Υπάρχει μια κοινόχρηστη νοοτροπία στην προσέγγιση ή στην αποτίμηση εκείνων των ποιητών, οι οποίοι στο έργο τους αναδεικνύουν το πρόβλημα του κακού, στην ανθρώπινη φύση και –κατ’ επέκτασιν— στον κόσμο. Εκβάλλει (η νοοτροπία αυτή), μέσα από την χονδροειδή αγκύλωση, που ανάγεται σε «αξιωματικού» τύπου στενωπό:
Οι ποιητές αυτοί, εύκολα και ανώδυνα, χαρακτηρίζονται «καταραμένοι» — με μιάν απροϋπόθετη μεταφορά της maudité στα καθ’ ημάς. Στο εξοντωτικά υπεραπλουστευτικό σχήμα αυτής τής «κριτικής» ερμηνευτικής, αποθεώνεται η πιο σημαντική εκδοχή του κακοχωνεμένου ντετερμινισμού: Πρόκειται για την βολικήν επανάπαυση σε ράκη της νεωτερικής φαινομενολογίας. Η ευλογοφάνεια αποδεικνύεται και στην περίπτωση αυτή, ισοπεδωτικά αδήριτη. Αφού ο άνθρωπος και ο κόσμος είναι προϊόντα και παράγωγα της ά-λογης τυχαιότητας, σταθερή αναφορά νοήματος δεν υπάρχει. Οι κατά καιρούς και επί μέρους εναλασσόμενες νοηματοδοτήσεις, έχουν αποδειχθεί —κατά το σχήμα, πάντοτε, το οποίο προσπαθούμε να περιγράψουμε— από ατροφικές έως έωλες. Ακόμα και τα μέρη της αλήθειας, που εκόμιζαν ή κομίζουν οι ιδεολογίες, αποκαλυπτικά των σχέσεων και των δομών εξουσίας στην ιστορία των κοινωνιών του ανθρώπου — αποδεικνύονται ατάκτως ηττημένες από την δικτατορία της βίας και του αίματος που φανερώνεται αδιατάρακτη και αδιασάλευτη στον ιστορικό χρόνο. Δίχως άλλους πλατυασμούς, το κακό —που είναι αλήθεια ότι στα ανθρώπινα περισσεύει — φαντάζει ο εύλογος κανόνας απολήξεως ενός παράλογου κόσμου κι ενός θηριώδους ανθρώπου. Όσο για τον Θεό, —το «πλήρωμα του νοήματος», κάποτε, για την πνευματική παράδοση των ανθρώπων —, Αυτός δεν μπορεί να υπάρχει, αφού δεν φαίνεται: ή, εν πάσει περιπτώσει, εχει παντελώς αποσυρθεί από την ιστορία, από την φρίκη των ανθρωπίνων. Διό και το λογικοφανές συμπέρασμα: Στο Βασίλειο της απολύτου κολάσεως, στον κόσμο, το κακό δεν ξορκίζεται παρά με το κακό μονάχα. Οι ποιητές, αρνούμενοι την έκπτωση του κόσμου, οφείλουν να δαπανήσουν την ζωή τους «εν τω όλω του κακού και του μηδενός». Ποιητής δεν μπορεί να σημαίνει παρά μόνον παραβατικότητα —και μάλιστα εύκολου τύπου —, απροσάρμοστη συμπεριφορά, εξ υπαρχής αυτοκαταστροφική ροπή.
Μέσα στον «Il faut prendre le mouchoir» καθωσπρεπισμό, του επιδερμικού αυτού υπεραναπληρώματος, καίγονται τα χλωρά μαζί με τα ξερά. Και, πάνω απ’ όλα, υποτιμάται και η εμπειρία του κακού στον άνθρωπο, αλλά και η αναμέτρηση με το κακό, αρχαιόθεν θεμελιώδης όρος για την ύπαρξη της αληθινής τέχνης. Εν τέλει, έχουμε να κάνουμε και εδώ με έναν άκρως συντηρητικό ηθικισμό, αλλά αντεστραμμένο, ωστόσο πλήρη στην απαίτηση προσαρμογής σε συγκεκριμένο κώδικα συμπεριφοράς και ως προς την καλλιτεχνική δημιουργία και ως προς την πρόσληψή της.
———— ≈ ————
Στην περίπτωση του ποιητή Ηλία Λάγιου, μετά την εκδημία του, τα πράγματα εξελίχθηκαν, κατά κανόνα, μέσα στα όρια του προαναφερθέντος σχήματος. Μιλούμε, βεβαίως, για τον τρόπο προσλήψεως του έργου του, αλλά και για τον τρόπο αιφνιδίου «ανακαλύψεώς» του. Ένας ακόμη «καταραμένος», λοιπόν, που ακολούθησε πιστά, μέχρι το τέλος του δρόμου τα γνωστά θέσφατα; Πάντοτε, όμως, τα πράγματα τα ανθρώπινα είναι περισσότερο πολύπλοκα από την επιχρισματική τους περιγραφή. Ειδικά όταν αυτή ασκείται με ρυθμούς διαγκωνισμού και πρωταθλητισμού, από την πατερναλιστική σκοπιμότητα των παντός είδους ενθέτων της εφημεριδογραφίας. Η καρικατούρα του εύπεπτου ηθικισμού, θέλει τον Λάγιο ή χωνεμένο από τα σκοτάδια της «καταραμένης» φύσης του που συνετρίβη στην α-λογία του εξαμβλωτικού κόσμου, ή, ταγμένο στην ιδεολογική επιταγή του «ποιητικού σχεδίου» για συμπόρευση με τις ενδοκοσμικές δυνάμεις της προόδου, οι οποίες ως ιστορική πρωτοπορία, αλλάζουν τον κόσμο, νομοτελειακά, επί τα βελτίω. Πάλι καλά, αφού οι θιασώτες της δεύτερης αυτής εκδοχής, αναγνωρίζουν ότι εφ’ όσον υπήρξε ταγμένος σ’ ένα τέτοιο «μείζον σχέδιο» του δικαιολογείται το ελαφρυντικό του δικαιώματος στην παρακμιακή συντριβή. Κι όμως, εάν υπάρχει —που υπάρχει! — συντριβή έως αυτοεκμηδενίσεως στον Λάγιο, αυτή είναι τόσο βαθειά και διαφορετική, όσο βαθύτερα και οδυνηρά στην εμπειρία είναι για τον κάθε άνθρωπο τα βάρη της υπάρξεως και του προσώπου του. Άρα και τα βάρη και οι προκλήσεις της κοινωνίας του.
«Λοιπόν, εγώ γνωρίζω τι είναι το κακό. Και το’ χω πράξει», ομολογεί με παρρησία, ο αδιάπτωτα έκπτωτος και ανυποχώρητα έκθετος Ηλίας Λάγιος. (Φεβρουάριος 2001). Κι αυτή η δημόσια ομολογία συνοδεύεται από την σκληρυμμένη παιδικότητα ενός πείσματος της άλλης όψης μιας δίψας για αλήθεια σχέσεων: «Συγγνώμη από κανέναν δεν ζητώ, δεν καταδέχομαι το έλεος, /κρατήστε για τους άλλους την συγχώρεση, το ψόφιο πράμα.» (Φεβρουάριος 2001). Είναι όμως από πολύ παλαιότερα, στις Ασκήσεις, του 1984, όπου ο Λάγιος, υπό το προσωπείο του alter ego του, του Αλέξη Φωκά, ρωτά εναγωνίως: «Κύριε, Κύριε, ποιος είμαστε Εσύ;».
Δώσαμε τρία δείγματα ως ορίζουσες της υπαρκτικής (άρα και της ποιητικής) περιπέτειας του Λάγιου. Το πρώτο, έχει να κάνει με την εμπειρία του συνειδησιακού και ψυχικού άλγους ως προς την ύπαρξη του κακού στον κόσμο. Αυτή η εμπειρία, εισπράττεται από τον Λάγιο με δύο τρόπους: Είτε με την ανάγκη της μονώσεως, οπότε στα όρια της ψυχικής του αντοχής, αναφέρεται στον Θεό και ωριμάζει σε διερώτηση, πλησιάζοντας στην βίωση εκείνης της άγνωστης ή ηθελημένα λησμονημένης ρήσης του Whitehead: «Ο Θεός είναι ό,τι ο άνθρωπος κάνει στην μοναξιά του…». Είτε ως άχθος υπαρκτικής ασφυξίας και εξανάστησεως, που φθάνει στα όρια της αυτεπίγνωσης ως προς την τάση της φύσης του: (το κακό το’ χω πράξει, αλλά προς τι να ακολουθήσω την τύψη μου; Κυρίως, προς Ποιον να απευθυνθώ για συγχώρηση; «Ο Κύριος είπε στον Πόντιο Πιλάτο: ‘’Εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τὸν κόσμον, ἴνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ’’». Ο Πιλάτος απάντησε με σκεπτικισμό: «Τί ἐστὶν ἀλήθεια;» Και πεπεισμένος πως δεν υπάρχει καμία απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, δεν περίμενε να του δώση απάντηση ούτε ο Χριστός, αλλά «ἐξῆλθε πρὀς τοῦς Ἰουδαίους» (Ιωάν. ιη´ 37-38). Ο Πιλάτος είχε δίκιο: στο ερώτημα «Τί ἐστὶν ἀλήθεια», αν εννοείς την έσχατη αλήθεια που αποτελεί το θεμέλιο της όλης υπάρξεως του κόσμου, δεν υπάρχει απάντηση. Αν όμως ο Πιλάτος, εννοώντας την Αρχιαλήθεια ή την Αυτοαλήθεια, έκανε το ερώτημα όπως πρέπει «ΤΙΣ εστίν η αλήθεια», τότε θα έπαιρνε απάντηση. Και η απάντηση θα ήταν αυτό που λίγο πιο πριν, κατά τον Μυστικό Δείπνο, προβλέποντας και το ερώτημα του Πιλάτου, έλεγε ο Κύριος στους αγαπημένους του μαθητές και δι’ αυτών σ’ όλο τον κόσμο: «Ἐγώ εἰμὶ ἡ άλήθεια» (Ιωάν. Ιδ´6, ιη´ 37-38). Η επιστήμη και η φιλοσοφία θέτουν στον εαυτό τους το ερώτημα «Τι ἐστἱν ἀλήθεια» […] ακόμη και στην θρησκευτική ζωή της ανθρωπότητας παρατηρείται η ίδια μεγάλη απάτη. Το ίδιο κι εκεί οι άνθρωποι ακολουθούν την ολισθηρή οδό της αναζητήσεως της αλήθειας του «ΤΙ». Το λογικό υποθέτει πως, αν γνωρίση κανείς την ζητούμενη αλήθεια του «ΤΙ», θα κατορθώση να γίνη κάτοχος μαγικής δυνάμεως και ελεύθερος κυρίαρχος του όντος. […] Η αλήθεια «ΤΙΣ» δεν γνωρίζεται με τη λογική πορεία. Ο Θεός «ΤΙΣ» γνωρίζεται μόνο με την κοινωνία υπάρξεως...» Παραθέτω το χωρίο από το βιβλίο του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης (Archimandrite Sophrony (Sakharov), Saint John Baptist’s Monastery, Έσεξ, Αγγλία 1990) για να καταδειχθεί το μείζον ανθρωπολογικό πρόβλημα, στην σχέση Θεού-ανθρώπου-κόσμου, από την εποχή της παρουσίας του Ιστορικού Χριστού στον ιστορικό χρόνο. Φανερό ότι οι πραγματικοί ποιητές εισπράττουν και βιώνουν το βάρος του ερωτήματος, άλλοτε ως απορφανισμό και δίψα, άλλοτε ως πλήρωμα υπαρκτικής ελευθερίας.
Ο ποιητής Ηλίας Λάγιος μετεωρίσθηκε μεταξύ του υπαρκτικού κενού και των στιγμών της έλλαμψης και της κατάφασης στην ζωοποιό σχέση. Αυτό υπήρξε το μαρτύριο, αλλά και εξ αυτού επήγασε η ποιητική του μαρτυρία. Με την συνέπεια του εκκρεμούς — άρα και με τις ψυχοσωματικές επιπτώσεις που αυτό συνεπάγεται, παλινώδησε μεταξύ μηδενός και όντος, μεταξύ ζωής και θανάτου. Παρήγαγε ποίηση μεταιχμιακή: με γνήσιο πένθος στο ρυθμικό της υπόβαθρο, με ψηλαφητή απελπισία στην λεκτική της εκφορά, σε διαρκή και αποδομική ερωτοτροπία με το άλεκτο του μηδενός, που αναμένει αιχμηρό το γέμισμά του και την μεταμόρφωσή του σε πανσέληνο νοήματος.
Ο Λάγιος στην αθυρματική του αυτοεγκατάλειψη στους ήχους και τα κελεύσματα της τρεμάμενης ψυχικής του χλωρίδας, κινήθηκε στα όρια των ανθρώπινων αντοχών. Προσωπικώς, θεωρούμε ότι αντίστοιχη βάσανος, γιομάτη σολωμικά βάραθρα αλλά και δωροδοτούμενη από μαρμαρυγές λυρικών κομψοτεχνημάτων, μόνο στην ποίηση του Καρούζου μπορούν να ανιχνευθούν. Όπως στον Καρούζο, τα πράγματα στην ποίηση του Λάγιου οδηγούνται «πέρα από κάθε λέξη». Ο Καρούζος αυτοχαρακτηρίζοντας τις λέξεις του, σαλπίζει: «η λεκτική τρυφή μου: μηδενάκι» ενόσω γκρεμίζεται από το: «πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς (κανείς)» στο: «Δεν έχω ερωτήματα / και ταξιδεύω με κίνηση αργή προς τον Πατέρα». Για να καταλήξει ότι «θα συνεχίσω την ποίηση / μόνο για πλάκα». Ο Ηλίας Λάγιος από το «…Σε παρακαλώ, Καλέ, από αυτό να με γλιτώσης. /[…] Είμαι μόνος. Οι Φαρισαίοι με περιζώνουν. Κύκλος. […]», βγαίνει στην ολόθερμη έμμετρη προσευχή του Πρώτου και του Δεύτερου Παρακλητικού, στον Άνθρωπο από την Γαλιλαία: «Θυμήσου ποιος περπατεί πάνω στα κύματα/ κι είναι η καρδιά του αιματωμένο περιστέρι,/ χέρι, που διώκει δόλους και φτενά κλεψίματα,/ ποιος σφάζει τη θεότητά του κι υποφέρει.» Κι από τον ψηλαφητό έρωτα της γυναίκας, φθάνει στην Πρωτογλώσσα αποσυνδέοντας και κονιορτοποιώντας τις λέξεις σε συλλαβές και επανασυγκολλώντας τις συλλαβές σε καθρεφτίσματα του ανείπωτου και του άλαλου: «γλώσσα που κανείς δεν μιλησάκουσε, δεν ονειρεύτηκε ποτέ του. /Ασκενατόν αλαθανόν πάρα βω νιζούα. […] κι η γλύκα του κορμιού σου η πιο σπαταλημένη λέξη. /Ελούθα μέπατον λαβά εν κε μοόρα». (Το εικοσιτετράωρο της Δηούς, 1998).
Στην ιστορική συγκυρία κατά την οποία ζει και την οποία διανύει ο Λάγιος, ένας ολόκληρος πολιτισμός οικοδομήθηκε και οικοδομείται πάνω σε θεμέλια υποκατάστατων και απεικασμάτων. Ο Λάγιος υποφέρει στην δίνη του ερωτήματος που κατατρύχει τον σύγχρονο άνθρωπο της μαζικότητας. Το κακό πληθαίνει, κι ο ποιητής αναγνωρίζει πως «το’ χει πράξει», όμως στον παράδεισο των προϊόντων και των εικόνων τους, κανένας δεν υποθέτει ούτε τον θάνατο ούτε τον Θεό. Στην ευφροσύνη της κατανάλωσης και στην μεταφυσική του παρόντος, ο ποιητής αναρωτιέται, για λογαριασμό δικό του και των άλλων. Πού είναι ο Θεός; Εφ’ όσον, για την αυτονομημένη εμπειρία «λογική» του σύγχρονου ανθρώπου στο ηθικό πεδίο «ή ο Θεός δεν είναι παντοδύναμος, αφού δεν εξαλείφει το κακό, ή αν δεν θέλει να το εξαλείψει δεν είναι αγάπη». (Πρβλ. Paul Evdokimov, Les ages de la vie spirituelle). Η απουσία του Θεού, που γίνεται αισθητή στον καθένα όταν πέφτουν οι φενάκες και η ευδαιμονική ψευδαίσθηση της ευζωίας καταρρέει με την παραμικρή αρρώστεια, στον Λάγιο αποτελεί εμμονή στις κορυφώσεις της οδύνης. Άλλοτε στο πρόβλημά του με τον Θεό, η συνείδησή του σε υπέρτατη απόγνωση, διϋλίζει και το κοινωνικό ζήτημα και την ιστορική αίσθηση κι άλλοτε αντιλαμβάνεται την απουσία του Θεού, ως ex officio εξορία που του έχει επιβληθεί από τον άνθρωπο στην μαζική του επανάπαυση. Φορές- φορές πάλι, μπροστά στο παράλογο και ακατανόητο της σύγχρονης συμβίωσης, ο Λάγιος οργίζεται σε απευθείας και κατά πρόσωπο συνομιλία με τον Θεό. Ο κόσμος κι η ύπαρξη του φαντάζουν ακατανόητα, παρ’ ό,τι, όταν ο κόσμος ειδωθεί ως μυστήριο, οι περατότητες των βεβαιοτήτων καταργούνται. («Το πιο ακατανόητο πράγμα στον κόσμο είναι να κατανοηθεί ο κόσμος», μας δίδαξε ο Αϊνστάϊν). Από τον —κατά χάριν— άνθρωπο ως «ἐν σαρκί περιπολούντα θεόν» της πνευματικής παράδοσης, περάσαμε στον νεωτερικό άνθρωπο που, κατά τον Χάιντεγκερ, «είναι ένας αδύναμος θεός» και κατόπιν, κατά μοιραία συνεπαγωγή στην σημερινή προοπτική. Στον μεταλλαγμένο, βιονικό άνθρωπο-μηχανή.
Στην ψυχική χλωρίδα του Λάγιου, —είναι παιδί της εποχής του— όλες αυτές οι μεταπτώσεις επισωρεύουν τους παγετούς της ερημίας, Μετά τις Μουζικούλες (1997), ο Λάγιος ακροβατεί από τον μηδενιστικό κυνισμό μέχρι την επαναστατική νοσταλγία. Και μέσα από εντάσεις πρωτοφανέρωτες, βρίσκει στον προσευχητικό τόνο της λαχτάρας για κατ’ αλήθειαν εμπειρία, όταν η αγωνία του μπροστά στο μηδέν, διαρρηγνύει την ενδοκοσμική προοπτική της λογικής και του χαρίζει αυτό που στην αγιοπατερική εμπειρία, ονομάζεται «κρίσις Εσταυρωμένη». Για τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή, «τα φαινόμενα και τα νοούμενα δείται σταυρώσεως»:
«Δεν υπάρχει αρκετή/ ταπείνωση, παρηγορία, συντριβή,/ Ελθέτω η βασιλεία του, η χαρά του δεν υπάρχει. / Δεν πέφτει μάννα εξ ουρανού / οι άγγελοι του αποδήμησαν, ουκ εστίν φόβος» τραγουδά ο Λάγιος (στο ποίημα «Kyrie» από την ενότητα REQVIEM) στις Μουζικούλες, για να «ειπωθή ο σπαραγμός τοὐ στρεβλωμένου που τριγυρνάει ξερνώντας αποσπάσματα προτάσεων» (Φεβρουάριος 2001) και να χαρακτηρίσει στην συνέχεια την φωνή του:
«Άκου καλά, δεν είν’ κακό και φρεναπάτη,/ δεν είν’ ολολυγμός θυμού κι άδικο σκούσμα,/ δεν είν’ βλαστήμια για την μοίρα των ανθρώπων, / μόν’ είναι προσευχή, παράπονο και θρήνος» (Φεβρουάριος 2001).
Στον Άνθρωπο από τη Γαλιλαία (ένα πόνημα θεολογικόν) (2005), ο Λάγιος εκτινάσσεται από την απεγνωσμένη διαμαρτυρία ως την συσταύρωση και την κατάφαση. Κυματίζοντας από την άρνηση στην αποδοχή,ταλανιζόμενος από το τίποτα στο είναι, ο Λάγιος αναπτύσσει μορφικά επιτεύγματα πρωτόφαντης σύγκρασης, κατά την άποψή μας σπάνια και ανανεωτικά-όχι μόνον για την δική του ποιητική, αλλά και για την προσωδία μας στο σύνολό της. Αλλού (Πρβλ. το κείμενο: «ο Ηλίας Λάγιος, ποιητής», περ. Μανιφέστο, τχ. 5, χειμώνας 2006), μιλήσαμε διεξωδικότερα για την συγκεφαλαιωτική έκφραση σύνολης της ανθρώπινης φύσης και των αντιφάσεών της έναντι του προσώπου του Χριστού, την οποία αναλαμβάνει με πληγωμένη ειλικρίνεια ο Ηλίας Λάγιος. Ενδεικτικά της κεντρικής αντιφάσεως είναι η προμετωπίδα «βοήθει μου τη απιστία» από το κατά Μάρκον Ευαγγέλιο (Θ’, 21), αλλά και η σημείωση: «Κλείνοντας αυτό το βιβλίο, με κάποιαν (ολίγη όμως) ειρωνία, αναλογίζομαι αν ο Κύριος των Δυνάμεων μπορέσει, κάποτε (που; πως; πότε; γιατί και άραγε;) να με συγχωρήσει. Γνωρίζω, όμως, μετά από σαρανταέξι χρόνια καθημερινής οδύνης ενός συνήθους, κοινοτάτου βίου, πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι εγώ δεν θα συγχωρέσω, ποτέ, Αυτόν».
Όσοι διαβάζουν ή επικαλούνται το χωρίο αυτό από την Σημείωση του Λάγιου, έξω από το κλίμα και το παίδευμα στον πόνο της υπάρξεως, στα οποία υποβάλλει τον αναγνώστη το ίδιο το —αναπεπταμένο σε δεκαεννέα μέρη— ποίημα, απλώς φανερώνουν το προκατειλημμένο αναγνωστικό τους κριτήριο. Σπανίως συναντά κανείς το ανθρώπινο πρόσωπο τόσο έντονα δεμένο με τον πόνο και «καταδικασμένο» στην ειρκτή της ελευθερίας του, που σχοινοβατεί προς τον Θεό και έναντι του Θεού. Γιατί, στο ποίημα αυτό «το πρόσωπο είναι συνδεδεμένο με την ελευθερία: χωρίς ελευθερία δεν υπάρχει πρόσωπο» (Πρβλ. Ν. Μπερντιάγεφ, «Δοκίμιο για το πρόσωπο», περ. Ερουρέμ, αρ. 1, Μάιος 1982). Η ελευθερία του προσώπου δε, είναι αδιαχώριστη από τον πόνο,τροφοδοτεί την σχέση ή το αίτημα της σχέσης.
———— ≈ ————
Ένα τέτοιο οντολογικό μαρτύριο, πόρρω απέχει από το στερεότυπο της τυποποίησης στα μέτρα μιας «καταραμένης» εκδοχής — είναι προφανές. Προφανής είναι και η αδυναμία του συρμού να προσλάβει αυτήν την διαδικασία νεκρώσεως και την ποιοτική της έκφραση, έξω από τις ιδεοληψίες ή την αναγωγή σε μόδες, όπως αυτή της maudité. Βεβαίως, το εμπόνως προκλητικό, είναι να αποπειραθεί κανείς την μελέτη του υπαρκτικού μυστηρίου στις μορφές που χάρισε ο Λάγιος — «στην έναρθρη πράξη του», όπως ο ίδιος λέει. (Πρβλ. Ι.Ν. Γρυπάρη, Σκαραβαίοι και Τερρακότες, Εισαγωγή-Σχολιασμός-Επίμετρο Ηλία Λάγιου, εκδ. Ίνδικτος 2002). Ο μύθος του Λάγιου, στον κεντρικό του πυρήνα είναι ο ίδιος ο βίος του. Όμως αυτός ο κεντρικός πυρήνας —η ζωή του, «κοινότατη» κατά τον ίδιο, μα βιωμένη ως τα έσχατα σημεία εντάσεων — γύρεψε πάντοτε με τον τρόπο της λάβας που ξεσπά ή των ορμητικών υδάτων, την ρωγμή της εκβολής αλλά και την κοίτη της υποδοχής. Την κοίτη που γίνεται ένα σώμα με το κοίτασμα, το σώμα του ποταμού. Το σώμα της φλεγόμενης ύλης. Κατά τούτο —ναι,υπαινισσόμεθα εδώ την συνομιλία με την ποιητική παράδοση, στο σύνολό της — στο εμπειρικό αξίωμα της ποιητικής, ότι, δηλαδή, η μορφή είναι το τελικό κατόρθωμα, η μόνη και απόλυτη έκφραση του ποιητικού σύμπαντος, — κατά τούτο, λέμε, ο Λάγιος απεδείχθη αληθινά πρωτεϊκός. Μεγαλωμένος μέσα στην παράδοση της έμμετρης προσωδιακής παρακαταθήκης μας, δεινός από μνήμης κάτοχος λαμπρών αλλά και αφανισμένων μετρικών επιτευγμάτων της προγενέστερης ποιητικής πράξης, ο Λάγιος έχτισε τον μύθο της ζωής του, τον ποιητικό του μύθο, με τα ευκλεή υλικά μιας γραμματείας η οποία υπήρξε ο κατάσαρκος δερμάτινος χιτώνας του. «Ο μύθος […] είναι η πρόφαση για να αποκαλυφθή η λυρική ρίζα του ποιήματος, να οδηγηθή η γλώσσα προς τα όριά της (εννοώ την συγγένεια με την σιωπή) […]», μας λέει και στην εισαγωγή του στους Σκαραβαίους και Τερρακότες του Γρυπάρη, την οποία προαναφέραμε. Δεν θα είταν άτοπη, επομένως, η εκτίμηση πως η λυρική ρίζα του Ηλία Λάγιου, χρησιμοποιώντας ως τροφοδοτική ύλη το μαρτύριο της ζωής του, αναδύεται και βλαστάνει σε μορφές εναλασσόμενων αντικατοπτρισμών. Η διαρκής ανανέωση από ποιητική συλλογή σε ποιητική συλλογή, φθάνει την γλώσσα του σε οριακές κατορθώσεις. Πρόκειται για μια ποικιλία εκφραστικών πραγματώσεων, αυτοανανεούμενη και αναβρυσματική, όπως είπαμε. Εννοούμε την καταπληκτική του ευχέρεια να συγκροτεί ποιητική γλώσσα μεταιχμιακού χαρακτήρα (δηλαδή στα όρια του ρητού και του άρρητου), μέσω της προσκτήσεως παλαιότερων κατακτημένων μορφών, αναδιευθετώντας τις επιτεύξεις τους σε έναν τρόπο πρωτότυπο και σύγχρονο που ενσωματώνει υλικά δίχως να μιμείται ή να αναμηρυκάζει. Το «ήδη συντελεσμένο» από την μία πλευρά και οι υπαρκτικές του εκτινάξεις από την άλλη παράγουν αποτελέσματα απροσδόκητης ποιητικής ευρωστίας. Έτσι κατέληγε «ανώνυμος και πλάνης στην δική του κληρονομική επικράτεια» (Πρβλ: την εισαγωγή στους Σκαραβαίους και Τερρακότες). Από τα σονέτα και την δεινή ικανότητα (αλλά και γνώση) της ρίμας και της τέχνης του μέτρου, μέχρι την πρόζα την ποιητική και τις ελεύθερες —πλην όμως εσωτερικά έρρυθμες — μορφές του, ο Λάγιος δείχνει δέσμιος μιας ρυθμικής ηχοπλασίας, τέτοιας που να φαντάζει ο θάμνος ή το δέντρο μιας ηχούς ενστικτώδους και μεταπλασσόμενης, με πρώτο κύτταρό της την γονιδιακή της ιδιοσυγκρασίας του λυρική ρίζα. Το ηθικό και πνευματικό αίτημα, το οποίο θέτει η διχασμένη οντολογία του —τα «ερείπια της ζωής του» — υποστασιάζεται με τον πρωτογενή και καταβολικό του (σχεδόν χορευτικό) ήχο (ή αντίλαλο) και διυλίζεται στην συνομιλία του μ’ όλες τις μορφές της λυρικής εσοδείας μας. Οι δικές του μορφές, γεννιούνται ολοζώντανες έξω από κάθε υπόνοια αναπαλαιώσεων. Καταργώντας στην πράξη τις περιχαρακώσεις και τους εμπειρισμούς, όσον αφορά τον τρόπο μετοχής μας στην ποιητική παράδοση, την οποία ο Λάγιος, ως δεινός της κάτοχος, —ή μήπως αυτή η παράδοση τον συνέχει; — αντιλαμβάνεται ως ενιαία. Όταν μιλάμε για ηθικές ή πνευματικές —τελικώς δε υπαρκτικές— αγωνίες του ποιητή, δεν μπορούμε να τις δούμε εκτός ποιητικής μορφής. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε γλιστράμε στον βάλτο της θεωρίας. Ας καταφύγουμε στον Λάγιο, που, εγκαίρως, μας προειδοποίησε: «Η οποιαδήποτε θεωρία για την ποίηση οφείλει να έπεται των συντελεσμένων ποιημάτων, και ο βαθμός επιτυχίας και αποδοχής της (πρέπει να) κρίνεται από το αν κατάφερε να ενσωματώση στον κανόνα της, να τα πιστοποιήση δια των , όποιων, κριτηρίων της.» (Πρβλ: Εισαγωγή στους Σκαραβαίους και Τερρακότες). Ο Διονύσης Καψάλης, στο δοκίμιό του «Κ.Γ. Καρυωτάκης: Το ‘’Φάσμα του ήχου’’» μιλώντας για την σχέση των ηθικών αιτημάτων (ζήτημα περιεχομένου) με τις μορφές, μιλά για μια δυσκολία αντίστοιχη με την προσπάθεια «να εμφανίσουμε το αρνητικό μαζί με το θετικό μιας φωτογραφίες». Και συμπληρώνει, βοηθώντας μας να εννοήσουμε το βάρος του εγχειρήματος: «Η δυσκολία ακριβώς της μετάβασης από έννοιες βάθους, από τον ήχο στο νόημα, από την μορφή στο περιεχόμενο, ή τέλος από την τεχνουργία σε έννοιες ψυχισμού και πραγματικού βιώματος, περιγράφει το χώρο, τον ελάχιστο αλλά δυναμικό χώρο, της ηθικής. Η ηθική είναι το φάντασμα της μορφής, η αμηχανία της ποιητικής μηχανής να μηχανευτεί μέχρι τα τέλους τα περιεχόμενά της. Η σύνδεση είναι απολύτως επιβεβλημένη: αλλιώς δεν μπορούμε να μιλήσουμε ποτέ για ποίηση, αλλά μόνον για την τεχνολογία του στίχου ή για καθαρά περιεχόμενα». (Πρβλ. Διονύσης Καψάλης, Τα μέτρα και τα σταθμά, Δοκίμια για τη Λυρική ποίηση, Άγρα 1998).
Η υπαρκτική διελκυστίνδα του Λάγιου γέννησε τις μορφές των ποιημάτων του. Αυτή η βάσανος του υπάρχειν καθρεφτίζεται στην ποίησή του, όπως ο ουρανός στα νερά της λίμνης κι ακούγεται όπως το αναθρόισμα ενός δέντρου. Του δέντρου της καταγωγικής ηχούς. Η πραγμάτευση των μορφών στην ποίηση του Λάγιου, (μ’άλλα λόγια: η διαχείριση της ποιητικής ύλης, στην οποία «συντελείται η έναρθρη πράξη του», ως παγωμένη ηχώ του «μεγάλου τραύματος», —η φράση του Χρυσοστόμου—, της υπάρξεως), είναι πρόκληση και αντικείμενο άλλου κεφαλαίου.
«Δεν έχω, επί του παρόντος να προσθέσω παρά λίγο θυμίαμα, σ’ αυτό το εθελούσιο ολοκαύτωμα»κατακλείω, προσωρινώς, με τα λόγια του. Μια τέτοια εναιώρηση εκκρεμούς, αναζητά το ποιητικό πεδίο, την ενότητα ως αντίδοτο στον ψυχικό και βιολογικό καταθρυμματισμό.