Της κάθε μέρας μου άστρο συ αλγεινό,
στων τάφων σ’ ήβρα τ’ ανοιχτά πεδία,
καθώς περνούσε δίπλα μια κηδεία.
Χριστέ που συναντάς τον Σειληνό,
συγχώρεσ’ ένα στίχο ταπεινό,
που δεν γυρνά της μνήμης χελιδόνι.
Κανένα δεν σε κράτησε μπαλκόνι.
Πως έπεσε τ’ ασάλευτο βουνό.
Κεντρίστηκεν ο δρόμος και ματώνει.
Ο πειρασμός που σ’ έριξε γυναίκα,
στο μνήμα σου μπροστά να στέκει μόνη
και βγάζοντας απ’ τα μαλλιά την στέκα,
στο μάρμαρο το χέρι της απλώνει,
για ν’ αποδιώξει, βέβηλη, την σκόνη.