Θεατρική τριλογία -1

ΤΡΙ­ΛΟ­ΓΙΑ ΜΟ­ΝΟ­ΠΡΑ­ΚΤΩΝ ΜΕ ΘΕ­ΜΑ ΤΟ ΖΟ­ΡΙ­ΚΟ, ΕΝΙΟ­ΤΕ,
ΖΗ­ΤΗ­ΜΑ ΤΗΣ ΑΓΑ­ΠΗΣ ΠΑ­ΤΡΟΣ – ΥΙΟΥ
ΚΑΙ ΜΕ ΓΕ­ΝΙ­ΚΟ ΤΙ­ΤΛΟ
«Η ΕΠΙ­ΣΤΡΟ­ΦΗ ΤΟΥ ΑΣΩ­ΤΟΥ (ΑΝΑ­ΦΟ­ΡΑ ΣΤΟΝ ΤΖΙΟΡ­ΤΖΙΟ ΝΤΕ ΚΙ­ΡΙ­ΚΟ)»

Τζιόρτζιο ντε Κίρικο «Ο άσωτος υιός», 1965 (λεπτομέρεια)
Τζιόρτζιο ντε Κίρικο «Ο άσωτος υιός», 1965 (λεπτομέρεια)

A' Συγχώρεση



Το σκη­νι­κό εί­ναι το εσω­τε­ρι­κό εκ­κλη­σί­ας.
Στην τοι­χο­γρα­φία, κά­τω από τον εσταυ­ρω­μέ­νο ανοί­γε­ται μια μαύ­ρη άβυσ­σος, όπου δε­σπό­ζει μια νε­κρο­κε­φα­λή υπο­γραμ­μι­σμέ­νη από δυο κόκ­κα­λα χια­στί και την οποία ραί­νουν στα­γό­νες αί­μα του βα­σα­νι­σμέ­νου Χρι­στού.

Σε μια ξύ­λι­νη τά­βλα, στο κέ­ντρο της σκη­νής, εί­ναι ξα­πλω­μέ­νος ένας ηθο­ποιός με κά­τα­σπρη, βαμ­μέ­νη μού­ρη: Ο άσω­τος πα­τέ­ρας.
Φο­ρά κο­στού­μι και έχει πά­νω του λου­λού­δια.

Πά­νω απ’ το κε­φά­λι αυ­του­νού εί­ναι όρ­θιος ένας ακό­μα ηθο­ποιός, κα­λο­ντυ­μέ­νος με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να: Ο γιος.
Πα­ρα­δί­πλα ένας πα­πάς ακού­νη­τος, που δεν φαί­νε­ται ζω­ντα­νός αλ­λά ομοί­ω­μα ντυ­μέ­νο.

Από τη­λε­βόα ακού­γε­ται μια ψαλ­μω­δία που την κε­ντά­ει μπαι­νο­βγαί­νο­ντας στη μεί­ξη το μπζζζζ μιας μύ­γας.
Όταν η μύ­γα —εμ­φα­νώς κρε­μά­με­νη από πε­το­νιά την οποία κρα­τά­ει ένας αό­ρα­τος χει­ρι­στής ψη­λά— πη­γαί­νει και στα­μα­τά­ει στο κε­φά­λι του πα­τέ­ρα, ο γιος, με κί­νη­ση από­το­μη, την απο­διώ­χνει.

Κά­πο­τε το χέ­ρι πε­τυ­χαί­νει το κε­φά­λι σε μια σφα­λιά­ρα.
Ύστε­ρα το χέ­ρι–με κά­θε προ­σγεί­ω­ση της μύ­γας– κα­τα­φέρ­νει στο κε­φά­λι φά­πες δια­δο­χι­κές, που έχουν προ­κα­λέ­σει τα μουρ­μου­ρη­τά του κοι­νού.
Ο (ξα­πλω­τός) πα­τέ­ρας ανοί­γει το ένα μά­τι και λο­ξο­κοι­τά­ει τον (όρ­θιο) γιο.
Το κλεί­νει πά­λι και ο γιος –με κά­ποια ικα­νο­ποί­η­ση στο βλέμ­μα– στα­μα­τά­ει εφε­ξής να ρί­χνει τις φά­πες.
Ύστε­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται ένα σμή­νος από μύ­γες (κρε­μά­με­νες από πε­το­νιά κι όλες μα­ζί κο­ντά-κο­ντά), οι οποί­ες κά­θο­νται για τα κα­λά και ανε­νό­χλη­τες στο κε­φά­λι του άσω­του πα­τέ­ρα.
Συ­νέ­χεια ψαλ­μω­δί­ας. Fade Out. Κλεί­σι­μο αυ­λαί­ας.

***

Β΄Αγάπη

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ:

Εκεί­νος δε γνώ­ρι­σε πραγ­μα­τι­κά τα παι­διά του. Τα παι­διά του δε γνώ­ρι­σαν πραγ­μα­τι­κά εκεί­νον. Η οδυ­νη­ρή ετε­ρό­τη­τα σφρα­γί­στη­κε δια πα­ντός. Μα όπως χω­ρί­ζει το λά­δι απ’ το νε­ρό, έμει­νε δω πί­σω μια πα­χιά κη­λί­δα αγά­πης.

(παύ­ση)

Η μά­σκα ήταν πλα­τιά – ένα κυ­βι­στι­κό ανά­πτυγ­μα των χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του πε­θα­μέ­νου – σε μό­νι­μο αν­φάς. Έτσι που όλα τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μέ­νου­νε ορα­τά από την κά­θε οπτι­κή γω­νία του πα­ρα­τη­ρη­τή.

(Ο θά­να­τος εί­ναι ορι­στι­κός, πα­νη­γυ­ρι­κός. Και η ει­κό­να του νε­κρού πλή­ρης από κά­θε πι­θα­νή όψη της.)

Ο γιος την πή­ρε στα χέ­ρια και τη φό­ρε­σε.

Έχε­τε πο­τέ ανα­σά­νει μέ­σα από πλα­στι­κές μά­σκες τις από­κριες;

Αυ­τή ήτα­νε η ανά­σα του.

Την άκου­γε δυ­να­τά στ’ αυ­τιά του. Τού ζέ­σται­νε το πρό­σω­πο. Τον έκα­νε να ιδρώ­νει.

Έχε­τε πο­τέ κοι­τά­ξει μέ­σα από μια τέ­τοια μά­σκα;

Θα εί­δα­τε, ίσως, το παι­δι­κό σας σπί­τι.

Το βλέμ­μα σας θα γύ­ρι­ζε σε κά­ποιο δω­μά­τιο.

Θα βλέ­πα­τε αυ­τά που γί­νο­νταν στο ύψος των μα­τιών.

Ο γιος φό­ρε­σε τη μά­σκα του νε­κρού.

Η μνή­μη του κα­τέ­λα­βε ολό­κλη­ρο τον χώ­ρο της ύλης.

Τα φώ­τα ανά­βουν. Στη σκη­νή, ο ηθο­ποιός φο­ρά­ει ένα προ­σω­πείο χρυ­σό που μοιά­ζει με το φε­ρό­με­νο ως «προ­σω­πείο του Αγα­μέ­μνο­να» που βρέ­θη­κε στις Μυ­κή­νες το 1876.

Θεατρική τριλογία -1

Κι­νεί­ται αρ­γά και με τα χέ­ρια προ­τε­τα­μέ­να σαν πε­ρι­φε­ρό­με­νος τυ­φλός. Κοι­τά­ζει επά­νω, στρί­βει και ξα­να­στρί­βει το κε­φά­λι, ύστε­ρα μέ­νει λί­γη ώρα ακί­νη­τος να κοι­τά­ζει κά­τω και, τέ­λος, σκύ­βει και φαί­νε­ται να ανοί­γει κά­τι στο έδα­φος και να το πα­ρα­τη­ρεί.

ΑΦΗ­ΓΗ­ΤΗΣ:

Ο γιος προ­σπα­θεί να κοι­τά­ξει μέ­σα από το πε­ριο­ρι­σμέ­νο οπτι­κό πε­δίο της μά­σκας.

Εί­δε τη λά­μπα του παι­δι­κού δω­μα­τί­ου του, τους γνώ­ρι­μους τοί­χους.

Βλέ­πει τα πό­δια του πα­τέ­ρα του – πα­ντε­λό­νι με τσά­κι­ση, σκαρ­πί­νια.

Η οπτι­κή γω­νία εί­ναι αυ­τή ενός παι­διού που το βα­στούν αγκα­λιά.

Γύ­ρω απ’ τα πό­δια του πα­τέ­ρα του, αντί για πά­τω­μα, βλέ­πει το μαύ­ρο χώ­μα.

Στο χώ­μα εί­ναι λί­γα απ’ τα παι­δι­κά του παι­χνί­δια και δύο με­ταλ­λι­κά κου­τιά.

Το ένα πο­λυ­γω­νι­κό και αστρα­φτε­ρό σαν και­νούρ­γιο. Επά­νω του χα­ραγ­μέ­νη εί­ναι η λέ­ξη «Ο ΚΕΡ­ΒΕ­ΡΟΣ».

Από το άλ­λο, που εί­ναι ορ­θο­γώ­νιο και κα­τα­σκου­ρια­σμέ­νο, ξε­προ­βάλ­λουν κα­φε­τιά, λε­ρω­μέ­να από χώ­μα οστά κι ένα μέ­ρος από λευ­κό σε­ντό­νι. Επά­νω του χα­ραγ­μέ­νο έχει το όνο­μα του πα­τρός του.

Ανοί­γει το πο­λυ­γω­νι­κό κου­τί. Οι πλευ­ρές του εσω­τε­ρι­κά εί­ναι κα­θρέ­φτες και στο κέ­ντρο του κου­τιού εί­ναι το­πο­θε­τη­μέ­νο ένα κε­φά­λι σκύ­λου.

Πολ­λα­πλα­σια­σμός του σκυ­λο­κέ­φα­λου.

Από τον τη­λε­βόα ακού­γε­ται ένας ορυ­μα­γδός από γα­βγί­σμα­τα πολ­λών σκυ­λιών, που δυ­να­μώ­νει και δυ­να­μώ­νει. Κλεί­σι­μο αυ­λαί­ας. Από­το­μη σι­γή.

***

Γ΄Νέκυια

Ο πα­τέ­ρας εμ­φα­νί­ζε­ται στη σκη­νή.

ΠΑ­ΤΕ­ΡΑΣ: «Αυ­τό το πρωί, το μα­ξι­λά­ρι δεν εί­χε το σχή­μα του κε­φα­λιού μου. Ήτα­νε άκαμ­πτο.»

Μπαί­νει με φού­ρια ο Χά­ρο­ντας. Μι­λά­ει με φω­νή βρο­ντε­ρή και πα­ρα­μορ­φω­μέ­νη –κα­τα­φα­νώς playback –, που ακού­γε­ται από τον τη­λε­βόα.

ΧΑ­ΡΩΝ: «Ο πε­θα­μέ­νος δεν επη­ρε­ά­ζει την ύλη! Το προ­σκε­φά­λι του πε­θα­μέ­νου εί­ναι πέ­τρα αβα­θού­λω­τη.»

ΠΑ­ΤΕ­ΡΑΣ: «Φαί­νε­ται πως ει­σήλ­θα ήδη στην πε­ριο­χή την κα­του­ρη­μέ­νη του Κέρ­βε­ρου.»

Από τ’ αρι­στε­ρά της σκη­νής ει­σέρ­χε­ται ο γιος. Στέ­κε­ται. Έχει προ­τε­τα­μέ­να τα χέ­ρια σε μια αγκα­λιά.

ΓΙΟΣ: «Ξε­κι­νάω –Μπα­μπά­κα– να έρ­θω σε σέ­να, κι όλο απο­μα­κρύ­νο­μαι αντίς να προ­σεγ­γί­ζω.»

ΧΑ­ΡΩΝ: «Για τη με­τα­κί­νη­ση ενός σώ­μα­τος από ση­μείο Α ενός επι­πέ­δου προς ση­μείο Β ενός άλ­λου, πα­ραλ­λή­λου επι­πέ­δου, η όποια κί­νη­ση θα έπρε­πε να γί­νε­ται όχι ΟΡΙ­ΖΟ­ΝΤΙΩΣ/ΠΑ­ΡΑΛ­ΛΗ­ΛΩΣ, αλ­λά ΚΑ­ΤΑ­ΚΟ­ΡΥ­ΦΩΣ/ΚΑ­ΘΕ­ΤΩΣ εν εί­δει το­μής. Κοί­τα­ξε δω αγα­πη­τέ αυ­τήν εδώ την κα­λο­σκαμ­μέ­νη λακ­κού­βα, κι άμα θες κα­τέ­βα την.»

ΓΙΟΣ: «Έχεις δί­κιο πα­λιο-Χά­ρο­ντα πε­ρί τα γε­ω­με­τρι­κά. Σου δια­φεύ­γει ωστό­σο μάλ­λον ότι –απ’ το να την πα­τή­σω και να χω­θώ σαν θε­ό­κου­τος στον τά­φο κι εγώ του πα­τέ­ρα μου, όπως εσύ πο­θείς– υπάρ­χει μια, ήδη δο­κι­μα­σμέ­νη αφε­νός –στη ρα­ψω­δία λ΄ της Οδύσ­σειας– και κα­τά πο­λύ επω­φε­λέ­στε­ρη για του λό­γου μου αφε­τέ­ρου, λύ­ση-ασαν­σέρ για το υπό εξέ­τα­ση πρό­βλη­μα κι αυ­τή δεν εί­ναι πα­ρά το άφθο­νο μαύ­ρο αί­μα από σφά­για.»

Ο γιος βγαί­νει από τη σκη­νή και ξα­να­μπαί­νει βα­στώ­ντας ένα με­ταλ­λι­κό μπι­τό­νι. Αρ­χί­ζει να ρί­χνει κά­τω –εκεί που ο Χά­ρο­ντας υπέ­δει­ξε την ύπαρ­ξη λακ­κού­βας– ένα μαύ­ρο υγρό.

ΧΑ­ΡΩΝ: «Βλά­κα! Πί­στε­ψες, ακό­μα και στιγ­μιαί­ως, ότι δεν έχω το αντί­δο­το για το τσου­ρού­τι­κο κολ­πο που βρή­κες να χρη­σι­μο­ποι­ή­σεις; Εμπρός! Χα­ρεί­τε το μί­ζε­ρο αυ­τό επι­σκε­πτή­ριο όσο ακό­μα προ­λα­βαί­νε­τε! Διό­τι πρό­κει­ται να διαρ­κέ­σει τό­σο λί­γο μο­νά­χα, όσο λί­γο θα μου πά­ρει και να ξε­πλύ­νω στην εντέ­λεια –όπως εγώ ξέ­ρω κα­λά– τα βρω­μο­αί­μα­τα, τα οποία ποιος ξέ­ρει από που τα κου­βά­λη­σες και που με δαύ­τα γέ­μι­σες τον τό­πο. Κι άμα νο­μί­ζεις ότι επει­δή, όντας σκέ­τα κόκ­κα­λα, δεν δια­θέ­τω καν τη σχε­τι­κή κύ­στη, μά­θε πως αντ’ αυ­τού κα­τέ­χω πα­νί­σχυ­ρη ΤΗ ΔΙΟΥ­ΡΗ­ΤΙ­ΚΗ ΦΑ­ΝΤΑ­ΣΙΑ

Ο Χά­ρο­ντας παίρ­νει θέ­ση, γυρ­νώ­ντας την πλά­τη στο κοι­νό και κά­νει ότι κα­του­ρά­ει γύ­ρω γύ­ρω τα τοι­χώ­μα­τα της λακ­κού­βας. Ο γιος με τον πα­τέ­ρα αγκα­λιά­ζο­νται για λί­γο και ύστε­ρα ο πα­τέ­ρας απο­μα­κρύ­νε­ται –οδυ­νη­ρά, αρ­γά– και πά­λι με βή­μα­τα προς τα πί­σω. Κλεί­σι­μο αυ­λαί­ας.

Θεατρική τριλογία -1
ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: