Aπό το «Στερεοσκόπιο των Μοναχικών Όντων» & από «Το βιβλίο των Τεράτων»


Έπονται μεταφράσεις οχτώ διηγημάτων γραμμένα στα ιταλικά από το Στερεοσκόπιο των Μοναχικών ΄Οντων διά χειρός Ιφιγένειας Ντούμη και δικής μου, και μια μεταμορφωτική (αφού εντέλει αλλάζει το φύλο του πρωταγωνιστή στα ελληνικά) μετάφραση διηγήματος από το Βιβλίο των Τεράτων διά χειρός Νίκου Πρατσίνη.

ΝΑΤΑΛΙΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ

Aπό το «Στερεοσκόπιο των Μοναχικών Όντων» & από «Το βιβλίο των Τεράτων»


Η Ατλαντίδα

Όταν εκείνο το πελώριο νησί που οι αρχαίοι αποκαλούσαν Ατλαντίδα άρχισε να βουλιάζει στον ωκεανό, οι σοφότεροι των κατοίκων αποφάσισαν να επιβιβαστούν στα πλοία και να μετακομίσουν σ’ άλλη ήπειρο. Δυστυχώς τα πλοία τους ήταν μικρά και αρκούσε μονάχα μια καταιγίδα για να καταπιεί όλους τους μετανάστες. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία των Ατλάντων είχαν μείνει στο νησί· πράγματι, όλες οι προφητείες προέβλεπαν σταδιακή ανύψωση του επιπέδου τής στεριάς, και οι νησιώτες, όπως πολύ συχνά συμβαίνει, πίστευαν περισσότερο στις προφητείες παρά στην πραγματικότητα που έβλεπαν με τα μάτια τους και άγγιζαν με το χέρι. Γι’ αυτό, με βυθισμένες τις παράκτιες πεδιάδες και τα κύματα να απειλούν τους πρώτους λόφους, οι εφημερίδες της Ατλαντίδας εξακολουθούσαν να ενθαρρύνουν τον πληθυσμό: «Έχουμε νέα επιβεβαίωση, προερχόμενη από τις υψηλές επιστημονικές τάξεις του νησιού, ότι προβλέπεται σταδιακή ανύψωση της υφαλοκρηπίδας της Ατλαντίδας, η κίνηση της οποίας φαίνεται να ήταν τόσο αιφνίδια που συμπαρέσυρε τα ύδατα του ωκεανού, το οποίο εξηγεί και το γεγονός ότι τα τελευταία έφτασαν σε ορισμένες περιοχές επίπεδα –κακώς– ανησυχητικά. Εν αναμονή της επικείμενης, αναμφίβολα, επαναφοράς των γεωλογικά εξωθημένων υδάτων, οι επιζήσαντες κάτοικοι και τα ζώα κατέφυγαν στα βουνά που περιστοιχίζουν την πρωτεύουσα. Η κυβέρνηση πήρε τα κατάλληλα μέτρα για να αποφύγει αυτόν τον προσωρινό κίνδυνο, με τα απαραίτητα τείχη και φράγματα, ενώ οι ιερείς με αγάπη αναλαμβάνουν να ευλογήσουν τα επιπλέοντα απομεινάρια».
Όσο ανέβαιναν τα νερά, τόσο πιο αισιόδοξες οι ειδήσεις που διέδιδαν τα πρακτορεία, τόσο πιο σύντομα προβλεπόταν να αποσυρθεί η παλίρροια και κατ’ επέκταση να προστεθούν στην εθνική κληρονομιά νέες και απεριόριστες εκτάσεις γης, εμπλουτισμένης από τον γόνιμο χούμο υποθαλάσσιας ζωής χιλιετηρίδων.
Γι’ αυτό κανείς δεν έκανε τίποτα, και όταν ο τελευταίος κάτοικος, που ήταν ο ίδιος πρόεδρος του συμβουλίου, βρέθηκε στο ψηλότερο βουνό της χώρας, με το νερό στο ύψος του στήθους, ακούστηκε να λέει στους υπουργούς του που επέπλεαν τριγύρω του, καθένας γραπωμένος απ’ το γραφείο του: «Κουράγιο, εξοχότατοι, τα χειρότερα πέρασαν».

(μτφρ. Ι. Ν.)

Οι Eραστές

Ο Χαρούξ και η Χαρίξ αποφάσισαν να μην ξανασηκωθούν απ’ το κρεβάτι? αγαπιούνται τρελά και δεν μπορούν να μείνουν μακριά ο ένας απ’ τον άλλον πάνω από εξήντα, εβδομήντα εκατοστά. Οπότε καλύτερα να μείνουν στο κρεβάτι, μακριά από τις απαιτήσεις των εκλεκτών του κόσμου τούτου. Υπάρχει ακόμα το τηλέφωνο, στο κομοδίνο, καμιά φορά χτυπάει διακόπτοντας τις αγκαλιές τους? οι γονείς παίρνουν να μάθουν αν όλα είναι καλά. Αλλά κι αυτά τα οικογενειακά τηλεφωνήματα γίνονται όλο και πιο παράξενα και λακωνικά. Οι εραστές σηκώνονται μονάχα για να πάνε στην τουαλέτα, κι όχι πάντα? το κρεβάτι είναι άνω κάτω, τα σεντόνια φθαρμένα, αλλά εκείνοι δεν το συνειδητοποιούν, ο καθένας βυθισμένος στο γαλάζιο κύμα των ματιών του άλλου, τα μέλη τους μυστικά πλεγμένα μεταξύ τους.
Την πρώτη εβδομάδα τρέφονταν με κρακεράκια, από τα οποία είχαν προμηθευτεί αρκετά. Καθώς τέλειωσαν τα κρακεράκια, τώρα τρώνε ο ένας τον άλλον. Αναίσθητοι από πόθο, ξεσκίζουν μεγάλα κομμάτια σάρκας με τα δόντια, ανάμεσα στα φιλιά καταβροχθίζουν τη μύτη ή το μικρό δαχτυλάκι, πίνουν ο ένας το αίμα του άλλου? έπειτα, χορτάτοι, ξανακάνουν έρωτα, όπως μπορούν, και κοιμούνται για να ξαναρχίσουν όταν ξυπνήσουν. Έχουν χάσει τον λογαριασμό με τις μέρες και τις ώρες. Δεν είναι όμορφοι, αυτό είναι βέβαιο, ματωμένοι, κομματιασμένοι, κολλάνε? αλλά ο έρωτάς τους είναι πέρα και πάνω από συμβάσεις.

(μτφρ. Ι. Ν.)

Ο Κένταυρος

Μες στο ατσάλινο πρωινό φως, σπάνια αρπαχτικά πουλιά στροβιλίζονται έτσι ώστε να ασκούνται και να θερμαίνονται, αφού δεν υπάρχει καθόλου κυνήγι: τα μικρά ζώα βρίσκονται στα καταφύγιά τους και τα πουλάκια κάτω από λιγότερο αυστηρούς ουρανούς. Πάνω από την κορυφή του λόφου εμφανίζεται ο Ολίγκορ, με το γκρίζο του σκούφο από προβατίσιο πετσί. Φορά πουλόβερ μέσα από τη ζακέτα, και ένα σακάκι με μάλλινη φόδρα από πάνω. Κάτω είναι γυμνός, και ο αέρας περνά ανάμεσα στα πόδια του, ή ακριβέστερα, ανάμεσα στα άκρα του, και του αναστατώνει την ουρά. Η σιλουέτα του πάνω από τη σιλουέτα του λόφου φέρνει θαμπά στο νου αρχαία ζωφόρο. Ο Ολίγκορ κοιτάζει γύρω του μέσα στο κρύο φως και κουτρουβαλάει ηχηρά την κατηφόρα μέσα από απόκρυμνα, πετρώδη μονοπάτια. Η διπλή του χορτοφαγική και σαρκοβόρα φύση μισεί τούτη την εποχή: από τον Νοέμβριο ως τον Ιανουάριο δεν βρίσκεις να φας στα μέρη αυτά παρά κάστανα και μήλα, και μια δίαιτα που ενέχει μόνο μήλα καταλήγει πάντοτε σε δυσεντερία που την συνοδεύουν παραισθήσεις. Σε τελευταία ανάλυση, θα μπορούσε να προσπαθήσει να φάει φύλλα δένδρων, αλλά τα αειθαλή έχουν σχεδόν όλα πικρά φύλλα.
Ένας κένταυρος είναι υπερβολικά εκτεθειμένος στο κρύο. Άλλους χειμώνες προσπάθησε να βγει με παλτό, ωστόσο η κοιλιά του παρέμενε ασκέπαστη, η κοιλιά του ή το στήθος του, επειδή: πού αρχίζει η κοιλιά, πού τελειώνει το στήθος; - τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Το πισινό του μέρος είναι πιο προσαρμοσμένο στη ζωή στο ύπαιθρο, μπορεί να παραμείνει όλη τη μέρα κάτω από τη βροχή σα να μη συμβαίνει τίποτα, μα είναι το μπροστινό που υποφέρει. Καθώς δεν μπορούσε να κουμπώσει το παλτό ως κάτω, προσπάθησε να φορέσει ένα είδος παραφούστανο από σκωτσέζικο μαλλί μέσα από τη ζακέτα, αλλά με τέτοια ποδιά αισθανόταν γελοίος, καθόλου αρρενωπός, οπότε αναγκάστηκε να το βγάλει. Όχι ότι συναναστρέφεται άλλους κένταυρους, δεν είναι ράτσα κοινωνική και άλλωστε έχουν σχεδόν εξαφανιστεί: αλλά για τον Ολίγκορ η εμφάνιση έχει αξία αυτή καθ’αυτή και ένας κένταυρος με ποδιά θα υστερούσε. Ένα ωραίο καστόρινο παλτό που θα του έμπαινε μέχρι την ουρά θα ήταν λοιπόν πολύ πιο κατάλληλο, ωστόσο δεν θα έλυνε το πρόβλημα της κοιλιακής χώρα, και ας μην αναφερθούμε στο άβολο ρεύμα που δημιουργείται πίσω, στην κοιλότητα της μέσης. Για να λέμε την αλήθεια, ο Ολίγκορ δεν έχει δει ποτέ άλλον κένταυρο, αγνοεί πώς ντύνονται τον χειμώνα. Βιαστικά μαζεύει τα τελευταία ζαρωμένα μήλα από τα γυμνά κλαδιά και επιστρέφει στον στάβλο του.
Στον στάβλο, έχει όλα όσα του χρειάζονται για να ζωγραφίσει· ετοιμάζει μια έκθεση. Εγκατέλειψε την αφηρημένη τέχνη και τώρα αφιερώνεται στη νεκρή φύση, κυρίως ονειρικού χαρακτήρα. Καθώς ονειρεύεται σχεδόν πάντοτε τροφές, οι νεκρές του φύσεις αναπαριστούν συχνά μεγάλους σωρούς από κριθάρι κι άχυρο, ή ρέγγες καπνιστές, που του αρέσουνε πολύ, ή κομμάτια ζάχαρης ή άλλες λιχουδιές τέτοιου είδους. Αυτές τις μέρες τελειώνει έναν μεγάλο πίνακα αλληγορικό που καταλαμβάνει τον μισό σχεδόν χώρο του στάβλου. Δείχνει ένα φαρδύ παχνί επενδυμένο με γούνα, στολισμένο εξωτερικά με μεγάλα ασημένια νομίσματα, και, στο κέντρο του, μια πυραμίδα από λουκουμάδες γεμιστούς και περιχυμένους με μέλι και, γύρω γύρω, στιβάδες από φαρμακευτικά φυτά. Πάνω από το παχνί φτερουγίζει ένα ζώο εραλδικό ή μυθικό, με σώμα όρνεου, κεφάλι ερπετού. Πίσω από πόρτα, εμφανίζεται ένα άλογο, απειλητικό. Τα άλογα του Ολίγκορ έχουν κάτι το τερατώδες.

(μτφρ. Ν. Κ.)

Οι Φτωχοί

Πρόκειται για μια απλή μα συγκινητική τελετή στην πλατεία του χωριού: ο Φρέντζεπ, ο πιο πλούσιος του μέρους, αποφάσισε να μοιράσει τα αγαθά του στους φτωχούς, κινητή και ακίνητη περιουσία, κήπους, λειβάδια και δάση. Πριν τον καταμερισμό, χρειάστηκαν μακριές απογραφές, σπουδή των αιτήσεων, εκτιμήσεις των επιδόσεων και των αντίστοιχων τίτλων. Τώρα όλοι οι φτωχοί είναι δυσαρεστημένοι· ο μόνος ευχαριστημένος είναι ο Φρέντζεπ, που βολτάρει ανάμεσα στους ωφελημένους με την συνείδηση του εκπληρωμένου καθήκοντος, ρωτώντας τον καθένα τι του έλαχε, πώς προτίθεται να το εκμεταλλευτεί, δίνοντας μάλιστα και συμβουλές περί των πιο κατάλληλων καλλιεργειών, αφού γνωρίζει αυτά τα χώματα καλύτερα από οποιονδήποτε. Οι φτωχοί τον κοιτούν στραβά, λυσσασμένα: θα τον έφτυναν καταπρόσωπα αν δεν περίμεναν τις αλλαγές στους τίτλους οικοπέδων.
Ο Φρέντζεπ δεν έχει γονείς· πέρασαν μερικοί μήνες και οι φτωχοί, που ανεξήγητα παραμένουν φτωχοί, τώρα τον διώχνουν μακριά από όλες τις πόρτες. Ο Φρέντζεπ μαθαίνει να κοιμάται στα κοιλώματα των παλιών τοίχων ή αλλιώς κάτω από τις γέφυρες. Παίρνει μαζί του ένα χτυπημένο σκουτέλι και ζητά ελεημοσύνη· στους πλούσιους, αφού οι φτωχοί παρέμειναν φτωχοί. ΄Εχει έναν σκύλο και όταν κάνει κρύο, κοιμούνται δίπλα δίπλα, για να θερμαίνουν ο ένας τον άλλον.
Σιγά σιγά γίνεται σκύλος και ο Φρέντζεπ: οι τρίχες καλύπτουν όλο του το σώμα και πίσω βγάζει μια χοντρή ουρά. Δεν σκέφτεται πια τίποτα, πού και πού κυνηγάει καμιά μίζερη σκύλα, κλέβει τα λουκάνικα του χασάπη. Έχει ωστόσο έντονο αίσθημα ευγνωμοσύνης και του αρέσει να γλείφει το χέρι των φτωχών που του πετάνε πέτρες. Κουνώντας την ουρά, μεταδίδει αρρώστιες διαφόρων ειδών στα παιδιά των φτωχών, με τη γλώσσα του. Τα παιδιά πεθαίνουν και μεταφέρονται στο νεκροταφείο μέσα στα μικρά τους φτωχικά κουτιά· ο Φρέντζεπ και ο φίλος του, το άλλο σκυλί, ακολουθούν την πομπή από μακριά.

(μτφρ. Ν. Κ.)

Ο Άγγελος

Ο άγγελος Ελζέβαρ είναι άνεργος, το μόνο πράγμα που ξέρει να κάνει είναι να μεταφέρει μηνύματα, μα δεν υπάρχουν πια μηνύματα προς μεταφορά, οπότε ο άγγελος τριγυρνά ανασκαλεύοντας τα απόβλητα του μεγάλου δημοτικού σκουπιδότοπου ώστε να βρει χαλασμένες τροφές και υπόλοιπα φρούτων: κάτι πρέπει να φάει κι αυτός. Προσπάθησε να κάνει τσάρκα στις όχθες του ποταμιού ως πόρνη για όλες τις δουλειές τη νύχτα, και πράγματι ξέρει να κάνει πολλά και η αγγελική του υπόσταση τού αφαιρεί κάθε ηθική τύψη· αλλά συνήθως η συνάντηση έχει κακό τέλος, όταν αργά ή γρήγορα ο πελάτης ανακαλύπτει πως ο Ελζέβαρ δεν έχει φύλο: φαινεται πως σε μερικά επαγγέλματα το φύλο είναι ιδαίτερα περιζήτητο, ίσως κι απαραίτητο. Για να ηρεμήσει τον απογοητευμένο πελάτη, ο Ελζέβαρ του δείχνει λίγο πώς πετάει, πρώτα δεξιά κι ύστερα αριστερά, και περνά πάνω από το κεφάλι του, ανακατεύοντάς του τα μαλλιά σαν ελαφύ αεράκι. Αλλά οι πελάτες των οχθών του ποταμιού απαιτούν κάτι πιο συγκεκριμένο από μια συνηθισμένη επίδειξη μετεώρισης, ένας του δάγκωσε τον αστράγαλο, ένας άλλος, καραφλός με περούκα, τον είπε σοδομίτη, ενώ ένας τρίτος τον κατέδωσε στην αστυνομία σύμφωνα με άρθρο του Ποινικού Κώδικα που τιμωρεί την ψευδή αποπλάνηση και δυό άλλα άρθρα του Κώδικα της εναέριας πλοηγίας σχετικά με το αστικό πέταγμα χωρίς τα κατάλληλα δικαιολογητικά. Οπότε ο Ελζέβαρ αναγκάστηκε να μεταφερθεί σε μια άλλη στροφή του ποταμιού, που είναι επικίνδυνα κατοικημένη από οικογένειες και ψαράδες με καλάμι, ακόμα και τη νύχτα.
Τέτοια κωλύματα —φυσικές συνέπειες της ανεργίας— δεν μπορούν ν’απασχολούν σοβαρά έναν άγγελο. Κατ’αρχήν οι άγγελοι είναι οι αθάνατοι, και λίγοι είναι οι θνητοί που θα μπορούσαν να ισχυριστούν το ίδιο. Όσο για την έλλειψη μηνυμάτων, κάποια στιγμή θα σταματήσει. Εγκαθίστανται νέοι πομποί και σίγουρα δεν λείπουν εν δυνάμει παραλήπτες. Στο παρελθόν, του έχει ξανατύχει να βρεθεί χωρίς δουλειά, μην ξέροντας τι να κάνει. Αλλά ποτέ δεν του έλειψαν τα σκουπίδια να φάει· είναι αλήθεια πως η αγγελική πορνεία δεν είναι πια αυτό που ήταν, αλλά κάπως πρέπει να κρατηθεί η επαφή με τους ανθρώπους μέχρις ότου ετοιμαστεί το νέο μήνυμα. Εν τω μεταξύ, ο Ελζέβαρ θα μπορούσε να ξαναβρεί δουλειά στο τσίρκο, αν και τα τσίρκα, όπως η πορνεία, βρίσκονται σε παρακμή: πολλά πράγματα έχουν αλλάξει, δυστυχώς, από τότε που βγήκε η τηλεόραση. Ωστόσο άλλοι ενδιαφέροντες και απερπάτητοι δρόμοι τού ανοίγονται, σε περίπτωση που διαρκούσε η Μεγάλη Ησυχία: ας πούμε το άντεργκράουντ σινεμά, o ψεκασμός των φυτοφαρμάκων, η συντήρηση των υπολογιστών, το καθάρισμα των ανελκυστήρων, ή οι αντρικές επιδείξεις μόδας.

(μτφρ. Ν. Κ.)

Ο Ποιητής

Ιστορεί ο θρύλος το μακρύ προσκύνημα που έκαναν τα πουλιά μέσα από δάση και βουνά, προς έναν θεϊκό προορισμό που θα ήταν ταυτόχρονα διάλυση και ενσωμάτωση. Πολλά πεθάναν κατά το ταξίδι, βασανισμένα από τη δίψα, κoμματιασμένα από εχθρικούς αετούς, τρυπημένα από τα βέλη κυνηγών, σκορπισμένα από καταιγίδες. Πολλά άλλα όμως κατάφεραν να φτάσουν το προδιαγεγραμμένο μέρος όπου από τα δικά τους σώματα θα έφτιαχναν το ομόφωνο σώμα του θεού τους. Αυτός ο θεός ήταν πολύ ελαφρύς, σχεδόν σαν ένα θρόισμα του ανέμου: τα μέλη του υφασμένα από φτερά και ζεστά πούπουλα έλαμπαν μες στον ήλιο μ' όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου, τα μαλλιά του ήταν φτερά κορακιού, τα μάτια του φτερά χελιδονιού και τα χείλη του κόκκινα λειριά λοφιοφόρου. Επρόκειτο για τον θεό των πουλιών που έπαιρνε ανθρώπινη μορφή ώστε να εξολοθρεύσει έναν άλλο θεό, εχθρό των πουλιών. Ο αντίπαλος θεός έστειλε καταπάνω του την θεά των φιδιών, της οποίας το λεπιώδες κορμί ήταν φτιαγμένο ολόκληρο από οχιές πλεγμένες μεταξύ τους. Αντί οι δυό θεότητες να καταστρέψουν η μια την άλλη, ένωσαν τη σάρκα τους για έναν ολόκληρο συνεχή αιώνα, ώσπου απέκτησαν έναν γιο, που ήταν ο πρώτος ποιητής, εκείνος που έμελλε αργότερα να διδάξει τους ανθρώπους την τέχνη του λόγου μέσω των μορφών.

(μτφρ. Ν. Κ.)

O Ματαιόδοξος

Το δέρμα και οι μυς του Φάνιλ είναι διάφανα, σε σημείο που φαίνονται τα διαφορετικά όργανα του σώματός του, σαν κλεισμένα μέσα σε μια βιτρίνα· τα μεν φαινομενικά σε ανάπαυση, τα δε να διακατέχονται από έναν δικό τους ρυθμό, μα στην πραγματικότητα όλα συνεχώς και μυστικώς ενεργά· όπερ αποδεικνύεται ιδιαιτέρως δυσάρεστο για μια σειρά λόγων. Προ παντός, επειδή ο Φάνιλ αρέσκεται στην επίδειξη και δη στην επίδειξη των σπλάχνων του: δέχεται τους φίλους του με εσώρουχο, στέκεται στο παράθυρο γυμνόστηθος, ξαπλώνει στο ντιβάνι, πρώτα μπρούμυτα κι ύστερα ανάσκελα ώστε όλοι να θαυμάσουν τη λειτουργία των οργάνων του, το κόκκινο της καρδιάς, το βιολετί του συκωτιού, το πρασινωπό γκρίζο των εντέρων και το κίτρινο ορισμένων αδένων που ούτε ο ίδιος ξέρει πώς λέγονται. Τα δυο του πνευμόνια φουσκώνουν σαν φυσερό, η καρδιά του χτυπά, τα έντερά του στρίβουν αργά και το αίμα σαν ένα κατακόκκινο πέπλο κυκλοφορεί και χύνεται παντού· εκείνος είναι περήφανος γι’αυτά, και όπως καταφανώς χαίρει άριστης υγείας, οι φίλοι του δεν μπορούν καν να παρηγορηθούν πως θ’ ανακαλύψουν στα όργανά του τα πρώτα συμπτώματα κάποιας άσπλαχνης αρρώστιας.

Μα πάντα συμβαίνει ως εξής: όταν κάποιος έχει μια ιδιαιτερότητα, αντί να την κρύβει, περηφανεύεται γι’ αυτήν και φτάνει στο σημείο να την μετατρέπει στον ίδιον του τον λόγο ύπαρξης. Ο Φάνιλ θα μπορούσε μια χαρά να ντύνεται σαν όλους: αν άφηνε μούσι και φορούσε ένα χοντρό ζευγάρι μαύρα γυαλιά, ίσως κατάφερνε να περάσει απαρατήρητος. Αλλά θέλει να επιδεικνύεται σα να μην είχαμε όλοι, στο κάτω κάτω, από μια καρδιά, ένα στομάχι και δυο πνευμόνια. Θα έρθει εντούτοις μια μέρα, τουλάχιστον ετούτο εύχονται οι φίλοι του, όπου κάποιος θα του πει: «Για δες, τι είναι αυτός ο άσπρος λεκές που έχεις εδώ, κάτω από τη ρώγα του στήθους; Δεν τον είχες.» Και βλέπουμε τότε τι γίνεται με τις αποκρουστικές του επιδείξεις.

(μτφρ. Ν. Κ.)

Το Λατομείο

Δεν υπάρχει τρελοκομείο στο χωριό, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μπορούμε να ανεχόμαστε στους δρόμους την παρουσία ενός ανώμαλου, ίσως ακόμα και έκφυλου. Αποφασίστηκε λοιπόν να εγκατασταθεί ο Τσέλιο στο βάθος ενός παλιού εγκαταλειμένου λατομείου· από πάντα ήταν ένας ντροπαλός και υπάκουος νεαρός, κι αν του πεις πως δεν πρέπει να βγει από το λατομείο του, σίγουρα θα μείνει εκεί μέσα. Από τη μια πλευρά του λατομείου, υπάρχει μια φαρδιά και άνετη σπηλιά, με παλιό στρώμα κιόλας που του πέταξαν οι συγχωριανοί του, ο Τσέλιο δεν μπορεί να παραπονεθεί. Είναι αλήθεια πως δεν μπορεί ν' ανάψει φωτιά, αλλά σε τι θα του χρησίμευε η φωτιά; Για τροφή, κάποια συγγενής τού χύνει σχεδόν καθημερινώς ένα υπόλοιπο σούπας· λένε ότι η σπηλιά, παρ' όλο που είναι υγρή, είναι αρκετά ζεστή, ακόμα και τον χειμώνα: τα τοιχία είναι κατακόρυφα έτσι ώστε ο αέρας, στο βάθος, να συντηρείται ευχάριστα στάσιμος και χλιαρός.
Όλοι συμφωνούν πως ήταν σοφή και σωστή ιδέα να κλειστεί έτσι ο Τσέλιο μες στο λατομείο, που ακόμα το λένε με το παλιό του τοπικό όνομα «πετροκοπι»· (και o χάρτης το δείχνει ως Πετροκοπιό). Πράγματι, μερικούς μήνες μετά τον εγκλεισμό του, ο νεαρός μεταμορφώθηκε σ’ ένα είδος ζώου. Έτσι όπως είναι τώρα, μια απλή του εμφάνιση στους δρόμους του χωριού θα αρκούσε ώστε να προκληθούν ένας θεός ξέρει τι αταξίες, λιποθυμίες, ίσως και καμιά πρώιμη κατάληξη εγκυμοσύνης: βραχνός, με μακριά ανάκατα μαλλιά, γυμνός κάτω από τα κουρέλια που κρέμονται ακόμα πάνω στο στήθος και στους μηρούς του, βρώμικος και γεμάτος αίματα, με τα μάτια του να πετάγονται έξω και σκαμμένα μάγουλα, εκείνος που πριν μόλις λίγο καιρό ήταν από τα πιο καλά παιδιά του χωριού είναι σε τέτοιο χάλι που μπορούμε να λέμε πως πρόκειται για σκέτο θέαμα. Τα απογεύματα της Κυριακής, υπάρχει πάντα ένα μικρό πλήθος περιέργων, γύρω γύρω από το Πετροκοπιό, που τεντώνουν τον λαιμό σαν να ήταν ο ζωολογικός κήπος του μέρους: τα κορίτσια γελάνε, τα αγόρια πετάνε πέτρες και εν τω μεταξύ, ο Τσέλιο τρέχει από ‘δω κι από ‘κει, συχνά μπουσουλώντας καθώς το βάθος του λατομείου είναι αρκετά γλιστερό, ζητώντας τροφή ώσπου κάποιος να του πετάξει ένα κομμάτι ξερό ψωμί και τότε ο Πέτρος κρύβεται μέσα στη σπηλιά του για να το καταβροχθίσει με την ησυχία του. Τότε οι περίεργοι απομακρύνονται, διασκεδασμένοι και ικανοποιημένοι. Η νύχτα πέφτει, ο Πέτρος ξαπλώνει πάνω στο αχυρένιο του στρώμα, καλύπτεται με παλιές εφημερίδες που τις φυλάει από την υγρασία μέσα σε μια τρύπα του τοιχίου της σπηλιάς και φέρνει στο νου τις πιο ωραίες σκηνές των ταινιών που έδειχναν την Κυριακή στο χωριό. Έπειτα αποκοιμιέται.

(μτφρ. Ν. Κ.)

΄Ιλιο Κόλιο

Ο κοινωνικός λειτουργός Ίλιο Κόλιο αντιμετωπίζει τεράστιες δυσκολίες στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως κοινωνικός λειτουργός επειδή από τις θηλές του βγαίνει ένα είδος πηχτού λαδιού, σαν μηχανόλαδο, το οποίο, όπως είναι φυσικό, κυλάει μέχρι τα πόδια του, και αυτό τον κάνει να γλιστράει πολύ, πέρα από το ότι είναι και μια ανεξάντλητη πηγή λιπαρών κηλίδων, άκρως αποκρουστικών, ακόμη δε και επικίνδυνων, καθότι μπορούν να αναφλεγούν με σχετική ευκολία. Το σώμα του είναι τόσο ολισθηρό που πλέον δεν μπορεί να βαδίσει. Κάθε φορά που σηκώνει το ένα πόδι καταλήγει φαρδύς-πλατύς στο πεζοδρόμιο, και έτσι, μπρούμυτα, προσπαθεί να μετακινηθεί έστω και μόνο με τα χέρια, ό,τι όμως πιάνει του γλιστράει, και με μεγάλη δυσκολία καταφέρνει να συρθεί με τους αγκώνες μερικά μέτρα ακόμη. Δουλειά του είναι να λύνει τα προβλήματα των ατόμων καθώς και των οικογενειών, να δίνει συμβουλές, να προσφέρει παρηγοριά, να εξηγεί, να γιατρεύει, να εμψυχώνει. Πώς γίνεται να προσφέρει παρηγοριά σε αυτές τις συνθήκες ενός διαρκούς ολισθήματος; Έχει δοκιμάσει να βαδίσει με χοντρές λαστιχένιες μπότες, ήταν όμως το ίδιο, καθώς ερχόταν η στιγμή που το λάδι από τις θηλές ξεχείλιζε από τις μπότες και έπρεπε να ξεκινήσει από την αρχή. Δοκίμασε επίσης, χωρίς αποτέλεσμα, κάτι σαν ένα αδιάβροχο κορμάκι για εφήβους. Παρόλα αυτά οφείλει —είναι υποχρέωσή του— να βοηθά τον πλησίον. Μόλις κλείνει η πόρτα ενός διαμερίσματος, ανάμεσα στους τοίχους του αρχίζουν να αναβράζουν τα προσωπικά προβλήματα σαν μια ορδή από σκυλιά και γατιά φυλακισμένα μαζί. Από δρόμο ακούει κανείς οι κραυγές της απελπισίας, όπως τις ονομάζουν, τα ουρλιαχτά των ανυπεράσπιστων θυμάτων που τα συντρίβει ο οδοστρωτήρας μιας ζωής υπερβολικά πολύπλοκης για το φτωχό τους το μυαλό. Στη είσοδο του ισογείου ο Ίλιο Κόλιο, τον οποίο έχουν καλέσει να έρθει από μακριά, χάρη στις ικανότητές του όσον αφορά την παροχή βοήθειας, πεσμένος φαρδύς-πλατύς στο πάτωμα μέσα στη λιμνούλα του λαδιού από τις αστείρευτες θηλές του, μάταια προσπαθεί να προχωρήσει με μικρές συσπάσεις της κοιλιάς, όπως κάνουν τα σκουλήκια. «Έρχομαι αμέσως, έρχομαι αμέσως!» ακούγεται να κραυγάζει και, όταν τελικά φτάνει στα σκαλιά, γλιστράει στα πρώτα σκαλοπάτια και πέφτει ξανά προς τα πίσω. Έχει ήδη καταλερώσει την είσοδο χωρίς να έχει βοηθήσει κανέναν. Ο Ίλιο Κόλιο έχει επιβάλει στον εαυτό της ένα έργο ανέφικτο.

(μτφρ. Ν. Π.)

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: