Το ήμισυ (και εντούτοις, όλον)

Σκίτσο του Βραζιλιάνου Junião
Σκίτσο του Βραζιλιάνου Junião


Η Εύα προ­ήλ­θε από το πλευ­ρό του Αδάμ. Αυ­τό ανα­φέ­ρει το πρώ­το βι­βλίο της Πα­λαιάς Δια­θή­κης που έγρα­ψε, ως γνω­στόν, ο Μω­υ­σής. Αιώ­νες αρ­γό­τε­ρα η κα­τά­στα­ση δεν εί­χε βελ­τιω­θεί ση­μα­ντι­κά: «Οι γυ­ναί­κες κρα­τούν το άλ­λο μι­σό του ου­ρα­νού», εί­χε πει σε ένα ιστο­ρι­κό συ­νέ­δριο του Κ.Κ.Κ. ο Με­γά­λος Τι­μο­νιέ­ρης. Κοι­νό στοι­χείο Μω­υ­σή και Μάο Τσε Τουνγκ: ήταν και οι δύο άν­δρες. Εξ ου και ο ορι­σμός της γυ­ναί­κας ως με­ρί­δας ή με­ρί­σμα­τος της αν­δρι­κής κυ­ριαρ­χί­ας. Ανά­λο­γος, άλ­λω­στε, εί­ναι και ο χα­ρα­κτη­ρι­σμός «έτε­ρο ήμι­συ» σε ένα ζευ­γά­ρι. Διό­λου τυ­χαία, εκ­φέ­ρε­ται –πά­ντα- από την πλευ­ρά του άν­δρα και ου­δέ­πο­τε αντι­στρό­φως. Η λε­κτι­κή υπο­τα­γή της γυ­ναί­κας ήταν πιο εμ­φα­νής στη λε­γό­με­νη Μέ­ση Αγ­γλι­κή Γλώσ­σα (μέ­χρι τα τέ­λη του 15ου αιώ­να). Τό­τε, αντί του woman, χρη­σι­μο­ποιού­σαν την λέ­ξη wifman, που σή­μαι­νε «η σύ­ζυ­γος του άν­δρα». Η… τμη­μα­το­ποί­η­ση της γυ­ναί­κας φθά­νει μέ­χρι την πα­ρερ­μη­νεία της στη σύγ­χρο­νη αγ­γλι­κή γλώσ­σα. Πα­ρα­κάμ­πτο­ντας την πραγ­μα­τι­κή ετυ­μο­λο­γία των λέ­ξε­ων αρ­σε­νι­κό – θη­λυ­κό και άν­δρας - γυ­ναί­κα, οι οπα­δοί της αστή­ρι­κτης ερ­μη­νεί­ας δια­τεί­νο­νται πως τα δύο αυ­τά ζεύ­γη απο­κα­λύ­πτουν την εσα­εί ύπαρ­ξη της γυ­ναί­κας υπό τη λε­κτι­κή σκέ­πη του άν­δρα: male / fe-male, man / wo-man.

Στην ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα δεν επι­χει­ρή­θη­καν τέ­τοιου εί­δους πα­ρερ­μη­νεί­ες. Δεν το επι­τρέ­πει, άλ­λω­στε, η ίδια η λέ­ξη. Από την πρω­τοϊν­δο­ευ­ρω­παϊ­κή της χρή­ση, η γυ­ναί­κα δια­τή­ρη­σε τον πυ­ρή­να της λέ­ξης της. Ένας πυ­ρή­νας στον οποίο ο άν­δρας, έστω ως έμ­με­ση ανα­φο­ρά, ήταν εξαρ­χής απών: γυ­νά στο δω­ρι­κό τύ­πο, γυ­νή στην αρ­χαία ελ­λη­νι­κή, γυ­ναί­κα στο τέ­λος της ύστε­ρης αρ­χαιό­τη­τας. Μια ιδιαί­τε­ρα αν­θε­κτι­κή λέ­ξη, που πέ­ρα­σε αυ­τού­σια στη δια­μόρ­φω­ση της νε­ο­ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας. Διό­λου υπο­βαθ­μι­σμέ­νη, αν σκε­φθού­με με­ρι­κά από τα «προι­κιά» της στον το­μέα των επι­θέ­των, με τον άν­δρα… υπό μά­λης: Γυ­ναι­κό­βου­λος (γυ­νή + βού­λο­μαι), αυ­τός που τον σκαρ­φί­στη­κε γυ­ναί­κα. Γυ­ναι­κο­γή­ρυ­τος (γυ­νή + γη­ρύω), αυ­τός που τον δια­κή­ρυ­ξε γυ­ναί­κα κ.ά. Ανά­λο­γη εί­ναι και η λέ­ξη που ορί­ζει τη γυ­ναι­κεία μο­να­δι­κό­τη­τα: Γυ­ναι­κο­κρα­σία (γυ­νή + κρά­σις), η γυ­ναι­κεία ιδιο­συ­γκρα­σία.

Πώς εκ­φρά­ζε­ται όμως, η ψυ­χο­σύν­θε­ση των γυ­ναι­κών στα καί­ρια ζη­τή­μα­τα που άπτο­νται του φύ­λου τους; Και τι λέ­νε, αντί­στοι­χα, όσοι άν­δρες δεν απο­τε­λούν «αντί­θε­το» φύ­λο, αλ­λά συ­ντάσ­σο­νται (πολ­λοί ανε­πι­φύ­λα­κτα) μα­ζί τους; Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα απο­τε­λούν οι ρή­σεις, οι ορι­σμοί, αλ­λά και οι αφο­ρι­σμοί διά­ση­μων γυ­ναι­κών και αν­δρών από το χώ­ρο της λο­γο­τε­χνί­ας. Με ποι­κί­λες εθνι­κό­τη­τες, έχο­ντας ζή­σει σε δια­φο­ρε­τι­κές επο­χές και πο­λι­τι­κο­κοι­νω­νι­κά συ­στή­μα­τα, δια­σταυ­ρώ­νουν τις από­ψεις τους σε ένα δια­χρο­νι­κό «διά­λο­γο».

Για τον Τζέιμς Τζό­υς (1882 - 1941) η δια­φο­ρά των δύο φύ­λων απο­τυ­πώ­νε­ται γραμ­μι­κά: «Οι άν­δρες διέ­πο­νται από γραμ­μές νοη­μο­σύ­νης, οι γυ­ναί­κες από κα­μπύ­λες συ­ναι­σθη­μά­των». Από τη δι­κή της πλευ­ρά, η Δάφ­νη ντι Μω­ριέ (1907 - 1989) δια­τύ­πω­σε τη δια­φο­ρά με­τα­ξύ της γυ­ναι­κεί­ας και αν­δρι­κής αγά­πης με όρους λο­γο­τε­χνί­ας: «Οι γυ­ναί­κες θέ­λουν η αγά­πη να εί­ναι μυ­θι­στό­ρη­μα, οι άν­δρες σύ­ντο­μο δι­ή­γη­μα». Πα­ρό­μοια… συγ­γρα­φι­κή προ­σέγ­γι­ση εί­χε και ο Λώ­ρενς Ντά­ρελ (1912 – 1990): «Υπάρ­χουν μό­νο τρία πράγ­μα­τα που μπο­ρείς να κά­νεις με μια γυ­ναί­κα. Μπο­ρείς να την αγα­πή­σεις, μπο­ρείς να υπο­φέ­ρεις για αυ­τήν, ή μπο­ρείς να την με­τα­τρέ­ψεις σε λο­γο­τε­χνία».

Ανα­ζη­τώ­ντας τον κοι­νό τό­πο στη φυ­σιο­λο­γία των δύο φύ­λων, η Σού­ζαν Σό­νταγκ (1933 – 2004) κα­τέ­λη­ξε στο συ­μπέ­ρα­σμα: «Αυ­τό που εί­ναι πιο όμορ­φο στους άν­δρες εί­ναι κά­τι θη­λυ­κό. Αυ­τό που εί­ναι πιο όμορ­φο σε μια γυ­ναί­κα εί­ναι κά­τι αρ­σε­νι­κό». Ο Φράν­σις Σκοτ Φι­τζέ­ραλντ (1896 – 1940) δια­τύ­πω­σε το ίδιο πε­ρί­που πράγ­μα με κά­πως δια­φο­ρε­τι­κό τρό­πο: «Οι άν­δρες τεί­νουν να γί­νο­νται ένα μείγ­μα από τους γοη­τευ­τι­κούς τρό­πους των γυ­ναι­κών που γνω­ρί­ζουν». Ανα­ζη­τώ­ντας την ου­σιώ­δη δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύο φύ­λων ο Τζορτζ Μπέρ­ναρντ Σω (1856 - 1950) κα­τέ­λη­ξε στο συ­μπέ­ρα­σμα: «Οι γυ­ναί­κες δεν αφο­πλί­ζο­νται πο­τέ από κο­μπλι­μέ­ντα, οι άν­δρες πά­ντα. Αυ­τή εί­ναι η δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύο φύ­λων».

Οι δια­φο­ρές και οι ανι­σό­τη­τες των δύο φύ­λων πα­ρα­μέ­νουν τό­σο ισχυ­ρές, ώστε έκα­ναν την Ντό­ρο­θι Πάρ­κερ (1893 – 1967) να πει: «Όταν κα­τα­πιέ­ζο­νται οι άν­δρες, εί­ναι τρα­γω­δία. Όταν κα­τα­πιέ­ζο­νται οι γυ­ναί­κες, εί­ναι πα­ρά­δο­ση». Η κα­τα­πί­ε­ση που βιώ­νουν οι γυ­ναί­κες, έχει, εντού­τοις, και μια βα­θύ­τε­ρη, θε­τι­κή επε­νέρ­γεια. Κά­τι που φρό­ντι­σε να το­νί­σει ο Πά­ου­λο Κο­έ­λιο (1947 -): «Όλες οι γυ­ναί­κες έχουν μια αντί­λη­ψη πο­λύ πιο ανε­πτυγ­μέ­νη από τους άν­δρες. Κα­τα­πιε­σμέ­νες για τό­σες χι­λιε­τί­ες, κα­τέ­λη­ξαν να ανα­πτύ­ξουν μια έκτη αί­σθη­ση, στο­χα­σμό και αγά­πη. Και αυ­τό εί­ναι κά­τι που δυ­σκο­λευό­μα­στε να απο­δε­χτού­με ως μέ­ρος της κοι­νω­νί­ας μας». Όσο για τον Όσκαρ Ουάιλντ (1854 - 1900), εί­δε μια άλ­λη τρα­γω­δία. Κοι­νή για τα δύο φύ­λα: «Όλες οι γυ­ναί­κες γί­νο­νται σαν τις μη­τέ­ρες τους. Αυ­τή εί­ναι η τρα­γω­δία τους. Κα­νείς άν­δρας το κά­νει. Αυ­τή εί­ναι η δι­κή του».

Για την προ­αιώ­νια μά­χη των δύο φύ­λων έχουν λε­χθεί πολ­λά. Η Αν Βια­ζεμ­σκί (1947 – 2017) άγ­γι­ξε τον πυ­ρή­να: «Στη μά­χη των φύ­λων, οι άν­δρες εί­ναι πιο απα­τη­λοί, αλ­λά οι γυ­ναί­κες εί­ναι πιο πα­ρα­πλα­νη­τι­κές». Σύμ­φω­να με τον Άντον Τσέ­χωφ (1860 – 1904), δεν υπάρ­χει νι­κη­τής σε αυ­τή τη μά­χη και η κά­θε πλευ­ρά πλη­ρώ­νει το δι­κό της τί­μη­μα: «Οι γυ­ναί­κες που στε­ρού­νται τη συ­ντρο­φιά των αν­δρών μα­ρα­ζώ­νουν, οι άν­δρες που στε­ρού­νται τη συ­ντρο­φιά των γυ­ναι­κών απο­βλα­κώ­νο­νται». Η αν­δρι­κή απο­βλά­κω­ση, πά­ντως, ωχριά μπρο­στά στο μί­σος που νιώ­θει το λε­γό­με­νο «ισχυ­ρό» ένα­ντι του «ασθε­νούς φύ­λου. Η Ζερ­μέν Γκρηρ (1939 - ) πε­ριέ­γρα­ψε τις πο­σο­στώ­σεις αυ­τού του συ­ναι­σθή­μα­τος, αλ­λά και την ει­δο­ποιό δια­φο­ρά των γυ­ναι­κών: «Όλοι οι άν­δρες μι­σούν όλες τις γυ­ναί­κες με­ρι­κές φο­ρές. Με­ρι­κοί άν­δρες μι­σούν όλες τις γυ­ναί­κες διαρ­κώς. Με­ρι­κοί άν­δρες μι­σούν κά­ποιες γυ­ναί­κες όλη την ώρα. Δυ­στυ­χώς, οι γυ­ναί­κες δεν μπο­ρούν να μι­σούν τους άν­δρες, πι­θα­νώς επει­δή τους κυο­φο­ρούν από και­ρό σε και­ρό». Για αυ­τό, ίσως, ο Τζό­ζεφ Κόν­ραντ (1857 - 1924) υπο­χρε­ώ­θη­κε να δη­λώ­σει: «Το να εί­σαι γυ­ναί­κα εί­ναι ένα εξαι­ρε­τι­κά δύ­σκο­λο κα­θή­κον, κα­θώς συ­νί­στα­ται κυ­ρί­ως στην αντι­με­τώ­πι­ση των αν­δρών».

Για το ζή­τη­μα της γυ­ναι­κεί­ας χει­ρα­φέ­τη­σης έχει μι­λή­σει, κα­λύ­τε­ρα όλων, η Βιρ­τζί­νια Γουλφ (1882 - 1941): «Η ιστο­ρία της αντί­στα­σης των αν­δρών στη χει­ρα­φέ­τη­ση των γυ­ναι­κών εί­ναι πιο εν­δια­φέ­ρου­σα ίσως από την ιστο­ρία της ίδιας της χει­ρα­φέ­τη­σης». Η αν­δρι­κή αντί­στα­ση εί­ναι μια χα­μέ­νη υπό­θε­ση, σύμ­φω­να με τον πε­ρι­παι­κτι­κό Ζουα­κίμ Μα­ρία Μα­σά­ντο ντε Ασ­σίς (1839 – 1908): «Ο άν­δρας κυ­νη­γά τη γυ­ναί­κα, μέ­χρι να τον πιά­σει». Όσο για την εξάρ­τη­ση της γυ­ναί­κας από τον άν­δρα, η Ανα­ΐς Νιν (1903 - 1977) έχει ξε­κά­θα­ρη άπο­ψη: «Πό­σο λά­θος εί­ναι για μια γυ­ναί­κα να πε­ρι­μέ­νει από τον άν­δρα να χτί­σει τον κό­σμο που θέ­λει, πα­ρά να τον δη­μιουρ­γή­σει μό­νη της». Δύο αιώ­νες νω­ρί­τε­ρα, ο Βολ­ταί­ρος (1694 - 1778) συ­ντασ­σό­ταν με μια τέ­τοια θέ­ση, στρέ­φο­ντας τα βέ­λη στο ίδιο του το φύ­λο: «Όλοι οι συλ­λο­γι­σμοί των αν­δρών δεν αξί­ζουν ένα συ­ναί­σθη­μα των γυ­ναι­κών».

Κά­ποιες γυ­ναί­κες εί­παν με­γά­λες αλή­θειες για το φύ­λο τους... εξ ονό­μα­τος αν­δρι­κού. Όπως ο Τζορτζ Έλιοτ (ψευ­δώ­νυ­μο της Μαί­ρη Αν Έβανς, 1819 - 1880) που δια­κή­ρυ­ξε με κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρό­πο: «Οι πιο ευ­τυ­χι­σμέ­νες γυ­ναί­κες, όπως τα πιο ευ­τυ­χι­σμέ­να έθνη, δεν έχουν ιστο­ρία». Με τα λό­για της μοιά­ζει να συμ­φω­νεί ο σύγ­χρο­νός της (γνή­σιος άν­δρας αυ­τός), Ραλφ Ουάλ­ντο Έμερ­σον (1803 - 1882), υπερ­θε­μα­τί­ζο­ντας: «Σκέ­φτη­κα ότι ένα επαρ­κές μέ­τρο πο­λι­τι­σμού εί­ναι η επιρ­ροή των κα­λών γυ­ναι­κών». Από τη δι­κή της πλευ­ρά, η Ανιές Βαρ­ντά (1928 - 2019) απαλ­λάσ­σει τις ομό­φυ­λές της από το βά­ρος των ευ­θυ­νών –και ενο­χών– που τους φορ­τώ­νουν οι άν­δρες: «Οι γυ­ναί­κες πρέ­πει να κά­νουν αστεία για τον εαυ­τό τους, να γε­λούν με τον εαυ­τό τους, για­τί δεν έχουν τί­πο­τα να χά­σουν».

Στο θε­α­τρι­κό πε­δίο ανα­ζή­τη­σε ο Χο­σέ Ορ­τέ­γκα υ Γκά­σετ (1883 - 1955) τη θε­με­λιώ­δη δια­φο­ρά με­τα­ξύ των δύο φύ­λων: «Η γυ­ναί­κα έχει μια θε­α­τρι­κή εξω­τε­ρι­κή όψη, ενώ στον άν­δρα εί­ναι το εσω­τε­ρι­κό του που εί­ναι θε­α­τρι­κό. Η γυ­ναί­κα πη­γαί­νει στο θέ­α­τρο, ο άν­δρας το κου­βα­λά­ει μέ­σα του και εί­ναι ο ιμπρε­σά­ριος της ζω­ής του». Από τη δι­κή του οπτι­κή γω­νία, ο Μι­σέλ Φου­κώ (1926 - 1984) διέ­κρι­νε αλ­λού τη θε­με­λιώ­δη δια­φο­ρά: «Οι άν­δρες βλέ­πουν πράγ­μα­τα, οι γυ­ναί­κες βλέ­πουν τη σχέ­ση με­τα­ξύ των πραγ­μά­των: εάν τα πράγ­μα­τα αυ­τά χρειά­ζο­νται το ένα το άλ­λο, εάν αγα­πούν το ένα το άλ­λο, εάν ται­ριά­ζουν με­τα­ξύ τους. Εί­ναι μια επι­πλέ­ον διά­στα­ση του αι­σθή­μα­τος που εμείς οι άν­δρες στε­ρού­μα­στε». Η γυ­ναι­κεία υπε­ρο­χή ομο­λο­γεί­ται από έναν –ακό­μα- άν­δρα, τον Ράτ­γιαρντ Κί­πλινγκ (1865 - 1936): «Η ει­κα­σία μιας γυ­ναί­κας εί­ναι πο­λύ πιο ακρι­βής από τη βε­βαιό­τη­τα ενός άντρα».

Αφή­νο­ντας τους άν­δρες κα­τά μέ­ρος και μι­λώ­ντας απο­κλει­στι­κά για το φύ­λο της, η Άγκα­θα Κρί­στι (1890 - 1976) ανέ­δει­ξε ένα βα­σι­κό στοι­χείο που δια­κρί­νει τις γυ­ναί­κες: «Οι γυ­ναί­κες πα­ρα­τη­ρούν χί­λιες μι­κρές λε­πτο­μέ­ρειες, χω­ρίς να γνω­ρί­ζουν ότι το κά­νουν. Υπο­συ­νεί­δη­τα, το μυα­λό τους προ­σθέ­τει αυ­τά τα πράγ­μα­τα μα­ζί – και ονο­μά­ζουν το απο­τέ­λε­σμα διαί­σθη­ση». Στην κα­τα­κλεί­δα, η Λί­ντα Μπά­ρι (1956 - ) επι­ση­μαί­νει τις αντι­φά­σεις που βιώ­νει η γυ­ναί­κα στους μο­ντέρ­νους και­ρούς μας: «Ζού­με πο­λύ συ­γκε­χυ­μέ­νες στιγ­μές. Για πρώ­τη φο­ρά στην ιστο­ρία η γυ­ναί­κα ανα­μέ­νε­ται να συν­δυά­ζει: ευ­φυ­ΐα με έντο­νο χτέ­νι­σμα, αυ­ξη­μέ­νη συ­νει­δη­τό­τη­τα με ψη­λά τα­κού­νια και μια ανοι­χτή, μη σε­ξι­στι­κή σχέ­ση, με έναν ηλιο­κα­μέ­νο άντρα με υπέ­ρο­χο κορ­μί».

ΑΛΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: