Δύο ποιήματα

The rain outside was cold in Hadrian’s soul


Ό,τι εισέρχεται γίνεται εξερχόμενο εξαιτίας αυτού του διαστρεβλωτικού νοήματος.
Σε τι βοηθά το υγρό δέρμα της γλώσσας που γλείφει άγρια τους γλουτούς του νεαρού νεκρού,
ακριβώς εκεί που το κόψιμο ακόμη είναι μια υποψία μόνο κύκλου;
Ένα εξάνθημα, μια νεκρή λοίμωξη, μια θηλειά του χρόνου, όπου η άκρη της γλώσσας
καθυστερεί πολύ ώρα, ελπίζοντας να μετριαστεί η αηδία
– Γυρίστε τον ανάσκελα!
Οι θηλές, κάποτε ρόδινες και πρόσφορες για μέθη. Οι βαθιές πτυχές του αφαλού. Το γεννητικό
όργανο. Ναι,
πιάσε το πέος! Πίεσε για τελευταία φορά το δέρμα της παλάμης πάνω στο κρύο δέρμα του
οργάνου. Ο δακτύλιος του πρωκτού σου, που συσπάται. Ένας νεοσσός, νεκρός
που τον βγάζουν μέσ’ από νερόλακκο τα μενεξεδένια ροδοδάχτυλα της λύπης. Το βρέγμα
κομματιάζεται κάτω από τη ραφή των κρανιακών οστών
Άκου το αίμα που καλπάζει στον λαβύρινθο του αυτιού, σαν οργασμός βαρβάτου αλόγου, σαν
αφρός από τα μουγκρητά βοδιού που σφάζεται. Το άστρο πάνω από
τον Νείλο, η βροχή κρύα και κοφτερή από άνεφο ουρανό. Πέσε
στο χώμα, μαύρη γη, και κλάψε. Δεν βοηθά. Δεν υπάρχει σοφία σ’ αυτό που όλοι γνωρίζουν και
περιμένουν. Θάψε τη γλώσσα σου βαθιά σ' όλες τις κρύες τρύπες του σώματος,
δεν υπάρχει τίποτε μελιστάλακτο και ζωντανό, δεν υπάρχουν δυνατότητες, ζωή. Ο θάνατος είναι
τόσο νεκρός, ό,τι είναι νεκρό είναι νεκρό είναι νεκρό
και η βροχή κρύα σε όλα που τώρα ήταν κλεισμένα στη διαστρεβλωμένη ψυχή του. Και η σάρκα
του Αδριανού έστεκε σαν αγκαθωτός ανθότοιχος και έσταζε ζωή στο τίποτε

(Ο τίτλος είναι ο πρώτος στίχος του ποιήματος του Φερνάντο Πεσσόα «Antinous», ένα από τα ποιήματα που ο Πεσσόα έγραψε απευθείας στα αγγλικά.)

Irae rabidus

Ήταν την εποχή της παραφοράς: οργή πάνω στην οργή, ώσπου
έτρεξε σαν πίσσα από όλες τις τρύπες κοινωνικού σώματος. Οι αδίκως καταπιεσμένοι.

Οι μη εξανθρωπισμένοι. Αυτοί που θυσίασαν τη ζωή τους για το τίποτε και κείτονταν σαν σάπια φρούτα στα ζουμιά τους, άθαφτοι

Πρόσθεσε και ότι όλες οι προσθήκες, όλες, παρατάχθηκαν η μια δίπλα στην άλλη, χωρίς αντίσταση. Πρόσθεσε και ότι κανείς πια δεν μπορούσε να σκεφτεί τον εαυτό του ως μέρος ενός άγνωστου όλου

Μάγκνους!

Το μέρος όπου έθαψες τον μοναδικό θησαυρό σου έχει καταστραφεί;
Οι άνθρωποι που έχεις αγαπήσει δεν μπορούν πράγματι να σε κάνουν πια ευτυχισμένο;
Τι είδους αρρώστια, Μάγκνους, σε χτύπησε όπως ο άνεμος τις βαλανιδιές στο βουνό;
Η παραφορά ήταν
βέβαια. Το σιωπηλό μίσος είχε ξεχειλίσει. Οι αγνοημένοι, οι καταδυναστευμένοι, οι
αδίκως καταπιεσμένοι. Όταν αργότερα
ανέβηκες στο ύψωμα τη νύχτα του Νοεμβρίου. Το φως πριν από την αυγή. Όλα τα λουλούδια ποδοπατημένα στο χώμα

Άφησες το χέρι να χαϊδέψει αργά το στήθος, την κοιλιά, το γεννητικό όργανο, τον μηρό. Τι γίνεται τώρα;
Ώστε το «ελευθερία από»
να φαινόταν η μόνη πράξη ελευθερίας

Το υπόλοιπο
να μην υποσχόταν πια εξαφάνιση

Ο θάνατος να μην απόπνεε πια υπόσχεση

Ήσουν τότε λοιπόν μέρος της παραφοράς;

Ήσουν τότε λοιπόν μέρος αυτού που η παραφορά συνέτριψε;

Δύο ποιήματα

Ο Μάγκνους Βίλλιαμ-Ούλσσον (Στοκχόλμη, 1960) είναι ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός, μεταφραστής και διευθυντής ενός ερευνητικού σεμιναρίου για τη λογοτεχνική κριτική, τη μετάφραση και το δοκίμιο στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στη Στοκχόλμη. Στα ελληνικά υπάρχουν οι συλλογές του Ώστε από τη φωτιά σου (Υπερίων 1998) και Humullus absconditus (Σαιξπηρικόν 2018), και οι δύο σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου, με τον οποίο έχουν μεταφράσει στα σουηδικά όλα τα ποιήματα και τα αποσπάσματα της Σαπφώς.Τα ποιήματα που παρουσιάζουμε εδώ είναι από την τελευταία του ποιητική συλλογή, Inget är alltid för sent , 2020.

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: