Ο μοναχικός Βαβελίτης

Ο μοναχικός Βαβελίτης

Ο Ηλίας Λάγιος είναι από τους σημαντικότερους έλληνες ποιητές της μεταπολίτευσης. Μερικές εκφράσεις για να περιγράψει κανείς τα εξωτερικά βασικά γνωρίσματα του πρωτεϊκού και πολυδαίδαλου, όχι όμως άκεντρου, ποιητικού έργου του, όπως αυτό αναπτύχθηκε στα ποιητικά βιβλία του από το Πρόοδοι εν προόδω (1981) μέχρι το Ο άνθρωπος από τη Γαλιλαία (2004), όσα περιλαμβάνονται στη μεταθανάτια συγκεντρωτική –και δυστυχώς εξαντλημένη σήμερα– έκδοση των Ποιημάτων του (2009), είναι: Η πιο ευρεία δυνατή γκάμα μορφολογικών επιλογών με εκφραστικούς άξονες την παρωδία, το παστίς και τη μίμηση ύφους, η λειτουργική ανασύνθεση εκφραστικών στοιχείων της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποίησης, η αφομοίωση θεματικών και υφολογικών δανείων από πολλά γνωστά παλαιότερα ποιήματα, η ανακύκλωση γλωσσικών εκφάνσεων, θεμάτων και μορφών από το ασταθές μωσαϊκό της προηγούμενής του ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας. Με λίγα λόγια, ό,τι συνέχει τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της γραφής και ποιητικής του Λάγιου είναι η εφαρμογή της αντίληψης και, εντέλει, πεποίθησής του ότι ο ποιητής είναι ένας εμπνευσμένος αναγνώστης. Ο ίδιος λοιπόν ως εμπνευσμένος ποιητής-αναγνώστης κατάφερε να επιτύχει την πυρετώδη διακινδύνευση της ίδιας της ποίησης, με την έννοια του διαρκώς γόνιμου πειραματισμού. Αν η βαθιά θεμελιωμένη και εκλεπτυσμένη λογιοσύνη του Λάγιου, όπως συγκροτήθηκε σε μιαν ολόκληρη ζωή αποκλειστικά αφιερωμένη στην ποίηση, μακριά από τον καταναγκασμό κάποιου βιοποριστικού επαγγέλματος, στερεώνει την ποίησή του στην έμπειρη γνώση, ό,τι την εμψυχώνει είναι ο δραματικός βιωματικός και υπαρξιακός πυρήνας της. Στα καλύτερα ποιήματά του –κι αυτά είναι πολλά– ο σπαραγμένος ψυχισμός του, η εναλλαγή της τρυφερότητας με τον κυνισμό, το υπαρξιακό και το κοινωνικό στοιχείο αξεδιάλυτα ενωμένα, το δραματικό και το λυρικό ποιητικό ρήμα του, όλα αυτά συντονίζονται αρμονικά. Στο βιβλίο του Πράξη υποταγής (2000) ο Λάγιος ομολόγησε: «Γράφω την ιστορία του θανάτου μου». Επίσης γενικά στο έργο του τα θεματικά στοιχεία του θανάτου και της κάθε είδους απώλειας απαντώνται πολύ συχνά. Παράλληλα, ωστόσο, την ποίησή του ζωογονεί η άσβεστη δίψα του για ζωή και για ουσιαστικές, “εμπαθείς” ανθρώπινες σχέσεις.

Ο θάνατος του Λάγιου μόλις στα 47 του χρόνια, σε συνδυασμό με την υπαινικτική ή ευθεία θεματοποίηση στο ποιητικό έργο του ορισμένων επιλογών και καταστάσεων της ζωής του, συνέβαλαν, ύστερα από το βιολογικό τέλος του, στη μυθοποίηση του ίδιου και, κατά συνέπεια, στην παρερμηνεία του έργου του∙ συγκεκριμένα, η μυθοποίηση έγκειται ιδίως στην προβολή επιλογών της ζωής του Λάγιου ως παραδειγματικών στάσεων του ποιητικού βίου ενός γνήσια «καταραμένου» ποιητή. Στη βάση μιας τέτοιας αντίληψης για τη σχέση, τη σύνδεση ή τον δεσμό, βίου και έργου, το τελευταίο κρίνεται ως σημαντικό, επειδή (θεωρείται ότι) ήταν η σχεδόν φυσική απόρροια του καταραμένου βίου. Όπως κάθε κοινωνικός χώρος, έτσι και ο κριτικός και ποιητικός μικρόκοσμος, έχει ανάγκη τα αναπαλλοτρίωτα είδωλά του, κυρίως επειδή έτσι προσπορίζονται τα οφέλη της προβολής όσοι προβάλλουν αυτά τα είδωλα. Οι νεκροί, και ιδίως όσοι, όπως ο Λάγιος, στη διάρκεια της ζωής τους δοκίμασαν τα όρια της σύγκρουσής τους με την πραγματικότητα, είναι οι εύκολοι στόχοι ή τα ακούσια θύματα μιας τέτοιας διαδικασίας. Ως γνωστόν, σε μεγαλύτερο βαθμό μυθοποιήθηκε ο αυτόχειρας Καρυωτάκης. Αλλά ο Λάγιος, όπως και ο Καρυωτάκης, δεν είναι σημαντικός ποιητής επειδή ήταν αλκοολικός και επειδή πιθανόν έκανε απόπειρες αυτοκτονίας, όπως έπραξαν και πράττουν πολλοί συνάνθρωποί μας, είτε γράφουν ποιήματα είτε όχι.

Στα ποιητικά βιβλία του (ο ίδιος ονόμαζε τα βιβλία αυτά «πράξεις»), καθώς και στα βιβλία «συμπράξεις», όπου τα κείμενά του συνεκδίδονται με εκείνα φίλων του, ο Λάγιος μεταμορφώνεται διαρκώς σαν τον αρχαίο Πρωτέα, χάρη στη σπάνια ικανότητά του να αφομοιώνει και να εγκλιματίζει στον ποιητικό λόγο του το ύφος και τα θέματα παλαιότερων όχι μόνο ποιητικών αλλά και άλλου είδους κειμένων. Tο βιβλίο Aσκήσεις (I-IX) (1984) του Aλέξη Φωκά (ψευδώνυμο του Λάγιου) παρουσιάζει μια βεντάγια μορφολογικών επιλογών, από το ποιητικό αφήγημα, το πεζό ποίημα και το verset μέχρι τον ελεύθερο στίχο και τον δεκαπεντασύλλαβο, όπου οι μορφές συντονίζονται με την άσκηση σε λιγότερο ή περισσότερο δάνειο ύφος. Στα επόμενα βιβλία (Tα κατά Aλέξιον και Mαρίαν [1990], Συνεστίασις [1991] και Tο βιβλίο της Mαριάννας [1993]) η παρωδία, το παστίς και η μίμηση ύφους ειδικεύονται στην αντιγραφή παραδοσιακών μετρικών σχημάτων. Στη συνέχεια, η στέρεη ποιητική παιδεία και η πλούσια μορφωτική παρακαταθήκη του επέτρεψαν στον Λάγιο να επιτύχει το βασικό αποτέλεσμα της παρωδίας, καθώς ανασυνέθετε με εκλεπτυσμένο και ευφυή τρόπο εκφραστικούς κώδικες τόσο της παραδοσιακής όσο και της μοντέρνας ποίησης. Η απήχηση της μορφής και η αφομοίωση θεματικών και υφολογικών δανείων από γνωστά ποιήματα του Σολωμού, του Πολυλά, του Mαβίλη, του Kαβάφη, του Kαρυωτάκη, του Bάρναλη, του Εγγονόπουλου, του Σινόπουλου, της Βακαλό, του Βαγενά και πολλών άλλων, ανατρέπουν τον ιδεαλισμό και το ηθικό-αξιακό φορτίο των παλαιών ποιημάτων και ανασημασιοδοτούν τα νεότερα ποιήματα. Για τον Λάγιο όλη η προηγούμενή του λογοτεχνία, περισσότερο η ελληνική, αλλά και η ξένη, είναι ένα ασταθές μωσαϊκό που οι ψηφίδες του μπορούν να επανατοποθετηθούν σε μία νέα κειμενικότητα η οποία όμως κρυσταλλώνεται σε αισθητικά έγκυρο και κυρίως σε προσωπικό ποιητικό έργο. Έτσι ο Λάγιος αναδεικνύει την ποιητική γραφή του ως το ηδονικό αποτύπωμα της ανάγνωσης και την κάνει ειρωνική απότιση φόρου τιμής στην πριν από αυτόν λογοτεχνία, την ελληνική και την ξένη, την παλαιά και τη σύγχρονη. Mάλιστα ο Λάγιος θεωρητικοποιεί αυτή την αναγνωστική-δημιουργική σχέση μαζί της, καθώς σε επιγραφή ποιήματός του γράφει: «Ένας άνθρωπος αρνούμενος να απαλλοτριώση την υπόστασίν του, να υπάρξη ως άλλο τι πλην ως αναγνώστης. Tο να γράφης, είναι την σήμερον, η εσχάτη, η πλέον ηρωική, η μόνη δυνατή πράξις αναγνώσεως. Προς τούτο και έγραψα...» (Το βιβλίο της Μαριάννας). Μέσα από μια τέτοια τακτική η ποίηση του Λάγιου λειτουργεί και ως μεταμοντέρνο επίτευγμα, ιδίως όταν ο ποιητής καταργεί τα όρια μεταξύ υψηλής και λαϊκής κουλτούρας, αφιερώνοντας κείμενά του σε μορφές όπως ο Μικρός Ήρως ή ο Κόναν ο Βάρβαρος. Η ποίησή του είναι ταυτόχρονα σοβαρά παιγνιώδης, καθώς αντιδρά ειρωνικά στη σοβαροφάνεια σύγχρονων και συνομήλικών του ποιητών, και παιγνιωδώς σοβαρή, όταν παρωδεί με εξαίρετο τρόπο στην Έρημη γη (1984 και 1996) το «ιερό ποίημα» του αγγλοσαξωνικού μοντερνισμού, το The Waste Land του T.S. Eliot.

Αλλά η αναγνωστική-ανασυνθετική σχέση του Λάγιου με την παλαιότερη ποίηση είναι το εξωτερικό ή και το εξόφθαλμο γνώρισμά της. Στο βάθος αυτής της σχέσης ό,τι συνέχει, ζωογονεί και πιστεύω ότι εγγυάται την αντοχή της ποίησής του στον χρόνο είναι το γενεσιουργό κύτταρό της, η πάλλουσα καρδιά της: το δραματικό βίωμα και η υπαρξιακή αγωνία, όπως αυτά αναδείχθηκαν ιδίως στα τελευταία βιβλία του. Κυρίως, λοιπόν, στα βιβλία Πράξη υποταγής (2000) και Φεβρουάριος 2001 (2002), ο άνθρωπος και ο ποιητής Λάγιος ανάλωσε αλλά και στερέωσε την πυρετώδη ποιητική γραφή του στον βωμό της έκφρασης ενός βιωματικού υλικού, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται σχεδόν πάντα ο βαθιά ερωτευμένος, διαψευσμένος, απογοητευμένος ή συντετριμμένος, ασταθής ή και ανερμάτιστος εαυτός του. Στις καλύτερες στιγμές αυτών των βιβλίων ο Λάγιος έγραψε συγκλονιστικά ποιήματα. Γι’ αυτό είναι τουλάχιστον μεροληπτική η τάση ορισμένων κριτικών να διαβάζουν την ποίηση του ως κοινωνική ή και, πιο συγκεκριμένα, ως αριστερή. Το υπαρξιακό και το κοινωνικό στοιχείο, που εκδηλώνεται κυρίως με τη ρομαντική διάθεση μιας αναρχίζουσας ανατρεπτικότητας, συνυπάρχουν αξεδιάλυτα στην ποίησή του. Ίσως γι’ αυτό τον λόγο ό,τι συνδέει βαθύτερα τον Λάγιο με τον γενάρχη των ελλήνων «καταραμένων» ποιητών, τον Καρυωτάκη, είναι ότι ο πικρά ή και οδυνηρά αυτοσαρκαζόμενος Λάγιος κατόρθωσε στις καλύτερες στιγμές του να γεφυρώσει την απόσταση ανάμεσα στα καρυωτακικά «Eλεγεία» και τις «Σάτιρες», με άλλα λόγια το ρήγμα ανάμεσα στην αφηρημένη έκφραση του ονειροπόλου ρομαντικού και τον εμπράγματο σαρκασμό του απελπισμένου ή και κυνικού ρεαλιστή. Ο ίδιος ο Λάγιος φαίνεται ότι είχε προγνώσει το τέλος αλλά και την αντοχή της ποίησής του στο ποίημα «Βροχηδόν» της Πράξης υποταγής: «Ο θάνατος ο πιο ακριβός μου φίλος / θα ’ρθη να μεταλάβη την φωνή μου». Όσοι, όμως, μεταλαμβάνουμε την ποιητική φωνή του Λάγιου, την διατηρούμε ζωντανή, όπως της αξίζει. Την ίδια στιγμή που η άλλη, συμπληρωματική της ποιητικής, φωνή του, εκείνη του κριτικού και στοχαστή, λανθάνει, καθώς τα διάσπαρτα σε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά δοκίμιά και κριτικά κείμενά του για έλληνες ιδίως ποιητές δεν έχουν ακόμα συγκεντρωθεί σε έναν τόμο.

Η κατασκευαστική δεξιοτεχνία του Λάγιου είναι απαράμιλλη, ιδίως στα σονέτα του που προσωπικά τα απολαμβάνω για την τεχνική δεινότητα του δημιουργού τους, συγκρίσιμη με εκείνη σονετογράφων όπως ο Μαβίλης και ο Παλαμάς. Ό,τι εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε από ορισμένους να καταλογιστεί σε αυτά τα ποιήματα ως εκζήτηση, οφειλόμενη στη στιλπνότητα και τη γεωμετρικότητα της φόρμας, ακυρώνεται από το βάθος και το βάρος της εσωτερικής αλήθειας τους, της αλήθειας του ευάλωτου εαυτού. Αλλά ο Λάγιος έγραψε, παράλληλα, ποιήματα αφοπλιστικής απλότητας και εξίσου ισχυρής συγκινησιακής δραστικότητας, όπως το «Άσυλο Χ» της συλλογής του Φεβρουάριος 2001 (2002):


Οι νύχτες του ψυχιατρείου είναι οι πιο γαλήνιες στην ζωή ενός ανθρώπου. Ό,τι το χειρότερο έχει ήδη συμβεί αλλά, κι αν υπάρχει, τώρα ξέρεις πως μπορείς να το σηκώσεις. Όταν κάθομαι μόνος, τρεις το πρωί στον κοινόχρηστο χώρο και γράφω, όταν λοιπόν είμαι σ’ αυτόν τον πελώριο χώρο και ακούσω πίσω μου (γράφω πάντα με την πλάτη στραμμένη στην πόρτα) ένα θόρυβο δεν ανησυχώ, όπως όλοι οι άνθρωποι, κάπου αλλού. Τελειώνω με το πάσο μου αυτό που μου δόθηκε να κάνω και ύστερα στρέφω περίεργος για το ποιο θαύμα ή ποια έκπληξη με περιμένει. Ίσως είναι ο λαβωμένος μου άγγελος να μου παίξει διακριτικά, στην κιθάρα του, Μπομπ Ντύλαν ή το «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» (ομιλώ αληθώς). Ίσως ο κύριος Δημήτρης – να μου μιλήσει τόσο ανάποδα και όμως τόσο σωστά για τον Θεό που έχω –αλίμονο– πάψει να πιστεύω. Μπορεί κάποιος ο οποίος θα με ευεργετήσει μέσω των πολλαπλών εκδοχών της ζωής του – και πιστέψτε με, το ξέρω, είναι όλες αληθινές. Ή κάποιος που, μιλώντας το δικό του ατομικό ιδίωμα, μοναχικός Βαβελίτης, μπορεί να μου αποκαλύπτει γενναιόδωρα τα μυστικά της νιότης και του έρωτα – ίσως πια όμως να είμαι απλώς ένας κουρασμένος μεσήλικας που δεν μπορεί να καταλάβει. Ποιος ξέρει; Είναι πια αργά για να μεταλάβω και να ζήσω μέσα στο θαύμα, αλλά πιστεύω, πιστεύω αληθινά, ότι μπορώ ακόμη να το κατανοήσω.


Την τελευταία φράση αυτού του ποιήματος επέλεξα ως επιγραφή της εισαγωγής μου στην ανθολογία Η ελληνική ποίηση του 20ού αιώνα. Μια συγχρονική ανθολογία (2008). Στα χρόνια που πέρασαν από τότε τα ίχνη της ποίησης του Λάγιου βρίσκω να ανιχνεύονται και σκέφτομαι ότι θα ανιχνεύονται στην ποίηση που γράψαμε, γράφουμε και θα γράφουμε.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: