————
Βλ. το Α' μέρος εδώ
——————
ΕΡΑΣΙΤΕΧΝΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ
Θα ήθελα πανάξιος ποιητής να ήμουν
για ένα χρόνο μόνον.
Να είχα υπερηφάνειαν περισσήν,
τρανήν αυτοπεποίθησιν, καθώς θ’ ανέμενα
κι εγώ, όπως τόσοι άλλοι,
το πρώτο βραβείον, τον έπαινον, κάποια ετήσια διάκρισιν,
μπροστά σ’ ακροατήριο που ουδέποτε κατανοεί
αλλά χειροκροτεί, αυτό που όρισαν ως αξία άλλοι.
Ίσως τότες να μπορώ να χρισθώ ηγέτης,
να περπατώ στο εξής ευθυτενής
σε μεγάλους ολόφωτους δρόμους,
όπου περπάτησαν πριν εξαίρετοι ομότεχνοι,
ενώ, όσοι με ζηλεύουν, νιώθω πως ακόμα
εμπόδια μου βάζουν.
Στο μεταξύ, η αρματωσιά μου θάναι
οι εγκωμιαστικές κριτικές –
αυτό κι αν είναι έπαθλο!
«Κανείς δεν συνθέτει σαν αυτόν·
κανείς δεν βλέπει υπό το βλέμμα των ανθρώπων·
μονάχα αυτός συνομιλεί με τες σκιές».
Επί τη ευκαιρία,
θα ήθελα να τους πληροφορήσω
πως παραμένω ακόμα δεινός
στο να ομιλώ δυσνόητα στες συνεντεύξεις μου
και φυσικά σε μερικά από τα ποιήματά μου.
Αυτήν την γλώσσαν καταθέτω,
αυτούς τους στίχους μού υπαγορεύει η έπαρσις,
η επάρατος νόσος όλων των επιτυχημένων,
όσων ανέβηκαν ένα τόσο δα σκαλί
που φθείρεται από τ’ αλλεπάλληλα πατήματα,
έως ότου κάποτε ευθυγραμμιστεί κι αυτό
με το τραχύ έδαφος απολύτως.
ΕΡΕΙΠΙΑ
Μήνες τώρα, επιμόνως στες ερημιές σ’ ανεζήτουν,
στους δρόμους, στες πλατείες,
ίσαμε τον Φάρον του Σώστρατου, του ομώνυμου νησιού,
από όπου έλαβαν το όνομά των άπαντες οι φάροι
του Ελληνισμού και της Οικουμένης.
Σε ανέμενα ματαίαν την ελπίδαν
και την ψυχήν ερειπωμένην.
Ποτέ δεν συμβιβάστηκα με την ιδέα
ότι είχες διά παντός χαθεί.
Όμως εγώ ξέρω την οδό που διαμένεις·
επί της καθέτου λεωφόρου Αλ Γκαζαάρ κείται,
εις το κέντρον πόλεως ενδόξου,
κι όλο κινώ το βήμα κατά κει,
μεταφέροντας μονάχος της γνωριμίας το άχθος.
Κι αν τύχει και δεν σε ειδώ
να προβάλλεις εις την θύραν,
ή να επιστρέφεις από χαρά γλεντιού,
από κραιπάλη νύχτας στου λιμανιού τα μέρη,
η μυρωδιά και μόνο του χώρου,
όπου ζεις και κινείσαι,
μιλάς και συναναστρέφεσαι,
απαλύνει κάπως της καταδίκης την αναμονή.
Ακόμα κι’ η θέα του κλειστού σπιτιού σου,
μόλις που καλύπτει το κενό της ψυχής,
και της παρουσίας σου την στέρησιν.
ΒΛΕΜΜΑΤΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΜΗΝΟΣ
Κοντεύει μήνας που συνέβη η γνωριμία των.
Ασκόπως εις την Ισμαηλία περιπλανώμενος,
το τελευταίο απόγευμα, πριν αναχωρήσει
διά την γενέθλιά του πόλιν,
το θέαμα των βαστάζων να προβάλλουν συνεχώς
από το εμπορικό πλοίο HMS «Argonaut»
τον αποκαρδίωσεν. Θα έφταιγεν κι η ώρα
– το σούρουπο έπεφτε με τα μαβιά χρώματά του
πάνω στο θαλασσινό νερό,
αντανακλώντας στα ταλαιπωρημένα πρόσωπα.
Νοτισμένος καιρός της θλίψεως,
αρμύρα κύματος εις την επιφάνεια του λιμένος,
ψυχήν ζώσα ακόμη εις το σκότος και την πλάνη.
Μνήμες της παιδικής του ζωής στο Λονδίνον ανέβλησαν,
κατακερματισμένης σε οικογενειακά δεινά
κι άσκοπες αναμετρήσεις ισχυρών με ανίσχυρους.
Τα βλέμματα με τον άγνωστο
αυτή την φορά εσήμαιναν περισσότερα –
όψις δοκιμασμένη απ’ τον ήλιο, σώμα σθεναρό –
αυτή η εικόνα απέμεινεν έκτοτε
κι η αδύνατη λάμψη της επερχόμενης νύχτας
που έφθειρε το ελάχιστο φως της καθαρότητος.
Ίσαμε να ευοδωθεί η γνωριμία
με την ανταλλαγή των υποσχέσεων,
μούδιασμα ερωτικού τρόμου τους διαπέρασεν.
Σήμερα τον αναμένει με το απογευματινό τραίνο
στην αίθουσα αναμονής του παλαιού σταθμού της Αλεξάνδρειας.
Ο νεαρός ταμίας του μοναδικού γκισέ
μετρούσε την ώρα, ίσαμε να έλθει ο αντικαταστάτης του.
Βλέμματα ανταλλάξιμα, επικεντρωμένα
– συγκεχυμένα ίσως –
παλιός γνώριμος ή διά το αιωνίως ζητούμενον;
Πάντως, η στολή αρκούντως καταξίωνε
τα αχνά κάπως χαρακτηριστικά.
Ο συριγμός της αφίξεως του συρμού αδύναμος.
Αγωνιωδώς εις την πλατφόρμα εβγήκεν κι απόμερα επερίμενεν.
Ο φόβος δια γνωστούς και φίλους πάντα επίκαιρος:
βλέμματα αδιάκριτα κι επικριτικά,
κουβέντες επαίσχυντες κι ανιαρές.
Ο άλλος απ’ την Ισμαηλία δεν ήτο ανάμεσα στους επιβάτας.
Επιστρέφοντας ξανά εις την αίθουσα,
αντίκρισε τα φώτα του τοίχου σαν πιο δυναμωμένα,
κι ο νέος στον γκισέ είχε αντικατασταθεί.
ΟΜΟΓΕΝΕΙΑΣ ΕΠΑΡΣΙΣ
Η συζήτησις εις το ζαχαροπλαστείον «Trianon»
(Έλληνος ιδιοκτήτου, παλαιό καύχημα της Ελληνικής Κοινότητος)
με τον Αιγύπτιο Σαχ[ίμπ], πριν η γνωριμία μας παγιωθεί
αλλ’ ατονήσει στην συνέχεια, όπως το τελευταίο βράδυ,
χαμένη σε τυπικές, ασήμαντες κουβέντες,
διά την γενέτειράν του πόλη του Δέλτα, την Τάντα,
απ’ όπου η ανάγκη τον οδήγησε εδώ, στην Αλεξάνδρεια,
για εργασία σε ξενοδοχείο Άγγλου υπηκόου.
Η βόλτα που εκάμαμε κατόπιν εις την παραλία με τους φοίνικες,
να πλαταγίζουν από τον αέρα της θάλασσας,
τυραννικά ενύπνια γινήκανε εις την μοναξιά μου.
Στενεύει ολοένα το δωμάτιο,
μέχρι και τα έπιπλα, τα χαρτιά, τα ποιήματα
εχθρικά στα μάτια μου είνε.
Η γεύσις του παραδοσιακού γλυκού επίκρανε το στόμα,
ενώ άλλοτε το άρωμά του έμενε και την επομένην,
θυμίζοντάς μου χειρονομίες και σκιές προσώπων,
μόνιμες συντροφιές ωρών στης εργασίας
την ανία και την κραιπάλη.
Μα αυτή την φορά, βαρυθυμία μετά τύψεων
κατέλαβε την ψυχή μου, οσάκις ενεθυμούμην
του αραβικού μονολόγου του την κατάληξιν:
«Alyunaniiyn al'athria' tatasarraf bishakl sayi'
walwataniiyn aleamilin ladayk
walakun fi bihim lana almisriiyn».*
Τα εμποτισμένα ρούχα απ’ την οσμή και του σώματος την θέρμη
της περιπτύξεως η στοργή – τι πιο πολύτιμον! –
ευδία νυχτερινή ακόμα και στης ερημώσεως την ώρα,
λες κι εμολύνθηκαν απ’ την Κοινότητός μας την έπαρσι.
Γι' αυτό, από τότες, όλο και καθυστερώ εις την παραλία να κατέβω,
στο «Trianon» να καταλύσω,
μήπως κι αφεθώ και λησμονήσω.
* اليونانيين الأثرياء تتصرف بشكل سيء / والوطنيين العاملين لديك / ولكن في بهم لنا المصريين.
«Oι πλούσιοι Έλληνες φέρονται άσχημα / και στους συμπατριώτες εργάτες σας, / αλλά και σε μας τους Αιγυπτίους». Είναι γνωστό πως ο Καβάφης μιλούσε λίγα αραβικά, τα βιωματικά κυρίως, αυτά που του επέτρεπαν να απλώς συνεννοείται.