Πρόσκαιρη βλάβη

Λεπτομέρεια από πίνακα του Μαξ Μπέκμαν
Λεπτομέρεια από πίνακα του Μαξ Μπέκμαν

Έστρι­ψε στον πα­ρά­δρο­μο της Έβδο­μης Οδού. Ο όγκος των αυ­το­κι­νή­των που κι­νού­νταν γρή­γο­ρα –σχε­δόν σπα­σμω­δι­κά– στη λε­ω­φό­ρο, τον εί­χε τρε­λά­νει. Μπρο­στά του το Ασια­τι­κό πα­ντο­πω­λείο και το Κα­ντέ­νιαλ Παρκ. Με την άκρη του μα­τιού εί­δε τον πο­δη­λά­τη να κλει­δώ­νει το πο­δή­λα­το και να χά­νε­ται στην πα­ρα­κεί­με­νη πο­λυ­κα­τοι­κία.

Η πό­λη σά­λευε ωχρή με­τά την πρω­ι­νή ομί­χλη. Τα σύν­νε­φα εί­χαν σκορ­πί­σει και ο ήλιος άρ­χι­σε επι­τέ­λους να τρυ­πώ­νει στα βι­κτο­ρια­νά σπί­τια και τους ου­ρα­νο­ξύ­στες. Προ­χω­ρη­μέ­νο φθι­νό­πω­ρο. Στο φως του με­ση­με­ριού μια μυ­ρω­διά ζε­στής σού­πας και μπί­ρας απλώ­θη­κε σ’ ολό­κλη­ρη την πό­λη.

Χώ­θη­κε στο κο­ντι­νό κα­φέ. Κα­φέ-ανα­γνω­στή­ριο. Ξύ­λι­νη επί­πλω­ση, ανα­παυ­τι­κές πο­λυ­θρό­νες και μια επι­τοί­χια βι­βλιο­θή­κη με βι­βλία για όλα τα γού­στα. Εί­χε έρ­θει πολ­λές φο­ρές. Από την τε­ρά­στια τζα­μα­ρία μπο­ρού­σες να χα­ζεύ­εις έξω τους αν­θρώ­πους κα­θώς έσερ­ναν τα βή­μα­τά τους κου­ρα­σμέ­να στους δρό­μους, τις γυ­ναί­κες να τρα­βούν από το χέ­ρι τα μω­ρά και τους τα­ξι­τζή­δες να βρί­ζουν τους πε­ρα­στι­κούς που έπε­φταν πά­νω τους σαν τυ­φλοί από μια ανε­ξή­γη­τη βια­σύ­νη.

Πέ­ρα μα­κριά εκτει­νό­ταν η λί­μνη με τις αγριό­πα­πιες.

Έναν ολό­κλη­ρο χρό­νο σύ­χνα­ζε στο κα­φέ αυ­τό την ώρα που η Μα­ρίσ­σα σχο­λού­σε από τη δου­λειά της. Εκεί­νος, με­θυ­σμέ­νος από την απου­σία της, μπο­ρού­σε σχε­δόν να ανα­πνέ­ει το άρω­μά της και μό­νον που την έβλε­πε να προ­σπερ­νά το φα­νά­ρι και να στρί­βει προς το πάρ­κινγκ. Την πα­ρα­κο­λου­θού­σε με βλέμ­μα αδη­φά­γο, ώσπου να χα­θεί στο βά­θος του δρό­μου. Στη συ­νέ­χεια, αφού κά­πνι­ζε δυο-τρία τσι­γά­ρα, έφευ­γε.

Σή­με­ρα πα­ρήγ­γει­λε ουί­σκι. Ο Ασιά­της που κα­θό­ταν στο δι­πλα­νό τρα­πέ­ζι τον κοί­τα­ξε πε­ρί­ερ­γα. Το μα­γα­ζί ήταν σχε­δόν άδειο. Ήταν η ώρα που τον πε­ρισ­σό­τε­ρο κό­σμο τον κα­τά­πι­νε ένα εστια­τό­ριο ή ένα σπί­τι, όπου τον πε­ρί­με­νε στρω­μέ­νο το τρα­πέ­ζι με το με­ση­με­ρια­νό γεύ­μα. Χω­ρίς να το θέ­λει, κοί­τα­ξε το βι­βλίο που κρα­τού­σε ο Ασιά­της στα χέ­ρια του. Γιό­χαν Τικ: Ο ιπ­πό­της Κυα­νο­πώ­γων.

Χα­μο­γέ­λα­σε. Από την τσέ­πη έβγα­λε, προ­σέ­χο­ντας να μην τον δουν, ένα τσα­λα­κω­μέ­νο, σχε­δόν κα­τε­στραμ­μέ­νο, χαρ­τί. Προ­σω­ρι­νή βλά­βη φυ­σι­κού αε­ρί­ου. Πα­ρα­κα­λώ κλεί­στε την πα­ρο­χή του δια­με­ρί­σμα­τός σας. Κίν­δυ­νος δη­λη­τη­ρί­α­σης ή ανά­φλε­ξης.

Εί­χε πιει κά­μπο­σες γου­λιές ουί­σκι, όταν άκου­σε τη σει­ρή­να του ασθε­νο­φό­ρου, επί­μο­νη και δια­πε­ρα­στι­κή. Κό­σμος άρ­χι­σε να συ­γκε­ντρώ­νε­ται στο τε­τρά­γω­νο.

– Μια κυ­ρία. Εί­χε τη γκα­λε­ρί πιο κά­τω, εί­πε ο μπάρ­μαν στον Ασιά­τη που τον κοί­τα­ξε ερω­τη­μα­τι­κά.

Το πο­τό στο στό­μα του Ρί­κο απέ­κτη­σε γεύ­ση στυ­φού λε­μο­νιού. Ασυ­ναί­σθη­τα έρι­ξε μια μα­τιά στο μπου­κά­λι που εί­χε αφή­σει ο μπάρ­μαν στον πά­γκο. Ήταν η αγα­πη­μέ­νη του μάρ­κα ουί­σκι, δεν χω­ρού­σε αμ­φι­βο­λία. Την ίδια στιγ­μή, ένα αγριο­πε­ρί­στε­ρο που ήρ­θε από το που­θε­νά, έπε­σε με δύ­να­μη στη τζα­μα­ρία και στη συ­νέ­χεια σφη­νώ­θη­κε ανά­με­σα στο τρα­πέ­ζι και στην κα­ρέ­κλα. Ο Ρί­κο το πα­ρα­τη­ρού­σε πολ­λή ώρα. Στα γυά­λι­να μι­κρά μά­τια του αντί­κρι­σε το ανα­πό­δρα­στο.

Το ασθε­νο­φό­ρο συ­νέ­χι­σε να στριγ­γλί­ζει, ο κό­σμος άρ­χι­σε να υπο­χω­ρεί και εκεί­νος ήπιε ακό­μη μια γου­λιά από το στυ­φό ουί­σκι του πο­τη­ριού. Τον εί­χε κου­ρά­σει το τρο­πι­κό κλί­μα της Κα­ραϊ­βι­κής, εί­χε βα­ρε­θεί τις λευ­κές αμ­μου­διές. Ένιω­θε να τον κυ­νη­γά πα­ντού ένα πι­ράν­χας. Μό­νο στο Όου­κλαντ έβρι­σκε πά­λι τον εαυ­τό του. Ήταν η πό­λη που γεν­νή­θη­κε και με­γά­λω­σε. Εκεί πή­γε σχο­λείο, στο Εθνι­κό Πάρ­κο Ανα­ψυ­χής άκου­σε τα συ­γκρο­τή­μα­τα της χιπ, εκεί κά­πνι­σε το πρώ­το του τσι­γά­ρο. Του άρε­σε να κοι­τά­ζει από το λι­μά­νι τα ψη­λά κτί­ρια του Σαν Φραν­σί­σκο, ενώ πέ­ρα μα­κριά απλω­νό­ταν η πο­λι­τεία της Κα­λι­φόρ­νιας.

Ψη­λός, με­λα­χρι­νός και αδύ­να­τος, κό­ντευε τα 45. Ζού­σε μό­νος. Τα χεί­λη του ήταν στε­νά και εί­χε ένα μι­κρό αλ­λη­θώ­ρι­σμα στα μά­τια. Όταν του μι­λού­σες, έβα­ζε τα δά­χτυ­λα στα μαλ­λιά, συ­νή­θεια που την απέ­κτη­σε, όταν ένα με­ση­μέ­ρι γυ­ρί­ζο­ντας από το σχο­λείο, βρή­κε τη μη­τέ­ρα του νε­κρή στην κου­ζί­να. Δη­λη­τη­ρί­α­ση από αέ­ριο, εί­παν οι για­τροί.

Τό­τε ήταν που σφη­νώ­θη­κε στο μυα­λό του η ιδέα να απο­κτά κά­θε μι­κρό πράγ­μα που του άρε­σε γύ­ρω του, μια κλε­πτο­μα­νία που αφο­ρού­σε μό­νο μι­νια­τού­ρες, αλ­λά που δεν έπαυε να του δη­μιουρ­γεί προ­βλή­μα­τα, όπως όταν ασυ­ναί­σθη­τα, σαν να ήταν κά­τι από­λυ­τα φυ­σιο­λο­γι­κό, εί­χε αρ­πά­ξει μια λι­λι­πού­τεια χε­λώ­να που εί­χε στο γρα­φείο του ο διευ­θυ­ντής για γού­ρι.

Δεν ερ­γα­ζό­ταν, ζω­γρά­φι­ζε. Και από τό­τε που έχα­σε τον πα­τέ­ρα του, το μό­νο που τον απα­σχο­λού­σε ήταν να μην χά­σει και τα χρή­μα­τα που εί­χε κλη­ρο­νο­μή­σει. Λά­τρευε το κνέ­ντελ συ­κω­τιού, ένα φα­γη­τό που του εί­χε μά­θει η Εβραία φί­λη του, όταν για ένα μι­κρό χρο­νι­κό διά­στη­μα ανα­γκά­στη­κε να μεί­νει στο Μαν­χά­ταν.

Τα πρω­ι­νά συ­νή­θι­ζε να επι­σκέ­πτε­ται την Τσάι­να Τά­ουν. Οι λα­βύ­ριν­θοι στους δρό­μους της κι­νέ­ζι­κης συ­νοι­κί­ας τον έκα­ναν να ξε­χνά τη μυ­ρω­διά κλού­βιου αβγού που εί­χε μό­νι­μα στα ρου­θού­νια του. Τα αρ­το­ποιεία της, τα κα­τα­στή­μα­τα με τα ανα­μνη­στι­κά, τα στέ­κια dim sum και yum cha τον έκα­ναν να χά­νε­ται. Αρ­γά το βρά­δυ κα­τέ­λη­γε συ­νή­θως σε ένα μπαρ με κα­ρα­ό­κε.

Για γυ­ναί­κες δεν εν­δια­φε­ρό­ταν τον τε­λευ­ταίο και­ρό. Τον εί­χαν κου­ρά­σει οι ξαν­θιές των μπαρ που τις πα­ρο­μοί­α­ζε με κρο­κό­δει­λους. Βυ­θί­ζο­νταν εύ­κο­λα στα πο­τά­μια της κα­λής ζω­ής ή στις λί­μνες των δο­λα­ρί­ων, έλε­γε.

Όταν χά­θη­κε η μη­τέ­ρα, ένα μαύ­ρο φεγ­γά­ρι θρο­νιά­στη­κε στο τα­βά­νι του δω­μα­τί­ου του. Ο πα­τέ­ρας συ­χνά απου­σί­α­ζε και τον άφη­νε με τη Σου­ζά­να, τη γκου­βερ­νά­ντα, μια γυ­ναί­κα γύ­ρω στα 60 που του άρ­πα­ζε τις μπο­γιές με τα χρώ­μα­τα από την τσά­ντα, μό­λις γύ­ρι­ζε από το σχο­λείο. Εί­χε μα­νία με την κα­θα­ριό­τη­τα. Η θεία Τζέ­ην, η αδελ­φή της μη­τέ­ρας του, ερ­χό­ταν πού και πού σπί­τι. Η γκου­βερ­νά­ντα τής πα­ρα­πο­νιό­ταν για την κλε­πτο­μα­νία του. Η θεία τη δια­βε­βαί­ω­νε πως ήταν ένα παι­δι­κό κα­πρί­τσιο και πως δεν εί­χε λό­γους να ανη­συ­χεί σο­βα­ρά.

