Γιατί όμως ο Καποδίστριας έθετε, ήδη από το 1827, το θέμα της ανύπαρκτης χαρτογράφησης ως ισότιμο των ομοίως ανύπαρκτων θεμάτων της στρατιωτικής εκπαίδευσης και των τεχνικών υποδομών του νέου κράτους, ζητώντας και για τα τρία την υποστήριξη της Γαλλίας; Aνταπόκριση σε αυτό το αίτημα ήταν οι αποστολές των τεσσάρων στρατιωτικών μηχανικών που έστειλε σχεδόν αμέσως ―παρά τω Kυβερνήτη― το γαλλικό υπουργείο Πολέμου μετά την άφιξη του Καποδίστρια στη χώρα. Δεν χρειάζονται εξηγήσεις για να αντιληφθεί κανείς τη σπουδαιότητα της στρατιωτικής εκπαίδευσης στην άμυνα της χώρας και τη σημασία της μόρφωσης μηχανικών ―στρατιωτικών τότε παντού. Όπως είναι αντιληπτή και η επείγουσα σπουδαιότητα των τεχνικών υποδομών για την οικοδόμηση μιας κατεστραμμένης χώρας που αναδύεται από το μηδέν. Αλλά η χαρτογράφηση; Ποια ήταν η βασική ανάγκη για αυτήν; Γιατί ήθελε χάρτες ο Καποδίστριας; Για τις πολεμικές επιχειρήσεις του νέου κράτους; Για τις διπλωματικές του προσπάθειες; Για τη χάραξη των συνόρων; Για τη σηματοδότηση του ευρωπαϊκού χαρακτήρα του νέου κράτους; Μήπως ήταν μια ανώφελη ή δευτερεύουσα τυχαία ιδέα ή μιμητισμός; Η ανάγκη των χαρτών που ζητούσε ο Καποδίστριας περιγράφεται από τις συγκεκριμένες προδιαγραφές και τις χρήσεις που ο ίδιος διατύπωσε στην περίφημη επιστολή του προς τον Λοβέρδο: για να ασκήσει διοίκηση αναπτύσσοντας τη στατιστική της χώρας. Η χαρτογράφηση ήταν αποστολή ενός των τεσσάρων Γάλλων αξιωματικών, του Peytier, χαρτογράφου του Dépôt, για λίγους μήνες πριν την ενσωμάτωσή του στο εκστρατευτικό σώμα του Maison (και των διαδόχων του Schneider και Guéhéneuc)· ήταν οι αξιωματικοί του Dépôt που θα εξυπηρετούσαν και τις επιστημονικές ανάγκες της Expédition. Εν μέσω της άγνοιας των Ελλήνων περί των της χαρτογράφησης, ο Καποδίστριας είχε πλήρη επίγνωση της σημασίας και της προτεραιότητάς της για τα πρώτα επείγοντα έργα του στην «έρημη χώρα» που ανέλαβε να οικοδομήσει. Η διαχείριση των εθνικών γαιών ήταν ίσως το σπουδαιότερο από αυτά και πηγή πολλών δεινών για τον ίδιο και τις τύχες του νέου κράτους. Για να διαχειριστεί το θέμα των εθνικών γαιών, που προέκυψε πιεστικά από την Επανάσταση του 1821, ένας ευρωπαίος πολιτικός του διαμετρήματός του δεν ήταν δυνατόν να μην γνώριζε ότι έπρεπε να προηγηθεί η χαρτογράφηση των εδαφών στα οποία αναφέρονται οι εθνικές γαίες. Αυτή ήταν άλλωστε και η πρακτική που ακολουθούσαν όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, με πρώτη διδάξασα τη Γαλλία, από την οποία και ζήτησε τη σχετική αρωγή ο άτυχος Κυβερνήτης.
Τι ήταν όμως οι εθνικές γαίες ή αλλιώς η εθνική γη, τα εθνικά κτήματα, τα εθνικά χωράφια ή οι τόποι εθνικοί, όπως αναφέρονται στα έγγραφα και τους κώδικες νόμων μετά το 1821; Ήταν όλες οι οθωμανικές ιδιοκτησίες (κτίρια, καλλιεργούμενα εδάφη, λιβάδια, δάση) τις οποίες ανακήρυξε ελεύθερες η Επανάσταση του 1821, σε αναμονή των αποφάσεων του κράτους για τον προσφορότερο τρόπο αξιοποίησής τους. Ελπίδα των ακτημόνων αγροτών και των μικρών ιδιοκτητών γης ήταν να διανεμηθούν οι εθνικές γαίες σε αυτούς και να μην πωληθούν στους μεγαλογαιοκτήμονες ―τους έχοντες― που εκδήλωναν αγοραστικό ενδιαφέρον. Κατά τις εκτιμήσεις του Peytier στην έκθεσή του (1838), με βάση τα στοιχεία της χαρτογράφησης του Dépôt (1828-1832), o πληθυσμός του νέου κράτους σε χώρα με συνολική εδαφική έκταση περ. 48,6 χιλιάδων τετρ. χλμ. (περ. το 7.5% της έκτασης της Γαλλίας), ήταν περ. 800 χιλιάδες κάτοικοι, κατανεμημένοι περ. 400 χιλ. στην Πελοπόννησο και τις παρακείμενες νήσους, περ. 250 χιλ. στη Στερεά και περ. 150 χιλ. στις Κυκλάδες και την Εύβοια ―με πληθυσμιακή πυκνότητα περ. 16,5 κατοίκων ανά τετρ. χλμ. Σε αυτόν τον πληθυσμό, περ. 480 χιλ. ήταν αγρότες (τετραμελείς έως πενταμελείς οικογένειες) από τους οποίους οι περ. 360 χιλ. παρέμεναν ―και κατά την οθωνική περίοδο― χωρίς καμιά ιδιοκτησία, με τους υπόλοιπους να διαθέτουν 5 ως 10 στρέμματα στις ορεινές περιοχές και από 50 ως 200 στρέμματα στις πεδινές. Οι εθνικές γαίες κάλυπταν σχεδόν τη μισή εδαφική έκταση που θα αποτελούσε το ελληνικό κράτος (Πελοπόννησος, Στερεά και Νήσοι) και το 60% των καλλιεργούμενων εδαφών, το 73% των λιβαδικών και το 82% των δασικών εκτάσεων. Αυτά τα μεγάλα ποσοστά εδάφους, που αντιπροσώπευαν οι εθνικές γαίες, γίνονται τότε ευθέως ανάλογου μεγέθους προσδοκίες για τους Έλληνες του 1821 και το μέλλον τους. Κατά ιστορικούς, όπως οι Σβορώνος, Hering, Δερτιλής, Διαμαντούρος, Θεμελή-Κατηφόρη, McGrew, οι οικογένειες των Ελλήνων αγροτών εκμεταλλεύονται το μεγαλύτερο μέρος των πρώην οθωμανικής ιδιοκτησίας καλλιεργήσιμων εδαφών· περίμεναν με αγωνία ότι η καλλιεργούμενη γη, με τον αντίστοιχο κτιριακό εξοπλισμό, θα γίνει κάποτε δική τους ή, τουλάχιστον, δεν θα αλλάξει η υφιστάμενη κατάσταση. Αλλά και οι αμέσως μετά το 1821 υποσχέσεις προς τους αγωνιστές έχουν ως αντικείμενο τη χορήγηση γης. Υποσχέσεις που έμειναν ανεκπλήρωτες, όπως π.χ. εκείνη του 1827 για τη χορήγηση γης στους πολιορκημένους της Ακρόπολης των Αθηνών και κατόπιν σε όλους τους αγωνιστές. Εξαίρεση αποτέλεσαν τα λεγόμενα φθαρτά ακίνητα ―σπίτια, εργαστήρια, μύλοι, λουτρά, και συναφή― που θα κινδύνευαν να καταστραφούν αν δεν συντηρούνταν.
Ούτε ο Καποδίστριας μπόρεσε να λύσει το καίριο πρόβλημα των εθνικών γαιών, στο πλαίσιο μιας πολιτικής υπέρ των απλών αγροτών όπως ο ίδιος επιθυμούσε, παρόλες τις προσδοκίες του ότι η αναδιανομή της γαιοκτησίας θα είχε ευνοϊκές πολιτικές συνέπειες στη σχεδιαζόμενη διοίκησή του. Αποτέλεσμα ήταν ισχυροί πρόκριτοι να αποκτήσουν το μισό περίπου των καλλιεργήσιμων εδαφών της χώρας, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των αγροτών έμεναν ακτήμονες, όπως και στην οθωμανική περίοδο, εξαρτημένοι από τους πλούσιους γαιοκτήμονες και τους εκμισθωτές των φόρων. Άλλωστε δεν είχε τελικά τύχη η πολύ έγκαιρη πρόνοια του Κυβερνήτη από τον Νοέμβριο του 1827, πριν ακόμη φτάσει στην Ελλάδα, να ζητήσει από τους Γάλλους έναν χάρτη-εργαλείο μεγάλης κλίμακας. Ένα άλλο πολύ σοβαρό πρόβλημα που ουσιαστικά υποθήκευσε τις εθνικές γαίες ―δηλαδή το μισό του εδάφους του κράτους― και τις έκανε επικίνδυνο και ανασταλτικό αντικείμενο άσκησης πολιτικής, είναι τα εξωτερικά δάνεια που εισπράχτηκαν αγχωτικά, λόγω των συνθηκών, με δυσμενείς όρους εξόφλησης. Από τα διάφορα δάνεια που εισπράχθηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και από εκείνο των τριών εγγυητριών δυνάμεων του 1832 ―τα περιβόητα εξήντα εκατομμύρια φράγκα― θα έπρεπε πρώτα να εξοφλούνται τα τοκοχρεολύσια από τα δημόσια έσοδα. Έτσι, κάθε φορά που ενέκυπτε οποιοδήποτε θέμα σχετικό με τις εθνικές γαίες, οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις υπενθύμιζαν στην ελληνική κυβέρνηση τις δανειακές υποχρεώσεις της. Παρότι αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της κυβέρνησης να κάνει παραγωγικές τις υποθηκευμένες εθνικές γαίες, η διάταξη των όρων του δανείου ότι τα έσοδα των γαιών θα έπρεπε πρώτα να εξυπηρετούν το χρέος, αποτελούσε σοβαρό πρακτικό εμπόδιο για οποιαδήποτε αγροτική μεταρρύθμιση με βάση τις εθνικές γαίες. Διαμαρτυρόμενοι για σχετικές αποφάσεις, οι τρεις δυνάμεις ―εκπρόσωποι των πιστωτών― πρόβαλαν ενστάσεις σε σχέδια διανομής τους ή εμπόδιζαν μονομερώς την εφαρμογή σχεδίων αγροτικής μεταρρύθμισης του Καποδίστρια (Εʹ Εθνοσυνέλευση).
Όλα αυτά επιβάρυνε και το γεγονός ότι οι κυβερνήσεις του νέου κράτους από το 1821 και έπειτα, δεν φαίνεται να γνώριζαν το οθωμανικό δίκαιο και τις τοπικές συνθήκες, εφόσον είτε είχε χαθεί είτε δεν ήταν προσβάσιμο το μεγαλύτερο μέρος των οθωμανικών καταστίχων για το ιδιοκτησιακό καθεστώς της γης ―χωρίς τοπογραφικά σχέδια άλλωστε, κατά την οθωμανική πρακτική. Επιπλέον, οι κυβερνήσεις της εποχής δεν επιδείκνυαν ζήλο για τη διανομή των γαιών από τον φόβο ότι, μετά τη μεταβίβαση των κλήρων, θα έχαναν τον φόρο χρήσης που ενοικίαζαν ―απαραίτητο για τη χρηματοδότηση του πολέμου. Ακόμη και στην οθωνική περίοδο της απόλυτης μοναρχίας (1833-1843) το φορολογικό σύστημα δεν διέφερε καθόλου από εκείνο της οθωμανικής περιόδου και μάλιστα, κατά τους ιστορικούς, φαίνεται να είναι μάλλον χειρότερο σε συγκεκριμένα σημεία του. Ίσχυαν ακόμη η δεκάτη στην αγροτική παραγωγή και η μεγάλη επικαρπία στις εθνικές γαίες. Μια επιπλέον δυσκολία πολιτικών διαστάσεων, σχετικά με τις εθνικές γαίες, είναι η μετά το 1821 διελκυστίνδα για την εξουσία μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Η πώληση των εθνικών γαιών παρακάμπτεται με πρωτοβουλία κυρίως των στρατιωτικών που δεν ήθελαν τη μεγέθυνση πλουτισμού των προυχόντων αποφεύγοντας συζητήσεις για το ζήτημα ―με αρκετές πάντως ηχηρές παρεκκλίσεις προς ίδιον όφελος. Οι εθνικές γαίες γίνονται στις Εθνοσυνελεύσεις διακύβευμα ατομικών συμφερόντων των ισχυρότερων: βουλευτές ακύρωναν πωλήσεις, συγκρουόμενοι με ενδιαφερόμενους προύχοντες, για να επωφεληθούν αγοράζοντάς τες μετά· άλλοτε, στρατιωτικοί και πολιτικοί, αντίπαλοι στον εμφύλιο, συμμαχούσαν στο θέμα αυτό προς ίδιον όφελος. Οι εθνικές γαίες προβάλλονται και στις δικαιολογήσεις της δολοφονίας του Καποδίστρια, ως διαμαρτυρία καθυστέρησης της διανομής τους· ανάλογες διαμαρτυρίες φθάνουν στο Ναύπλιο από διάφορες περιοχές της χώρας.
Αλλά και μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και μέχρι την άφιξη του Όθωνα, δεν προχώρησε η αγροτική μεταρρύθμιση με βάση τη διανομή των εθνικών γαιών, γιατί θα έπρεπε να ενηλικιωθεί ο βασιλιάς για την άσκηση πολιτικής, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας. Η προσμονή για τη διανομή των εθνικών γαιών από την οθωνική αντιβασιλεία είναι διάχυτη στον πληθυσμό. Όμως η προσπάθεια χορήγησης γης στους απόμαχους του πολέμου, τους ακτήμονες και φτωχούς αγρότες ―εξασφαλίζοντας έσοδα για το κράτος― προσκρούει σε προβλήματα λεπτομερειών στους νόμους και τα διατάγματα του 1834 και του 1838 για τη διανομή των εθνικών γαιών στους πολεμιστές του 1821 και τώρα στους στρατιώτες. Πολλοί παλαίμαχοι της Επανάστασης είτε δεν είχαν αγροτική πείρα, είτε ―κυρίως― θεωρούσαν την αγροτική ζωή ως απαξίωση της παλληκαριάς και περηφάνιας τους, με αποτέλεσμα να επωφελούνται κερδοσκόποι σε βάρος τους. Μέχρι το τέλος του 1836 αποκτούν γη περ. 13 οικογένειες ανά χιλιάδα που άσκησε το σχετικό δικαίωμα· οκτώ εκατοντάδες οικογένειες σε σύνολο 66,5 χιλιάδων, περί τους 4.200 Έλληνες δηλαδή, σύμφωνα με τον αριθμό μελών των τότε αγροτικών οικογενειών. Η προσδοκία για δωρεάν διανομή των εθνικών γαιών παρέμενε πάντα ζωντανή στους Έλληνες μετά το 1821, χωρίς όμως να υπάρχουν αιτήματα απαλλοτριώσεων της μεγάλης ιδιωτικής ή εκκλησιαστικής έγγειας ιδιοκτησίας. Εντωμεταξύ, παραδείγματα γρήγορου πλουτισμού προυχόντων, οπλαρχηγών, κομματικών στελεχών, δημόσιων λειτουργών αλλά και κολίγων συνδέθηκαν με υπεξαιρέσεις μεγάλων εκτάσεων εθνικών γαιών. Αυτό έγινε κατά παράβαση σχετικών διαταγμάτων των Εθνοσυνελεύσεων της επαναστατικής περιόδου και των διοικήσεων μέχρι την ενθρόνιση του Όθωνα, με τα οποία επιχειρήθηκε η προστασία των εθνικών γαιών από ανεξέλεγκτη ιδιοποίηση ―επιτυχής τις περισσότερες φορές. Στην Ελλάδα του 1830, συμβατικοί όροι προστασίας διατηρούσαν, κατά κανόνα, υπάρχοντα μεγάλα αγροκτήματα στην Αττική, Βοιωτία, Εύβοια και Φθιώτιδα-Φωκίδα, αλλά απέτρεπαν, σε μεγάλο βαθμό, τη δημιουργία νέων. Η προσπάθεια των ισχυρών για μεγέθυνση της ιδιοκτησίας τους δεν έγινε όμως τελικά καθεστώς και για αυτό άλλωστε, όπως παρατηρήθηκε, δεν υπήρξαν στην Ελλάδα νομοθετήματα του τύπου των αγγλικών enclosures (περιφράξεις), εκδιώξεις αγροτών από κτήματα ή μαζική στροφή τους προς τις πόλεις, λόγω απαλλοτριώσεων. Κατά την τρίτη δεκαετία του 19ου αιώνα, η κατάσταση στη γη παρέμενε απροσδιόριστη. Ο Δερτιλής σημειώνει ότι ο καθορισμός όλης της πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής εξέλιξης της χώρας με διακύβευμα το ζήτημα των γαιών και της κτήσης τους, από το 1830 και μετά, «εγέρθηκε ως παίγνιο με τρεις παίκτες»: το κράτος, τους άρχοντες και τους αγρότες ―απόηχοι είναι ευκρινείς μέχρι σήμερα. Σε αυτό το «παίγνιο» γύρω από τα ζητήματα της γης και οι μεταβαλλόμενοι ρόλοι, με τους συσχετισμούς κάθε φορά των τριών παικτών, διαιώνιζαν, μετέφεραν και παραμόρφωναν το πρόβλημα, πάντα εκτός των ευρωπαϊκά καθιερωμένων: το κράτος υποδυόμενο τους ρόλους του, επέδειξε όλες τις μορφές και τις συμπεριφορές του, οι άρχοντες με την πολλαπλότητα των ταυτίσεών τους ―εδώ ή/και εκεί― και οι αγρότες με την πρωταγωνιστική δύναμη που τελικά απέκτησαν στο πελατειακό κράτος· έτσι αυτό οικοδομήθηκε και παγιώθηκε μεθοδικά.
Από το 1821 και την αρχή της δημιουργίας ελληνικού κράτους, οι συνθήκες περί την ιδιοκτησία της γης ήταν επισφαλείς, διότι εξακολουθούσε να παραμένει πάντα σε αναμονή λύσης ―αδιευκρίνιστο και ασαφές― το ζήτημα του πότε και με ποιους όρους θα διανεμηθούν οι εθνικές γαίες. Μαζί με τις κληρονομικές διαιρέσεις έγγειων περιουσιών, τις ιδιωτικές πωλήσεις για εξόφληση μικρών χρεών και άλλες δευτερεύουσες αιτίες που οδηγούσαν στη διαρκή σμίκρυνση των έγγειων ιδιοκτησιών. Η ελληνική ιδιαιτερότητα γύρω από τα ζητήματα της γης μεγεθύνεται συνεχώς φορτίζοντας αρνητικά ―ανάμεσα στα άλλα― και το συλλογικό θυμικό και νοητικό των Ελλήνων σχετικά με τα ζητήματα της γης και της ιδιοκτησίας της, χωρίς ποτέ να επιβάλλεται η χρηστική αποτύπωση και απεικόνισή της. Σε αυτό συνέβαλε και η πολιτική και οικονομική αδυναμία τεχνολογικού εξοπλισμού της χώρας, η υποτίμηση ή η άγνοια του ρόλο του. Ο Hering σημειώνει ότι η κακοδιοίκηση, η έλλειψη οδικού δικτύου (η ακτοπλοΐα ήταν σε πολύ καλύτερο επίπεδο), η δυσκολία μεταφορών και το κυρίαρχο καθεστώς της ληστείας, κρατούσαν σε ομηρία την ανάπτυξη της αγροτικής γης, ακόμη και κοντά στην Αθήνα. Εκεί όπου μεγάλες ιδιοκτησίες ενοικιάζονται σε μικρούς αγρότες και οι γαιοκτήμονες δημιουργώντας μια καθαρά ελληνική νέα τάξη, των αργόσχολων εισοδηματιών, θα αποκτήσουν σύντομα δύναμη επιρροής στο σύστημα. Ο αργόσχολος εισοδηματίας και η κάθε είδους εξέλιξη του τύπου αυτού, της προσοδοφόρου αργοσχολίας, αποτελούν μέχρι σήμερα μια ιδιαίτερη κατηγορία με επιρροή στην ελληνική κοινωνία, προβάλλοντας και ενίοτε επιβάλλοντας οπισθοδρομικότητα και την ανέξοδη άγνοια που την προσδιορίζει. Το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ ορισμένων αστικών πόλων και της υπαίθρου ήταν μεγάλο. Πολλές πόλεις αποτελούσαν στην πραγματικότητα αγροτικούς οικισμούς, η εσωτερική αγορά παρέμενε υποτυπώδης, οι υποδομές από ανύπαρκτες έως πολύ ελλιπείς, η συμβίωση με την εσωτερική ανασφάλεια ήταν ο κανόνας. Έλειπαν τα κεφάλαια και οι δυνατότητες δανεισμού ήταν περιορισμένες. Τους αλλοδαπούς επενδυτές απωθούσαν, εκτός από τη ληστεία, και οι ασάφειες γύρω από την έγγεια ιδιοκτησία, ή έλλειψη χαρτών και κτηματολογίου (κατά το ευρωπαϊκό πρότυπο) ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες ήταν δυσανάλογες των δυνατοτήτων της χώρας. Ήδη το 1834, το 30% των δημοσίων δαπανών διατίθεται για ανάγκες του στρατεύματος και το 60% για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους.
Σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον σχετικά με τη γνώση, τεκμηρίωση και διαχείριση του εδαφικού χώρου του νέου κράτους και των δικαιωμάτων σε αυτό, το όραμα του Καποδίστρια για τη χαρτογραφική υποδομή της χώρας ―προϋπόθεση και για την τακτοποίηση των γαιών, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα― φαντάζει να διαχέεται σε παράλληλο σύμπαν. Την κατάσταση επιδείνωνε η άγνοια των Ελλήνων του πολιτικού συστήματος της εποχής, σπουδασμένων και μη, για τα τεχνικά θέματα της αποτύπωσης και απεικόνισης της γης. Τα τοπογραφικά μαθήματα στη Σχολή Ευελπίδων που εισήγαγε ο Pauzier ―ένας από τους τέσσερις Γάλλους αξιωματικούς της τετραμελούς ομάδας που στάλθηκε στον Καποδίστρια το 1828, με τον Peytier― δεν αρκούσαν και δεν πρόφταιναν να διαμορφώσουν μια ελληνική τεχνική κουλτούρα κατάλληλη για τα σχετιζόμενα με την αποτύπωση και απεικόνιση του χώρου, ως αναπτυξιακή προϋπόθεση. Έτσι, οι Γάλλοι τοπογράφοι του Dépôt και ο Peytier, ενταγμένοι στο γαλλικό εκστρατευτικό σώμα (1828-1833) και εξυπηρετώντας το αρχαιογνωστικό και φυσιογνωστικό έργο της Expédition, επέστρεψαν στο Παρίσι, με όλο το υλικό της εργασίας πεδίου (και τους πρώτους υπολογισμούς), λίγους μήνες πριν τη δολοφονία του Καποδίστρια. Είχαν ολοκληρώσει σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες τη χαρτογράφηση των 21,4 χιλιάδων τετρ. χλμ. της Πελοποννήσου (με τη ζώνη του Ισθμού της Κορίνθου) προσδιορίζοντας τις συντεταγμένες περίπου μιας χιλιάδας σημείων, δηλαδή ένα σημείο αναφοράς για κάθε εδαφική επιφάνεια διαστάσεων περ. 4,5 χλμ. Χ 4,5 χλμ. Η παραγωγή του εξάφυλλου χάρτη της Πελοποννήσου και των δύο φύλλων-προσαρτημάτων έγινε στο Dépôt το 1832· δεν τον αναζήτησε κανείς προς χρήση στην Ελλάδα, μετά την παραγωγή του. Ίσως δεν τον χρειάστηκε, ίσως αγνοούσε τις δυνατότητες χρήσης του. Ο χάρτης καταχωνιάστηκε, ως συνοδός, στο φυσιογνωστικό εκδοτικό αποτέλεσμα του έργου της Expédition, προς μελαγχολία του κύριου χαρτογράφου του Peytier. Όμως, σύμφωνα με τα καθιερωμένα των χαρτογραφήσεων της εποχής, η τοπογραφική εργασία αποτυπώσεων των έμπειρων Γάλλων έδινε την πρακτική δυνατότητα να εξαρτηθεί στο πλαίσιό της και η κτηματογράφηση ―υπήρχε μακρά σχετική παράδοση στο Dépôt. Ήταν δυνατόν να συμβεί εάν είχε προηγηθεί σχετική συνεννόηση και συμφωνία των Γάλλων με τον Καποδίστρια για μια πιθανή κτηματογράφηση (όταν οι συνθήκες ήταν πρόσφορες, π.χ. στα τέλη του 1827) και υπήρχαν αργότερα οι κατάλληλες συνθήκες εργασιών στο ελληνικό ανθρωπογενές περιβάλλον. Αυτό θα μπορούσε να ισχύσει για τουλάχιστον μεγάλα και οικονομικά αποδοτικά κτήματα, τα οποία ήταν συνήθως σε χωρική επαφή με τις δύσβατες αγροτικές διαδρομές ―κυρίως μονοπάτια ή κάπως έτσι― που ακολουθούσαν οι τοπογράφοι του Dépôt για τις αποτυπώσεις που είχαν κάνει. Το έργο ήταν τεχνικά εφικτό, δεδομένης της μεθόδου αποτύπωσης που ακολούθησαν επί τριετία οι έμπειροι Γάλλοι χαρτογράφοι, από το φθινόπωρο του 1828, αλλά και λόγω της μικρής τελικά έκτασης της Πελοποννήσου, σε σύγκριση με τα μεγάλης τάξης μεγέθη των αντίστοιχων ευρωπαϊκών εκτάσεων. Οι Γάλλοι αποτύπωναν σε πινακίδες το έδαφος κατά τις αγροτικές διαδρομές μεταξύ κατοικημένων τόπων, για τη σύνταξη τοπογραφικών σχεδίων σε κλίμακες στις οποίες το 1 εκ. στο σχέδιο αποτύπωσης αντιστοιχούσε σε 100, 200 και 500 μέτρα εδάφους. Oι πινακίδες αυτές θα αποτελούσαν τη βάση κτηματογραφικών εργασιών, εάν υπήρχε πρόνοια και οι κατάλληλες συνθήκες για αυτό, οι οποίες προφανώς δεν υπήρξαν. Συμπιεσμένες στην ασφυκτική στενότητα του φυσικού και πολιτικού χρόνου της περιόδου, οι αγχωτικές συνθήκες και η άγνοια, μαζί με το ασυναίσθητο για αυτά τα θέματα και τον τεχνολογικό φόβο, οδηγούσαν συχνά σε αίολες λύσεις «στο πόδι». Σε ψευδαισθήσεις λύσεων, καθυστερήσεις, αλλά και σε εύκολες παραπλανήσεις για το τι ήταν και τί δεν ήταν τεχνικά εφικτό, παρά τα δεδομένα της ευρωπαϊκής τεχνολογίας της εποχής. Όλα αυτά επισκίαζαν τα ηρωικά επιτεύγματα των Ελλήνων και επέτρεπαν την εκμετάλλευση και τον αποπροσανατολισμό λύσεων από ημεδαπούς και αλλοδαπούς, που έβρισκαν ευκαιρίες επιρροής ξένες προς τα συμφέροντα της χώρας, μακριά από τα ευρωπαϊκά καθιερωμένα. Αυτή ήταν και η περίπτωση των αναιρέσεων της αποτύπωσης και απεικόνισης της γης και της φύσης των συναφών προβλημάτων που προκλήθηκαν πριν 200 χρόνια, συνεχίστηκαν από τότε και υπάρχουν μετασχηματισμένα μέχρι σήμερα στη χώρα ―πάντα μακράν των ευρωπαϊκών προτύπων.
Σύμφωνα με τα ποσοστά εδαφικών καλύψεων των καλλιεργούμενων εθνικών γαιών της Πελοποννήσου, μια ενδεχόμενη τότε κτηματογράφηση θα αντιστοιχούσε σε έκταση μικρότερη του 4% της Γαλλίας και θα μπορούσε ―κατά αναλογία― η απαιτούμενη κτηματογράφηση να είχε ολοκληρωθεί σε διάστημα μεταξύ δύο και τριών ετών. Οι συνθήκες όμως δεν το επέτρεψαν· οι παγιωμένες νοοτροπίες για τη γη, η δολοφονία του Καποδίστρια αλλά και η άγνοια των μορφωμένων Ελλήνων της διοίκησης ―για τα τεχνικά αυτά θέματα― δεν επέτρεψαν έναν κατάλληλο σχεδιασμό για την τεκμηρίωση-τακτοποίηση της γης, τη διανομή της και τη δίκαιη φορολόγηση των σχετικών εισοδημάτων. Ειδικά για την άγνοια των μορφωμένων, που συμμετείχαν στο πολιτικό γίγνεσθαι της περιόδου, αξίζει να σημειωθεί η εντύπωση του ευφυούς και έμπειρου χαρτογράφου Peytier, που διέτρεξε τη χώρα επί έξι χρόνια μετρώντας και αποτυπώνοντας, κατά το γεωγραφικό μήκος και πλάτος της. Τη διατυπώνει στη χειρόγραφη έκθεσή του, του 1838, για την τάξη των μορφωμένων Ελλήνων (Les Grecs instruits): «... σπούδασαν στη Γαλλία, τη Γερμανία ή στην Ιταλία... συνήθως γνωρίζουν αρκετές γλώσσες, αλλά χωρίς να έχουν μια στέρεη μόρφωση πιστεύουν ότι είναι κατάλληλοι για τα πάντα. Δεν υπάρχει νέος Έλληνας που να μην πιστεύει ότι είναι ικανός να γίνει καλός υπουργός Δικαιοσύνης μετά μόλις τρία χρόνια που πέρασε στο Παρίσι, όπου θα έπρεπε να κάνει τις νομικές του σπουδές. Είναι γενικά πρόθυμοι για ίντριγκα και προσκόλληση γύρω από κάποιον που προσβλέπει σε υπουργείο».
Μήπως όμως η διοίκηση των Βαυαρών που ακολούθησε, μετά το 1832, θα άλλαζε τις τύχες της χαρτογράφησης και των χαρτών στο νέο κράτος, εφόσον αυτοί «θα γνώριζαν και δεν θα αγνοούσαν»;