Γαμήλιο δείπνο

Ραφαήλ (και μαθητές): Γαμήλιο δείπνο του Έρωτα και της Ψυχής, τοιχογραφία, Βίλα Φαρνεζίνα, Ρώμη
Ραφαήλ (και μαθητές): Γαμήλιο δείπνο του Έρωτα και της Ψυχής, τοιχογραφία, Βίλα Φαρνεζίνα, Ρώμη

Γα­μή­λιο δεί­πνο με αστα­κούς, άλι­κα όστρα­κα και γλέ­ντι πλου­σιο­πά­ρο­χο. Γύ­ρω γύ­ρω στο τρα­πέ­ζι οι συν­δαι­τη­μό­νες με επί­ση­μο έν­δυ­μα, με στε­ρε­ό­τυ­πους δια­λό­γους και με­λε­τη­μέ­νες κι­νή­σεις εκλε­πτυ­σμέ­νης κο­σμι­κό­τη­τας, ανοί­γουν το στό­μα, η γλώσ­σα μέ­σα σπαρ­τα­ρά­ει νευ­ρι­κά σαν ψά­ρι, τι­νά­ζε­ται κα­τα­βρο­χθί­ζο­ντας δο­λώ­μα­τα εφή­με­ρου και αντί­δο­τα θα­νά­του. Εις υγεί­αν, λέ­νε, των νε­ο­νύμ­φων, με ια­χές και υψώ­νο­ντας τα πο­τή­ρια περ­νούν κα­τευ­θεί­αν στη μέ­θη, κά­νο­ντας κα­μα­ρω­τά προ­πό­σεις. Με­τά από μι­κρές ευ­δαί­μο­νες σιω­πές, πριν πυ­κνώ­σουν οι κα­πνοί των πού­ρων, κα­θα­ρί­ζουν τα δό­ντια τους από τα υπο­λείμ­μα­τα κρέ­α­τος κρύ­βο­ντας δια­κρι­τι­κά στην πα­λά­μη την οδο­ντο­γλυ­φί­δα και σκου­πί­ζο­νται λε­κιά­ζο­ντας την κά­τα­σπρη πε­τσέ­τα.
Ενώ­πιον τους, ακτι­νο­βο­λών από θρί­αμ­βο και ευ­δαι­μο­νία, ο γα­μπρός με ωραίο σώ­μα αθλη­τι­κό, κορ­μί μυώ­δες δου­λε­μέ­νο σε όρ­γα­να γυ­μνα­στι­κής, ση­κώ­νει την νύ­φη αγκα­λιά όπως εί­θι­σται στους νε­ό­νυμ­φους.
Την πε­ρι­φέ­ρει σαν έπα­θλο κα­τ’ επα­νά­λη­ψιν χα­μέ­νης παρ­θε­νί­ας, μια γυ­ναί­κα ντυ­μέ­νη στα λευ­κά που πα­ντρεύ­τη­κε υπό την απει­λή πε­ρι­στρό­φου, μια φτια­σι­δω­μέ­νη ώρι­μη πρώ­ην καλ­λο­νή των πε­ζο­δρο­μί­ων. Ο αφρώ­δης οί­νος ξε­θυ­μαί­νει στο πο­τή­ρι της, με έκ­δη­λη νευ­ρι­κό­τη­τα σα­λιώ­νει τα χεί­λη της μα δεν μπο­ρεί να κα­τε­βά­σει μπου­κιά, πα­ρα­μέ­νει ανα­πο­φά­σι­στη εν όψει των πλού­σιων σερ­βι­ρι­σμά­των.
Πα­λιοί έρω­τες, πε­ρι­δι­νή­σεις και ερω­τι­κές αρ­ρυθ­μί­ες έχουν σκί­σει πλέ­ον την καρ­διά της στα δύο, τώ­ρα πια εί­ναι αρ­γά δεν γί­νε­ται να την ρά­ψει με μια κλω­στή, alea jacta est, στα­λαγ­μα­τιά στα­λαγ­μα­τιά μαρ­μά­ρω­σε σαν στα­λα­κτί­της, πέ­τρω­σε. Μέ­σα από χα­ρα­μά­δες αλή­θειας, άν­δρες που αγά­πη­σε πα­ρά­φο­ρα μέ­χρι σή­με­ρα γε­μί­ζουν το στό­μα της με γλυ­κό­πι­κρη γεύ­ση οπτι­κής απά­της, όλοι εκεί­νοι οι συ­μπλέ­ο­ντες ερα­στές του πα­ρελ­θό­ντος της, σκιές πα­γω­μέ­νες, ακί­νη­τες, πά­νω στα ξέ­πνοα άλο­γα τους, οι τρια­κό­σιοι εξή­ντα πέ­ντε άντρες της, που έχει χά­σει τα ίχνη τους, που έχει ξε­χά­σει ακό­μα και τα ονό­μα­τα τους. Για­τί πριν από αυ­τόν τον τε­λευ­ταίο, τον αδια­φι­λο­νί­κη­το, τον ακα­τα­μά­χη­το, ήταν κά­ποιος άλ­λος που αμ­φι­βάλ­λει για το όνο­μά του και πριν από αυ­τόν ήταν κά­ποιος άλ­λος που δεν τον ρώ­τη­σε πο­τέ το όνο­μα του και πριν από αυ­τόν ήταν κά­ποιος που απέ­φυ­γε να της πει το όνο­μα του και ού­τω κα­θε­ξής ad infinitum.
Δια­ψευ­σμέ­νες προσ­δο­κί­ες, βι­βλι­κοί χω­ρι­σμοί και όλα τα συ­μπρά­γκα­λα. «Μου πή­ρε πο­λύ χρό­νο, μα εί­μαι τυ­χε­ρή, επι­τέ­λους βρή­κα τον σω­στό άντρα, κά­θε νύ­χτα θα ’ρ­χε­ται και θα ξα­πλώ­νει επά­νω μου λέ­γο­ντάς μου τα ίδια πράγ­μα­τα μέ­χρι να πε­θά­νω», μο­νο­λο­γεί σιω­πη­λά, νοιώ­θο­ντας το ρί­γος της απου­σί­ας κά­θε δυ­να­τό­τη­τας να τον αγα­πή­σει.
Θιγ­μέ­νη, φο­νι­κή και συ­γκλο­νι­σμέ­νη με το πι­κρό αστείο της ζω­ής της, την πα­ρε­ξή­γη­ση μέ­σα στην οποία ζει, με τρό­πο εξω­φρε­νι­κό και ακα­θό­ρι­στο, κρα­τώ­ντας στο αρι­στε­ρό χέ­ρι την λη­ξιαρ­χι­κή πρά­ξη γά­μου, σπρώ­χνει με το δε­ξί ορ­μη­τι­κά μέ­σα βα­θιά στον λά­ρυγ­γα του συ­ζύ­γου της μπου­κώ­νο­ντας τον, μια πρώ­τη κου­τα­λιά από την σο­κο­λα­τέ­νια γα­μή­λια τούρ­τα. Της έρ­χε­ται να τον πνί­ξει. Έτσι ξαφ­νι­κά από την μια στιγ­μή στην άλ­λη. Πνιγ­μός στην θά­λασ­σα, πνιγ­μός στα ανε­ξι­χνί­α­στα σκο­τά­δια της κλί­μα­κας του υπο­συ­νει­δή­του της, πνιγ­μέ­νος αυ­τός ανά­με­σα στα φύ­κια και στα βρά­χια, ένας κα­πε­τά­νιος που ναυά­γη­σε την ημέ­ρα του γά­μου του μέ­σα σε μια κου­τα­λιά σο­κο­λά­τας. Ση­κώ­νε­ται από την θέ­ση της πα­ρα­παί­ο­ντας πά­νω στα άσπρα ψη­λά τα­κού­νια, ανοί­γει δρό­μο ανά­με­σα στους πα­ρευ­ρι­σκό­με­νους βια­στι­κά, σκί­ζο­ντας την άκρη του πο­δό­γυ­ρου από το μα­κρύ νυ­φι­κό, με έναν τολ­μη­ρό κυ­μα­τι­σμό γλι­στρά­ει όπως ένα κομ­μά­τι πά­γου, κά­νει τρα­μπά­λα στα κά­γκε­λα του μπαλ­κο­νιού. Λι­κνί­ζε­ται αθό­ρυ­βα με βλέμ­μα απλα­νές, μα­ζεύ­ε­ται με το κε­φά­λι προς τα κά­τω αγνα­ντεύ­ο­ντας το κε­νό, με τα χέ­ρια και τα στή­θη να κρέ­μο­νται έχο­ντας ήδη μέ­σα της την αί­σθη­ση ατέ­λειω­της πτώ­σης, εκεί­νη την χα­λα­ρή ζά­λη, τον ιλιγ­γιώ­δη καλ­πα­σμό του μυα­λού σε άγνω­στους αρ­χαϊ­κούς ορί­ζο­ντες που νοιώ­θεις όταν ετοι­μά­ζε­σαι να ρί­ξεις τον εαυ­τό σου από το ύψος του ακα­τέρ­γα­στου όγκου ενός βρά­χου ή από το πα­ρά­θυ­ρο του τε­λευ­ταί­ου ορό­φου συ­μπλέγ­μα­τος ου­ρα­νο­ξυ­στών, που ανά­με­σά τους με­τά βί­ας περ­νά­ει το φώς του ου­ρα­νού. Με αύ­θα­δες χα­μό­γε­λο ορ­μά­ει αδί­στα­κτη στο κε­νό, προς με­γί­στην έκ­πλη­ξιν των πα­ρευ­ρι­σκο­μέ­νων φω­το­γρά­φων και κο­σμι­κο­γρά­φων. Το κορ­μί της πέ­φτει με κού­φιο πά­τα­γο στο δρό­μο. Χω­ρίς ένα νεύ­μα τρυ­φε­ρό­τη­τας, ένα απο­χαι­ρε­τι­στή­ριο βλέμ­μα, μια χει­ρα­ψία, χω­ρίς να βγά­λει άχνα, ού­τε να προ­λά­βει να ψι­θυ­ρί­σει αντίο. Με ανοιγ­μέ­να τα σκέ­λια. Με άδεια τα χέ­ρια

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: