Η πρώτη εξόρμηση (Α): Ο ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΟΣ ΒΑΡΔΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΥΡΛ
Κατ’αρχάς, για να αποφύγουμε πιθανές παρεξηγήσεις, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η εξόρμηση ήταν, αυστηρά μιλώντας, στο πουθενά. Στην πραγματικότητα, ο Τρουρλ δεν έφυγε ποτέ από το σπίτι του κατά τη διάρκειά της – εκτός από μερικά ταξίδια στο νοσοκομείο και μια ασήμαντη εκδρομή σε κάποιον αστεροειδή. Ωστόσο, με μια βαθύτερη κι ανώτερη έννοια, αυτή ήταν η πιο μακρινή απ’τις εξορμήσεις του διάσημου κατασκευαστή, γιατί τον πήγε πέρα από τη σφαίρα του πιθανού.
Ο Τρουρλ είχε κάποτε την ατυχία να φτιάξει μια τεράστια υπολογιστική μηχανή που μπορούσε να κάνει μόνο ένα πράγμα, να προσθέσει το 2 με το 2, και ακόμη κι αυτό το έκανε λάθος. Όπως είπαμε νωρίτερα, η μηχανή αποδείχτηκε επίσης τρομερά πεισματάρα, και ο καβγάς που προκάλεσε αυτό μεταξύ της ίδιας και του δημιουργού της, παραλίγο να του κοστίσει την ίδια τη ζωή. Από εκείνη τη στιγμή, ο Κλαπάουτσιους πείραζε αλύπητα τον Τρουρλ, σχολιάζοντας με την παραμικρή ευκαιρία, ώσπου ο Τρουρλ αποφάσισε να του το βουλώσει μια για πάντα φτιάχνοντας μια μηχανή που θα έγραφε ποίηση. Πρώτα ο Τρουρλ μάζεψε 820 τόνους βιβλία πάνω στις κυβερνοεπιστήμες και 12.000 τόνους από την καλύτερη ποίηση, μετά έκατσε και τα διάβασε όλα. Όποτε ένιωθε ότι δεν άντεχε άλλο πίνακα ή εξίσωση, το γυρνούσε στην ποίηση, και τούμπαλιν. Μετά από λίγο συνειδητοποίησε πως η ίδια η κατασκευή της μηχανής θα ήταν παιχνιδάκι σε σύγκριση με τον προγραμματισμό της. Το πρόγραμμα που βρίσκεται μέσα στο μυαλό του μέσου ποιητή, άλλωστε, είναι γραμμένο από τον πολιτισμό του ποιητή, ο οποίος με τη σειρά του έχει προγραμματιστεί από τον πολιτισμό που προηγήθηκε, και ούτω καθεξής μέχρι την Απαρχή του Χρόνου, τότε που τα κομματάκια της πληροφορίας που αφορούσαν τον ποιητή του μέλλοντος στροβιλίζονταν ακόμη μέσα στο αρχέγονο χάος του συμπαντικού βυθού. Άρα για να προγραμματίσει κανείς μια μηχανή ποίησης, θα έπρεπε πρώτα να επαναλάβει ολόκληρο το σύμπαν από την αρχή – ή τουλάχιστο ένα μεγάλο κομμάτι του.
Οποιοσδήποτε άλλος στη θέση του Τρουρλ, θα τα είχε παρατήσει επί τόπου, αλλά ο τολμηρός κατασκευαστής μας δεν κώλωσε. Έφτιαξε μια μηχανή και κατασκεύασε ένα ψηφιακό μοντέλο του Κενού, Ηλεκτροστατικό Πνεύμα για να κινηθεί πάνω στην επιφάνεια των ηλεκτρολυτικών υδάτων, εισήγαγε την παράμετρο του φωτός, καναδυό πρωτογαλαξιακά σύννεφα, και σκαλί σκαλί ανέβηκε ως την πρώτη εποχή των παγετώνων – ο Τρουρλ μπορούσε να κινηθεί με τέτοια ταχύτητα γιατί η μηχανή του μπορούσε σε ένα πεντάκις δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου να προσομοιώσει εκατό επτάκις εκατομμύρια γεγονότα σε σαράντα οκτάκις εκατομμύρια διαφορετικές τοποθεσίες ταυτοχρόνως. Κι αν κάποιος αμφισβητεί αυτά τα νούμερα, ας κάτσει να τα υπολογίσει μόνος του.
Ύστερα ο Τρουρλ άρχισε να σχηματίζει τον Πολιτισμό, την παραγωγή φωτιάς με τσακμακόπετρες και τη βυρσοδεψία, και φρόντισε να υπάρξουν δεινόσαυροι και κατακλυσμοί, το περπάτημα στα δύο πόδια και η έλλειψη ουράς, ύστερα έφτιαξε τον παλαιοχλωμοπρόσωπο (Albuminidis sapientia), που γέννησε τον χλωμοπρόσωπο, που γέννησε το εργαλείο, κι έτσι συνέχισε από αιώνα σε χιλιετία, μες στο ατέλειωτο μουρμουρητό ηλεκτρικών φορτίων και δινορευμάτων. Συχνά η μηχανή φαινόταν να μην είναι αρκετά μεγάλη για τη δημιουργία μιας νέας εποχής, και τότε ο Τρουρλ χρησιμοποιούσε βοηθητικές μονάδες – ώσπου κατέληξε, εν τέλει, σε μια πραγματική μητρόπολη σωλήνων και τερματικών, κυκλωμάτων και παραδιακλαδώσεων, όλων τόσο μπλεγμένων και μπουρδουκλωμένων που κι ο ίδιος ο διάβολος δε θα μπορούσε να βρει άκρη. Όμως ο Τρουρλ κάπως τα κατάφερε, έπρεπε να ξαναπάει πίσω μόνο δύο φορές – τη μία, σχεδόν πίσω στην αρχή, όταν ανακάλυψε ότι ο Άβελ είχε δολοφονήσει τον Κάιν κι όχι ο Κάιν τον Άβελ (απ’ό,τι φαίνεται, εξαιτίας μιας ελαττωματικής πρίζας), κι άλλη μία, μόνο τριακόσια τρισεκατομμύρια χρόνια πίσω στη μέση της Μεσοζωικής περιόδου, όταν μετά το πέρασμα από ψάρι σε αμφίβιο σε ερπετό και σε θηλαστικό, κάτι παράξενο συνέβη με τα πρωτεύοντα θηλαστικά και αντί για μεγάλους πιθήκους κατέληξε με πειθήνιους φίκους. Φαίνεται πως μια μύγα είχε τρυπώσει στη μηχανή και είχε βραχυκυκλώσει τον πολυφασικό μειωτήρα τάσης. Κατά τα άλλα, όλα πήγαν ρολόι. Η Αρχαιότητα και ο Μεσαίωνας ξαναδημιουργήθηκαν, ύστερα η εποχή των επαναστάσεων και των μεταρρυθμίσεων –που έκαναν τη μηχανή να ταρακουνηθεί λιγουλάκι– και μετά ο πολιτισμός εξελίχθηκε με τέτοια άλματα και πηδήματα που ο Τρουρλ αναγκάστηκε πολλές φορές να καταβρέξει τα ελατήρια και τους πυρήνες για να μην υπερθερμανθούν.
Κοντά στο τέλος του 20ού αιώνα η μηχανή άρχισε να τρέμει, πρώτα πλαγίως και μετά κατά μήκος – χωρίς εμφανή λόγο. Αυτό ανησύχησε τον Τρουρλ, που έφερε τσιμέντο και γάντζους για καλό και για κακό. Ευτυχώς όμως δεν τα χρειάστηκε. Αντί να βαρέσει μπιέλα, η μηχανή σταθεροποιήθηκε και σύντομα άφησε πολύ πίσω της τον 20ό αιώνα. Μετά από αυτό, οι πολιτισμοί πήγαιναν κι έρχονταν σε διαστήματα πενήντα χιλιάδων ετών. Από αυτά τα ευφυή πλάσματα κρατούσε και η σκούφια του Τρουρλ. Στοίβες από μπομπίνες ψηφιοποιημένης ιστορίας γέμιζαν και πετάγονταν σε κάδους αποθήκευσης. Σύντομα ήταν τόσες πολλές οι μπομπίνες, που ακόμη κι αν στεκόσουν στην κορφή της μηχανής με υψηλής ευκρίνειας κυάλια, δεν μπορούσες να δεις πού τέλειωναν. Κι όλο αυτό για να φτιάξει ένα στιχουργό! Αλλά βέβαια, έτσι είναι ο επιστημονικός φανατισμός. Επιτέλους τα προγράμματα ήταν έτοιμα. Το μόνο που απέμενε ήταν να διαλέξει τα πιο κατάλληλα – αλλιώς η εκπαίδευση του ηλεκτρικού ποιητή θα έπαιρνε τουλάχιστο μερικά εκατομμύρια χρόνια.
Τις επόμενες δύο βδομάδες, ο Τρουρλ τροφοδοτούσε τον μελλοντικό του ηλεκτρικό ποιητή με γενικές οδηγίες, ύστερα έστησε όλα τα κυκλώματα λογικής, τα συναισθηματικά στοιχεία, τα σημειολογικά κέντρα. Ήταν έτοιμος να προσκαλέσει τον Κλαπάουτσιους να παρακολουθήσει ένα δοκιμαστικό, αλλά το σκέφτηκε καλύτερα και έβαλε μπρος τη μηχανή μόνος του. Αμέσως άρχισε να κάνει μια διάλεξη πάνω στο τρίξιμο των κρυσταλλογραφικών επιφανειών ως εισαγωγή στη μελέτη υπομοριακών μαγνητικών ανωμαλιών. Ο Τρουρλ παρέκαμψε τα μισά κυκλώματα λογικής κι έκανε τα συναισθηματικά κυκλώματα πιο ηλεκτρισμένα. Η μηχανή έβαλε τα κλάματα, έπαθε υστερία και τελικά είπε, με τρομερό σπαραγμό, τι σκληρός, άσπλαχνος κόσμος είναι αυτός. Ο Τρουρλ ενίσχυσε τα σημειολογικά πεδία και επισύναψε ένα στοιχείο ισχυρού χαρακτήρα. Η μηχανή τον ενημέρωσε πως από εδώ και στο εξής θα έπρεπε να υπακούει κάθε της επιθυμία και για αρχή θα έπρεπε να προσθέσει έξι ορόφους στους εννιά που ήδη είχε, ώστε να μπορεί να διαλογίζεται καλύτερα πάνω στο νόημα της ύπαρξης. Ο Τρουρλ αντ’αυτού εγκατέστησε ένα φιλοσοφικό μοχλό. Η μηχανή παρέμεινε σιωπηλή και κατσούφιασε. Μόνο μετά από ατέλειωτα παρακάλια και καλοπιάσματα κατάφερε να την κάνει να απαγγείλει κάτι. «Είχα ένα βατραχάκι». Αυτό φαίνεται πως ήταν όλο κι όλο το ρεπερτόριό της. Ο Τρουρλ προσάρμοσε, τροποποίησε, διαμαρτυρήθηκε, αποσύνδεσε, έκανε ελέγχους, επανασύνδεσε, επανέφερε, έκανε ό,τι μπορούσε να σκεφτεί, και η μηχανή του παρουσίασε ένα ποίημα που τον έκανε να ευχαριστήσει το θεό που ο Κλαπάουτσιους δεν ήταν εκεί για να γελάσει – φαντάσου, να φτιάχνεις ολόκληρη προσομοίωση του σύμπαντος από το μηδέν, χώρια τον Πολιτισμό με κάθε λεπτομέρεια, για να καταλήξεις με φριχτή ποίηση της κακιάς ώρας. Ο Τρουρλ πρόσθεσε έξι φίλτρα κλισέ αλλά έσπασαν σα σπίρτα. Έπρεπε να τα φτιάξει από καθαρό χάλυβα κορούνδιου. Αυτό φάνηκε να λειτουργεί, οπότε ανέβασε την σημειολογικότητα τέρμα, σύνδεσε μια εναλλασσόμενη γεννήτρια ομοιοκαταληξίας – η οποία σχεδόν τα κατέστρεψε όλα, μιας και η μηχανή αποφάσισε να γίνει ιεραπόστολος για φυλές αναξιοπαθούντων σε απομακρυσμένους πλανήτες. Όμως την τελευταία στιγμή, όταν ήταν σχεδόν έτοιμος να τα παρατήσει και να τα σπάσει όλα μ’ένα σφυρί, ο Τρουρλ είχε μια ξαφνική έμπνευση. Αφού πέταξε όλα τα κυκλώματα λογικής, τα αντικατέστησε με αυτορρυθμιζόμενους εγωκεντρομόλους ναρκισσισιστές. Η μηχανή έσκασε ένα τσαχπίνικο χαμογελάκι, κλαψούρισε λιγάκι, γέλασε με πικρία, παραπονέθηκε για έναν τρομερό πόνο στον τρίτο της όροφο, είπε πως γενικώς είχε μπουχτίσει, και πως η ζωή ήταν ωραία μα οι άνθρωποι είναι τέτοια κτήνη και πόσο θα στεναχωρηθούν όλοι όταν θα έχει πια πεθάνει μια για πάντα. Ύστερα ζήτησε χαρτί και μολύβι. Ο Τρουρλ αναστέναξε ανακουφισμένος, την έκλεισε και πήγε για ύπνο. Το επόμενο πρωί πήγε να δει τον Κλαπάουτσιους. Ο Κλαπάουτσιους, όταν άκουσε πως ήταν προσκεκλημένος στο ντεμπούτο του ηλεκτρονικού βάρδου του Τρουρλ, τα παράτησε όλα και τον ακολούθησε – τόση περιέργεια είχε να δει με τα μάτια του το φίλο του να ξεφτιλίζεται.
Ο Τρουρλ άφησε τη μηχανή να ζεσταθεί πρώτα, κράτησε την τροφοδοσία ρεύματος στο ρελαντί, ανέβηκε τις μεταλλικές σκάλες κάμποσες φορές για να κάνει μετρήσεις (η μηχανή έμοιαζε με κινητήρα γιγάντιου ατμόπλοιου, με ορόφους που είχαν σειρές από βίδες, διακόπτες και βαλβίδες σε κάθε επίπεδο) – μέχρι που επιτέλους, ικανοποιημένος που όλες οι δεκαδικές μονάδες βρίσκονταν ακριβώς εκεί που έπρεπε, είπε ναι, ήταν έτοιμη τώρα, και γιατί να μην αρχίσουμε με κάτι απλό. Αργότερα φυσικά, όταν η μηχανή θα είχε πάρει το κολάι, ο Κλαπάουτσιους θα μπορούσε να της ζητήσει να παράγει ποίηση σε οποιοδήποτε θέμα ήθελε.
Τώρα τα ποτενσιόμετρα έδειχναν πως η λυρική χωρητικότητα της μηχανής ήταν φορτισμένη στο μάξιμουμ, και ο Τρουρλ, τόσο νευρικός που τα χέρια του έτρεμαν, πάτησε τον κεντρικό διακόπτη. Μια φωνή, κάπως βραχνή αλλά εκπληκτικά ζωντανή και μαγευτική, είπε:
«Φιλολογιστικώς. Ρομοτρίγλυφο. Φλουφ.»
«Τι, αυτό ήταν;» ρώτησε ο Κλαπάουτσιους μετά από μια παύση, υπερβολικά ευγενικός. Ο Τρουρλ δαγκώθηκε, έκανε στη μηχανή μερικές ενέσεις ρεύματος και ξαναδοκίμασε. Αυτή τη φορά η φωνή ακούστηκε πιο καθαρά, ήταν μια συναρπαστική φωνή βαρύτονου, σοβαρή μα αξιοπερίεργα αισθησιακή.
Πολύ κουτσομπολιό τα έντερα αυτά
Τέρμα ο πόλεμος, το μονάκριβο byte θα ξαποστάσει
Θέλουν να ψέξω, ψάλτες αποπλανούν φριχτά
Το πτώμα του αγύρτη να προσμένει θα προφτάσει
«Μου διαφεύγει κάτι;» είπε ο Κλαπάουτσιους, κοιτώντας ήρεμα τον πανικόβλητο Τρουρλ, που πάλευε με τους διακόπτες. Τελικά ο Τρουρλ κούνησε τα χέρια απελπισμένος, ανέβηκε τρέχοντας κάμποσες μεταλλικές σκάλες που έτριζαν, έπεσε στα τέσσερα και μπουσούλησε μέσα στη μηχανή μέσα από μια καταπακτή. Άρχισε να χτυπάει με το σφυρί εκεί μέσα, βρίζοντας σα μανιακός, έσφιξε κάτι, περιεργάστηκε κάτι και έτρεξε ξέφρενα σε άλλο επίπεδο. Εν τέλει άφησε μια κραυγή θριάμβου, πέταξε έναν καμμένο σωλήνα πίσω του – χοροπήδησε στην κουπαστή, έπεσε στο πάτωμα κι έγινε θρύψαλα στα πόδια του Κλαπάουτσιους. Όμως ο Τρουρλ δεν μπήκε στον κόπο να ζητήσει συγγνώμη. Γρήγορα τοποθέτησε έναν καινούριο σωλήνα, σκούπισε τα χέρια του σ’ένα σαμουά πετσετάκι και κουτρουβάλησε κάτω για να το δοκιμάσει πάλι τώρα ο Κλαπάουτσιους. Οι παρακάτω λέξεις ακούστηκαν:
Οι τρεις μας περιαυτολογώντας θα γκρινιάζουμε
Η Αππελαϊδα χτυπά μια μπυραρία
Μεζέδες και κοψίδια εξαίσια κατεβάζουμε
Όμως το σάπιο φίδι, γυμνό θα’ρθεί μια ωραία πρωία
«Τώρα μάλιστα, αυτό κάτι είναι!», φώναξε ο Τρουρλ, όχι εντελώς πεπεισμένος. «Ειδικά ο τελευταίος στίχος, το πρόσεξες;»
«Αν αυτό είναι όλο κι όλο που θες να μου δείξεις…» είπε ο Κλαπάουτσιους, ως υπόδειγμα ευγένειας.
«Γαμώτο!» είπε ο Τρουρλ και ξαναεξαφανίστηκε μέσα στη μηχανή. Ακούστηκαν τρομερά χτυπήματα και κλαγγές, το τρεμόσβημα βραχυκυκλωμένων καλωδίων και η μουρμούρα ενός ακόμη πιο βραχυκυκλωμένου εγκεφάλου, και μετά ο Τρουρλ έβγαλε το κεφάλι από την καταπακτή στον τρίτο όροφο και φώναξε «Για δοκίμασε τώρα!»
Ο Κλαπάουτσιους υπάκουσε. Η μηχανή σείστηκε απ’την κορφή ως τα νύχια και άρχισε:
Νιώθει μια ακόρεστη πείνα
Για ισχνή, φαλακρή ελαφίνα
Και εκφράσεις προσώπου πλασιέ…
Ο Τρουρλ ξερίζωσε μερικά καλώδια με φούρια, κάτι κροτάλισε και αγκομάχησε και η μηχανή μουγκάθηκε. Ο Κλαουπάκιους έπεσε στο πάτωμα απ’τα γέλια. Τότε ξαφνικά, έτσι όπως ο Τρουρλ πηγαινοερχόταν βιαστικά μπρος πίσω, ακούστηκε ένα κρακ, ένα κλακ κι η μηχανή με τέλειο ύφος είπε:
Οι μικρόψυχοι σαχλοί
Πάντα γεμίζουν με χολή
Οι μεγαλοφυείς όταν ανέβουν σε ψηλό σκαλί
Ο Κλαπάουτσιους θα ξυνίσει
Ίσως και να πρασινίσει
Όταν του Τρουρλ η μηχανή αυτό το ποίημα θα γεννήσει
«Ορίστε, ένα επίγραμμα! Και υπέροχα ταιριαστό στην περίσταση!» γέλασε ο Τρουρλ, κατεβαίνοντας τρέχοντας τις σκάλες και πέφτοντας στην αγκαλιά του συναδέλφου του ικανοποιημένος. Ο Κλαπάουτσιους σαστισμένος δε γελούσε πια.
«Τι, αυτό;» είπε. «Αυτό δεν είναι τίποτα. Εξάλλου, το είχες στημένο από πριν».
«Στημένο;!»
«Ε, μα είναι πολύ προφανές… Η κακοσυγκεκαλυμμένη εμπάθεια, η φτωχή σκέψη, η χοντροκομμένη εκτέλεση».
«Εντάξει, τότε ζήτα κάτι άλλο! Ό,τι θες! Έλα ντε! Τι περιμένεις; Φοβάσαι!»
«Μισό λεπτό», είπε ο Κλαπάουτσιους, ενοχλημένος. Προσπαθούσε να σκεφτεί μια παραγγελιά όσο πιο δύσκολη γινόταν, ξέροντας πως οποιαδήποτε διαφωνία πάνω στην ποιότητα των στίχων που μπορούσε να παράγει η μηχανή θα ήταν δύσκολο αν όχι αδύνατο να λυθεί. Ξαφνικά έλαμψε από χαρά και είπε:
«Κάν’το να συνθέσει ένα ποίημα – ένα ποίημα μέχρι έξι στίχους, για έρωτα, προδοσία, μουσική, μαύρους, υψηλή κοινωνία, ατυχία, αιμομιξία, που να έχει ομοιοκαταληξία και όλες οι λέξεις να ξεκινούν από κάπα.»
«Ναι, σιγά να μη βάλουμε μέσα και μια πλήρη παράθεση της γενικής θεωρίας των μη γραμμικών ρομπότ!» γρύλισε ο Τρουρλ. «Δεν μπορείς να του δίνεις τόσο ηλίθιες –
Όμως δεν τελείωσε τη φράση του. Μια μελωδική φωνή πλημμύρισε την αίθουσα με τα παρακάτω:
Κάποιος Κύπριος κυβερωτομανής και κυνικός
Καρβουνόδερμη κόρη κλασάτη κόρταρε καθημερινώς
Κυνηγά κορακόχρωμο κολασμένο κορμί
Κιθαριστικές καντάδες κερνά και κείνη καρτερεί
Και κείνος κάποια κουνιάδα κάνει κέφι
Κομπλεξικός κακούργος καρδιές καταστρέφει
«Λοιπόν, τι έχεις να πεις γι’αυτό;» ρώτησε ο Τρουρλ, με χέρια σταυρωμένα περήφανα. Όμως ο Κλαπάουτσιους ήδη φώναζε:
«Τώρα όλα από γάμμα! Ένα σονέτο, σε τροχαϊκό εξάμετρο, για ένα γέρικο κυκλοτρόνιο που έχει δεκάξι τεχνητές ερωμένες, μπλε και ραδιενεργές, που είχε τέσσερα φτερά, τρία μωβ κιόσκια, δύο βερνικωμένα μπαούλα, που το καθένα περιέχει ακριβώς χίλια μετάλλια με τη μορφή του Τσάρου Γραναζοκτόνου του Ακέφαλου…»
«Γρατσουνώντας γρανάζια γλυφά, Γεροντόγυρος γραπώνει / Γουργουρίζουν γυναικόμορφα γκόλεμ», άρχισε η μηχανή αλλά ο Τρουρλ έτρεξε στην κονσόλα, κατέβασε το διακόπτη και έβαλε μπροστά το σώμα του για να υπερασπιστεί τη μηχανή.
«Αρκετά!», είπε, βραχνιασμένος από αγανάκτηση. «Πώς τολμάς να χαραμίζεις τέτοιο ταλέντο σε τέτοιες μπούρδες; Ή θα του δώσεις να γράψει ποιήματα της προκοπής ή το σταματάω όλο!»
«Τι, δεν είναι αυτά ποιήματα της προκοπής;» διαμαρτυρήθηκε ο Κλαπάουτσιους.
«Φυσικά και όχι! Δεν έφτιαξα μια μηχανή που λύνει γελοία σταυρόλεξα! Αυτά είναι για ερασιτέχνες, δεν είναι Υψηλή Τέχνη! Απλώς δώσ’του ένα θέμα, οποιοδήποτε θέμα, όσο δύσκολο θες…»
Ο Κλαπάουτσιους σκέφτηκε, και σκέφτηκε λίγο ακόμα. Τελικά έγνεψε και είπε:
«Πολύ καλά. Ας ακούσουμε ένα ερωτικό ποίημα, λυρικό, ποιμενικό και ειπωμένο μέσα από καθαρά μαθηματική γλώσσα. Κυρίως τανυστική άλγεβρα, με λίγη τοπολογία και υψηλούς λογισμούς, αν χρειάζεται. Αλλά με συναίσθημα, καταλαβαίνεις, και σε κυβερνοπνεύμα.
«Έρωτας και τανυστική άλγεβρα; Τα’χεις χάσει τελείως;» άρχισε να λέει ο Τρουρλ, μα πάλι σταμάτησε, γιατί ο ηλεκτρονικός του βάρδος είχε αρχίσει ήδη να απαγγέλει: