Ο Ιωάννης Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, γνωστός ως Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864), από τις ηρωικότερες μορφές της επανάστασης του 1821, –στο πρώτο από τα 12 παιδιά του έδωσε το όνομα Λεωνίδας– υπήρξε, εκτός των άλλων, περιώνυμος συγγραφέας. Σήμερα, 157 χρόνια από το θάνατό του, και 200 από την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα, οι ερευνητές οφείλουν να σκύψουν με μεγαλύτερη προσοχή στο έργο του, να μελετήσουν οι γλωσσολόγοι κατά κύριο λόγο τους πολύπλοκους μηχανισμούς της γλώσσας του, όχι μόνο στο φωνολογικό, μορφολογικό και λεξιλογικό επίπεδο, όπως έχει γίνει ως τώρα, έστω και σε περιορισμένη έκταση, αλλά με σύγχρονες κειμενογλωσσολογικές αναλύσεις, ιδίως στο επίπεδο των υπερπροτασιακών δομών, των ενδοκειμενικών και διακειμενικών αναφορών, οπότε θα φωτιστούν άγνωστες πτυχές μιας συστηματικής ρητορικής του λαϊκού λόγου, η οποία λανθάνει σε ένα φαινομενικά απλό κείμενο, το οποίο ορισμένοι ταύτισαν αφελώς με το απλοϊκό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται συχνά για σύνθετες προτασιακές δομές, σε μια εντυπωσιακά ανεπιτήδευτη κειμενική ροή.[1] Τον αναγνώστη συγκινεί η αυθόρμητη καταγραφή προφορικού λόγου, χωρίς ψιμύθια. Η εναλλαγή απλών και σύνθετων προτάσεων αποτελεί ένα από τα κύρια γνωρίσματα του μακρυγιαννικού ύφους,[2] όπως επίσης οι ποιητικές εξάρσεις και η παράθεση μύθων και ονείρων που επιτείνουν το αισθητικό αποτέλεσμα.
Γράφοντας τα Απομνημονεύματά του ο Στρατηγός Μακρυγιάννης είχε πλήρη συνείδηση της συγγραφικής του αποστολής και της ενότητας του έργου του. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι στον Πρόλογό του (1850) σημειώνει στις πρώτες κιόλας γραμμές: … αν δεν τα διαβάσετε όλα, δεν έχει το δικαίωμα κανένας από τους αναγνώστες να φέρει γνώμη ούτε υπέρ ούτε κατά. Ο Επίλογος τελειώνει με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο: Όταν λοιπόν βγει αυτό το χειρόγραφον εις φως, διαβάζοντάς το όλο οι τίμιοι αναγνώστες, αρχή και τέλος, τότες έχουν το δικαίωμα να κάμει καθείς των την κρίση του είτε υπέρ, είτε κατά. Στον ίδιο Πρόλογο ενδιαφέρεται για την τύχη του χειρογράφου και συνιστά την «αντιγραφή του» προκειμένου να δει το φως της δημοσιότητας: Ως άνθρωπος μπορώ να πεθάνω και ή τα παιδιά μου ή άλλος να αντιγράψει, για να τα βγάλει εις το φως…. Από τα όσα ακολουθούν φαίνεται ότι ο Μακρυγιάννης δεν εννοούσε απλή «αντιγραφή», αλλά και επεμβάσεις στο ίδιο το κείμενο. Παρά τα όσα λέγει για την αμάθειά του, είχε επίγνωση ότι τα χειρόγραφά του ήταν πραγματικός θησαυρός, γι’ αυτό φρόντιζε να τα κρύβει και, όταν χρειάστηκε, να τα φυγαδεύσει στην Τήνο.
Η μελέτη της πραγματικής γλώσσας του Μακρυγιάννη εξακολουθεί να παραμένει ένα από τα μεγάλα ερευνητικά ζητούμενα.[3] Στη διερεύνηση και οριοθέτηση του προσωπικού στοιχείου στο έργο του θα συνέβαλε αποφασιστικά «η σύγκριση με γραπτά μνημεία του λαϊκού λόγου κατά την τουρκοκρατία: το χρονικό, οι ενθυμήσεις, η επιστολογραφία, ιδιαίτερα η καθαρά λαϊκή επιστολογραφία, όχι αυτή που εξελίσσεται σε ένα είδος φιλολογικό, ή λόγια», όπως έχει ήδη επισημάνει ο Σπύρος Ασδραχάς (1, 52), οι σχετικές όμως έρευνες δεν έχουν πραγματοποιηθεί ως τώρα. Τα Απομνημονεύματα,[4] όπως και τα Οράματα και θάματα,[5] αποτελούν φιλολογικές εκδόσεις, δεν αποδίδεται δηλ. πιστά η ιδιότυπη γραφή του Μακρυγιάννη, δεν μπορούν, επομένως, οι εκδόσεις αυτές να αποτελέσουν τη βάση για τη μελέτη της γλώσσας του, στο φωνολογικό και μορφολογικό κυρίως επίπεδο. Ο Βλαχογιάννης αναφέρει ότι μετέγραψε το χειρόγραφο «πιστώς κατά το δυνατόν», στην ουσία όμως απάλειψε τη γνήσια ρουμελιώτικη προφορά.[6] Η «αρχή της εξομάλυνσης των διαλεκτικών τύπων» που εφαρμόστηκε και στα δύο έργα, παραποιεί ουσιωδώς την πραγματική γλώσσα του Μακρυγιάννη. Οι «βελτιωτικές» αυτές αλλαγές, κρίθηκαν αναγκαίες για να γίνεται το κείμενο ευρύτερα κατανοητό.
Με τη μεταφορά του χειρογράφου «εις την συνήθη γραφήν», τονίζει ο Βλαχογιάννης, «Στερείται μεν ούτως η φωνητική και η φθογγολογία της γλώσσης περιέργου γλωσσικού μνημείου, αν και διά σημειώσεων ως και διά των ευθύς κατωτέρω παρατιθεμένων παραδειγμάτων επέρχεται θεραπεία τις του κακού, αφ’ ετέρου όμως κερδαίνει λίαν η ιστορία και η φιλολογία. Κερδαίνει αυτό το έθνος, το οποίον θα δυνηθεί ν’ αναγνώσει ευχερώς το πολύτιμον έργον του Μακρυγιάννη, όπερ άλλως θα ήτο απρόσιτον όλως τοις πολλοίς» (1, 132-133). Με το ίδιο σκεπτικό μεταγράφτηκαν και τα Οράματα και θάματα, όπου αποσιωπάται λ. χ. η τροπή του ε σε ι (προτιμάται, σωστά, πιστεύω, η γραφή έρευνα, αντί έριυνα, που παραδίδει το χειρόγραφο), του ο σε ου (επιτροπή, αντί υπιτρουπή) κ. ά. Η αποσιώπηση του ημιφώνου ι, το οποίο χρησιμοποιεί συχνά ο Μακρυγιάννης, οδήγησε σε πλήρη παρερμηνεία του τύπου Ισουκράτης (υπάρχει τέσσερις φορές στα «Οράματα και θάματα»), ο οποίος ταυτίστηκε με τον Ισοκράτη, με αποτέλεσμα να καταλογιστεί στον συγγραφέα «ότι ταύτιζε ενδεχομένως τον Ισοκράτη με τον Σωκράτη». Ο Μακρυγιάννης γνώριζε πολύ καλά ποιος ήταν ο Σωκράτης (τον αναφέρει τρεις φορές στα «Απομνημονεύματα», στις δύο μάλιστα περιπτώσεις δίπλα στον Πλάτωνα). Έγραψε, απλούστατα, το όνομα του Σωκράτη, όπως το πρόφερε: Ισουκράτης.