Τα ελα­φρώς γκρί­ζα μαλ­λιά και οι λε­πτές ρυ­τί­δες, το τε­τρά­γω­νο πη­γού­νι και το αρ­γό βά­δι­σμα ήταν στοι­χεία που τον ξε­χώ­ρι­ζαν, όπως και η φω­νή, σω­στό πνευ­στό μου­σι­κό όρ­γα­νο. Ανα­κά­τευε λέ­ξεις της αρ­γκό με λό­γιες και εί­χε βα­ριά κα­λι­φορ­νέ­ζι­κη προ­φο­ρά. Δεν έκα­νε εύ­κο­λα πα­ρέ­ες. Οι μό­νοι φί­λοι του ήταν ο σκύ­λος Πι­κά­σο και δυο συμ­μα­θη­τές του από το Κολ­λέ­γιο των Τε­χνών, όπου σπού­δα­σε.

Το αυ­στη­ρό Ακα­δη­μαϊ­κό πρό­γραμ­μα της σχο­λής στο Κολ­λέ­γιο που εί­χαν ιδρύ­σει Ιη­σουί­τες, τον εί­χε τό­τε ενο­χλή­σει, αυ­τόν έναν ζω­γρά­φο που ανα­κά­τευε με χα­ο­τι­κό τρό­πο τη μπο­γιά πά­νω στον καμ­βά και λά­τρευε τον Ρόθ­κο, τον Κού­νιγκ και τον Κα­ντίν­σκι. Ζω­γρά­φι­ζε έρ­γα με φρά­κταλ δο­μή και άπλω­νε τους καμ­βά­δες στο πά­τω­μα.

Όσοι τον γνώ­ρι­ζαν μι­λού­σαν για άν­θρω­πο εσω­στρε­φή και ευαί­σθη­το. Έλε­γαν πως το μό­νο που τον εν­διέ­φε­ρε στο βά­θος ήταν να απο­κτή­σει μια ήσυ­χη οι­κο­γε­νεια­κή ζωή. Ο μπάρ­μαν όμως, στο στέ­κι της γει­το­νιάς όπου σύ­χνα­ζε, εί­χε εκ­μυ­στη­ρευ­τεί ένα βρά­δυ σε κά­ποιον θα­μώ­να, πως η Τζού­ντι Κ., φί­λη του Ρί­κο για ένα διά­στη­μα, μια μέ­ρα με­θυ­σμέ­νη, τού εί­χε δεί­ξει ένα ση­μά­δι από μι­κρή μα­χαι­ριά που της εί­χε προ­κα­λέ­σει στο αρι­στε­ρό της μπρά­τσο.

Από την πρώ­τη του έκ­θε­ση έρ­γων τέ­χνης εί­χε απο­σπά­σει κα­λές κρι­τι­κές. Όμως εί­χε δρό­μο ακό­μη μέ­χρι να ανα­γνω­ρι­στεί και να νιώ­σει ο ίδιος κα­τα­ξιω­μέ­νος μέ­σα του. Πριν έναν χρό­νο εί­χε πλευ­ρί­σει την Μα­ρίσ­σα Άμιτ, την ιδιο­κτή­τρια μιας γκα­λε­ρί στη Γιού­νιον Σκου­έ­αρ, που στε­γα­ζό­ταν σε ένα πα­λιό βι­κτω­ρια­νό σπί­τι. Δεν απεί­χε πο­λύ από το κέ­ντρο και άνοι­γε το πρωί στις 10.

Τη μέ­ρα που χτύ­πη­σε το κου­δού­νι της, ένιω­σε στο σώ­μα του ένα ρί­γος που μό­νον το τσί­μπη­μα μιας αγριό­πα­πιας θα μπο­ρού­σε να το προ­κα­λέ­σει. Η με­σό­κο­πη κυ­ρία που πρό­βα­λε στην πόρ­τα, κά­ποια χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρή του, ήταν κο­ντή και με σώ­μα ακα­νό­νι­στο, εί­χε πα­νά­δες που ασχή­μι­ζαν το πρό­σω­πό της και ένα έντο­να κόκ­κι­νο κρα­γιόν που ξέ­φευ­γε από τα χεί­λη και την έκα­νε να μοιά­ζει με κλό­ουν. Κα­θώς άπλω­σε το χέ­ρι να τον χαι­ρε­τή­σει, ο Ρί­κο εί­δε ότι ήταν γε­μά­το κα­φέ κη­λί­δες. Όμως φο­ρού­σε το αγα­πη­μέ­νο του άρω­μα Κο­κό Σα­νέλ νού­με­ρο 5, αυ­τό που πά­ντα λά­τρευε στις γυ­ναί­κες.

Η Μα­ρίσ­σα ανέ­λα­βε την έκ­θε­ση των έρ­γων του και έτσι τη συ­να­ντού­σε σχε­δόν κά­θε μέ­ρα. Η γκα­λε­ρί πλημ­μύ­ρι­ζε από το άρω­μά της, όμως η ίδια έμοια­ζε με μια λα­σπώ­δη λί­μνη που μέ­σα της βού­λια­ζαν ιπ­πο­πό­τα­μοι. Δεν του έδει­χνε κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον. Τον κοί­τα­ζε με το βλέμ­μα απο­δη­μη­τι­κού που­λιού που έχει μό­λις ανα­χω­ρή­σει για και­νού­ρια μέ­ρη και το μό­νο που συ­ζη­τού­σε μα­ζί του ήταν η έκ­θε­ση των έρ­γων του.

Άρ­χι­σε να τον βα­ραί­νει σαν πέ­τρα το κοί­ταγ­μα αυ­τό. Εί­χε προ­λά­βει την τε­λευ­ταία του ερω­μέ­νη, τη Ζυλ, μια νε­α­ρή Γαλ­λί­δα με κα­τα­πρά­σι­να μά­τια, το τε­λευ­ταίο τρί­λε­πτο πριν κα­τα­να­λώ­σει το δη­λη­τή­ριο, όταν της εί­χε πει πως δεν την ήθε­λε πια.

Ο πά­στο­ρας Γιορκ, με­σή­λι­κας, με άσπρα μαλ­λιά και πρό­σω­πο γε­μά­το ου­λές, περ­νού­σε συ­χνά από την γκα­λε­ρί. Το πρό­σω­πο της Μα­ρίσ­σα άν­θι­ζε σαν του­λί­πα, όταν τον έβλε­πε. Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να εί­ναι υπο­ταγ­μέ­νη στον άντρα, υπο­στή­ρι­ζε ο πά­στο­ρας Γιορκ και δια­τυ­μπά­νι­ζε και άλ­λες εξί­σου ανα­χρο­νι­στι­κές από­ψεις για το γυ­ναι­κείο φύ­λο που εκεί­νη τις απο­δε­χό­ταν χα­μο­γε­λώ­ντας, κά­νο­ντάς τον να μαί­νε­ται, αυ­τόν που σύ­χνα­ζε στο σταυ­ρο­δρό­μι των οδών Χέιτ και Άσμπου­ρι, το πα­λιό ορ­μη­τή­ριο των χί­πις, με τις ροκ συ­ναυ­λί­ες και την πί­στη στον ελεύ­θε­ρο έρω­τα.

Της ζή­τη­σε επα­νει­λημ­μέ­να να βγουν για φα­γη­τό. Όμως έλα­βε απα­νω­τές αρ­νή­σεις. Μό­νον με­τά από εβδο­μά­δες, κα­θώς χώ­ρι­ζαν ένα βρά­δυ, δέ­χθη­κε επι­τέ­λους την πρό­τα­σή του να τη συ­νο­δεύ­σει στο μπαρ.

Πέ­ρα­σε το χέ­ρι του στην πλά­τη της. Αυ­τή κοκ­κί­νι­σε. Ξαφ­νι­κά η νύ­χτα κα­τά­πιε κά­θε ορ­γή, πό­νο και αδι­κία· έσβη­σε τη μυ­ρω­διά του κλού­βιου αυ­γού, το γκρί­ζο χρώ­μα των κτι­ρί­ων, τους άχα­ρους ου­ρα­νο­ξύ­στες. Έμει­νε μό­νο το φως των μα­τιών της που έλα­μπαν.

– Εί­μα­στε πο­λύ κο­ντά στο σπί­τι μου, της εί­πε. Πού να κα­τε­βαί­νεις τέ­τοια ώρα στο άλ­λο άκρο της πό­λης;

– Έχω πο­νο­κέ­φα­λο, απά­ντη­σε εκεί­νη και πριν προ­λά­βει να την απο­χαι­ρε­τί­σει κα­νο­νι­κά, αυ­τή στα­μά­τη­σε ένα τα­ξί και μπή­κε γρή­γο­ρα μέ­σα.

Γύ­ρι­σε όλο το Όκλαντ με τα πό­δια εκεί­νο το βρά­δυ. Κα­τέ­λη­ξε σε ένα μπαρ με κα­ρα­ό­κε, στην Τσάι­να Τά­ουν. Την άλ­λη μέ­ρα δεν πή­γε στη γκα­λε­ρί.

Στην πρε­μιέ­ρα της έκ­θε­σης, το βλέμ­μα του μέ­θυ­σε από το γα­λά­ζιο της φό­ρε­μα. Εκεί­νη όμως μι­λού­σε διαρ­κώς με τους κα­λε­σμέ­νους και έκα­νε δη­μό­σιες σχέ­σεις σαν χρη­μα­τι­στής που ξε­κί­νη­σε μό­λις την κα­ριέ­ρα του. Ένιω­σε σαν πε­ρι­στέ­ρι που έχα­σε το ταί­ρι του. Ασυ­ναί­σθη­τα ακού­μπη­σε το στι­λέ­το που εί­χε πά­ντα στην τσέ­πη του πα­ντε­λο­νιού του για ώρα ανά­γκης. Όμως, όταν –στο τέ­λος της έκ­θε­σης– την εί­δε να φεύ­γει με συ­νο­δό τον πά­στο­ρα Γιορκ, μια έντο­νη μυ­ρω­διά από θειά­φι στα ρου­θού­νια του τον αρ­ρώ­στη­σε και τον έκα­νε να μεί­νει στο κρε­βά­τι για δέ­κα πέ­ντε μέ­ρες.

Όταν για­τρεύ­τη­κε, πή­γε να την ευ­χα­ρι­στή­σει για τη διορ­γά­νω­ση της έκ­θε­σης.

– Με­γά­λη επι­τυ­χία, του εί­πε, και το χέ­ρι της, που έσφι­ξε ψυ­χρά και απρό­σω­πα το δι­κό του, ήταν σαν δα­γκά­να μιας μη­χα­νής που τον πολ­το­ποί­η­σε και τον ισο­πέ­δω­σε.

Από το κα­φέ-ανα­γνω­στή­ριο δεν έφυ­γε, πα­ρά όταν δια­πί­στω­σε ότι το ασθε­νο­φό­ρο εί­χε απο­μα­κρυν­θεί και η σει­ρή­να έπα­ψε να ακού­γε­ται.

Το ρα­διό­φω­νο μι­λού­σε για τον άδι­κο χα­μό της Μα­ρίσ­σας Άμιτ, ιδιο­κτή­τριας της γκα­λε­ρί Άρτ Εξ­τσέιτζ. Στην πόρ­τα της δεν υπήρ­χε το χαρ­τί της ει­δο­ποί­η­σης που η εται­ρεία φυ­σι­κού αε­ρί­ου εί­χε κολ­λή­σει έξω από όλα τα δια­με­ρί­σμα­τα της πο­λυ­κα­τοι­κί­ας. Έτσι η άτυ­χη γυ­ναί­κα δεν εί­χε ενη­με­ρω­θεί για τη βλά­βη. Δεν έκλει­σε την πα­ρο­χή όπως υπα­γό­ρευαν οι οδη­γί­ες και πέ­θα­νε από τη διαρ­ροή του αε­ρί­ου.

Εί­χε νυ­χτώ­σει. Ο Ρί­κο άπλω­σε τους καμ­βά­δες του στο πά­τω­μα. Το κόκ­κι­νο στον πί­να­κά του πή­ρε το χρώ­μα του αί­μα­τος από­ψε. Σκού­πι­σε το πι­νέ­λο του πά­νω στο τσα­λα­κω­μέ­νο χαρ­τί της ει­δο­ποί­η­σης που εί­χε ξε­κολ­λή­σει από την πόρ­τα της.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: