Ήταν μικρός ο γιος μας, όταν, αφού είδε ένα ντοκιμαντέρ στην τηλεόραση, ζήτησε να του αγοράσουμε έναν λούτρινο ιπποπόταμο. Φάγαμε την αγορά να ψάχνουμε, χωρίς αποτέλεσμα. Απογοητευμένοι αγοράσαμε έναν λούτρινο ρινόκερο και του τον συστήσαμε ως ιπποπόταμο που έχει βγάλει ένα σπυρί στη μύτη.
Μερικά χρόνια αργότερα περιηγούμενοι σ’ ένα ζωολογικό κήπο, στην Αυστρία πρέπει να ήταν, βρεθήκαμε απέναντι σε δύο ρινόκερους. Το πέος του ενός έδειχνε διάθεση έπαρσης και μείναμε εκεί περιμένοντας μήπως τους δούμε να σεξουαλίζονται. Μάταια όμως. Ποτέ δεν είδαμε ρινόκερους σε ερωτικές περιπτύξεις ούτε καν στον κινηματογράφο. Και όχι μόνο αυτό, ούτε καν ακούσαμε φωνή ρινόκερου ποτέ. Στο αφήγημα της Ελένης Γιαννάτου Κύριος Πηνελόπη η φωνή του ρινόκερου παρομοιάζεται με την ανατριχιαστική κραυγή του Ρότζερ Γουότερς σ’ εκείνο το καταπληκτικό κομμάτι των Πινκ Φλόιντ που συνοδεύει την ανατίναξη μιας βίλας στην ταινία του Αντονιόνι «Ζαμπρίνσκι πόιντ».
Στον Αντονιόνι χρωστάμε άλλη μία ευτυχή σύζευξη μουσικής και κινηματογράφου με τους Γιάρμπερντς, δυναμικούς σε κλαμπ του Λονδίνου, στην ταινία «Μπλόου Απ». Όμως και ο Βιμ Βέντερς, στον «Ουρανό πάνω από το Βερολίνο», μας έδωσε έναν εξαιρετικό Νικ Κέιβ να τραγουδάει την απόγνωση του έρωτα μπροστά σ’ έναν εκπεσόντα άγγελο, από εκείνη έως την αιωνιότητα. Την ταινία του Κουροσάουα «Ικίρου» δεν την είχαμε δει. Παλιά ταινία, του 1952, την ψάξαμε στο διαδίκτυο αφού διαβάσαμε στο αφήγημα «Κύριος Πηνελόπη» ότι ο ήρωας της ταινίας τραγουδάει στη χιονισμένη παιδική χαρά, και πεθαίνει ευτυχισμένος κάνοντας κούνια. Όμορφη πραγματικά σκηνή.
Καλαμάρι Γιούνιον, Χιόνια του Κιλιμάντζαρο, Χαμένοι στη μετάφραση, Μπέτι Μπλου… Υπάρχει μεγάλος αριθμός αναφορών σε ταινίες στο κείμενο της Γιαννάτου, άλλοτε άμεσα και με πληροφορίες, κι άλλοτε κλείνοντας το μάτι, όπως με τον Πολίτη Πέην. Πρόκειται για έναν ακόμη τρόπο πειραματικής περιπλάνησης στην πραγματικότητα. Επειδή διαθέτει κι άλλους τρόπους: μέσα από τη μουσική, τα εικαστικά, τη λογοτεχνία. Όσο κι αν αναγνωρίζει τη χωρίστρα ως μέτρο ευθύτητας, η συγγραφέας κινείται με άνεση ακολουθώντας τεθλασμένες. Πόσες τρίχες χρειαζόταν άραγε ο Αισχύλος για ν’ αποκτήσει χωρίστρα; Τι είναι φαλάκρα, τι μη φαλάκρα και ποια τρίχα κάνει την ειδοποιό διαφορά; Ερώτηση κρίσιμη, όταν γνωρίζεις ότι ώρα με την ώρα ένας αετός μπορεί να σημαδέψει και σου ρίξει μια χελώνα στο κεφάλι. Η πραγματικότητα δεν είναι ρεαλιστική. Την ώρα που η Μαρία πλήττει σε μια αίθουσα διδασκαλίας, η Ειρήνη πεθαίνει στο αυτοκίνητό της που ανατράπηκε στα χιόνια, και η συγγραφέας βάζει έναν δίσκο στο πικάπ που παίζει με τέτοια ένταση ώστε ακούγεται κι έξω από το δωμάτιό της, ένταση όμως που δεν είναι ικανή για να ευχαριστηθείς τη μουσική από απόσταση. Πρέπει να προσέχουμε τις εντάσεις! Πρέπει να προσέχουμε τις εντάσεις, αλλιώς μπορεί να βρούμε έναν ποιητή έξω απ’ την πόρτα μας.
Ο φιλόλογος Θωμάς Θωμάς ρωτά επίμονα τον ζωγράφο Χάρη Ντεσπεράτο αν διάβασε το διήγημα του Κάφκα «Οι έγνοιες του νοικοκύρη» όπου ένα πλάσμα φέρει το όνομα Όντραντεκ, όνομα που δεν έχει ξεκάθαρη ετυμολογική προέλευση και επομένως δεν έχει και ξεκάθαρη εξήγηση. Αποτελεί δηλαδή σημασιολογικό παράδοξο, επειδή παρουσιάζεται ως τρόπος για να ονομάσουμε κάτι που δεν έχει νόημα. Μ’ άλλα λόγια μας επιτρέπει να μιλήσουμε για εκείνα που δεν μπορούμε να μιλάμε, αντίθετα προς την 7η εντολή της Λογικο-φιλοσοφικής Πραγματείας του Βιτγκενστάιν. Το όνομα μπορεί να αποκαλύψει τον χαρακτήρα, την ιδιότητα, το νόημα ενός φαινομένου: όπως Ντεσπεράτος, δηλαδή σχεδόν απελπισμένος κι όμως Χάρης. Οι αντιφάσεις δεν είναι ξένες για τους καλλιτέχνες. Μία αίθουσα τέχνης μπορεί να λειτουργεί ως καταφύγιο για τη βροχή, αλλά η τέχνη είναι αδιάβροχη. Τι αποκαλύπτουν τα ονόματα των άλλων ηρώων του αφηγήματος; Ο ποιητής Κοσμάς (η λέξη που προέρχεται από τον κόσμο, κόσμημα) Λώλος (απ’ το λωλός βεβαίως, όλλυμι και ολλύω). Και ο Θωμάς Θωμάς, ίδιο όνομα και επίθετο ετυμολογούμενο από αραμαϊκή λέξη που σημαίνει δίδυμος. Κύριος Πηνελόπη, αυτός που πλέκει, ξηλώνει και ξαναπλέκει, αυτός που γράφει, σβήνει, ξαναγράφει την πλοκή, αυτός που περιμένει. Αλήθεια, τι θα ήταν η Πηνελόπη, αν δεν αποφάσιζε να πάρει μέρος στην εκστρατεία ο Οδυσσέας; Τι θα ήταν ο Οδυσσέας, αν δεν αποφάσιζε να θυσιάσει την Ιφιγένεια ο Αγαμέμνων; Τι θα ήταν ο Αγαμέμνων, αν οι θεές δεν υπέκυπταν στο παιχνίδι της Έριδας; Τι θα ήταν οι θεές χωρίς τους πιστούς τους; Τι θα ήταν η Πηνελόπη χωρίς την πίστη; Πλέκει με πίστη, αλλά το πλέξιμο απέχει μια πρόθεση από το μπλέξιμο. Είναι ένας κύκλος… Ξεκινάς από Πηνελόπη για να καταλήξεις σε Πηνελόπη. Είναι βολικό σχήμα ο κύκλος, επειδή δίνει μια ψευδαίσθηση κανονικότητας στο χάος. Η γοητεία της συμμετρίας! Οι λαβύρινθοι –κι αυτό είναι παράδοξο- στα σχεδιάσματα παρουσιάζονται συνήθως συμμετρικοί. Ο λαβύρινθος που αποτελεί το αφήγημα της Ελένης Γιαννάτου είναι έκκεντρος. Παίρνεις ένα μονοπάτι σκέψεων και συνειρμών και, όταν φτάσεις σε αδιέξοδο, προσπαθείς να επιστρέψεις στο σημείο όπου ο δρόμος σε ξεγέλασε, αλλά διαπιστώνεις ότι ήδη βρίσκεσαι σε άλλη πορεία… Άλλες σκέψεις, άλλοι συνειρμοί. Στους διαδρόμους του λαβύρινθου αναγνωρίζουμε τις αυλακιές του μυαλού μας. Συνειρμοί αλληλοαναιρούμενοι και αλληλοτροφοδοτούμενοι μάς προσφέρουν τον λαβύρινθο ως χάρτη ανάγνωσης τής εμπειρίας της ζωής. Από την οδό Φαλμίδα στην οδό Τσίμερμαν, από τον Αλέξανδρο Αργυρίου, τον μπάρμαν, όχι τον κριτικό λογοτεχνίας, στον Σορολόπη, τον ντετέκτιβ, όχι τον Γιώργο Ιωάννου, ο λαβύρινθος προσφέρεται για ανθρώπους που ξέρουν από περιφρόνηση, μ’ άλλα λόγια ανθρώπους που αντέχουν ηρωικά το γελοίο. Όμως προσοχή! Όταν συζητούμε για λαβυρίνθους, το θέμα μας δεν είναι η αρχιτεκτονική. Το θέμα μας είναι πώς βγαίνουμε απ’ τον λαβύρινθο. Και δεν εννοούμε τη διαδρομή που ακολουθούμε, αλλά τη συνείδησή μας, πώς έχει μεταβληθεί από την εμπειρία του λαβυρίνθου. Κέλυφος είναι ο λαβύρινθος, σαν το κουκούλι ή σαν το τσόφλι του αυγού για να συντελεστεί η μεταμόρφωση. Για λόγους ανεξιχνίαστους όμως ο κόσμος περιφρονεί το τσόφλι ενώ εκτιμά το κέλυφος. Πώς αντιμετωπίζεται ένας ποιητής που αφήνει πίσω του σαν χνάρια βουνά από τσόφλια κολοκυθόσπορων; Τα μουσεία αντιμετωπίζονται ως κελύφη για την προστασία και προβολή της τέχνης, ποτέ ως τσόφλια. Πολύ εύστοχος ο Βέλγος καλλιτέχνης Μαρσέλ Μπρόταρς, αφού έκανε σειρά έργων με τσόφλια αυγών και κελύφη μυδιών, σχεδίασε ένα προσωπικό μουσείο. Αλήθεια, ποιο μουσείο θα εξέθετε έργα του Χάρη Ντεσπεράτου; Παρακολουθούμε έναν πίνακά του να περνάει από τα χέρια του Θωμά Θωμά στη Μαρία, που, ως καθηγήτρια εικαστικών, τον καταστρέφει για να δημιουργήσει ένα αντίγραφο έργου του Τάπιες με τίτλο «Αυτί». Θα δωρίσει το έργο στη Σοφία που κι εκείνη θα το χαρίσει στον εραστή της. Δεν είναι πάντως το μοναδικό αυτί που κυκλοφορεί στο αφήγημα. Βρίσκουμε από το αυτί του Βαν Γκογκ μέχρι εκείνο το σύμπλεγμα αυτιών και μαχαιριού του Ιερώνυμου Μπος. Μόνο το αυτί σε σακίδιο του Λάππα λείπει.
Το αφήγημα Κύριος Πηνελόπη είναι βαθύτατα ρεαλιστικό, επειδή δεν υποκύπτει στη βιαιότητα των βεβαιοτήτων. Η γραμμικότητα δεν βρίσκει εύφορο έδαφος στις γραμμές του. Πρόκειται για μία ασκητική ενεργητικότητας, έντασης και προσήλωσης. Μια πεισματική ευαισθησία απέναντι σε ιδέες που μας πότισαν ώστε να ανθίσουμε. Ευαισθησία που αποκαλύπτει εκείνη τη δύναμη που μας κατοικεί, που μας κάνει να είμαστε αυτό που είμαστε. Επειδή, όπως θα έλεγε κι ο Κλάουζεβιτς, «Λογοτεχνία είναι η ζωή που συνεχίζεται με άλλα μέσα». Και είναι τα ασημόψαρα που ασκούν τον έλεγχο των αρμών της λογοτεχνίας. Αυτό δεν το αμφισβητεί κανείς, ούτε ο βιβλιοφάγος προφήτης Ιεζεκιήλ. (Εξάλλου δεν ψάχνουμε ενάργεια στις προφητείες. Οι προφητείες υπάρχουν για να μας προσφέρουν άλλοθι). Τα ασημόψαρα είναι συχνά αθέατα, αλλά αισθητή η παρουσία τους, όπως του καφκικού Όντραντεκ που λέγαμε. Tα ασημόψαρα ασκούν τον έλεγχο των αρμών της λογοτεχνίας, εντούτοις ως λήμμα απουσιάζουν από το λεξικό του Δημητράκου. Αρκεί πάντως ένα αποφασιστικό χτύπημα του χεριού της συγγραφέως στο λεξικό για να μετατρέψει το χαρτοφάγο έντομο σε λεκέ πάνω στο λήμμα «συγγραφέας». Κρύβει τον συγγραφέα ο λεκές και αναδεικνύει το πρόβλημα της μητρότητας: από πού πηγάζει το μήνυμα; Από μια τελετή ή από ένα παιχνίδι; Θα έπρεπε να είχαμε προετοιμαστεί για κάτι τέτοιο, αφού όλες οι γυναίκες του αφηγήματος στερούνται επωνύμου, δηλαδή καταγωγής.