Εκεί πάνω
Τον περασμένο Ιούνιο κατέβηκα για λίγο στο χωριό. Έκανα όμως πρώτα μια παράκαμψη από το ορεινό νεκροταφείο να χαιρετήσω.
Ήταν προχωρημένο μεσημέρι και με τύλιξε η σιωπή των βουνών. Ανηφορίζοντας έβλεπα πράγματα πεταμένα στα αγριόχορτα, μια κουδουνίστρα μωρού, μια ρόδα, ένα παπούτσι. Κατέβαινε ο παγωμένος αέρας από το δασάκι κι ο ήλιος κρυβόταν. Έσπρωξα την πόρτα την ώρα που άρχιζε να ψιχαλίζει – το μέρος ήταν ήσυχο και γαλήνιο, κατοπτεύοντας τη χαράδρα από ψηλά.
Πλησίασα στον τάφο κι έριξα μια γρήγορη ματιά στη φωτογραφία· «α, ρε μπαμπά», είπα κι έσκυψα να καθαρίσω το μάρμαρο από τα χώματα. Ξαφνικά άκουσα τη φωνή της πίσω μου και τρόμαξα· «καλώς ήρθες», είπε.
Γύρισα και είδα την Ελένη. Φορούσε ένα ωραίο μπλε φουστάνι και κράταγε στα χέρια της τα σπίρτα και το λάδι. «Γεια σου, Ελένη», είπα, «κατέβηκα να κάνω λίγα μπάνια».
«Εγώ φέτος ούτε βγήκα από το σπίτι, ούτε είδα θάλασσα καθόλου», μου είπε. «Είχα τη μάνα μου άρρωστη, κλείσαμε τα σαράντα».
«Συλλυπητήρια», της είπα συγκινημένος, «δεν το ’ξερα». Κι ύστερα έδειξα τον τάφο του πατέρα μου, «θα κάνουν παρέα τώρα όλοι εκεί πάνω», πρόσθεσα δειλά. Πέρασε το χέρι της στη μέση μου, «α», είπε, «περιμένεις κι εσύ να κάνεις εκεί όσα δεν έκανες εδώ».
Κατάλαβα τι εννοούσε και της ζήτησα συγγνώμη για τότε. Κούνησε το κεφάλι της, «καλά, άσε το μελό», είπε. «Είδα και τον γιο σου, φέρνει λιγάκι στον μπαμπά σου», συμπλήρωσε, κι έκανε τον σταυρό της κοιτάζοντας τη φωτογραφία του.
Θάνος Κάππας