Αν θέλει κάποιος να αποκομίσει μια πολύπλευρη και σε βάθος γνώση για τον ευρωπαικό μεσοπόλεμο και προπαντός τον γερμανικό, της ευάλωτης και εύθραυστης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δε χρειάζεται να προστρέξει στην δημόσια ιστοριογραφία. Αρκούν τα μυθιστορήματα τριών συγγραφέων και, συγκεκριμένα, των Γιόζεφ Ροτ, Χανς Φάλλαντα και Άλφρεντ Ντέμπλιν. Διαφορετικά λογοτεχνικά ύφη και αφηγηματικές τεχνικές, αλλότριες θερμοκρασίες, παρόμοιες, ωστόσο, εμβαθύνσεις, παράλληλοι βίοι, κοινά τραυματικά βιώματα, τολμηρές προσεγγίσεις, λοξές ματιές. Εβραϊκής καταγωγής, Ροτ και Ντέμπλιν θα επιλέξουν τον δρόμο της αναγκαστικής υπερορίας μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933· γόνος ανώτερης, μεσοαστικής, πρωσικής οικογένειας αυστηρών ηθών, ο Φάλλαντα θα προτιμήσει να διαρρήξει πλήρως τους οικογενειακούς δεσμούς και να αντιμετωπιστεί ως κοινωνικά αποσυνάγωγος. Και οι τρεις θα εμβαπτιστούν στα λασπώδη απόνερα μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση, οικονομική, πολιτισμική και πολιτική, που θα οδηγήσει στο έκτρωμα του ναζισμού. Ο Φάλλαντα θα είναι εκείνος, από τους τρεις, που θα επιλέξει την αναπαραστατική αληθοφάνεια του ρεαλισμού, ακολουθώντας το ρεύμα της λεγόμενης «Νέας αντικειμενικότητας» (Neue Sachlichkeit), η οποία θα ανθίσει στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και θα επηρεάσει όλες τις μορφές της τέχνης. Κύρια χαρακτηριστικά του καλλιτεχνικού αυτού κινήματος, τα οποία συναντούμε σε ολόκληρο το έργο του Φάλλαντα, είναι ο πλήρης απογαλακτισμός από τον ρομαντισμό και τον εξπρεσιονισμό και η προσέγγιση της μεταπολεμικής γερμανικής κοινωνίας με ψυχρή, αντικειμενική και ριζοσπαστική ταυτόχρονα ματιά, ώστε να μην αποκρύβεται καμία πτυχή της ευρύτατης ένδειας, της διαφθοράς, της βαθιάς παρακμής, της συλλογικής απογοήτευσης και παραίτησης που καταδυνάστευε την Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Η στόχευση στο καθημερινό και στο πεζό χωρίς συναισθηματισμούς, στα όρια του κυνισμού, διαποτίζει τα έργα όλων των Γερμανών καλλιτεχνών που θα επηρεαστούν από την «Νέα αντικειμενικότητα». Δεν είναι τυχαίο ότι πολλοί από αυτούς , με την πτώση της Δημοκρατίας τής Βαϊμάρης και την άνοδο του Χίτλερ, το 1933, θα προτιμήσουν να εγκαταλείψουν την Γερμανία. Ο Φάλλαντα, αντίθετα, θα παραμείνει στην Γερμανία και θα κατηγορηθεί μάλιστα από κάποιους για συμβιβασμό με το ναζιστικό καθεστώς, αν και η άποψη αυτή φαντάζει σήμερα αρκούντως υπερβολική.
Επιστρέφοντας στο μυθιστορηματικό σύμπαν του Γερμανού συγγραφέα και πιο συγκεκριμένα στο μνημειώδες (δίτομο, χιλίων πεντακοσίων σελίδων) μυθιστόρημα του, Λύκος ανάμεσα στους λύκους, δεν μπορεί να μην επισημανθεί το έντονο βιωματικό υπόβαθρο του. Βεβαίως το υπόβαθρο αυτό το συναντά κανείς και σε άλλα μυθιστορήματα του Φάλλαντα, όπως Ο πότης και το Και τώρα ανθρωπάκο αλλά, στην προκειμένη περίπτωση, οι παραλληλισμοί της ζωής του συγγραφέα και της μυθιστορηματικής, των ηρώων, είναι εμφανείς, αν μάλιστα αναλογιστεί κανείς τα σχετικά βιώματά του. Επιπροσθέτως και οι τόποι και τα σκηνικά, όπου διαδραματίζονται τα μυθιστορηματικά γεγονότα απέχουν ελάχιστα από εκείνα μέσα στα οποία έχει κυλίσει η ζωή του Φάλλαντα. Μια ζωή, εξαιρετικά δύσκολη και αρκούντως αιρετική, αφού ο συγγραφέας θα συγκρουστεί από μικρός με τα αυστηρά οικογενειακά πρότυπα και προπαντός με τον δικαστή πατέρα του, ο οποίος επιθυμούσε να ακολουθήσει και ο γιος του την ίδια επαγγελματική καριέρα. Σύμφωνα με τον μελετητή του έργου του Herbert Schwenk, «οι ψυχρές πατρικές παρωθήσεις για μια επιτυχημένη επαγγελματική σταδιοδρομία ήταν το βίωμα που σφράγισε την προσωπικότητα του. Η αποξένωση από τους γονείς του κατέστη το κύριο κίνητρο της καταφυγής του στον κόσμο του βιβλίου και της γραφής».
Ο Φάλλαντα θα αρχίσει, από πολύ νωρίς, να θέτει εν αμφιβόλω τις αξίες του αστικού κόσμου, οι οποίες θα τον καταπιέσουν και στο Πρότυπο Γυμνάσιο που θα τον υποχρεώσει να φοιτήσει ο πατέρας του μαζί με κακομαθημένους γιους στρατιωτικών και ανώτερων δημοσίων υπαλλήλων. Αργότερα θα δηλώσει ότι «από το σημερινό σχολείο βγαίνει κανείς είτε κακούργος, είτε ανισόρροπος». Η ήδη προβληματική φοίτηση του –μένει δυο φορές στην ίδια τάξη– θα διακοπεί μετά από μία κοινή απόπειρα αυτοκτονίας που επιχειρεί μαζί με έναν συμμαθητή του, ο οποίος και πεθαίνει. Το συναίσθημα ότι ο κόσμος γύρω του είναι γεμάτος λύκους δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ.
Στο μυθιστόρημα Λύκος ανάμεσα στους λύκους, ένας από τους τρεις βασικούς ήρωες, ο 23χρονος, πρώην δόκιμος αξιωματικός, Βόλφγκανγκ Πάγκελ, βρίσκεται σε άμεση ρήξη με την εύπορη, αυταρχική και χειριστική μητέρα του, η οποία απαιτεί να καθορίζει όλες τις πλευρές της ζωής του γιου της, σύμβολο της αστικής οικογενειακής εξουσίας και βίας. Αναγκάζεται έτσι, τουλάχιστον στον πρώτο τόμο του μυθιστορήματος, να μετατραπεί και ο ίδιος σε λύκο [Βολφ στα γερμανικά σημαίνει λύκος] για να κατορθώσει να επιβιώσει μακριά από την μητέρα του, σε συνθήκες απόλυτης ένδειας και ηθικής κατάρρευσης καθώς προσχωρεί στον περιθωριακό κόσμο του τζόγου και του λούμπεν υπόκοσμου. «Είναι λαίμαργη εποχή. Εποχή των λύκων», ακούμε τη φωνή του συγγραφέα να σχολιάζει, καθώς έχει μόλις περιγράψει μια πράξη ακραίας αντίδρασης του γιου προς τη μητέρα του. Για να συνεχίσει: «Οι γιοί έχουν στραφεί εναντίον των γονιών τους, το πεινασμένο κοπάδι των λύκων τρίζει τα δόντια του – ζήτω ο δυνατός! Θάνατος στον αδύναμο! Να πεθάνει από την δική μου δαγκωματιά». Οι φράσεις αυτές –θεωρώ– ότι αποτελούν τον ιδεολογικό πυρήνα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρο το πολυσέλιδο και πολυπρόσωπο μυθιστόρημα του Γερμανού συγγραφέα, ίσως και του μυθιστορηματικού του έργου συνολικά. Ο Φάλλαντα χωρίς ο ίδιος να έχει ασπαστεί επίσημα τουλάχιστον κάποια σοσιαλιστική ή σοσιαλίζουσα ιδεολογία κατορθώνει μέσα από τα προσωπικά του σκληρά βιώματα να ενσυναισθανθεί, με παραδειγματική ενάργεια, τις βαθύτερες κοινωνικές δονήσεις που προκαλεί στη μεταπολεμική Γερμανία η οικονομική και πολιτική κατάρρευση της πήλινης Δημοκρατίας της Βα:iμάρης και τα όσα θα επακολουθήσουν μια δεκαετία αργότερα, όταν οι λύκοι θα είναι πια η απόλυτη εξουσία.
Ελάχιστα είναι τα μυθιστορηματικά πρόσωπα του Φάλλαντα που δεν μετατρέπονται σε λύκους προκειμένου να επιβιώσουν. Το πιο δυνατό παράδειγμα η νεαρή, πάμφτωχη Πέτρα, η οποία έχει ήδη αναγκαστεί να… θητεύσει, έστω και σποραδικά, στα βερολινέζικα πεζοδρόμια, συμβιώνει τώρα με τον Βόλφ, τον λατρεύει σα θεό, αποδέχεται ό,τι και αν κάνει, ακόμα και όταν την αφήνει μισόγυμνη για να πουλήσει τα λιγοστά της ρούχα, προκειμένου να εξοικονομήσει χρήματα για να πληρώσει το νοίκι της άθλιας χαμοκέλας στην οποία ζουν, ακόμα και όταν δεν καταφέρνει να είναι συνεπής οικονομικά για να την παντρευτεί όπως της έχει υποσχεθεί. Η Πέτρα για τον Βολφ είναι το άλλο προσωπείο της μητέρας του, γεμάτο αγάπη, αφοσίωση, εμπιστοσύνη και αποδοχή. Σε αντίθεση με την αγέλη των λύκων ανάμεσα στους οποίους είναι υποχρεωμένη να ζει, η Πέτρα εκπροσωπεί μια σπάνια, δυσεύρετη σ’ εκείνους τους χαμερπούς καιρούς, αθωότητα και αφέλεια που την οδηγεί ακόμα και στην φυλακή. Γύρω τους πάλλεται το Βερολίνο του 1923, έτος κομβικό, με την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος του Χίτλερ από τη μια, τα εν κρυπτώ σχέδια των, πιστών στην μοναρχία, παλιών αξιωματικών της Ράιχσβερ από την άλλη, προς παρόμοια κατεύθυνση. Οι φήμες οργιάζουν και ο Φάλλαντα που τις ακούει να σέρνονται στους βερολινέζικους δρόμους, τις μεταφέρει στις σελίδες του μυθιστορήματος του με τον ίδιο σχεδόν τρόπο που τις προσλαμβάνει ο ίδιος. Στο μεταξύ οι ήρωές του, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, κυκλοφορούν σε ένα Βερολίνο που καταρρέει κάτω από το βάρος μια ευρύτατης ανεργίας, ενός δυσβάσταχτου πληθωρισμού που μέρα με τη μέρα διογκώνεται, μιας δομικής σχεδόν αβεβαιότητας και ανασφάλειας που αγγίζει όλα σχεδόν τα κοινωνικά στρώματα πλην εξαιρέσεων, ανατινάζει τις προσωπικές σχέσεις, φέρνει στην επιφάνεια τα χειρότερα συναισθήματα και ένστικτα των ανθρώπων προκειμένου να επιβιώσουν. Οι σκληρές ρεαλιστικές σκηνές –με κάποια στοιχεία νατουραλισμού ίσως– που στήνει ο Φάλλαντα στις χαμοκέλες που νοικιάζει η άξεστη και φιλάργυρη σπιτονοικοκυρά του ζευγαριού, στη φυλακή όπου οδηγείται η Πέτρα, στις χαρτοπαικτικές λέσχες και τα καζίνο όπου είναι τρόφιμος ο Βολφ, στα άδυτα μιας διεφθαρμένης αστυνομίας, στις παράνομες αγοραπωλησίες, στα κακόφημα μπαρ που ανθίζουν στην …μυθική πια Αλεξάντερ Πλατς, στις παγίδες που στήνει ο πάσης φύσεως υπόκοσμος σε όσους έρχονται από την επαρχία στην βερολινέζικη πρωτεύουσα, αγνοώντας τι ακριβώς συμβαίνει σε αυτήν, όπως ο ίλαρχος φον Πράκβιτς. Αυτός ο συγκεκριμένος είναι ένα ακόμη πρωταγωνιστικό πρόσωπο του μυθιστορήματος μετά τον Βολφ και την Πέτρα. Ο ίλαρχος φον Πράκβιτς εκπροσωπεί μια άλλη πλευρά της ζωής του Γερμανού συγγραφέα. Αυτής, που έζησε για κάποια χρόνια σε ένα αγρόκτημα της γερμανικής εξοχής, για να θητεύσει στις αγροτοκαλιέργειες, μακριά από τον πολύβουο και σκληρό κόσμο του Βερολίνου.
Στο αγρόκτημα –το οποίο είναι το σκηνικό του δεύτερου τόμου του μυθιστορήματος– δεν κυριαρχούν οι σκηνές ένδειας και εξαθλίωσης, όπως εκείνες που εκτυλίσσονται στο Βερολίνο. Οι ανθρώπινες συγκρούσεις δεν αγγίζουν τα όρια της ανθρωποφαγίας χωρίς κανέναν ενδοιασμό, κανένα πρόσχημα. Εδώ, οι σχέσεις των ανθρώπων, κανοναρχούνται περισσότερο από την κοινωνική-οικονομική τους θέση μέσα στο αγρόκτημα. Ο Φάλλαντα στήνει επιδέξια την κοινωνική πυραμίδα που διέπει κάθε πτυχή της ζωής στο αγρόκτημα και σ’ αυτήν τοποθετεί τους ήρωες του, πρωτεύοντες και δευτερεύοντες, σχεδιάζοντας το ψυχογραφικό τους προφίλ , χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν. Σ’ αυτό το αγρόκτημα θα συναντηθούν και θα συμπορευτούν για κάποιο χρονικό διάστημα, τρεις από τους βασικούς πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος: Ο ίλαρχος Γιόαχιμ φον Πράκβιτς, ο απόστρατος υπολοχαγός, παρασημοφορεμένος εν καιρώ πολέμου, φον Στούντμαν, και ο πρώην δόκιμος αξιωματικός Βόλφγκανγκ Πάγκελ. Και τους τρεις τους ενώνουν τα κοινά βιώματα ενός πολέμου –του Πρώτου Παγκόσμιου– από τον οποίο η χώρα τους εξήλθε νικημένη, ταπεινωμένη και επιπλέον εξαθλιωμένη. Για να αντιμετωπίσουν τα οικονομικά και επαγγελματικά τους προβλήματα, Στούντμαν και Πάγκελ αποδέχονται την πρόταση του Πράκβιτς να εγκατασταθούν στο αγρόκτημα αναλαμβάνοντας να το αναβαθμίσουν. Ωστόσο το αγρόκτημα μαζί με το μεγάλο δάσος που το περιβάλλει, δεν ανήκει στον Πράκβιτς παρά στον εκμεταλλευτή, ύπουλο πεθερό του, μυστικοσύμβουλο φον Τέσοβ. Αυτός, όχι μόνον απεχθάνεται τον γαμπρό του, αλλά επιπλέον, βασιζόμενος στην αφέλεια και στην άγνοια του Πράκβιτς, τον έχει κυριολεκτικά δέσει με ένα επαχθέστατο μισθωτήριο που τον είχε αναγκάσει να υπογράψει προκειμένου να παντρευτεί την κόρη του. Με ποιους τρόπους θα βοηθήσουν τον πρώην ίλαρχο οι άλλοι δύο και, προπαντός, ο ορθολογιστής και πρακτικός φον Στούντμαν για να ανατρέψουν το επαχθές μισθωτήριο; Στο μεταξύ γύρω τους βουίζει ένας ολόκληρος κόσμος από υπηρέτριες, οικονόμους, επιστάτες, δασοφύλακες, ορνιθοκόμες, σταβλίτες, ο καθένας με τις προσωπικές του προσδοκίες, με τους μικρο-ανταγωνισμούς, τις αλληλοπροδοσίες. Ξεχωρίζει η δεκατετράχρονη κόρη του Πράκβιτς με την πρόωρη ανάπτυξη και τις έντονες ερωτικές ανησυχίες που επικεντρώνονται σε έναν μυστηριώδη και σκοτεινό ανθυπολοχαγό –δεν αποκτά ποτέ όνομα στο μυθιστόρημα– ο οποίος τριγυρνά στο δάσος και στο χωριό οργανώνοντας μυστικές συγκεντρώσεις με σκοπό το πραξικόπημα. Ο Φάλλαντα δεν κατονομάζει το πραξικόπημα το οποίο ετοιμάζουν ο ανθυπολοχαγός και οι ομοϊδεάτες του. Αφήνει μόνο υπαινιγμούς. Είμαστε στην χρονιά της αποτυχημένης απόπειρας πραξικοπήματος των εθνικοσοσιαλιστών τού Χίτλερ και της δίκης που ακολούθησε. Τελικά, έπειτα από χίλιες πεντακόσιες σελίδες, η τελευταία σελίδα του μυθιστορήματος συναντά την πρώτη, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, τον Βολφ και την Πέτρα αλλά κάτω από εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Ο πρώτος θα έχει μεταμορφωθεί στο αγρόκτημα, θα έχει σώσει την Πέτρα από την φυλακή, θα την έχει παντρευτεί, το παιδί τους θα έχει γεννηθεί και δεν θα ζουν πια σε μια άθλια χαμοκέλα αλλά σε ένα κανονικό δωμάτιο, στο Βερολίνο πάλι. Θα έχουν καταφέρει να επιβιώσουν αφού θα έχουν περάσει ανάμεσα από τις θύελλες μιας «χαοτικής και παράλογης εποχής», όπως την χαρακτηρίζει ο συγγραφέας.
Δεν πρόκειται για happy end, ο Φάλλαντα έχει στήσει ένα σκληρό μυθιστόρημα που αναδεικνύει και την παραμικρή λεπτομέρεια μιας υπό κατάρρευση κοινωνίας, μια τεράστια τοιχογραφία εποχής η οποία χωρά και την ελάχιστη απόχρωση, μια πολύχρωμη ανθρωπογεωγραφία που κινείται με ταχύτητα, συσπάται, βοά, κλωθογυρίζει, δαγκώνει την ουρά της, μέσα σε ένα ασταθές, αβέβαιο και απειλητικό Βερολίνο, το οποίο μεταλλάσσεται διαρκώς. Ωστόσο, αν και το υλικό του θα ευνοούσε κάτι τέτοιο, ο Φάλλαντα όχι μόνον δεν υποκύπτει στις παγίδες του μελοδραματισμού αλλά αντίθετα, κάποιες φορές, υιοθετεί ένα υποδόριο χιούμορ που χρωματίζει διαφορετικά το ρεαλιστικό-νατουραλιστικό γενικότερο τόνο του μυθιστορήματος. Ακόμη και οι ήρωες, προπαντός οι δευτερεύοντες, δημιουργούν κάποτε την εντύπωση της καρικατούρας που κινείται σπασμωδικά και όχι ρεαλιστικά μέσα στις σελίδες του μυθιστορήματος. Ενδιαφέρον είναι και ο τρόπος που ο συγγραφέας παρεμβαίνει και σχολιάζει τις καταστάσεις και τις πράξεις των ηρώων του. Δεν είναι τυχαίο ότι το Λύκος ανάμεσα στους λύκους τοποθετείται στην κορυφή της γερμανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Ένα τόσο απαιτητικό μυθιστόρημα δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα μεταφραστικό άθλο για όποιον ή όποιαν επιχειρήσει να το μεταφράσει.
Στην περίπτωση της άψογης ελληνικής του μετάφρασης, τα εύσημα ανήκουν εξ ολοκλήρου στην Ιωάννα Αβραμίδου, στην οποία επίσης χρωστούμε και την απόλαυση του μυθιστορήματος του Φάλλαντα Και τώρα ανθρωπάκο (εκδ. Gutenberg).