Τόση βροχή θα μου σαπίσει τα λουλούδια, είπε και κοίταξε ανήσυχη απ’ το παράθυρο. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί, η πόλη πνιγόταν. Πριν λίγες μέρες είχε ανεβεί στην ταράτσα, οι βουκαμβίλιες κουκουλωμένες με το σελοφάν, η πολυανθούσα το ίδιο. Τις ελευθέρωσε. Χάιδεψε τα φύλλα τους κι ήταν σαν χειραψία με την άνοιξη.
Σκούπισε τα χώματα, καθάρισε τα λούκια κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της στον ουρανό. Τα σύννεφα συνέχιζαν να ταξιδεύουν, εκεί δεν είχε αλλάξει ακόμη τίποτε. Πήρε βαθιές ανάσες, η μέρα θα ήταν καλή.
«Μωρό μου, θα σου φτιάξω την ταράτσα, θα την γεμίσω λουλούδια», της είχε υποσχεθεί όταν αρρώστησε.
Δυο χρόνια πριν, τη μέρα που ο γιατρός τους ενημέρωσε. Δεν της κρατούσε το χέρι, δε ρωτούσε να μάθει λεπτομέρειες. Είχε κοκκινίσει ολόκληρος, έλεγες θα του έρθει αποπληξία. Εκείνη ήθελε να ουρλιάξει και να κλάψει, όμως δεν το έβρισκε πρακτικό. Συνέχισε να σημειώνει στο μπλοκάκι της αυτά που έλεγε ο γιατρός. Τα φάρμακα και τις παρενέργειες, το ποσοστό θανάτου, τη διαδικασία. Επέστρεψαν στο σπίτι από την παραλία, η θάλασσα είναι γιατρικό, σκέφτηκε, της έφτανε να την κοιτά.
Τώρα είχαν περάσει αυτά κι είχαν έρθει άλλα. Της έμεινε όμως η ταράτσα και οι γλάστρες της. Η βρομοβροχή έκανε ζημιά. Φόρεσε ρόμπα και από πάνω το αδιάβροχο. Σήκωσε τα μπατζάκια της πιτζάμας.
«Έρχομαι», φώναξε στα λουλούδια από τη σκάλα.
Και όρμησε στη βροχή κρατώντας στα χέρια την τρόμπα για το νερό, έτοιμη για μάχη.