Η Έλλη, το alter ego της συγγραφέως, αντιστέκεται στο πέρασμα του χρόνου, όπως άλλωστε το δηλώνει εύγλωττα και ο τίτλος. Ο χρόνος είναι βιωμένος. Οι στιγμές και οι λεπτομέρειες διαγράφουν χαρακτήρες και, ενίοτε, κρίνουν τη ζωή. Με αφορμή ένα καθημερινό γεγονός, έναν συνηθισμένο διάλογο, ένα στιγμιότυπο φωτογραφικό, ανασύρει στην επιφάνεια θραύσματα μνήμης από το απώτερο έως το πολύ πρόσφατο παρελθόν. Στιγμιότυπα τα οποία, όχι μόνο αντέχουν στο φως τού τώρα αλλά, είναι χαρακτηριστικές ψηφίδες μιας συλλογικής μνήμης. Ψηφίδες, επίσης, στιγμιότυπα με πρόσωπα γνωστά, όπως η Έλλη Αλεξίου, ο Χάρρυ Κλιν, η Αγνή Μπάλτσα, η Άλκη Ζέη. Ψηφίδες πολύχρωμες και πολυτονικές σε μια τοιχογραφία εποχής.
Μια τοιχογραφία που απλώνεται και στο τώρα σε θέματα επίκαιρα όπως η πανδημία, η μετανάστευση, η τηλεκπαίδευση, με στιγμιότυπα σε δρόμους, σε σχολικές αίθουσες, στην τηλεόραση, ακόμη και από τυχαίες ματιές στο διπλανό μπαλκόνι.
Οι εναλλαγές δεν επιτρέπουν στον αναγνώστη να πλήξει χωρίς όμως να χάνεται το νήμα του χρόνου.
Διαβάζοντας τις Ασκήσεις αντοχλης στον χρόνο, από την πρώτη «άσκηση» ως την τελευταία, είχα την αίσθηση ενός ενιαίου κειμένου που εξελίσσεται με την αρχιτεκτονική των ομόκεντρων κύκλων οι οποίοι δημιουργούνται, όταν σε ήρεμη επιφάνεια νερού πετάξουμε τη βαριά πέτρα της ανάμνησης. Αναμοχλεύει το παρελθόν, το εμπλέκει με την επιφάνεια του τώρα και στήνει μια κουβέντα μεταξύ φίλων, εξομολογητική και άμεση.
Παρόν και παρελθόν, κοινωνικά στρώματα, φάσματα ηλικιών, άπαντα όλα συνυπάρχουν. Τα συναισθήματα είναι ποικίλα, χωρίς το βάρος της νοσταλγίας, δεν κατονομάζονται, υποβάλλονται μέσα από τις εικόνες.
Η γραφή της Μαρίας Στασινοποίλου είναι έντονα εικονοποιητική, εντελώς λιτή, κοφτερή, και άκρως ρεαλιστική. Άλλωστε δηλώνει: «Ποτέ δεν μπόρεσα να παραμυθιαστώ στη ζωή μου». (σελ 15)
Η γλώσσα είναι απλή, καθημερινή, χωρίς ίχνος ναρκισσισμού και επιτήδευσης. Η συγγραφέας δεν θέλει να είναι κρυπτική. την διακρίνει ακρίβεια στην αποτύπωση, απόλυτη διαύγεια και καθαρότητα στην έκφραση, εντέλει μια εντιμότητα, θα έλεγα, απέναντι στον αναγνώστη. Ο δραματικός τόνος, εξαιρετικά συγκρατημένος, ανιχνεύεται κάτω από μια ελλειπτική ποιητική γραφή, δυσδιάκριτος σε πρώτη ανάγνωση. Ο λόγος απογυμνωμένος αποδίδει το ακαριαίο, διατηρεί το ελάχιστο, το ουσιώδες και ως προς αυτό έχει συγγένεια με το λόγο του Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλου, όπως επίσης είναι κοντά με τη σιωπή της ποίησης του Αναγνωστάκη ή και με την ποίηση της αποσιώπησης.