Καρέλια κασετίνα

Του έφερ­να τσι­γά­ρα Κα­ρέ­λια κα­σε­τί­να, μό­νο άφιλ­τρα. Τα άφη­να πά­νω στο μπου­φέ και τα εξα­φά­νι­ζε αμέ­σως, ήταν με­γά­λος θε­ρια­κλής. Ένα πα­κέ­το την ημέ­ρα το ήθε­λε όπως και να εί­χε. Τα φύ­λα­γε μέ­σα από το που­κά­μι­σό του, το ξε­κού­μπω­νε, τα ακου­μπού­σε στο ύψος της ζώ­νης ανά­με­σα στο που­κά­μι­σο και την άσπρη φα­νέ­λα με την τι­ρά­ντα και με­τά το ξα­να­κού­μπω­νε.

Θυ­μά­μαι τα δά­χτυ­λά του, ήταν μα­κριά και λε­πτά, οι κό­μποι των αρ­θρώ­σε­ων προ­ε­ξεί­χαν, στο ημί­φως έμοια­ζαν οστά ακτι­νο­γρα­φί­ας, κι­νού­νταν ανά­λα­φρα. Ήμου­να σί­γου­ρος ότι ενώ­νο­νταν με την πα­λά­μη μό­νο με το δέρ­μα, χω­ρίς κα­θό­λου σάρ­κα, ενώ ανά­με­σα στα κό­κα­λα, εκεί που κλεί­δω­ναν, πρέ­πει να υπήρ­χε κε­νό, αέ­ρας μό­νο, αφού τό­σο αναρ­χι­κά δά­κτυ­λα δεν εί­χα ξα­να­δεί. Κι­νού­νταν προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις σαν να μην ήταν δε­μέ­να που­θε­νά ενώ ήταν ώρες που έπαι­ζε σκο­πούς μου­σι­κούς, χτυ­πώ­ντας τα ρυθ­μι­κά με­τα­ξύ τους, το δεί­κτη με το με­σαίο, το με­σαίο με τον πα­ρά­με­σο, τον πα­ρά­με­σο με το μι­κρό κι έτσι έφτια­νε νό­τες, συ­νή­θως εκεί κα­τά το σού­ρου­πο που δεν εί­χε τι να κά­νει. Όταν κρα­τού­σε το τσι­γά­ρο σταύ­ρω­νε το δεί­κτη πά­νω από το με­σαίο σαν να ήταν φτιαγ­μέ­να από κα­ου­τσούκ και έτσι με πλεγ­μέ­να τα δά­χτυ­λα και το κε­φά­λι να κοι­τά­ει ψη­λά, έφερ­νε το άφιλ­τρο στο στό­μα για να τρα­βή­ξει βα­θιά ρου­φη­ξιά, να φτά­σει ο κα­πνός ως στο βύ­θι­σμα της ψυ­χής του και να χα­μο­γε­λά­σει από ευ­χα­ρί­στη­ση.

Οι ρώ­γες των δύο δα­χτύ­λων του ήταν κα­τα­κί­τρι­νες από τη νι­κο­τί­νη, με τα χρό­νια το κί­τρι­νο εί­χε προ­χω­ρή­σει και πιο κά­τω, εί­χε απλω­θεί στη με­σαία άρ­θρω­ση αλ­λά και έξω, στα νύ­χια που το χρώ­μα τους πρό­δι­δε το πά­θος του. Το άλ­λο που το πρό­δι­δε ήταν ο τσι­γα­ρό­βη­χας, σε ανύ­πο­πτο χρό­νο άκου­γες τα πνευ­μό­νια του να βρά­ζουν, φυ­σα­λί­δες ανέ­βαι­ναν προς το λαι­μό ώσπου ένα ύπου­λο φλέ­μα τον γαρ­γα­λού­σε και τον έκα­νε να βή­χει χω­ρίς όμως πο­τέ να βγά­ζει τί­πο­τα, απλά η ελα­στι­κή μά­ζα υπο­χω­ρού­σε και κα­τέ­βαι­νε εκεί που ζού­σε από και­ρό και ο βή­χας του περ­νού­σε.

Η αγα­πη­μέ­νη του θέ­ση ήταν στο τζά­μι του σκρί­νιου, εκεί εμ­φα­νι­ζό­ταν συ­νή­θως ή στους τοί­χους των υπνο­δω­μα­τί­ων, κά­ποιες φο­ρές στον κα­θρέ­φτη του μπά­νιου, γε­νι­κά μπο­ρεί να τον έβλε­πες οπου­δή­πο­τε μέ­σα στο σπί­τι, εκτός από την κου­ζί­να. Εκεί δεν εί­χε πα­τή­σει πο­τέ, ήταν μια αντι­πά­θεια που μου έκα­νε εντύ­πω­ση και η μό­νη εξή­γη­ση που έβρι­σκα ήταν ότι η πα­ρα­σκευή της τρο­φής, αλ­λά και η τρο­φή η ίδια, ιδιαί­τε­ρα αν πε­ριε­λάμ­βα­νε κρέ­ας, τον απω­θού­σαν αφού εκεί­νος ως πνεύ­μα δεν έτρω­γε πο­τέ, όχι μό­νο για­τί δεν το χρεια­ζό­ταν αλ­λά και για­τί ήταν μια ευ­τε­λής, ίσως και απο­κρου­στι­κή λει­τουρ­γία που δεν ταί­ρια­ζε σε έναν Άγιο που εί­χε την ευ­λο­γία του Θε­ού.

Η μά­να μου τον θυ­μό­ταν να ζει μα­ζί τους από το πα­τρι­κό της, τον εί­χε φέ­ρει μα­ζί του ο πα­τέ­ρας της από το σπί­τι του που πιο πριν τον εί­χε φέ­ρει η μά­να του και πά­ει λέ­γο­ντας προς τα πί­σω πολ­λές γε­νιές. Κα­νείς δεν θυ­μά­ται πώς και για­τί εμ­φα­νί­στη­κε για πρώ­τη φο­ρά, εί­χα­με όμως όλοι συ­νη­θί­σει να ζού­με με τον «Άγιο», ήταν μέ­λος της οι­κο­γέ­νειας και από πολ­λά χρό­νια εί­χα­με στα­μα­τή­σει να ρω­τά­με πώς βρέ­θη­κε μα­ζί μας. Η οι­κο­γε­νεια­κή προ­φο­ρι­κή μας πα­ρά­δο­ση έλε­γε ότι δεν γερ­νού­σε αλ­λά πά­ντα εί­χε τη μορ­φή αυ­τή που τον γνώ­ρι­σα κι εγώ, ψη­λός, λι­γνός με μα­κριά μαλ­λιά και μού­σια, ντυ­μέ­νος με γκρι πα­ντε­λό­νι υφα­σμά­τι­νο με πιέ­τα, μαύ­ρη ζώ­νη, μαύ­ρα πα­πού­τσια και λευ­κό που­κά­μι­σο, για τα ρού­χα δεν εί­μαι σί­γου­ρος, μπο­ρεί και να ήταν δια­φο­ρε­τι­κά πα­λιό­τε­ρα. Δεν εί­χε τί­πο­τα από τη θλί­ψη και την κα­τα­νυ­κτι­κή επι­βλη­τι­κή μα­τιά των αγί­ων στις αγιο­γρα­φί­ες. Αντί­θε­τα, το βλέμ­μα του ήταν έξυ­πνο και χα­ρού­με­νο, πολ­λές φο­ρές έμοια­ζε με μι­κρού παι­διού, εί­χε μια λάμ­ψη σκαν­δα­λιάς και έδει­χνε έτοι­μος να γε­λά­σει στο πρώ­το αστείο που θα ακου­γό­ταν ή να κο­ροϊ­δέ­ψει τα αλ­λο­πρό­σαλ­λα που συμ­βαί­νουν την κά­θε μέ­ρα σε μια οι­κο­γέ­νεια.

Από όλα τα αδέλ­φια, διά­λε­ξε τη μά­να μου και ήρ­θε μα­ζί της στο και­νού­ριο σπί­τι που εκεί­νη έστη­σε όταν πα­ντρεύ­τη­κε. Το για­τί δεν το απά­ντη­σε πο­τέ, αλ­λά κι εκεί­νη δεν ασχο­λή­θη­κε πο­λύ. Το μό­νο που μας έλε­γε συ­χνά ήταν ότι μάλ­λον κι άλ­λες οι­κο­γέ­νειες έχουν τον «Άγιό» τους αλ­λά δεν το εκ­μυ­στη­ρεύ­ο­νται σε ξέ­νους, όπως άλ­λω­στε κά­να­με κι εμείς για­τί θα μας περ­νού­σαν για τρε­λούς, αλ­λά και για­τί εί­χα­με κι έναν βα­θύ­τε­ρο φό­βο ότι κά­ποιος θα προ­σπα­θού­σε να μας τον κλέ­ψει κι ας μην ήταν ορα­τός σε κα­νέ­ναν άλ­λον πέ­ρα από εμάς και από τα ζώα που αντά­ρια­ζαν όταν τον αι­σθά­νο­νταν μέ­χρι που τον συ­νή­θι­ζαν και δεν του έδι­ναν ση­μα­σία.

Όταν ο πα­τέ­ρας πή­γε να πο­λε­μή­σει στην Αλ­βα­νία, πριν να γεν­νη­θώ εγώ, η μά­να τον κυ­νή­γα­γε όλη μέ­ρα για να του πει να τον προ­στα­τεύ­ει και να τον φέ­ρει πί­σω γε­ρό. Του άφη­νε τα Κα­ρέ­λια και πα­ρα­φυ­λού­σε να τον δει να τα παίρ­νει για να του αρ­χί­σει τα πα­ρα­κά­λια. Εκεί­νος δεν μι­λού­σε, μό­νο την κοι­τού­σε και της χα­μο­γε­λού­σε και με­τά εξα­φα­νι­ζό­ταν, αλ­λά η μά­να τον έπαιρ­νε συ­χνά χα­μπά­ρι από τον τσι­γα­ρό­βη­χα ή από τις μου­σι­κές με τα δά­κτυ­λα και μό­λις τον άκου­γε, έτρε­χε και τον προ­λά­βαι­νε την ώρα που εμ­φα­νι­ζό­ταν στο τζά­μι της εξώ­πορ­τας και σκυ­φτός έκα­νε να μυ­ρί­σει το βα­σι­λι­κό που ήταν δί­πλα, έτρε­χε και τον άρ­χι­ζε το πα­ρα­κα­λε­τό και δεν τον άφη­νε σε ησυ­χία.

Τε­λι­κά, ο πα­τέ­ρας ήρ­θε σώ­ος από το μέ­τω­πο με μό­νο μία σφαί­ρα στο στή­θος που εί­χε σφη­νω­θεί και οι για­τροί δεν μπο­ρού­σαν να βγά­λουν, αλ­λά εκεί που ήτα­νε δεν τον ενο­χλού­σε και ο πα­τέ­ρας ένιω­θε δυ­να­τός σαν άλο­γο. Εκεί­νες τις μέ­ρες, η μά­να όλη μέ­ρα ευ­χα­ρι­στού­σε τον Άγιό μας με τα μα­κριά μαλ­λιά και τα μού­σια και του πή­γαι­νε δυο-δυο τις κα­σε­τί­νες Κα­ρέ­λια κι ας ήταν δύ­σκο­λες επο­χές για τσι­γά­ρα και για όλα, αυ­τή τα κα­τά­φερ­νε για­τί το εί­χε χρέ­ος.

Με­τά, η μά­να γέν­νη­σε, τον αδελ­φό μου μέ­σα στην Κα­το­χή κι εμέ­να αρ­γό­τε­ρα, πέ­ντε χρό­νια με­τά. Περ­νά­γα­με μάλ­λον στε­νά­χω­ρα για­τί ο πα­τέ­ρας με τη δου­λειά στα ντα­μά­ρια δεν έβγα­ζε και πολ­λά, κι ήτα­νε ανά­πο­δα χρό­νια για όλους. Εμείς σαν παι­διά, απα­σχο­λιό­μα­σταν όλη μέ­ρα με το ένα και με τ’ άλ­λο, δη­λα­δή με παι­χνί­δι από το πρωί ως το βρά­δυ και δεν πο­λυ­κα­τα­λα­βαί­να­με τι γι­νό­ταν. Πολ­λές φο­ρές, τον εί­χα­με πιά­σει να κά­θε­ται να μας κοι­τά κι όταν τσα­κω­νό­μα­σταν για την πα­ρα­γε­μι­σμέ­νη κάλ­τσα με κου­ρέ­λια που έπαι­ζε το ρό­λο της μπά­λας, εκεί­νος έσκα­γε στα γέ­λια κι εμείς τσα­ντι­ζό­μα­σταν και του πε­τού­σα­με την μπά­λα, κι εκεί­νος χα­νό­νταν γε­λώ­ντας τό­σο δυ­να­τά που τρα­ντα­ζό­ταν ολά­κε­ρος.

Ήταν όταν ο αδελ­φός μου εί­χε κλεί­σει τα δέ­κα που αρ­ρώ­στη­σε βα­ριά. Πνευ­μο­νία, φρά­ξαν οι δρό­μοι που μπαι­νό­βγαι­νε ο αέ­ρας μέ­σα του, τον έτρω­γε ψη­λός πυ­ρε­τός κι όλο έχα­νε βά­ρος. Ο Άγιος εί­χε εξα­φα­νι­στεί, θυ­μά­μαι πο­λύ κα­λά ότι εκεί­νες τις μέ­ρες δεν ακου­γό­ταν κα­θό­λου, ού­τε έπαιρ­νε τα τσι­γά­ρα από το μπου­φέ, έμε­ναν εκεί πά­νω, ακου­μπι­σμέ­να στο κέ­ντη­μα με τη με­τα­ξω­τή κλω­στή από την προί­κα της μά­νας, ανά­με­σα στις δυο φω­το­γρα­φί­ες που εί­χα­με όλες κι όλες, μία από το γά­μο των γο­νιών μου και μία οι­κο­γε­νεια­κή που ήμα­σταν και τα παι­διά, εγώ πο­λύ μι­κρός με κρα­τού­σαν αγκα­λιά. Η μά­να κά­θε τό­σο τον φώ­να­ζε, πα­ρα­μό­νευε να τον δει, του μι­λού­σε πό­τε γλυ­κά, του έτα­ζε ό,τι φα­ντα­ζό­ταν πως θα του άρε­σε, ή πό­τε με βρι­σιές και κα­τά­ρες τον διέ­τα­ζε να κά­νει αυ­τό που του έπρε­πε, να σώ­σει τον αδελ­φό μου.

Όταν το παι­δί με­λά­νια­σε και του κό­πη­κε η ανά­σα για πά­ντα, η μά­να έβγα­λε φω­νή στρι­γκή να φέ­ρει τον αδελ­φό μου πί­σω, αλ­λά εκεί­νος μό­νο πά­γω­νε μέ­χρι που την τρά­βη­ξαν από πά­νω του όταν πια εί­χε αρ­χί­σει να κοκ­κα­λώ­νει και λί­γο ακό­μα και δεν θα μπο­ρού­σαν να τον ετοι­μά­σουν για το φέ­ρε­τρο. Κά­ποια ώρα, προς τα ξη­με­ρώ­μα­τα, εκεί που τον ξε­νυ­χτού­σαν, εμ­φα­νί­στη­κε ο Άγιος στον τοί­χο απέ­να­ντι από το λεί­ψα­νο, με μά­τια γλα­ρω­μέ­να, ανα­κα­τω­μέ­να μαλ­λιά και γέ­νια λευ­κό­τε­ρα απ’ ό,τι τον ξέ­ρα­με. Έμε­νε ακί­νη­τος, με τα χέ­ρια σταυ­ρω­μέ­να χω­ρίς να κοι­τά τη μά­να, μό­νο κοι­τού­σε κά­τω, μα εκεί­νη όταν τον εί­δε έβγα­λε πά­λι δυ­να­τή φω­νή και άρ­χι­σε να τον βρί­ζει και να τον κα­τα­ριέ­ται. Πή­ρε ό,τι βρή­κε μπρο­στά της και του πε­τού­σε, τα­σά­κια, πιά­τα, τα φλι­τζα­νά­κια με τον κα­φέ και τα πο­τή­ρια με το κο­νιάκ, κά­ποια στιγ­μή βρή­κε και κά­τι πέ­τρες δί­πλα στο τζά­κι και τις πε­τού­σε κι αυ­τές στον τοί­χο. Ο κό­σμος που ήταν μα­ζε­μέ­νος για το ξε­νύ­χτι νό­μι­ζε πως τρε­λά­θη­κε και έπε­σαν πά­νω της να την ησυ­χά­σουν, την πή­γαν στο δί­πλα δω­μά­τιο να ξα­πλώ­σει μα εκεί­νη συ­νέ­χι­σε να βρί­ζει και να κα­τα­ριέ­ται μέ­χρι που δεν εί­χε άλ­λο φαρ­μά­κι, στέ­γνω­σε το στό­μα της και έμει­νε ανοι­χτό και με μια υπο­ψία αφρού στην άκρη των χει­λιών της, να κοι­τά­ει το ει­κο­νο­στά­σι και να βλα­στη­μά­ει από μέ­σα της όλα τα θεϊ­κά, για­τί τι «Θε­ός υπάρ­χεις» άμα δεν έχεις τρό­πο να σω­θεί ένα αγ­γε­λού­δι δέ­κα χρο­νών που αμαρ­τία δεν εί­χε προ­λά­βει να έχει κα­μιά, «στην Κό­λα­ση να κα­ούν όλοι», δεν πί­στευε τί­πο­τα κι ού­τε τους ήθε­λε στο σπί­τι της.

Πα­ρ’ όλ’ αυ­τά, δεν πή­ρε πο­τέ τέ­τοιο θάρ­ρος να βγά­λει το ει­κο­νο­στά­σι από το σπί­τι, αλ­λά κι ο Άγιος δεν ξα­να­τόλ­μη­σε να εμ­φα­νι­στεί μπρο­στά της, για­τί μό­λις τον έβλε­πε τον έπαιρ­νε με τις πέ­τρες και μό­νο περ­νώ­ντας τα χρό­νια και αφού κά­πως κα­τα­λά­για­σε ο καη­μός για το πε­θα­μέ­νο της παι­δί, τον άφη­νε να κά­θε­ται στον τοί­χο μό­νο με την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη για να μην βλέ­πει το πρό­σω­πό του και της θυ­μί­ζει το κα­κό που την εί­χε βρει.

Όταν πέ­ρα­σα στο Πο­λυ­τε­χνείο στην Αθή­να, εκεί­νος έμει­νε πί­σω στο πα­τρι­κό, και μό­νο ερ­χό­ταν επί­σκε­ψη συ­χνά-πυ­κνά στην γκαρ­σο­νιέ­ρα που νοί­κια­ζα στα Εξάρ­χεια, εμ­φα­νι­ζό­ταν ξαφ­νι­κά όταν εί­χα εξε­τα­στι­κή και κα­θό­ταν στον κα­θρέ­φτη απέ­να­ντι από το γρα­φείο μου να μου κά­νει πα­ρέα. Την ημέ­ρα που με χώ­ρι­σε η Λέ­να για να τα φτιά­ξει με το Σω­τή­ρη, το γιο του αρ­χη­γού της αστυ­νο­μί­ας, ήρ­θε κι έκα­τσε άκρη στο κρε­βά­τι που ήμουν ξα­πλω­μέ­νος, με κέ­ρα­σε τσι­γά­ρα Κα­ρέ­λια και έμει­νε όλο το βρά­δυ να ακού­ει αυ­τά που λέ­νε όλοι οι χω­ρι­σμέ­νοι του κό­σμου. Το πρωί που ξύ­πνη­σα εί­χε φύ­γει, εμέ­να το στό­μα μου ήταν σαν τσα­ρού­χι από τον κα­πνό που με εί­χε κε­ρά­σει και η πί­κρα, όχι απ’ τον κα­πνό, από την προ­δο­σία της Λέ­νας, έκα­νε να φύ­γει μή­νες,.

Ο πα­τέ­ρας πέ­θα­νε πριν πά­ρω το δί­πλω­μα, εκεί­νη σφαί­ρα στο στή­θος κου­νή­θη­κε από τη θέ­ση της, πή­γε στην καρ­διά και τον άφη­σε στον τό­πο, τριά­ντα χρό­νια αρ­γό­τε­ρα απ’ όταν έπρε­πε να τον εί­χε στεί­λει στον άλ­λον κό­σμο.

Στα γε­γο­νό­τα του Πο­λυ­τε­χνεί­ου ήμου­να μέ­σα, με πιά­σα­νε και πέ­ρα­σα μια νύ­χτα με πο­λύ ξύ­λο στο κρα­τη­τή­ριο, αυ­τή ήταν όλη κι όλη η δι­κή μου η προ­σφο­ρά στην αντί­στα­ση για­τί το έμα­θε η Λέ­να, δεν ξέ­ρω πώς και πα­ρα­κά­λε­σε τον άντρα της, το γιο του αρ­χη­γού της αστυ­νο­μί­ας, και με άφη­σαν. Εκεί­νη τη βρα­διά στο κρα­τη­τή­ριο, άκου­γα διαρ­κώς τα δά­κτυ­λά του να παί­ζουν σκο­πούς επι­κούς που με κά­ποιον τρό­πο μου έδι­ναν κου­ρά­γιο, ενώ όλο το βρά­δυ, οι δε­σμο­φύ­λα­κές μου έψα­χναν να βρουν από πού έρ­χε­ται η μου­σι­κή κι αυ­τό μου γλί­τω­σε κά­μπο­σες μπου­νιές.

Έχου­νε πε­ρά­σει τριά­ντα χρό­νια από τό­τε. Όταν πέ­θα­νε η μά­να, εκεί­νος με­τα­κό­μι­σε στο σπί­τι μου, εί­χα εν τω με­τα­ξύ πα­ντρευ­τεί και εί­χα απο­κτή­σει τον γιο μου. Κά­τι έγι­νε –έγι­ναν πολ­λά– και τα πράγ­μα­τα άλ­λα­ξαν. Ήταν πριν πέ­ντε ή έξι κα­λο­καί­ρια που τα Κα­ρέ­λια έμε­ναν ανέγ­γι­χτα για και­ρό πά­νω στο τρα­πε­ζά­κι που του τα άφη­να στο νέο μου σπί­τι. Πε­ρί­με­να να τον δω, μέ­ρα με τη μέ­ρα, μα απλώς έναν Ιού­νη εξα­φα­νί­στη­κε χω­ρίς καν να κα­τα­δε­χτεί να με χαι­ρε­τί­σει, ού­τε να μου δώ­σει την ευ­και­ρία να του εξη­γή­σω. Η μά­να τον πε­τρο­βο­λού­σε αλ­λά δεν την άφη­σε πο­τέ, ενώ εμέ­να με εγκα­τέ­λει­ψε, να μην τον αδι­κώ, όχι χω­ρίς να μου δώ­σει ση­μά­δια πριν.

Ήταν τό­τε με εκεί­νη τη δου­λειά με τον χά­λυ­βα, το ήξε­ρα δεν ήταν πο­λύ κα­θα­ρή, μα ήταν ευ­και­ρία για πολ­λά λε­φτά, πά­ρα πολ­λά λε­φτά, τό­σα που δεν εί­χα ξα­να­δεί ού­τε θα ξα­νά­βλε­πα πο­τέ στη ζωή μου. Τον πε­τύ­χαι­να συ­χνά να με κοι­τά­ει με αυ­στη­ρό ύφος τα βρά­δια που κα­θό­μουν προ­βλη­μα­τι­σμέ­νος στο γρα­φείο. Στο τέ­λος, εί­χε φτά­σει να μου έχει μό­νι­μα την πλά­τη γυ­ρι­σμέ­νη, απ’ όταν έβα­λα τις υπο­γρα­φές να κλεί­σει η αγο­ρα­πω­λη­σία. Δεν ξα­να­φά­νη­κε από την ημέ­ρα που μπή­καν τα λε­φτά στο λο­γα­ρια­σμό στην Ελ­βε­τία, τα Κα­ρέ­λια έμει­ναν να σκο­νί­ζο­νται πά­νω στο τρα­πε­ζά­κι, δί­πλα στο ασύρ­μα­το τη­λέ­φω­νο. Κά­θε τό­σο τα ανα­νε­ώ­νω για­τί ο κα­πνός πα­λιώ­νει και αν απο­φα­σί­σει να τα κα­πνί­σει θα του πει­ρά­ξουν το λαι­μό. Τα πα­λιά, τα κα­πνί­ζω εγώ, μέ­χρι το τε­λευ­ταίο, το στό­μα μου ξε­ραί­νε­ται αλ­λά νιώ­θω ευ­φρο­σύ­νη σαν να γυρ­νάω στα χρό­νια που εκεί­νος μας έκλε­βε την μπά­λα από τα κου­ρέ­λια.

Του άφη­σα και σή­με­ρα την κα­σε­τί­να. Έχω μπρο­στά μου την πα­λιά και ετοι­μά­ζο­μαι να ανά­ψω τσι­γά­ρο. Η συ­σκευα­σία έχει αλ­λά­ξει εδώ και χρό­νια. Το μπρο­στι­νό μέ­ρος κα­λύ­πτει κα­τά το ήμι­συ μια ετι­κέ­τα «ΤΟ ΚΑ­ΠΝΙ­ΣΜΑ ΠΡΟ­ΚΑ­ΛΕΙ ΚΑΡ­ΚΙ­ΝΟ». Κά­θε μέ­ρα τον πε­ρι­μέ­νω. Θέ­λω πο­λύ να τον ξα­να­δώ στο τζά­μι της πόρ­τας, θα έχει σί­γου­ρα το ει­ρω­νι­κό βλέμ­μα εκεί­νου που κα­πνί­ζει μιαν αιω­νιό­τη­τα σαν μα­νια­κός και δεν φο­βά­ται αρ­ρώ­στια, ού­τε γνω­ρί­ζει χρό­νο, για­τί γι’ αυ­τόν δεν υπάρ­χει αρ­χή ή τέ­λος, μό­νο φτύ­νει το φλέ­μα του τσι­γα­ρό­βη­χα στα μού­τρα του θα­νά­του και με­τά σκά­ει στα γέ­λια. Θα εί­ναι μια ανα­κού­φι­ση να τον δω έστω και μια φο­ρά, να του μι­λή­σω, να του εξη­γή­σω και να μου παί­ξει μου­σι­κή χτυ­πώ­ντας τα δά­χτυ­λα.

Χθες, μου διέ­γνω­σαν προ­χω­ρη­μέ­νο καρ­κί­νο στον πνεύ­μο­να, μου μέ­νουν λι­γό­τε­ροι από δύο μή­νες ζω­ής. Δεν ήμουν πο­τέ κα­πνι­στής. Τα μό­να τσι­γά­ρα που έχω κα­πνί­σει στη ζωή μου εί­ναι τα Κα­ρέ­λια κα­σε­τί­να του Αγί­ου μας.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: