Άτλας, γιος του Ουρανού και της Γαίας

Έλσα Κορνέτη, «Το νησί πάνω στο ψάρι και άλλες ευφάνταστες ιστορίες», Μελάνι 2020

Άτλας, γιος του Ουρανού και της Γαίας

Νύ­χτα «πιο πο­λύ­χρω­μη από την ημέ­ρα», Νύ­χτα και Έρε­βος, παι­διά του Χά­ους. Από τον Βαν Γκογκ στον Ησί­ο­δο. Η πρώ­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των της ποι­ή­τριας Έλ­σας Κορ­νέ­τη εί­ναι συ­νά­μα μια από­λαυ­ση για τον ανα­γνώ­στη και μια προει­δο­ποί­η­ση. Ανα­τρε­πτι­κό από τον τί­τλο, το βι­βλίο μάς ει­σά­γει σε μια με­γα­λειώ­δη σύλ­λη­ψη: το μι­κρό κου­βα­λά στην πλά­τη του το με­γά­λο, ενώ το με­γά­λο ξε­χνά ότι τα με­γέ­θη και οι αξί­ες δεν εί­ναι από­λυ­τες έν­νοιες. Ο Άν­θρω­πος-Άτλας φέ­ρει στους ώμους του τη Μά­να-Γη, σαν να εί­ναι το πε­πρω­μέ­νο του. Η ανα­τρο­πή οδη­γεί στο συμ­βο­λι­σμό και στην ποί­η­ση. Το αρ­χέ­τυ­πο «νη­σί» προ­στα­τεύ­ει από τη θά­λασ­σα του ασυ­νει­δή­του, σύμ­φω­να με την ψυ­χο­λο­γία του βά­θους. Ποια εί­ναι όμως εδώ η λει­τουρ­γία του ασυ­νει­δή­του; Μό­νο αν λά­βου­με υπό­ψη μας ότι η συγ­γρα­φέ­ας πα­ρα­μέ­νει ποι­ή­τρια και στα πε­ζά της, θα βρού­με το νή­μα που θα μας οδη­γή­σει σε καί­ρια απά­ντη­ση.

Ο χω­ρό­χρο­νος εν­δυ­να­μώ­νει την έν­νοια του ιε­ρού που κρύ­βει ο μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός της Κορ­νέ­τη: «Κτι­σμέ­νη πά­νω σε τρεις χι­λιά­δες στρέμ­μα­τα», μια «κο­χυ­λό­μορ­φη πο­λι­τεία» βλέ­πει τη θά­λασ­σά της να επα­να­στα­τεί «σε τρεις μέ­ρες ακρι­βώς» με­τά την κλο­πή των μαύ­ρων μαρ­γα­ρι­τα­ριών, τά­μα και τί­μη­μα στο ψά­ρι που την προ­στα­τεύ­ει. Ή μή­πως στον ιχθύ (ΙΧΘΥΣ); Και ξα­νά βλέ­πει το κύ­μα να στα­μα­τά το κα­τα­στρο­φι­κό του έρ­γο «με­τά από τρεις μέ­ρες ακρι­βώς». Ο Χρι­στός εγεί­ρει το Ναό μέ­σα σε τρεις μέ­ρες. «Μα το τρί­το βρά­δυ ακρι­βώς, ένας τρο­με­ρός θό­ρυ­βος ακού­στη­κε από τον πυθ­μέ­να της θά­λασ­σας». Ακρι­βώς, σαν να ήταν η Στιγ­μή ηρω­ί­δα συ­μπα­ντι­κής πα­ρά­στα­σης. Η Τέ­χνη και η συ­γκί­νη­ση που προ­κα­λεί, η μα­γεία της Τέ­χνης, εί­ναι τα κύ­ρια συ­στα­τι­κά της ποί­η­σης σε πε­ζό λό­γο της Κορ­νέ­τη, το δώ­ρο της σε μια αυ­το­κα­τα­στρο­φι­κή αν­θρω­πό­τη­τα.

Ο «τρο­με­ρός θό­ρυ­βος» πα­ρα­πέ­μπει στη «σιω­πή που εξα­φα­νί­ζε­ται στον σύγ­χρο­νο κό­σμο». Στο τρί­το δι­ή­γη­μα, «Τρια­ντά­φυλ­λο στην άμ­μο», το μυ­στι­κό αρ­χί­ζει να απο­κα­λύ­πτε­ται. Ο ήρω­ας «από μι­κρός άκου­γε την ανα­πνοή και το καρ­διο­χτύ­πι των λέ­ξε­ων». Οι λέ­ξεις ήταν κά­πο­τε η πιο ζω­ντα­νή ει­κό­να της σιω­πής. Συ­νώ­νυ­μο της σιω­πής η σπου­δαία ποί­η­ση. Θα μπο­ρού­σαν να ήταν επί­σης η μου­σι­κή και το τρα­γού­δι, αν δεν εί­χαν με­τα­μορ­φω­θεί σε εφή­με­ρη δια­σκέ­δα­ση. Αντώ­νυ­μο της σιω­πής, και άρα της ποί­η­σης, οι τε­χνο­λο­γι­κοί και ηλε­κτρο­νι­κοί «θό­ρυ­βοι». Στο «Ο πρί­γκι­πας των αλ­γό­ριθ­μων», τα­λα­ντού­χος ζω­γρά­φος εξε­λίσ­σε­ται σε ιδιο­φυία στους ηλε­κτρο­νι­κούς υπο­λο­γι­στές και μια μέ­ρα συ­νει­δη­το­ποιεί ότι «Αυ­τός ο υπο­τι­θέ­με­νος έξυ­πνος, πα­νέ­ξυ­πνος, διά­νοια, ιδιο­φυία, κα­τέ­λη­ξε ο έξυ­πνος, χρή­σι­μος ηλί­θιος στην υπη­ρε­σία ηλε­κτρο­νι­κών εγκε­φά­λων». Η από­λυ­τη σιω­πή που επι­κρα­τεί στη σκέ­ψη του, η ίδια που εμ­φα­νί­στη­κε λί­γο πριν από τη Δη­μιουρ­γία για να γί­νει το σκη­νι­κό της, το βά­θρο της, τον βοη­θά να επα­νέλ­θει στις ρί­ζες τού τα­λέ­ντου του και να ξα­να­γί­νει ζω­γρά­φος.

Στο «Ήταν μια πό­λη που σά­πι­ζε», οι κά­τοι­κοι κυ­κλο­φο­ρούν πά­ντα με ομπρέ­λα, ενώ η πό­λη κιν­δυ­νεύ­ει να πνι­γεί μέ­σα στην αέ­ναη βρο­χή. Ο δή­μαρ­χος θυ­μά­ται έναν πα­λιό τό­μο, σφρα­γι­σμέ­νο, έκ­θε­μα στο αρ­χαιο­λο­γι­κό μου­σείο. «Το μυ­στι­κό κεί­με­νο απο­τε­λού­νταν από ποι­ή­μα­τα πα­λιά, ποι­ή­μα­τα με­τα­φυ­σι­κά, λέ­ξεις στρόγ­γυ­λες, πα­ρη­χή­σεις ηδο­νι­κές, νο­ή­μα­τα συ­γκι­νη­τι­κά, όνει­ρα εξω­σω­μα­τι­κά.» Ακού­γο­ντάς τα, οι κά­τοι­κοι «για πρώ­τη φο­ρά στη ζωή τους άρ­χι­σαν να κλαί­νε. Με κλά­μα γο­ε­ρό και ηχη­ρό.» Ο ήχος της με­τά­νοιας ισού­ται με σιω­πή. Τι κά­να­με με την ει­λι­κρι­νή συ­γκί­νη­ση που προ­κα­λεί η ποί­η­ση; Η ηθο­ποιός που «εμ­φα­νι­ζό­ταν σαν Οφη­λία στο ρό­λο της Οφη­λί­ας» μπο­ρεί μό­νο να επα­να­λαμ­βά­νει φρά­σεις που την προ­γραμ­μά­τι­σαν να λέ­ει. Εί­μα­στε όλοι σαν την Οφη­λία σή­με­ρα. Παί­ζου­με πά­νω στη σκη­νή του υπερ­με­γέ­θους εγώ μας, προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νοι, τη­λε­κα­τευ­θυ­νό­με­νοι.

Αν και σύμ­βο­λο ανα­γέν­νη­σης, οι πε­τα­λού­δες πε­θαί­νουν μέ­σα στις κα­κό­γου­στες τσά­ντες νε­ό­πλου­των κυ­ριών. Στο τέ­λος οι πε­τα­λού­δες εκ­δι­κού­νται. Ο μα­γι­κός ρε­α­λι­σμός εκ­δι­κεί­ται. Το­νί­ζει πό­σο αλη­θι­νά εί­ναι και τα πιο αλ­λό­κο­τα πράγ­μα­τα που μας πε­ρι­κυ­κλώ­νουν. Ανα­τρέ­πει το βλέμ­μα μας, τις επι­θυ­μί­ες μας. Επι­ση­μαί­νει την ανά­γκη για σιω­πή. Μας θυ­μί­ζει ότι μια άλ­λη, μαύ­ρη, σιω­πή κα­ρα­δο­κεί, σέρ­νε­ται πί­σω από την Απο­κά­λυ­ψη. Ακό­μη και οι νάρ­κες κρί­νο­νται από τον μα­γι­κό ρε­α­λι­σμό. Προ­φα­νώς η φα­ντα­σία μας δεν εί­ναι αρ­κε­τή για να μας σώ­σει από την επι­κεί­με­νη κα­τα­στρο­φή, αυ­τήν που εμείς προ­κα­λού­με. Στο «Με­λά­νι πι­κρό» ένας συγ­γρα­φέ­ας και μια σου­πιά συν­θέ­τουν βί­ους πα­ράλ­λη­λους, όταν ο συγ­γρα­φέ­ας πε­θαί­νει από το με­λά­νι του.

Στο τε­λευ­ταίο δι­ή­γη­μα με τί­τλο «Στο τέ­λος της κο­τσί­δας», ο αρ­χι­τέ­κτο­νας του κή­που-λα­βυ­ρίν­θου εγκλω­βί­ζε­ται «μέ­σα στην ίδια την κα­τα­σκευή του». Όταν βλέ­πει στον αέ­ρα μια κο­τσί­δα, την αρ­πά­ζει για να φτά­σει στο κο­ρί­τσι με τα ξαν­θά μαλ­λιά, που θα τον βγά­λει από το λα­βύ­ριν­θο, αλ­λά η ερώ­τη­σή του «Πού εί­ναι το κο­ρί­τσι στο τέ­λος της κο­τσί­δας;» μέ­νει ανα­πά­ντη­τη. Η κο­τσί­δα χω­ρίς κο­ρί­τσι εί­ναι το αντι-νή­μα, που δεν οδη­γεί στην έξο­δο. Ακό­μη και η αρ­χή του λα­βυ­ρίν­θου έχει τέ­λος. Αυ­τό εί­ναι το μή­νυ­μα στο κλεί­σι­μο του βι­βλί­ου. Όπως και στο πρώ­το δι­ή­γη­μα, το γι­γα­ντιαίο ψά­ρι, που ήταν η πα­τρί­δα και το στή­ριγ­μα των κα­τοί­κων του νη­σιού, ανα­δύ­ε­ται από τη θά­λασ­σα και αφή­νει το «θη­ριώ­δες πα­λιρ­ροια­κό κύ­μα» να τους σκε­πά­σει «στορ­γι­κά κά­τω από τον υδά­τι­νο μαν­δύα του».

Η Έλ­σα Κορ­νέ­τη δεν γρά­φει απλώς. Γρά­φει ποί­η­ση. Ερω­το­τρο­πεί με τις λέ­ξεις, σε ση­μείο που τις σα­γη­νεύ­ει, τις κρα­τά αιχ­μά­λω­τες. Τρέ­μει μπρο­στά στην αντι­κα­τά­στα­ση του αν­θρώ­που από τη μη­χα­νή, της σκέ­ψης από τον αυ­το­μα­τι­σμό, των συ­ναι­σθη­μά­των από τα υλι­κά αγα­θά. Συ­νει­δη­το­ποιεί ότι μό­νο σε μια κοι­νω­νία εμ­βα­πτι­σμέ­νη στα ύδα­τα της Ποί­η­σης θα το απο­τρέ­ψει. Μια κοι­νω­νία που κα­τα­δύ­ε­ται μέ­σα στο ποι­η­τι­κό της ασυ­νεί­δη­το και, αντί να συσ­σω­ρεύ­ει «απο­κτή­μα­τα», βρί­σκει ξα­νά τα «αι­σθή­μα­τά» της. Η Γαία θα εί­ναι πά­ντα μη­τέ­ρα του Άτλα­ντα αλ­λά και του Ου­ρα­νού (Θε­ο­γο­νία, στ. 126).

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: