Συνέντευξη με την Λίνα Μουσιώνη

Ο για­πω­νέ­ζι­κος κή­πος εί­ναι ίσως ένα από τα πιο δο­μη­μέ­να εί­δη κή­πων. Πρέ­πει απα­ραι­τή­τως να πε­ριέ­χει επτά στοι­χεία: νε­ρό, πέ­τρες και άμ­μο, γέ­φυ­ρες, πέ­τρι­να φα­νά­ρια και γούρ­νες, φρά­κτες και πύ­λες, άν­θη και δέ­ντρα, και ψά­ρια. Οι πα­ρού­σες συ­νε­ντεύ­ξεις θα απο­τε­λού­νται πά­ντα από επτά ερω­τή­σεις. Κά­ποιες από αυ­τές θα επα­να­λαμ­βά­νο­νται και κά­ποιες θα εί­ναι νέ­ες, ώστε να αντα­πο­κρί­νο­νται στο έρ­γο που έχου­με μπρο­στά μας. Σαν τον για­πω­νέ­ζι­κο κή­πο, οι συ­νε­ντεύ­ξεις θα δια­τη­ρούν τη δο­μή τους, προ­σπα­θώ­ντας ταυ­τό­χρο­να να απο­δώ­σουν, ακρι­βώς σαν αυ­τόν, τη ζω­ντά­νια μιας μα­κρι­νής γης, που σε αυ­τήν την πε­ρί­πτω­ση εί­ναι, βέ­βαια, η δια­δι­κα­σία της συγ­γρα­φής.

Συνέντευξη με την Λίνα Μουσιώνη


Η Λίνα Μουσιώνη σπούδασε Αρχαιολογία και Ιστορία της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΕΚΠΑ και είναι διδάκτωρ Λαογραφίας στο ίδιο πανεπιστήμιο. Από το 1992 ξεκίνησε να γράφει κείμενα για παιδιά με εκπαιδευτικό περιεχόμενο ως επιμελήτρια μουσείου. Με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων ασχολείται συστηματικά από το 2011 όταν εκδόθηκε το πρώτο της βιβλίο, Ένας ασπρόμαυρος ζωγράφος (Μεταίχμιο). Έχει γράψει συνολικά 16 βιβλία για παιδιά. Τα βιβλία της, Ο δράκος Σερπαντίνος ξύπνησε (Ελληνοεκδοτική), Το Μουσείο των Υποσχέσεων (Μεταίχμιο) και Η Ρουμπίνη των Δασών (Μεταίχμιο) είχαν ενταχθεί σε βραχείες λίστες βραβείων του Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου - Ελληνικό Τμήμα της ΙΒΒΥ.

Συνέντευξη με την Λίνα Μουσιώνη

Σε ένα μου­σείο, με κα­ρά­βια στον ου­ρα­νό; Βλέ­πε­τε ομοιό­τη­τες; Πώς αλ­λη­λο­ε­πη­ρε­ά­ζο­νται και πώς αυ­τό βγαί­νει στη γρα­φή σας; Μι­λή­στε μας για τα βι­βλία σας, Ένας ασπρό­μαυ­ρος ζω­γρά­φος και το Μου­σείο των Υπο­σχέ­σε­ων;

Τα μου­σεια­κά αντι­κεί­με­να, απλά κα­θη­με­ρι­νά τε­χνουρ­γή­μα­τα ή έρ­γα τέ­χνης, «δια­βά­ζο­νται» πο­λύ­τρο­πα ανά­λο­γα με τις εμπει­ρί­ες, τις μνή­μες, τις προσ­δο­κί­ες των θε­α­τών τους. Οι πολ­λα­πλές ανα­γνώ­σεις αντι­κει­μέ­νων και ει­κα­στι­κών έρ­γων βρί­σκουν ιδα­νι­κό πα­ράλ­λη­λο στην ανά­γνω­ση των βι­βλί­ων από πολ­λά και δια­φο­ρε­τι­κά υπο­κεί­με­να. Κά­θε έκ­θε­ση δη­μιουρ­γεί έναν ή πε­ρισ­σό­τε­ρους αστε­ρι­σμούς αντι­κει­μέ­νων − «κα­ρά­βια στον ου­ρα­νό» − ανά­λο­γα με τις συ­νά­φειες που δη­μιουρ­γεί η θέ­ση και η ερ­μη­νευ­τι­κή προ­σέγ­γι­σή τους. Έχω την άπο­ψη πως το ίδιο συμ­βαί­νει και με τα βι­βλία. Δια­βά­ζου­με με δια­φο­ρε­τι­κή οπτι­κή, εστιά­ζου­με σε δια­φο­ρε­τι­κά ση­μεία. Όπως όταν κοι­τά­ζου­με ένα έρ­γο τέ­χνης και αλ­λά­ζου­με από­στα­ση ή γω­νία θέ­α­σης για να το κα­τα­νο­ή­σου­με στην πλη­ρό­τη­τά του. Αυ­τό προ­σπα­θώ να κά­νω κι εγώ γρά­φο­ντας. Να δη­μιουρ­γώ ήρω­ες που θα δια­βά­ζο­νται πο­λύ­τρο­πα. Το πρώ­το μου βι­βλίο, Ένας ασπρό­μαυ­ρος ζω­γρά­φος, γρά­φτη­κε μο­νο­ρού­φι μέ­σα σ΄ ένα βρά­δυ με­τα­σχη­μα­τί­ζο­ντας με λέ­ξεις το σε­βα­σμό που νιώ­θω απέ­να­ντι σε κά­θε τι που εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κό, ασύ­νη­θες, «άλ­λο». Η τέ­χνη ως ύμνος της δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τας μου χά­ρι­σε τον κε­ντρι­κό ήρωα του βι­βλί­ου, έναν δια­φο­ρε­τι­κό ζω­γρά­φο, τον Ασπρό­μαυ­ρο. Αν θέ­λεις να μι­λή­σεις για τη δια­φο­ρε­τι­κό­τη­τα, μί­λη­σε με την τέ­χνη. Αυ­τό κά­νει ο ασπρό­μαυ­ρος ζω­γρά­φος. Το μου­σείο των υπο­σχέ­σε­ων συ­μπυ­κνώ­νει την αγά­πη μου για τα μου­σεία και την εμπι­στο­σύ­νη μου στον πο­λυ­διά­στα­το ρό­λο τους. Εί­ναι μια πε­ρι­πλά­νη­ση σε ένα φα­ντα­στι­κό μου­σείο μέ­σα από τα μά­τια ενός παι­διού και ένας κρυ­φός «οδη­γός επι­βί­ω­σης» σε ένα πε­ρι­βάλ­λον όπου κα­τά πα­ρά­δο­ση κυ­ριαρ­χούν οι ενή­λι­κες. Το Μου­σείο των Υπο­σχέ­σε­ων έχει γρα­φτεί για να δια­βα­στεί από μι­κρούς ανα­γνώ­στες – θε­α­τές. Τα έρ­γα τέ­χνης όπως και τα βι­βλία εί­ναι κα­θρέ­πτες για να βλέ­που­με τον εαυ­τό μας και τις αλή­θειες μας. Αυ­τό κά­νει και η Μαρ­γα­ρί­τα, η ηρω­ί­δα του Μου­σεί­ου των Υπο­σχέ­σε­ων. Αυ­τό πι­στεύω βα­θύ­τα­τα κι εγώ. Σ΄ αυ­τό συμ­φω­νεί και η Κα­τά­σκο­πος των Βι­βλί­ων, το τε­λευ­ταίο μου βι­βλίο.


Eι­κο­νο­γρά­φη­ση της Κα­τε­ρί­νας Βε­ρού­τσου από «Το μα­γι­κό κλει­δί»


Εσείς τι θε­ω­ρεί­τε ότι εί­ναι το παι­δί και τι η παι­δι­κή ηλι­κία; Έχει ευ­θύ­νη η παι­δι­κή -εφη­βι­κή λο­γο­τε­χνία προς το παι­δί; Τι πρέ­πει να προ­σέ­ξει, αν πρέ­πει, ο/η συγ­γρα­φέ­ας όταν δη­μιουρ­γεί ανα­πα­ρα­στά­σεις, φω­νές και αφη­γή­σεις παι­διών;

Το παι­δί εί­ναι ένας κό­σμος απε­ριό­ρι­στος, ανα­τρε­πτι­κός, διά­φα­νος και γε­μά­τος εκ­πλή­ξεις. Πι­στεύω πως η παι­δι­κή ηλι­κία εί­ναι ένας πλα­νή­της μα­γι­κός που όσο περ­νούν τα χρό­νια συρ­ρι­κνώ­νε­ται. Βιά­ζο­νται οι γο­νείς αλ­λά και το εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα να με­γα­λώ­σει τα παι­διά. Μια ολό­κλη­ρη κουλ­τού­ρα βρί­σκε­ται πί­σω από αυ­τό και με λυ­πεί αφά­ντα­στα. Όταν ένα λο­γο­τε­χνι­κό έρ­γο απευ­θύ­νε­ται σε παι­δι­κό ή εφη­βι­κό κοι­νό εί­ναι προ­φα­νές πως οι λέ­ξεις και τα ση­μαι­νό­με­νά του, φα­νε­ρά ή κρυ­φά, μπο­ρούν να επη­ρε­ά­σουν την άγου­ρη ακό­μη ψυ­χή του. Ο συγ­γρα­φείς εί­ναι άν­θρω­ποι. Με προ­τι­μή­σεις, εν­δια­φέ­ρο­ντα, δο­μη­μέ­νη άπο­ψη για τον κό­σμο. Σί­γου­ρα όλα αυ­τά με­τα­φέ­ρο­νται στα κεί­με­να τους. Χρειά­ζε­ται ιδιαί­τε­ρη προ­σο­χή και πολ­λα­πλό φιλ­τρά­ρι­σμα για να μην φορ­τώ­σου­με στα παι­διά με τα βι­βλία μας τα άχθη της γε­νιά μας. Χρειά­ζε­ται να εμπι­στευ­τού­με και να αφου­γκρα­στού­με τα παι­διά. Να τους δώ­σου­με αλη­θι­νό και όχι προ­σχη­μα­τι­κό βή­μα μέ­σα από τα βι­βλία που γρά­φου­με.

Πέ­στε μας για τους ήρω­ες και τις ηρω­ί­δες σας. Πώς προ­κύ­πτουν; Μι­λή­στε μας για την Κάλ­λη, τη Νί­να, τη Ρου­μπί­νη των Δα­σών, τη Βι­κτώ­ρια και τη Δα­νάη, και τις σχέ­σεις τους με την οι­κο­γέ­νεια και τον κό­σμο; Σας απα­σχο­λεί η ανα­πα­ρά­στα­ση κο­ρι­τσιών, ιδιαί­τε­ρα;

    Οι ήρω­ες και οι ηρω­ί­δες των βι­βλί­ων μου πε­ρι­μέ­νουν υπο­μο­νε­τι­κά το πλή­ρω­μα του χρό­νου για να συ­να­ντη­θού­με. Με εν­δια­φέ­ρουν ιδιαί­τε­ρα οι οι­κο­γε­νεια­κές σχέ­σεις και επα­νέρ­χο­μαι συ­χνά σε αυ­τές γρά­φο­ντας ιστο­ρί­ες. Πι­στεύω πως η οι­κο­γέ­νεια δια­μορ­φώ­νει και κα­θο­ρί­ζει σε με­γά­λο βαθ­μό την εξέ­λι­ξη της προ­σω­πι­κό­τη­τάς μας. Το πώς θα στα­θού­με στον με­γά­λο και άγνω­στο κό­σμο όπου θα κλη­θού­με, ενή­λι­κες πια, να λει­τουρ­γή­σου­με, συ­νυ­πάρ­ξου­με, δη­μιουρ­γή­σου­με αλ­λά και να εξε­λί­ξου­με. Ως γυ­ναί­κα συγ­γρα­φέ­ας έχω την ευ­θύ­νη του φύ­λου αλ­λά και την οι­κειό­τη­τά του. Ίσως γι’ αυ­τό πρω­το­στα­τούν τα κο­ρί­τσια στα κεί­με­νά μου. Η Κάλ­λη διεκ­δι­κεί τη σχέ­ση και τον χρό­νο της με τη «μη­τέ­ρα, η Βι­κτώ­ρια απο­βάλ­λει την τα­μπέ­λα του «κα­λού» παι­διού και κά­νει την μι­κρή επα­νά­στα­σή της, η Νί­να εί­ναι μια αντι­συμ­βα­τι­κή νέα γυ­ναί­κα που υπε­ρα­σπί­ζε­ται τα συ­ναι­σθή­μα­τά της, η Ρου­μπί­νη, η έφη­βη που απο­χαι­ρε­τά την παι­δι­κή ηλι­κία και κλο­νί­ζει την μι­κρό­τε­ρη αδελ­φή της. Εί­ναι και η Δα­νάη στην πα­ρέα που έρ­χε­ται να απο­δο­μή­σει εν αγνοία της το κο­ρι­τσί­στι­κο − αγο­ρί­στι­κο στε­ρε­ό­τυ­πο. Οι μι­κρές ηρω­ί­δες εί­ναι τα χί­λια πρό­σω­πα των ση­με­ρι­νών κο­ρι­τσιών που με­γα­λώ­νουν στην ελ­λη­νι­κή αστι­κή οι­κο­γέ­νεια, σε έναν κό­σμο που αλ­λά­ζει και που έχει ανά­γκη να αλ­λά­ξει. Αυ­τό που με απα­σχο­λεί εί­ναι να βρω την αλη­θι­νή φω­νή αυ­τών των κο­ρι­τσιών.

    Ει­κο­νο­γρά­φη­ση της Βα­νέσ­σας Ιω­άν­νου από τον «Λυ­πο­πό­τα­μο»


    Τι εί­ναι το ει­κο­νο­βι­βλίο για σας; Ποιος εί­ναι ο λό­γος (αι­τία και έκ­φρα­ση) του; Πώς το σκέ­φτε­στε σε σχέ­ση με την ει­κό­να που δεν υπάρ­χει ακό­μα; Πώς αντι­δρά­τε στις ει­κό­νες που προ­σφέ­ρουν οι ει­κο­νο­γρά­φοι; Πώς γρά­φτη­κε το βι­βλίο, H βα­λί­τσα της Νί­νας;

      Το ει­κο­νο­βι­βλίο μοιά­ζει με τρα­μπά­λα που ισορ­ρο­πεί με ει­κό­νες και λέ­ξεις. Απαι­τεί προ­σε­κτι­κές επι­λο­γές για να φέ­ρει το τρα­μπά­λι­σμα τη χα­ρά του πε­τάγ­μα­τος ψη­λά. Όταν γρά­φω ένα βι­βλίο δεν έχω στο νου μου συ­γκρι­μέ­νες ει­κό­νες. Μό­νο συ­ναι­σθή­μα­τα και λέ­ξεις. Οι μορ­φές των ηρώ­ων εί­ναι διά­φα­νες. Ξέ­ρω μό­νο τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που δεν έχουν. Αφή­νω στους ει­κο­νο­γρά­φους να βρουν τα στοι­χεία του κει­μέ­νου που θα τους εμπνεύ­σουν για να δη­μιουρ­γή­σουν τις ει­κό­νες τους. Έχω εμπι­στο­σύ­νη στη δου­λειά τους − έχω συ­νερ­γα­στεί με εξαι­ρε­τι­κούς ει­κο­νο­γρά­φους − και με εκ­πλήσ­σουν πά­ντα ευ­χά­ρι­στα. Η καλ­λι­τε­χνι­κή δη­μιουρ­γία χρειά­ζε­ται πά­ντα το οξυ­γό­νο της ελευ­θε­ρί­ας. Η βα­λί­τσα της Νί­νας εί­ναι ένα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό πα­ρά­δειγ­μα. Γρά­φτη­κε με­τά από επί­σκε­ψη σε έκ­θε­ση του Αλέ­ξη Ακρι­θά­κη στην πό­λη μου. Ήταν η αφορ­μή να «δια­βά­σω» ξα­νά τις δι­κές του βα­λί­τσες και η ιστο­ρία ήρ­θε αυ­τό­μα­τα. Σαν έτοι­μη από και­ρό, η Νί­να έφτια­ξε τη δι­κή της βα­λί­τσα και ξε­κί­νη­σε το τα­ξί­δι της. Εί­μα­στε οι ανα­μνή­σεις μας. Αυ­τό λέ­ει η Νί­να. Αυ­τό πι­στεύ­ει και η Λί­να. Η συ­νερ­γα­σία μου με τη Σά­ντρα Ελευ­θε­ρί­ου ήταν για μια ακό­μη φο­ρά εξαι­ρε­τι­κή. Μοιά­ζει να υπάρ­χει ανά­με­σά μας ένα αό­ρα­το κα­νά­λι επι­κοι­νω­νί­ας. Εγώ γρά­φω, η Σά­ντρα ζω­γρα­φί­ζει. Δεν με­σο­λα­βεί ού­τε μια λέ­ξη.

      Ξε­να­γή­στε μας στη χώ­ρα της συγ­γρα­φής όπως απο­κα­λύ­πτε­ται σε σας. Πώς έρ­χε­ται η ιδέα, η πρώ­τη λέ­ξη, η πρό­τα­ση; Εσείς, όταν γρά­φε­τε, βλέ­πε­τε ει­κό­νες ή λέ­ξεις ή συ­ναι­σθή­μα­τα;

        Η χώ­ρα της συγ­γρα­φής εί­ναι μια χώ­ρα αχαρ­το­γρά­φη­τη, ενί­ο­τε επι­κίν­δυ­νη, και αφά­ντα­στα γοη­τευ­τι­κή. Όταν γρά­φω, λέ­ξεις, ει­κό­νες και συ­ναι­σθή­μα­τα βρί­σκο­νται σε συ­νε­χή ροή. Νο­μί­ζω πως τα συ­ναι­σθή­μα­τα προη­γού­νται. Εί­ναι αυ­τά που ζε­σταί­νουν τις λέ­ξεις για να γί­νουν ιστο­ρί­ες. Υπάρ­χει με­γά­λη από­στα­ση ανά­με­σα στη γέν­νη­ση μιας ιδέ­ας και την πρώ­τη λέ­ξη που θα γρα­φεί στο word. Και πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ως το τε­λι­κό ση­μείο στί­ξης. Πολ­λές φο­ρές ακό­μη και οι κα­λές ιδέ­ες δεν έχουν την εσω­τε­ρι­κή δύ­να­μη να γί­νουν ιστο­ρί­ες. Πα­ρα­μέ­νουν γυ­μνά­σμα­τα στο αρ­χείο ενός υπο­λο­γι­στή ή σε κά­ποιο τε­τρά­διο. ΄Η μπο­ρεί και να πε­ρι­μέ­νουν το πλή­ρω­μα του χρό­νου για να απο­κτή­σουν την υπό­στα­ση που θα τους επι­τρέ­ψει να γί­νουν ήρω­ες μιας ιστο­ρί­ας.

        Ει­κο­νο­γρά­φη­ση της Βα­νέσ­σας Ιω­άν­νου από το βι­βλίο «Η με­γά­λη πε­ρι­πέ­τεια του Φι και του Λι»


        Πώς συν­δέ­ε­στε με τα παι­διά ανα­γνώ­στες/ανα­γνώ­στριές σας; Πώς αλ­λη­λε­πι­δρά­τε μα­ζί τους μέ­σω των βι­βλί­ων, των μου­σεί­ων, των χρω­μά­των και των λέ­ξε­ων;

          Η σχέ­ση μου με τα παι­διά κα­θό­ρι­ζε πά­ντα τις επαγ­γελ­μα­τι­κές μου επι­λο­γές. Ήταν αδύ­να­το να λει­τουρ­γή­σω χω­ρίς να βρί­σκο­μαι σε επα­φή μα­ζί τους. Άλ­λω­στε, ένα με­γά­λο κομ­μά­τι της επαγ­γελ­μα­τι­κής μου δια­δρο­μής συν­δέ­ε­ται με την άτυ­πη εκ­παί­δευ­ση. Πι­στεύω πως γρά­φω για να βρί­σκο­μαι ανά­με­σα στα παι­διά με τον μο­να­δι­κό αυ­τό τρό­πο που προ­σφέ­ρει η ανά­γνω­ση των βι­βλί­ων. Απο­λαμ­βά­νω την επι­κοι­νω­νία και τη σχέ­ση μα­ζί τους πο­λύ­τρο­πα. Μέ­σα από τις πα­ρου­σιά­σεις, επι­σκέ­ψεις στα σχο­λεία και τώ­ρα, λό­γω Covid 19, μέ­σω δια­δι­κτύ­ου, ακό­μη κι αν το μέ­σο εί­ναι ατε­λές. Κά­θε βι­βλίο γί­νε­ται για μέ­να ένα εκ­παι­δευ­τι­κό πρό­γραμ­μα όπου συμ­με­τέ­χω από κοι­νού με τα παι­διά και ανα­κα­λύ­πτω μα­ζί τους νέ­ους κό­σμους. Όπως συμ­βαί­νει στα έρ­γα τέ­χνης και τα μου­σεία.

          Για­τί, πού γρά­φε­τε και πό­τε; Πώς νιώ­θε­τε όταν γρά­φε­τε; Πώς νιώ­θε­τε όταν ξα­να­γρά­φε­τε μια ιστο­ρία; Πώς μπαί­νει το τέ­λος;

            Γρά­φω για­τί δεν μπο­ρώ να κά­νω αλ­λιώς. Εί­ναι η βαλ­βί­δα οξυ­γό­νου μου η γρα­φή. Γρά­φω κά­θε μέ­ρα, έστω και μια λέ­ξη ή φρά­ση, συ­νή­θως πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νη από αγα­πη­μέ­να πρό­σω­πα που συλ­λει­τουρ­γούν μα­ζί μου. Σπά­νια απο­μο­νώ­νο­μαι. Γρά­φω πα­ντού. Στο κα­θι­στι­κό, στο γρα­φείο, στο κρε­βά­τι μου. Χρη­σι­μο­ποιώ φο­ρη­τό υπο­λο­γι­στή και ένα – δυο ση­μειω­μα­τά­ρια για τις σκόρ­πιες ιδέ­ες. Όταν γρά­φω μια ιστο­ρία, συ­ντο­νί­ζο­μαι με τους ήρω­ές της. Γρά­φω, σβή­νω, με­τα­κι­νώ σκη­νές, επει­σό­δια, δο­κι­μά­ζω λέ­ξεις, ανα­δεύω συ­ναι­σθή­μα­τα. Οι «πο­λύ­πα­θοι» ήρω­ες δεν με αφή­νουν σε ησυ­χία και εγώ τους το αντα­πο­δί­δω. Δη­μιουρ­γεί­ται ένα ισχυ­ρό μα­γνη­τι­κό πε­δίο ανά­με­σά μας που υπο­χω­ρεί μό­νο όταν το βι­βλίο τε­λειώ­σει. Τό­τε όλοι εί­μα­στε ελεύ­θε­ροι να πά­ρου­με το δρό­μο μας. Εί­ναι μια συ­ναρ­πα­στι­κή αί­σθη­ση. Το τέ­λος, για μέ­να, εί­ναι το πιο δύ­σκο­λο κομ­μά­τι της συγ­γρα­φι­κής δια­δρο­μής. Σπά­νια το γνω­ρί­ζω εξ αρ­χής. Συ­νή­θως αχνο­φαί­νε­ται όταν βρί­σκο­μαι στη μέ­ση. Η τε­λεία μπαί­νει όταν οι ήρω­ες μου με πεί­σουν πως δεν έχουν κά­τι άλ­λο να πρά­ξουν ή να πουν πέ­ρα από τις αλή­θειες που ήδη μοι­ρά­στη­καν μα­ζί μου.

            ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
             

            αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: