—————
[ Στο Άσμα αυτό, ο Βύρων καθισμένος στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αντικρύζει την Ακρόπολη και τον πληγωμένο Παρθενώνα, θλιβόμενος για την σκλαβιά, αθεράπευτος νοσταλγός του αρχαίου κλέους ]
—————
Η προσκύνηση του Τσάιλντ Χάρολντ
Άσμα δεύτερο
Ι.
Σίμωσε ’σύ ουράνια, γαλανομάτα κόρη!
Μ’ αλί μου! Πότε δρόσισες το άσμα ενός θνητού;
Ω της σοφίας θεά! Εδώ παλαιά ο ναός σου μας εθώρει
Κι ακόμα υπάρχει, απομεινάρι της φωτιάς και του χαμού,
Απομεινάρι στους αιώνες που σκεπάσαν των θεών τα όρη.
Όμως το σίδερο, το πυρ και του καιρού το δόρυ
Λιγότερο αφανίζουνε απ’ το σκήπτρο του κακού,
Απ’ των βαρβάρων το σπαθί και το τσεκούρι
Άγριων φυλών που στην ψυχή τους δεν εστάλαξε του γλυκού
μύρου από την ανάμνησή σου κι απ’ του ένδοξου λαού
Την ευλογία, σε λαών καρδιές, ευχή και γούρι.
ΙΙ.
Τα κλέη παλαιά των ημερών! Περίβλεπτη Αθήνα Σεβασμία!
Πού οι τρανοί πολίτες σου; Πού οι μεγαλόψυχοι άντρες;
Σβησμένοι, στου ονείρου το κομπολόι, θολές χάντρες:
Πρωταθλητές στην τεθλιμμένη οδό της Αρετής, την Ερασμία
Μόλις και λάμψανε στην γη – μ’ αυτό ήταν όλο κι όλο;
Των έργων τους η διδαχή, μύθος φέγγει στον θόλο
Θαύμα μιας ώρας, σε κολλεγιοπαίδων την ανία!
Πού τα όπλα των πολεμιστών σου, τα έδρανα των σοφιστών
Μάταια τα ψάχνω στα ερείπια κάστρων και τειχών,
Στην σκότεινη την καταχνιά του ανέμου και του χρόνου τυλιγμένα,
Καθώς τριγύρω σελαγίζουν σκιές, από τα κλέη τα χαμένα.
ΙΙΙ.
Άστρο της μέρας, του Ήλιου φως! Για κόντεψε λιγάκι!
Ελθέ! Μα μην ταράξεις ένα μνήμα μέσα στο σαράκι.
Αντίκρυσε τον τόπο αυτό – έθνους μνήμα κενό.
Κατοικητήριο θεών με τους βωμούς σβησμένους. Ράκη
Οι θεοί του φύγανε, στων καιρών το φαρμάκι.
Και οι θρησκείες των λαών, σειρά περάσανε κι αυτές:
Πρώτος ο Δίας και μετά η θρησκεία του Μουχαμέτη.
Πίστεις πολλές θα φέρουνε οι αιώνες δυνατές,
Ώσπου να μάθει ο άνθρωπος πως μάταιες οι τελετές
Και το θυμίαμα ανώφελο και η θυσία του σκέτη.
Τέκνο φτωχό οι ελπίδες του αμφιβολίας, θανάτου.
Οι ελπίδες του θεμελιωμένες σε καλαμιές του βάλτου.
IV.
Ρίζα κι αν έχεις μες στην γή, στον ουρανό τα μάτια—
Δεν σού ’ναι τάχα αρκετό να υπάρχεις μες στον κόσμο;
Τόσο ακριβή σού είν’ η ζωή και λες το φως της «φως μου»;
Πόσο διψάς τον άνεμο, στης ζωής τα μονοπάτια;
Να τα περνάς πώς λαχταράς; Κι ας γίνεσαι κομμάτια—
«Πέρα απ’ τον τάφο να ’μαι», λές, «στης ζήσης τον ρυθμό,
Να φτερουγάω κι από τη γη, να σμίγω ουρανό».
Αλλοίμονο! Περίκλειστε στου ονείρου τα παλάτια
Ψάχνεις μελλούμενες χαρές και λύπες που είναι να ’ρθουν;
Ψηλάφισε και ζύγιασε την σκόνη πριν σκορπίσει:
Η τεφροδόχος τούτη εδώ, κρυφή γλώσσα θανάτου,
Πέρα από κάθε λέξη θα σου τραγουδήσει.
V.
Ή ανάσκαψε καλύτερα τον τύμβο των χωμάτων,
Θαμμένο έχει στα σπλάγχνα του τον ήρωα τον αρχαίο.
Σε ακρογιάλι ερημικό κι απόμακρο κι ωραίο
Κοιμάται κι αναπαύεται στην χώρα των θαυμάτων.
Έθνη πλέξανε ολόγυρα τους θρήνους των ασμάτων.
Τώρα όμως δεν ακούγεται ούτ’ ένα μοιρολόγι,
Κι ούτ’ ένας πολεμόχαρος προσκυνητής δεν φτάνει,
Κι ας βγήκε ’δώ ημίθεος, λεν των παλαιών οι λόγοι.
—Ακόμα κι ένας ήρωας πέπρωται να πεθάνει.—
Από τα σκόρπια κόκκαλα, κράτησε το κρανίο
Και μίλα! Μοιάζει αυτό ναός, να κατοικεί ο Θεός;
Κι ο σκώληκας το παρατάει, τούτο το άδειο ηχείο.
VI.
Ρίξε το βλέμμα σου: Σπασμένη αψίδα, γκρεμνισμένοι τοίχοι,
Χορταριασμένα δώματα και νυχτωμένες στοές.
Κι όμως πετούσαν, μια φορά, ευγενικών πόθων πνοές,
Το αίθριο παλάτι γέμιζαν, λεπτοί, ψυχών οι ήχοι.
Κι αντίκρυσε: Θόλους θαμπούς, αόμματους κι αχρώμους
Στον ιερό της σύνεσης και της σοφίας ξενώνα,
Στον έκπαγλο του πάθους ναό, δίχως δεσμά και νόμους:
Όσα είπανε και γράψανε φιλόσοφοι ιερόκρυφοι κι οι άγιοι,
Άραγε, γίνεται να βρούνε στέγη στον περίκαλλο νυμφώνα,
Να ξαναχτίσουνε τον πύργο, στης ορφάνιας τα τενάγη;
VII.
Αληθινός ο λόγος σου, σοφέ γιέ της Αθήνας!
«Ένα καλά γνωρίζουμε, πως τίποτε δεν ξέρουμε».
Προς τι το πισωγύρισμα μπρος σ’ ό,τι είν’ ο πυρήνας
Των όσων θά ’ρθουνε και πώς να τους ξεφύγουμε;
Όλα πονάνε: Αλλ’ άνθρωπος, στου φόβου την αρπάγη
Δέρνεται για φανταστικά και ψεύτικα δεινά
Ονειροφαντασιάς γεννήματα, στου νου του τα πελάγη.
Ας βρίσκουμε όσα η μοίρα ή η τύχη μας, ορίζει για κλεινά.
Ειρήνη μας προσμένει , στου Αχέροντα την όχθη, ασάλαγη:
Τραπέζια και γιορτές δεν έχει εκεί, στου Χάρου τα στενά
Μήτε για τον χορτάτο καλεσμένο βία και χλαπαταγή.
Σιωπή τού στρώνει το κλινάρι, για το «καλωσόρισες», σεμνά.
VIII.
Όμως αν, όπως δίδαξε δασκάλων η εμπειρία,
Πέρα απ’ του σκοταδιού την όχθη ανοίγει ο τόπος,
Εκεί ορίστηκε οι ψυχές να ζουν, να βρίσκουν σωτηρία—
Ντροπή στων Σαδουκαίων το δόγμα και τον τρόπο
Των σοφιστών. Ηλίθια κλώθουνε την σάπια αμφιβολία—
Ώ, τι γλυκειά η χαρμονή να λατρεύουμε Σωτήρα,
Θεό αγάπης, της ζωής τον Ευεργέτη και μαζί του,
Αγίους ανθρώπους να τιμούμε, φορτωμένους την δοκιμασία
Tου πλήθους των βασάνων μας, στου κόσμου τον καταποτήρα!
Με τι χαρά θ’ ακούγαμε την άρρητη φωνή τους,
Χαρμόσυνα θαυμάζοντας την θεία οπτασία
Του αρχαίου μύστη Βακτριανού και στην μονή του
Σε φώς γιορτής θα ζούσαμε ιερή διδασκαλία
Από της Σάμου το σοφό κι ευλογημένο αρνί του.
IX.
Ας είναι εκεί να ξαναβρώ και πάλι, ω, εσένα,
Όπου η ζωή κι αγάπη σου με μια πνοή σβηστήκαν
Και με αφήσαν μοναχό στου κόσμου την αρένα,
Στην ερημιά, να ζω και ν’ αγαπώ όσα χαθήκαν!
Αλίμονό μου! Πώς μπορώ, πιστεύοντας, να ζω,
Πως δεν υπάρχεις, έφυγες κι ότι σε πήρε αγέρας,
Όταν μες στης καρδιάς τον βυθό η μνήμη σου —σ’ έναν πεζό
κι άδειο καιρό— φέγγει το φως νέας ημέρας;
Σε τούτη την φτωχή καρδιά, την έρημη και μαύρη,
Χορό θα στήνει τ’ όνειρο, πως πάλι θα ξανάβρει
Την όψη σου την ιλαρή και του προσώπου σου το μύρο.
Αν μύρο η θύμηση της νιότης μας μονάχα μένει,
Είναι ο αρραβώνας ο χρυσός για μέλλον που σε φέρνει.
Αχ! Ευτυχία για μένανε να ξέρω, σαν θα γείρω,
Πως η μακάρια, φωτεινή ψυχή σου με προσμένει.
Χ.
Εδώ στην πέτρα την σκληρή, αφήστε να καθίσω
να ακουμπώ στην στέρεη, μαρμάρινη κολώνα.
Εδώ, που ο θρόνος σου έστεκε, θεμελιωμένος, ίσιος
Του Κρόνου, ω γιέ Ολύμπιε, γυρεύοντας στο χώμα
από την δόξα την κρυφή, κάτι για να κρατήσω.
Μ’ αδύνατο: Ούτε κι αυτό της φαντασίας το βλέμμα
να αναστήσει δεν μπορεί ό,τι έθαψε ξοπίσω
ο χρόνος πανδαμάτορας, στο ανήλεό του ρέμμα.
Αγέρωχες κολώνες, να! Περαστικού τον στεναγμό
ποτέ τους δεν ζητιάνεψαν. Μήτε και τον λυγμό.
Απάνω τους ο Μουχαμέτης, κάθεται, ξανασαίνει
αναίσθητος, — κι ο Έλληνας, με μούρμουρο διαβαίνει.
ΧΙ.
Μα ποιος, απ’ όσους τον Ναό σκυλεύσανε τον άνω,
όπου η Παλλάδα η σεμνή ως χθές εκατοικούσε
στον πόνο καταμόναχη, στα λείψανά της πάνω,
Ποιος, ύστερος, τον κούρσεψε και από πού κρατούσε;
Ο φαύλος άρπαγας στερνός, γραφτό είτανε να ιδεί
το φως σ’ εσέ Καληδονία! Ντράπου γιατί περνούσε
Δικό σου σπλάγχνο. Κι έλεγε δικό σου είναι παιδί.
Άγγλία! Τρισμακάριστη, τέτοια γονή δεν είχες
Μόνο όποιος βγαίνει από σκλαβιά τα ελεύθερα τ’ αγγίζει.
Μα βιάσανε λαμπρά ιερά, τους μόλυναν τις τύχες
σε βέβηλο γιαλό, κρυφό, που ανόσια άρμη στραγγίζει.
ΧΙΙ.
Μα μες στην άθλια καύχηση, ο Πίκτος* στον καιρό μας
Ό,τι η Τουρκιά κι οι Βάνδαλοι κι οι Γότθοι κι οι αιώνες
Δεν άγγιξαν, τα τσάκισε. Τον ιερό φρουρό μας.
Πάγου κομμάτι έχει ψυχή κι ο νούς του από κοτρώνες
Απόκρημνες με κοφτερούς τους βράχους, δίχως χώμα,
Σαν τις δικές του ακρογιαλιές. Των Αθηνών, να, ακόμα
Λείψανα γαλανά! Και τα παιδιά σου μένουνε αδύναμα ξανά:
Μοιράζονται, μαύρο ψωμί, της Μάνας τους την θλίψη.
Η αλυσίδα της σκλαβιάς τούς έχει αποσυντρίψει.
(*Σκώτος, Πικτία είναι το αρχαίο όνομα της Σκωτίας. Αναφέρεται στον σκωτσέζο Έλγιν.)
ΧΙΙΙ.
Για κοίτα! Τώρα ετόλμησε του Βρεττανού η γλώσσα
Να λέει πως χαίρετ’ η Αλβιών στης Αθηνάς το δάκρυ;
Μα κι αν των σκλάβων σπάραξαν τα στήθη και σκοτώσαν
Οι βέβηλοι, Πατρίδα εσύ, στην μεγαλόπρεπη άκρη
Μην διαλαλείς το φονικό κι όσους το πραγματώσαν
Μην το σαλπίζεις στης Ευρώπης την ντροπιασμένην ακοή.
Των θαλασσών βασίλισσα, η ελεύθερή μου Αγγλία,
Τα ματωμένα απομεινάρια να τ’ αρπάζει, ανίερη λεία
Από την άγια χώρα, κουρσεμένη στων αιμάτων την βοή;
Ναι! Εκείνη ’ναι που σκόρπιζε σε λαούς ελευθερία…
Με σάπια χέρια Άρπυιας, γκρέμισε λείψανα του κάλλους
Κι ας άντεξαν σε χρόνους φθονερούς και τύραννους μεγάλους.
XIV.
Mα πού να πήγ’ η Αιγίδα σου κι η Σκέπη σου, ω Παλλάδα!
Η Σκέπη σου που ανάκοψε του φοβερού Αλαρίχου
Το κούρσος; Πού πήγε του Πηλέα ο βλαστός, Ελλάδα;
Ίσκιος, σπίθα πετάχτηκε, απ’ του Άδη το αχούρι,
Τότε με δόρυ φλογερό, στης μάχης την απλάδα.
Μην τάχα δεν το μπόρεσε, απ’ του Πλούτωνα τα ερέβη
Ακόμη μια φορά να βγει, αέρας και σπιλιάδα
Το παλληκάρι ξακουστό, στην άγια γη ν’ ανέβει
Για να λουφάξει κι ο άρπαγας ετούτος; Στην λιακάδα
Αλλοίμονο! Στης ιερής Στυγός την όχθη, έμπλεως ρέμβης,
Δεν ήρθε να υπερασπιστεί το ευλογημένο κάστρο
Που άλλες φορές το βάσταγε, ολόλαμπρος σαν άστρο.
ΧV.
Καρδιά από πέτρα κρυερή, κρύβει όποιος σ’ αντικρύζει
Και δεν τον σφάζει Ελλάδα μου, Ελλάδα σταυρωμένη,
Ο πόνος πού ’χει ο εραστής, σώψυχα όπως δακρύζει
Μπροστά στην τέφρα της νεκρής του Αγαπημένης.
Αδάκρυτος ποιος θα σταθεί μπρος στους ερειπωμένους,
Στους βιασμένους αρχαίους βωμούς, σε ναούς βανδαλισμένους
Από της Βρετανίας παιδιά, της γης της τιμημένης;
Εκείνοι οφείλανε φρουροί τους νά ’ναι και προστάτες.—
Κατάρα ας έχουνε κι αυτοί κι οι πελαγίσιες στράτες.
Τις σχίσαν τα καράβια τους κι από της παγωμένης
Της γκρίζας γης τους το νησί, ήρθανε να σπαράξουν
Τον ματωμένο κόρφο σου, τ’ άγάλματα ν’ αρπάξουν
Για του Βοριά του μισητού τα σκοτεινά τεμένη.
Ε Π Ι Μ Ε Τ Ρ Ο
Η ποιητική σύνθεση του Γεωργίου Γόρδωνος, Λόρδου Βύρωνος Childe Harold's Pilgrimage (Η προσκύνησις του Τσάιλντ Χάρολντ), εξεδόθη το 1812 και αμέσως έγινε αποδεκτή με ενθουσιασμό από τους Λονδρέζους και το ευρύτερο Αγγλικό κοινό της εποχής του. Η ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού, υπήρξε απροσδόκητη για τον ποιητή. Όπως ο ίδιος ομολογούσε μετά την έκδοσή του, έγινε, δίχως να το περιμένει, διάσημος. Την πρώτη έκδοση των πεντακοσίων αντιτύπων, η οποία εξαντλήθηκε μέσα σε τρείς μέρες, ακολούθησαν έξι απανωτές εκδόσεις μέσα σε διάστημα ενός μηνός. Μεγάλο μέρος του Childe Harold's Pilgrimage, γράφτηκε στην Ελλάδα και εμπνεύσθηκε από το αρχαίο ελληνικό κλέος σε αντιβολή με «την σύγχρονη» του ποιητή «θλίψη», για το κατάντημα της δούλης αγαπημένης χώρας, των ενδόξων ερειπίων της και των σύγχρονών του Ελλήνων. Αρχάγγελος του ρομαντισμού, κυνηγημένος από τα δικά του φαντάσματα και βάσανα, ο Βύρων φθάνει στην Αθήνα ανήμερα Χριστούγεννα του 1809 και φιλοξενείται στο σπίτι της Θεοδώρας Μακρή, μητέρας τριών κοριτσιών, για την μικρότερη των οποίων, την δωδεκάχρονη Τερέζα Μακρή, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα, θα γράψει την περίφημη «Κόρη των Αθηνών». Κατά τον χρόνο της παραμονής του στην Αθήνα, η οποία διήρκεσε δέκα εβδομάδες, ο Βύρων συνθέτει τα πιο ρωμαλέα λυρικά μέρη του έργου Childe Harold's Pilgrimage. Στην περίτεχνη λυρική αφήγηση της σύνθεσης, ο ποιητής σε μια προσωπική Οδύσσεια, ταξιδεύει διαρκώς περιπλανώμενος. Παρουσιάζουμε εδώ, τα πρώτα δεκαπέντε μέρη του «Δευτέρου Άσματος», (The Canto two), του αναφερομένου στην επίσκεψή του στην Ελλάδα. Στο Άσμα, ο Βύρων καθήμενος στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, αντικρύζει την Ακρόπολη και τον πληγωμένο Παρθενώνα, θλιβόμενος για την σκλαβιά, αθεράπευτος νοσταλγός του αρχαίου κλέους. Σε τόνο συντριβής και λυρικής υψηγορίας, στοχάζεται για την φθορά και την επίκηρη ζωή και οργίζεται για την Ύβρη: Αυτήν που επετέλεσε ο Πίκτος (Σκωτσέζος) Έλγιν, με την σύληση του Ιερού και την κλοπή των μαρμάρων. Έργο που λειτούργησε καταλυτικά στην έκρηξη του ευρωπαϊκού φιλελληνισμού, η Προσκύνησις του Τσάιλντ Χάρολντ, αναπτύσσεται σε εννεάστιχες στροφές με κορυφώσεις λυρικές και αφηγηματικές που αντλούν από την πλούσια παράδοση την αγγλικής προσωδίας, κρατώντας την συγκίνηση σε αμείωτη θέρμη. Δ. Κ.