«Πήρες πολύ στα σοβαρά την πλάκα της ζωής…»

Αριστέα Παπαλεξάνδρου, «Νυχτερινή Βιβλιοθήκη», Κέδρος 2020

«Πήρες πολύ στα σοβαρά την πλάκα της ζωής…»


«ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ ρητά
η φωτογράφηση
ο δανεισμός
η σάρωση
η φωτοτύπηση
και προπαντός η ανάγνωση

Ο ΚΑΠΝΟΣ επιβάλλεται
να αιωρείται στην αίθουσα
δεν σε αφήνει να δεις
ποιος τον στίχο υπογράφει
δικός σου
σ’ τον χάρισε
κι ευθύς πρόστιμο
σου κόβει διπλό
και για κάπνισμα
και για λογοκλοπή»

γρά­φει η Αρι­στέα Πα­πα­λε­ξάν­δρου στη νέα ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή της με τί­τλο Νυ­χτε­ρι­νή βι­βλιο­θή­κη (Κέ­δρος, Αθή­να 2020, αρ. σελ. 72), απο­δί­δο­ντας την αγω­νία της γρα­φής αλ­λά και της ύπαρ­ξης, την αμ­φί­δρο­μη σχέ­ση της ποι­ή­τριας με τον εαυ­τό της, με τον εσω­τε­ρι­κό και πε­ρι­βάλ­λο­ντα κό­σμο. Η Νυ­χτε­ρι­νή βι­βλιο­θή­κη, η έκτη συλ­λο­γή της ποι­ή­τριας —έχουν προη­γη­θεί: Δύο όνει­ρα πριν, Μαν­δρα­γό­ρας 2000, Άλ­λο­τε αλ­λού, Νε­φέ­λη 2004, Ωδι­κά πτη­νά, Τυ­πω­θή­τω 2008, Υπο­γεί­ως, Τυ­πω­θή­τω 2012 και Μας προ­σπερ­νά, Κέ­δρος 2015, η οποία απέ­σπα­σε το Βρα­βείο Ιδρύ­μα­τος Πέ­τρου Χά­ρη της Ακα­δη­μί­ας Αθη­νών— μας με­τα­φέ­ρει στο ερ­γα­στή­ρι της, την ώρα της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας και μας απο­κα­λύ­πτει τα υλι­κά από τα οποία εί­ναι κα­μω­μέ­νη η τέ­χνη της. Ο έρω­τας, ο θά­να­τος, το όνει­ρο, η ανα­ζή­τη­ση της ταυ­τό­τη­τας, η πα­λιν­δρο­μι­κή κί­νη­ση ανά­με­σα στην άρ­νη­ση και την κα­τά­φα­ση του κό­σμου, του εαυ­τού, του άν­δρα, η πε­ρι­πέ­τεια της γρα­φής εί­ναι οι θε­μα­τι­κοί άξο­νες γύ­ρω από τους οποί­ους ορ­γα­νώ­νο­νται τα ποι­ή­μα­τα, συν­θέ­το­ντας την ατο­μι­κή ποι­η­τι­κή γραμ­μα­τι­κή της Πα­πα­λε­ξάν­δρου.

Τα ει­κο­σιέ­ξι ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής μοι­ρά­ζο­νται σε τέσ­σε­ρις ενό­τη­τες, Αί­θου­σα ανα­μο­νής, Νέα από την κα­νο­νι­κό­τη­τα, Σχε­δόν ξε­χα­σμέ­νες Μα­ρί­ες, Το Φι­ρι­κό­ντιο και δια­κρί­νο­νται για την οξυ­μέ­νη αί­σθη­ση της ποι­η­τι­κής ευ­θύ­νης, την αυ­στη­ρή αυ­το­κρι­τι­κή, αλ­λά και την αχλή της μο­να­ξιάς της δη­μιουρ­γού. Λό­γος λι­τός, αφαι­ρε­τι­κός και ταυ­τό­χρο­να αιχ­μη­ρός συν­θέ­τει τα ποι­ή­μα­τα Φι­ρι­κό­ντιο της Πα­πα­λε­ξάν­δρου, παι­γνιώ­δης νε­ο­λο­γι­σμός που ανα­δει­κνύ­ει τη βά­σα­νο της ποι­η­τι­κής γρα­φής, τον φό­βο του συμ­βι­βα­σμού και την αδιά­κο­πη αμ­φι­σβή­τη­ση της πο­λι­τι­σμι­κής αξί­ας της ποί­η­σης. Γρά­φει η ποι­ή­τρια:

Και ανθολογήθηκες και
    δεν


Υπέγραψες βιβλία σου

«Με εκτίμηση»
σε ανθρώπους που εκτίμησες και που
                        δεν


Έλαβες συγχαρητήρια

και «ίσως» και

«ναι μεν αλλά»
και κάνα δυο
αρνητήρια «Σιώπα»

Λυπήθηκες όσο να πεις
μα δεν πτοήθηκες

Συνέχισες να εκμεταλλεύεσαι
την σιωπή και

ξαναμίλησες
Έστειλες κι άλλες

σιωπές κι έλαβες κι άλλα «ίσως»
Ώσπου έγραψες κι εσύ ευχαριστήρια
Επαίνους που τους πίστεψες και που

                        δεν

Και τώρα λες δε νοιάζεσαι
εάν σε συμπεριλάβαν

Όμως εγώ σε ξέρω πια
δεν με γελάς

Κι είναι απ’ αυτό το ευφρόσυνο
χαμόγελο που σε

αναγνωρίζω
κάθε φορά που τους προσπέρασες

Που βρήκες πρώτο πρώτο
το όνομά σου

και με bold
στα σύντομα ευχετήρια

και στα περιεχόμενα

(«Υπεράνω ποιητών»,  σσ. 57-58.)

Η έσω και η έξω πραγ­μα­τι­κό­τη­τα συν­δέ­ο­νται άρ­ρη­κτα στα ποι­ή­μα­τα της συλ­λο­γής στα οποία αν και δί­νε­ται η εντύ­πω­ση της αυ­το­α­νά­λυ­σης, ωστό­σο, η ποι­ή­τρια με­του­σιώ­νει στην τέ­χνη της αν­θρώ­πι­να προ­βλή­μα­τα, σκέ­ψεις και συ­ναι­σθή­μα­τα, τον νου και την καρ­διά του Αν­θρώ­που, της σύγ­χρο­νης γυ­ναί­κας, χω­ρίς ίχνος «επι­θε­τι­κής επι­δει­ξιο­μα­νί­ας», όπως ήδη από πο­λύ νω­ρίς ορ­θά και ενο­ρα­τι­κά εί­χε επι­ση­μά­νει για την ποί­η­σή της η Λύ­ντια Στε­φά­νου. Ο διά­λο­γος της ποι­ή­τριας με τη θε­ω­ρία του Sigmund Freud στο ποί­η­μα με τί­τλο «Σε ποιον ψυ­χα­να­λύ­θη­κε ο Φρό­υντ;» φέρ­νει στο προ­σκή­νιο τον νό­στο της ποι­η­τι­κής ηρω­ί­δας στον εαυ­τό και τη γυ­ναι­κεία φύ­ση, τον αγώ­να για την επί­λυ­ση του γρί­φου της ανη­δο­νί­ας, την τε­λι­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση

Πως αντιστάθηκα να δικαστώ
εφ’ όλης της Εύας

την ανήκεστον βλάβη
εφ’ όλης της ύλης

του πρότερου φθόνου.

(«Σε ποιον ψυχαναλύθηκε ο Φρόυντ;», ό.π., σ. 20)

Έντο­να ενερ­γο­ποι­η­μέ­νος εί­ναι ο ποι­η­τι­κός στο­χα­σμός στο θέ­μα της κα­τα­πί­ε­σης της γυ­ναί­κας, της αιχ­μα­λω­σί­ας της στους κα­νό­νες και τις επι­τα­γές του κοι­νω­νι­κού κα­τε­στη­μέ­νου στο ποί­η­μα με τί­τλο «Γι’ αυ­τήν τη δι­κή μας τη Μα­ντώ» και υπό­τι­τλο [Επι­στο­λή ανε­πί­δο­τη μι­σή στον ενι­κό]. Τα δύο motto του ποι­ή­μα­τος θέ­τουν το αφη­γη­μα­τι­κό πλαί­σιο, τον χω­ρο­χρό­νο, μέ­σα στο οποίο δια­δρα­μα­τί­ζο­νται τα ποι­η­τι­κά δρώ­με­να. Η ανά­μνη­ση της τρα­γι­κής ερω­τι­κής ιστο­ρί­ας της Μα­ντώς Μαυ­ρο­γέ­νους ωθούν την ποι­η­τι­κή ηρω­ί­δα να ομο­λο­γή­σει πως «τ’ άλ­λα τ’ αν­θρώ­πι­να / εί­ναι που με πι­κραί­νουν πιο πο­λύ. […] Που σε ξέ­γρα­ψαν δια­μιάς / μά­να, μνη­στή­ρες κι αδελ­φή / που αθέ­τη­σε τον λό­γο του / ο μέ­γας Υψη­λά­ντης / που ’γρα­ψες και ξα­νά­γρα­ψες / κι απά­ντη­ση δεν πή­ρες». («Γι’ αυ­τήν τη δι­κή μας τη Μα­ντώ», ό.π., σ. 24).

Το αμε­τά­κλη­το γε­γο­νός του θα­νά­του, η θλί­ψη που προ­κα­λεί η απώ­λεια ενός αγα­πη­μέ­νου οι­κεί­ου προ­σώ­που βρί­σκουν θαυ­μα­στή έκ­φρα­ση στα ποι­ή­μα­τα ελε­γεί­ες υπό τον γε­νι­κό τί­τλο Σχε­δόν ξε­χα­σμέ­νες Μα­ρί­ες. Η Πα­πα­λε­ξάν­δρου αφιε­ρώ­νει το ποί­η­μα με τί­τλο «Memorandum ή το ασχη­μά­τι­στο… 210-7513…» στην ποι­ή­τρια Μα­ρία Σερ­βά­κη. Η νο­σταλ­γία και η θλί­ψη στη φω­νή της ποι­η­τι­κής ηρω­ί­δας αι­σθη­το­ποιού­νται μέ­σα από το β΄ ενι­κό πρό­σω­πο, την ατε­λέ­σφο­ρη προ­σπά­θεια επι­κοι­νω­νί­ας, αφού «δεν νύ­χτω­σε για τα κα­λά / για να σε πά­ρω / Δεν γλί­στρη­σε απ’ το σώ­μα μου το φί­δι της ζω­ής», το­νί­ζο­ντας εμ­φα­τι­κά το κε­νό της απώ­λειας. Η ίδια συ­ναι­σθη­μα­τι­κή φόρ­τι­ση κυ­ριαρ­χεί στους στί­χους του ποι­ή­μα­τος με τί­τλο «Στο Au Revoir για ένα τε­λευ­ταίο», αφιε­ρω­μέ­νο στη Μνή­μη Γιάν­νη Βαρ­βέ­ρη, όπου το αδιέ­ξο­δο που προ­κα­λεί σε ατο­μι­κό επί­πε­δο η υπαρ­ξια­κή αγω­νία του θα­νά­του ενός ομό­τε­χνου με­τα­φέ­ρε­ται στο ευ­ρύ κοι­νό ως λό­γος δη­μο­σιευ­μέ­νος, ως άλ­λο τε­λε­τουρ­γι­κό του θα­νά­του. Ο έλε­γος έχει ως όχη­μα την αφη­γη­μα­τι­κό­τη­τα του ποι­ή­μα­τος, που ενι­σχύ­ε­ται από τον έμ­με­σο διά­λο­γο με τον από­ντα ποι­η­τή, επι­λο­γή που προσ­δί­δει δρα­μα­τι­κή έντα­ση.

Η θλί­ψη στη φω­νή του ποι­η­τι­κού υπο­κει­μέ­νου κο­ρυ­φώ­νε­ται σε δύο ποι­ή­μα­τα που εί­ναι αφιε­ρω­μέ­να σε πρό­σω­πα οι­κεία, στον πα­τέ­ρα και τη μη­τέ­ρα, στα οποία πα­ντα­χού πα­ρού­σα εί­ναι η αυ­το­βιο­γρα­φι­κή μνή­μη. Η προ­αί­σθη­ση του θα­νά­του του αγα­πη­μέ­νου πα­τέ­ρα επι­βε­βαιώ­νε­ται με τρό­πο τρα­γι­κό στο ποί­η­μα με τί­τλο «Κα­τα­με­σή­με­ρο στην Απο­βά­θρα 6», αφιε­ρω­μέ­νο «Στον Αρι­στο­τέ­λη / τον πα­τέ­ρα μου»:

Ονειρευόμουν θάλασσα
ήρεμη ακτή το δειλινό
και βούτηξα σιγά σιγά
γυμνή για τον παράδεισο
Κι έγινε αγκάθια το νερό
κι ευθύς μάτωσε η θάλασσα
δικό μου
αίμα

Η σιω­πή στο τέ­λος του ποι­ή­μα­τος κρύ­βει μέ­σα της σιω­πη­λούς λυγ­μούς, τον θρή­νο της ποι­η­τι­κής ηρω­ί­δας για την ανα­πά­ντε­χη και τό­σο ση­μα­ντι­κή απώ­λεια. Το α΄ ενι­κό πρό­σω­πο, η αφή­γη­ση του ονεί­ρου, ο ελεύ­θε­ρος πλά­γιος λό­γος προσ­δί­δουν δρα­μα­τι­κό­τη­τα στο ποί­η­μα και συ­νι­στούν αφη­γη­μα­τι­κούς τρό­πους με τους οποί­ους ενι­σχύ­ε­ται η θε­α­τρι­κή διά­στα­ση των ποι­η­μά­των της Νυ­χτε­ρι­νής βι­βλιο­θή­κης. Στο ίδιο βου­βό θρη­νη­τι­κό κλί­μα και το «Requiem», αφιε­ρω­μέ­νο «Στη μά­να μου». Ο διά­λο­γος με τη νε­κρή μη­τέ­ρα, η ανά­γκη της ηρω­ί­δας να επι­κοι­νω­νεί με τους νε­κρούς της, η αδυ­να­μία της να τους εγκα­τα­λεί­ψει, ανα­δει­κνύ­ουν πέν­θος με­λαγ­χο­λι­κό, αδιέ­ξο­δο, ατέρ­μο­νο, που απο­κτά δια­στά­σεις ύπαρ­ξης. Το σώ­μα της νε­κρής «λί­γων ωρών» να κεί­τε­ται στο μάρ­μα­ρο στο ποί­η­μα με τί­τλο «Βο­ρειο­δυ­τι­κά της Ακρο­πό­λε­ως» συ­νι­στά αδιά­ψευ­στη, απτή, υλι­κή από­δει­ξη της εμπει­ρί­ας της απώ­λειας και της μο­να­χι­κό­τη­τας, της υπο­στα­σιο­ποί­η­σης του θα­νά­του στον ποι­η­τι­κό λό­γο:

Νεκρή λίγων ωρών
απλωμένη στο μάρμαρο
Θα της τρυπήσουν το κρανίο
να μάθουν τις νεκρές της σκέψεις
να μάθουν και τις ζωντανές
Πριν λίγους μήνες στεκόταν βράχος
άνθρωπος στη θύελλα της
ιστορίας
[…]

(«Βορειοδυτικά της Ακροπόλεως», σ. 32)

Τα ποι­ή­μα­τα της Νυ­χτε­ρι­νής βι­βλιο­θή­κης της Αρι­στέ­ας Πα­πα­λε­ξάν­δρου, οδο­δεί­χτες της υπαρ­ξια­κής αγω­νί­ας που προ­κα­λεί­ται από την απώ­λεια, τη γέν­να της γρα­φής, τα όνει­ρα που φέ­ρουν μέ­σα τους τις εντο­λές της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, φέρ­νουν τον ανα­γνώ­στη αντι­μέ­τω­πο με τη δό­νη­ση της ύπαρ­ξης, τη χα­μέ­νη μά­χη με τον χρό­νο, την επι­θυ­μία και το όνει­ρο, το κου­ρα­στι­κό τα­ξί­δι της γρα­φής, την ει­ρω­νι­κή και αυ­το­σαρ­κα­στι­κή συ­νει­δη­το­ποί­η­ση πως τε­λι­κά

«Πή­ρες πο­λύ στα σο­βα­ρά την πλά­κα της ζω­ής».

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: