Ηλίας Λάγιος
(Άρτα 1958 – Αθήνα 2005)

Κι είν’ η ψυχή μου,
ψυχή να βγεί.
ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ


Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος δεν κυκλοφορεί πια ανάμεσά μας. Έπεσε από το μπαλκόνι της οδού Βεΐκου 10, εκείνο το, θερινό σχεδόν, απομεσήμερο του Σαββάτου, 10 Σεπτεμβρίου του 2005. Ξεψύχησε στην Εντατική του Ναυτικού Νοσοκομείου, 25 μέρες μετά: την Πέμπτη 5 Οκτωβρίου 2005. Το Σάββατο 8 Οκτωβρίου έγινε το ξόδι του, στο κοιμητήρι του Ζωγράφου. Γειτόνεψε, κάτω απ’ τα κυπαρίσσια με τον αγαπημένο του φίλο Χρήστο Βακαλόπουλο, ταχυθάνατο κι αυτόν και με τον μικρότερό του Σταμάτη Παπασταματέλο. Δεκαπέντε τόσα χρόνια, για τους αληθινούς του φίλους η απουσία του είναι βαρύ πλήγμα. Μοιάζει αδιανόητη. Έπεσε για λογαριασμό μιας ολόκληρης γενιάς που δεν άντεχε, είπε κάποιος. Μένει το πρόσωπό του ζωντανό μέσα στις λέξεις που μας δώρισε. Δώρο ακακίας και γενναιοδωρίας είναι η παλλόμενη γραφή του.

«Ίνα τι δακρύζης η γραφή μου, / ολίγιστή μου, θεμελιώτρα, μακελεύτρα μου; Θ’ αφουγκραστώ / ξανά τον καταποντισμένο σφυγμό σου». Ο Λάγιος συνομίλησε, στην οδύνη του προσωπικού του σκιόφωτος, με όλα τα κατορθώματα της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Συνομίλησε με τις μοντερνιστικές κατακτήσεις της συγχρονίας, και τις ενέταξε με χέρι έμπειρου τεχνίτη σ’ ένα ιδίωμα, απολύτως ιδιαίτερο και σαγηνευτικό. Εγκάτοικος των Ιάμβων και αξεπέραστος τεχνίτης του μέτρου, χάρισε στην νεότερη προσωδία μας κάποιες από τις κορυφαίες της στιγμές. Αλλά ποιο είναι αυτό το δάκρυ της γραφής του; Ο Ηλίας Λάγιος έζησε βαθιά την εποχή του –την εποχή μας– και υπέφερε την α-νοησία της κατάσαρκα. Βίωσε τη στάχτη και τη ματαίωση στη νεοελληνική φαιδρότητα. Αναζήτησε ερείσματα στο παρελθόν, έψαξε τα ίχνη του στο παρόν και απελπίστηκε με τον πλέον σωματικό και εξουθενωτικό για τον ίδιο τρόπο. Είναι ακριβώς αυτή η «συγκλαδοκορμόρριζη» απελπισία της ύπαρξης, της απορφανισμένης από την θαλπωρή του νοήματος, η οποία τον οδηγεί στην επίτευξη μορφών, πρωτόγνωρων στην ποικιλία και την ευρηματικότητά τους.

«Η γραφή πράξις αναγνώσεως»

Αφέθηκε να επιστρωματωθεί η φωνή του από κοιτάσματα ποιητικών περιοχών ξένα και, ίσως, ανοίκεια στους κανόνες του συρμού. «Το να γράφεις, είναι την σήμερον η εσχάτη, η πλέον ηρωική, η μόνη δυνατή πράξις αναγνώσεως. Προς τούτον και έγραψα…», μας είπε, από το 1984 μέσω του προσωπείου του, του Αλέξη Φωκά, στις Ασκήσεις. Αλλά τα φύλλα θέρμης από το παρελθόν, σκέπαζαν έναν ψυχικό πυρήνα καταθρυμματισμένης θράκας. Είναι αφ’ ενός η σπουδή του παρελθόντος σε συνθήκες παροντικού ψύχους, και αφ’ ετέρου η κατασπαραγμένη από απελπισία ενδοχώρα του, που λιώνουν και γίνονται τα υλικά των δακρύων του. Των δακρύων της γραφής του. «Αλήθεια ο άνθρωπος / συντίθεται από ελάσσονα αποσπάσματα». Τα σονέτα και οι ανάπαιστοι στον Λάγιο, σμίγουν σε μιαν ακραία και ιερατική αποσάθρωση της γλώσσας. Το παραγόμενο αποτέλεσμα αποτελεί απροσδόκητα απρόσμενη ηλεκτρική εκκένωση.

Ανάμεσα στο «Ναι» και στο «Όχι»

Ο Λάγιος είδε στον άνθρωπο τη σύγκρουση του αγγελικού και του δαιμονιώδους, του ιερού και του βέβηλου. Είδε την ιστορία και την κοινωνική σύμβαση σαν αιχμαλωσία, στην τραγωδία του χρόνου, της φρίκης και του αίματος. «Το παρελθόν είναι αιχμηρό, / δεν γίνεται ιστορία», έγραψε. Έζησε όπως έγραψε. Σαν πετεινό του ουρανού. Το φοβερό παιδί της μεταπολίτευσης τριγυρνούσε με τρεμάμενο βήμα στους αθηναικούς δρόμους, απαγγέλλοντας από κάθε περιοχή της ελληνικής γλώσσας. Η μνήμη του ήταν τεράστια. Η καρδιά του πλατύτερη. Τραγούδησε για λογαριασμό όλων μας: «Ώ μικρή μου φιληνάδα Ελλάδα, […] κερατιάρα χώρα, / Ολίγη γη κι απάνω της οι μπουρλέσκοι, οι αβρογάστορες, οι μπάσταρδοι, οι κουνιστοί, οι τσογλαναρέοι […] Αργά, / ώ πόσον αργά, αργά κι επίσημα αναδύονται / ο Μάξιμος, ο Συμεών, ο Ιωάννης, ο Νικόλαος, / σ’ αυτήν τη χώρα όπου δεν».

Το αφιέρωμα του Χάρτη είναι κερί στην μνήμη του. Αλλά είναι και μια συναγωγή κειμένων για το έργο του, από νεότερους ποιητές οι οποίοι έξω από την διαδικτυακή παράκρουση, γονιμοποιούν την ποίηση του Λάγιου στο δικό τους εκφραστικό άθλημα. Για τους άλλους, για τα λεφούσια της οθόνης, τους ιστοκράτορες της πλάκας τους βεβυθισμένους στην ανυπαρξία του facebook, μένει, μουλωχτοί να οικειοποιούνται ιστορίες για τον Λάγιο της Σόλωνος, δανεισμένες από διηγήσεις άλλων. Και να συμπληρώνουν, οι βέβηλοι, επι της οθόνης τις σιωπές, τα χάσματα και τα βάραθρα του αλέκτου, που στους στίχους του ο Ηλίας σάρκωνε με μετρικά σύμβολα. Αρκεί να μπαίνει η φωτογραφία τους πηχυαία δίπλα σ’εκείνη του Λάγιου. «Οι ριμαδόροι της φακής», κάγχαζε ο Ηλίας.
Στο αφιέρωμα αυτό, καθοριστική υπήρξε η συμβολή της αδελφής τού Ηλία, Μαρίας Λάγιου, της Αθηνάς Φούντα, του καλού αγγέλου του Ηλία στα τελευταία χρόνια του βίου του, του αδελφικού του φίλου και συναδέλφου βιβλιοπώλη Γιώργου Τσάκαλου, του Ευγένιου Αρανίτση και του διευθυντή των εκδόσεων «Ερατώ» και επίσης αδελφικού του φίλου Μανώλη Μανουσάκη. Ειδικές ευχαριστίες στον Βασίλη Γόνη για την παραχώρηση κάποιων από τις φωτογραφίες του αφιερώματος από το φωτογραφικό του αρχείο.

Δημήτρης Κοσμόπουλος

Το αυτοβιογραφικό σημείωμα που ακολουθεί συνέταξε ο ίδιος ο Ηλίας Λάγιος για την ανθολόγηση ποιημάτων του που έγινε από τον Δημήτρη Κοσμόπουλο για τις σελίδες του «Ελληνομουσείου», στο κυπριακό περιοδικό Ακτή, Έτος ΙΓ’, τχ. 49, Χειμώνας 2001.

—————— ≈ ——————

Ηλίας Λάγιος: Εργοβιογραφικά

Γεννήθηκε στην Άρτα το 1958. Σπούδασε στην Φαρμακευτική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε σε τυπογραφείο (1976-1980), στην γκαλερί «Νέες Μορφές» (1981-1986), στο βιβλιοπωλείο «Παρουσία» (1987-1992), στο περιοδικό Αντί (1993-1996). [Εξέδωσε και διηύθηνε το βραχύβιο λογοτεχνικό περιοδικό Ωλήν (1980-1983).]
Έκτοτε απασχολείται ως διορθωτής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει μια θυγατέρα 17 ετών, την Φενιά.
Σε πρώτη γραφή δημοσίευσε τα βιβλία: Αλέξη Φωκά: Πρόοδοι εν προόδω, Ώλην 1981. Αλέξη Φωκά: Ασκήσεις Ι-ΙΧ, εκτός εμπορίου, 1984. Τα κατά Αλέξιον και Μαρίαν, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1990. Συνεστίασις, εκτός εμπορίου, 1991. Η ιστορία της Λαίδης Οθέλλος, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1992. Το βιβλίο της Μαριάννας, Ίκαρος, 1993. Ο μικρός Ήρως το σκετσάκι, Αντί, 1996. Περί ζώου (μια πραγματεία, Παρουσία, 1996. Μουζικούλες, Εκδόσεις Ερατώ 1997. Της γυναικογυναίκας, Εκδόσεις Ερατώ 1998. Θεατρολογία, Εκδόσεις Καστανιώτη 1998. Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, Εκδόσεις Καστανιώτη 1998, Πράξη υποταγής, Εκδόσεις Ερατώ, 2000.
Σε πρώτη γραφή δημοσίευσε στα βιβλία: Τριώδιο, Άγρα 1991, (με τους Δ. Καψάλη και Γ. Κοροπούλη). Ο μικρός Ήρως, τεύχος 799: Θανάσιμη υποψία, Αντί, 1995 (με τους Σ. Δημητρίου, Ξ. Μπρουντζάκη και Α. Πανσέληνο). Η Έρημη Γη, Εκδόσεις Ερατώ 1996, (με τους Ν. Βαγενά και Γ.Ι. Μπαμπασάκη).
Σε δεύτερη γραφή δημοσίευσε στα βιβλία: [Ποιήματα και πράξεις. Σχέδια Γ. Κόρδη-εκλογή ποιημάτων», Παρουσία, 1995]· Κωστής Παλαμάς: «Η Φοινικιά», Ιδεόγραμμα 1997· Κωστής Παλαμάς: «Ο Τάφος»-«Ο Κύκλος του Τάφου»-«Ο Πρώτος Λόγος των Παράδεισων», Ιδεόγραμμα 1998· Κωστής Παλαμάς: «Σατυρικά Γυμνάσματα», Ιδεόγραμμα 1998· Στέλιος Ανεμοδούρας: «Ο Μικρός Ήρως», Κατάρτι 2001· Ρόμπερτ Ε. Χάοαρντ: «Κόναν ο Βάρβαρος», Κατάρτι 2001· Κωστής Παλαμάς: Ανθολογία, Ανθολόγος Ερμής 2001. Ι.Ν. Γρυπάρης: «Σκαραβαίοι και Τερρακόττες», Ίνδικτος 2002.
Σε Τρίτη γραφή δημοσίευσε κείμενα των Σαιν Τζων Περς, Σαμουήλ Βέκεττ, Γεωργίου Λουδοβίκου Βόρχες, Έσδρα Πάουδ, Θωμά Στέρνς Έλιοτ, Εδγάρδου Λη Μάστερς, Στεφάνου Κραίην, Ερρίκου Μισώ, Οκταβίου Παζ, Ισαάκ Βάσεβιτς Σίνγκερ, Γαβριέλλας Μιστράλ.



Μετά το 2001 ο Ηλίας Λάγιος εξέδωσε και επιμελήθηκε και τα εξής βιβλία:

Φεβρουάριος 2001, Εκδόσεις Ερατώ 2002· Η αρπαγή της κούτας (λαϊκόν αφήγημα), Εκδόσεις Ερατώ 2003· Έντγκαρ Ράις Μπάρρουζ, «Ο Ταρζάν στο κέντρο της γης», Εισαγωγή-επιμέλεια: Ηλίας Λάγιος, Κατάρτι 2003· Johnston McCulley, «Το σημάδι του Ζορρό» Κατάρτι 2003· Ο άνθρωπος από την Γαλιλαία (ένα πόνημα θεολογικόν), Εκδόσεις Ερατώ 2004· Richard Burns, Μαύρο Φως: Ποιήματα εις μνήμην Γιώργου Σεφέρη, μτφρ. Νάσος Βαγενάς, Ηλίας Λάγιος, Τυπωθήτω 2005.

Αφιερώματα περιοδικών:

Μετρονόμος, τχ. 53 (Ιουλ. - Σεπ. 2014), σσ. 4 - 36
Νέα Εστία τ. 164, τχ. 1815 (Οκτ. 2008), σσ. 571 - 609
Νέο Επίπεδο, τχ. 33 (Δεκ. 2006), σσ. 2 - 51
Manifesto, τχ. 5, Χειμώνας 2006
Αντί, τχ. 874 - 875 (28/7/2006), σσ. 21 - 78
Aφιέρωμα του ηλεκτρονικού περιοδικού poeticanet.