ήταν τα χρόνια της Αναγέννησης».
«Πράγματι», μουρμούρισε ο πρίγκιπας Τζουζέπε Ρουσπιλιόζι. «Τα χρόνια της Ευρώπης», έλαβε το θάρρος να συμπληρώσει ο ιντζενιέρε Ενρίκο Γκουιντόνι. «Ας προσέξουμε», ολοκλήρωσε τις σκέψεις του ο πρίγκιπας Τζουζέπε Ρουσπιλιόζι και έσπρωξε το πουγκί με τα σκούδα προς το μέρος του ιντζενιέρε Ενρίκο Γκουιντόνι.
«Τι θα έλεγε η εξοχότητά σας αν πίναμε τώρα ένα ποτηράκι λιμοντσέλο;» ψιθύρισε ο ντοτόρε Αντόλφο Βεντούρι.