Νύχτα «πιο πολύχρωμη από την ημέρα», Νύχτα και Έρεβος, παιδιά του Χάους. Από τον Βαν Γκογκ στον Ησίοδο. Η πρώτη συλλογή διηγημάτων της ποιήτριας Έλσας Κορνέτη είναι συνάμα μια απόλαυση για τον αναγνώστη και μια προειδοποίηση. Ανατρεπτικό από τον τίτλο, το βιβλίο μάς εισάγει σε μια μεγαλειώδη σύλληψη: το μικρό κουβαλά στην πλάτη του το μεγάλο, ενώ το μεγάλο ξεχνά ότι τα μεγέθη και οι αξίες δεν είναι απόλυτες έννοιες. Ο Άνθρωπος-Άτλας φέρει στους ώμους του τη Μάνα-Γη, σαν να είναι το πεπρωμένο του. Η ανατροπή οδηγεί στο συμβολισμό και στην ποίηση. Το αρχέτυπο «νησί» προστατεύει από τη θάλασσα του ασυνειδήτου, σύμφωνα με την ψυχολογία του βάθους. Ποια είναι όμως εδώ η λειτουργία του ασυνειδήτου; Μόνο αν λάβουμε υπόψη μας ότι η συγγραφέας παραμένει ποιήτρια και στα πεζά της, θα βρούμε το νήμα που θα μας οδηγήσει σε καίρια απάντηση.
Ο χωρόχρονος ενδυναμώνει την έννοια του ιερού που κρύβει ο μαγικός ρεαλισμός της Κορνέτη: «Κτισμένη πάνω σε τρεις χιλιάδες στρέμματα», μια «κοχυλόμορφη πολιτεία» βλέπει τη θάλασσά της να επαναστατεί «σε τρεις μέρες ακριβώς» μετά την κλοπή των μαύρων μαργαριταριών, τάμα και τίμημα στο ψάρι που την προστατεύει. Ή μήπως στον ιχθύ (ΙΧΘΥΣ); Και ξανά βλέπει το κύμα να σταματά το καταστροφικό του έργο «μετά από τρεις μέρες ακριβώς». Ο Χριστός εγείρει το Ναό μέσα σε τρεις μέρες. «Μα το τρίτο βράδυ ακριβώς, ένας τρομερός θόρυβος ακούστηκε από τον πυθμένα της θάλασσας». Ακριβώς, σαν να ήταν η Στιγμή ηρωίδα συμπαντικής παράστασης. Η Τέχνη και η συγκίνηση που προκαλεί, η μαγεία της Τέχνης, είναι τα κύρια συστατικά της ποίησης σε πεζό λόγο της Κορνέτη, το δώρο της σε μια αυτοκαταστροφική ανθρωπότητα.
Ο «τρομερός θόρυβος» παραπέμπει στη «σιωπή που εξαφανίζεται στον σύγχρονο κόσμο». Στο τρίτο διήγημα, «Τριαντάφυλλο στην άμμο», το μυστικό αρχίζει να αποκαλύπτεται. Ο ήρωας «από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων». Οι λέξεις ήταν κάποτε η πιο ζωντανή εικόνα της σιωπής. Συνώνυμο της σιωπής η σπουδαία ποίηση. Θα μπορούσαν να ήταν επίσης η μουσική και το τραγούδι, αν δεν είχαν μεταμορφωθεί σε εφήμερη διασκέδαση. Αντώνυμο της σιωπής, και άρα της ποίησης, οι τεχνολογικοί και ηλεκτρονικοί «θόρυβοι». Στο «Ο πρίγκιπας των αλγόριθμων», ταλαντούχος ζωγράφος εξελίσσεται σε ιδιοφυία στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και μια μέρα συνειδητοποιεί ότι «Αυτός ο υποτιθέμενος έξυπνος, πανέξυπνος, διάνοια, ιδιοφυία, κατέληξε ο έξυπνος, χρήσιμος ηλίθιος στην υπηρεσία ηλεκτρονικών εγκεφάλων». Η απόλυτη σιωπή που επικρατεί στη σκέψη του, η ίδια που εμφανίστηκε λίγο πριν από τη Δημιουργία για να γίνει το σκηνικό της, το βάθρο της, τον βοηθά να επανέλθει στις ρίζες τού ταλέντου του και να ξαναγίνει ζωγράφος.
Στο «Ήταν μια πόλη που σάπιζε», οι κάτοικοι κυκλοφορούν πάντα με ομπρέλα, ενώ η πόλη κινδυνεύει να πνιγεί μέσα στην αέναη βροχή. Ο δήμαρχος θυμάται έναν παλιό τόμο, σφραγισμένο, έκθεμα στο αρχαιολογικό μουσείο. «Το μυστικό κείμενο αποτελούνταν από ποιήματα παλιά, ποιήματα μεταφυσικά, λέξεις στρόγγυλες, παρηχήσεις ηδονικές, νοήματα συγκινητικά, όνειρα εξωσωματικά.» Ακούγοντάς τα, οι κάτοικοι «για πρώτη φορά στη ζωή τους άρχισαν να κλαίνε. Με κλάμα γοερό και ηχηρό.» Ο ήχος της μετάνοιας ισούται με σιωπή. Τι κάναμε με την ειλικρινή συγκίνηση που προκαλεί η ποίηση; Η ηθοποιός που «εμφανιζόταν σαν Οφηλία στο ρόλο της Οφηλίας» μπορεί μόνο να επαναλαμβάνει φράσεις που την προγραμμάτισαν να λέει. Είμαστε όλοι σαν την Οφηλία σήμερα. Παίζουμε πάνω στη σκηνή του υπερμεγέθους εγώ μας, προγραμματισμένοι, τηλεκατευθυνόμενοι.
Αν και σύμβολο αναγέννησης, οι πεταλούδες πεθαίνουν μέσα στις κακόγουστες τσάντες νεόπλουτων κυριών. Στο τέλος οι πεταλούδες εκδικούνται. Ο μαγικός ρεαλισμός εκδικείται. Τονίζει πόσο αληθινά είναι και τα πιο αλλόκοτα πράγματα που μας περικυκλώνουν. Ανατρέπει το βλέμμα μας, τις επιθυμίες μας. Επισημαίνει την ανάγκη για σιωπή. Μας θυμίζει ότι μια άλλη, μαύρη, σιωπή καραδοκεί, σέρνεται πίσω από την Αποκάλυψη. Ακόμη και οι νάρκες κρίνονται από τον μαγικό ρεαλισμό. Προφανώς η φαντασία μας δεν είναι αρκετή για να μας σώσει από την επικείμενη καταστροφή, αυτήν που εμείς προκαλούμε. Στο «Μελάνι πικρό» ένας συγγραφέας και μια σουπιά συνθέτουν βίους παράλληλους, όταν ο συγγραφέας πεθαίνει από το μελάνι του.
Στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Στο τέλος της κοτσίδας», ο αρχιτέκτονας του κήπου-λαβυρίνθου εγκλωβίζεται «μέσα στην ίδια την κατασκευή του». Όταν βλέπει στον αέρα μια κοτσίδα, την αρπάζει για να φτάσει στο κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά, που θα τον βγάλει από το λαβύρινθο, αλλά η ερώτησή του «Πού είναι το κορίτσι στο τέλος της κοτσίδας;» μένει αναπάντητη. Η κοτσίδα χωρίς κορίτσι είναι το αντι-νήμα, που δεν οδηγεί στην έξοδο. Ακόμη και η αρχή του λαβυρίνθου έχει τέλος. Αυτό είναι το μήνυμα στο κλείσιμο του βιβλίου. Όπως και στο πρώτο διήγημα, το γιγαντιαίο ψάρι, που ήταν η πατρίδα και το στήριγμα των κατοίκων του νησιού, αναδύεται από τη θάλασσα και αφήνει το «θηριώδες παλιρροιακό κύμα» να τους σκεπάσει «στοργικά κάτω από τον υδάτινο μανδύα του».
Η Έλσα Κορνέτη δεν γράφει απλώς. Γράφει ποίηση. Ερωτοτροπεί με τις λέξεις, σε σημείο που τις σαγηνεύει, τις κρατά αιχμάλωτες. Τρέμει μπροστά στην αντικατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή, της σκέψης από τον αυτοματισμό, των συναισθημάτων από τα υλικά αγαθά. Συνειδητοποιεί ότι μόνο σε μια κοινωνία εμβαπτισμένη στα ύδατα της Ποίησης θα το αποτρέψει. Μια κοινωνία που καταδύεται μέσα στο ποιητικό της ασυνείδητο και, αντί να συσσωρεύει «αποκτήματα», βρίσκει ξανά τα «αισθήματά» της. Η Γαία θα είναι πάντα μητέρα του Άτλαντα αλλά και του Ουρανού (Θεογονία, στ. 126).