«Ό,τι είναι στέρεο λιώνει στον αέρα, ό,τι είναι ιερό είναι ‘βρώμικο’, και ο άνθρωπος εντέλει υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει νηφάλια τις πραγματικές συνθήκες ζωής και τις σχέσεις του με το είδος του», γράφει ο ο Μαρξ, και ο Γκιούλος γράφοντας για σχέσεις, επικυρώνει τακτικά στα «Αστικά Δύστυχα» την συλλογή μας από απώλειες, η οποία, παραφράζοντάς τον, «εκτίθεται πάνω μας». Και ενώ κάποια από τα πιο συγκινητικά ποιήματα των Αστικών Δυστύχων τα αφήσα ήσυχα, ώστε να τα αναλάβουν μακράν πιο γενναίοι από εμένα σχολιαστές, θα μου ήταν αδύνατο να παραλείψω το αγαπημένο μου ποίημα, «Αντιστροφή», όπου η απώλεια βρίσκει τρόπο να μεταμορφωθεί σε ιδιότυπη παρουσία, παραμένοντας σε αδιαπραγμάτευτη συνθήκη απώλειας, μα και επαναφέροντας, παράδοξα μα τόσο αληθινά, τις ρουτίνες της άλλοτε παρουσίας. Και, πέρα από την ανακούφιση για την γκρίζα ζώνη μεταξύ απουσίας και παρουσίας όπως επιβεβαιώνεται στο ποίημα, ο συγγραφέας δεν παύει να μας κλείνει το μάτι, μισογελώντας ακόμα και στις πιο σκοτεινές ποιητικές του στιγμές: Όπως μας θυμίζει ο Μπέρμαν, και ο Μισέλ Φουκώ διατηρούσε την πιο άγρια περιφρόνησή του για τους ανθρώπους που φαντάζονται πως είναι δυνατόν η μοντέρνα ανθρωπότητα να θεωρείται ελεύθερη, εφόσον, σύμφωνα με τον τελευταίο, ακόμη και η κριτική που ασκείται από τον άνθρωπο, τόσο στην εξουσία (όσο και στην κανονικότητα, εν προκειμένω), είναι αναπόσπαστο κομμάτι του πανοπτικού συστήματος ελέγχου, υπακοής και πειθάρχησης. Στο ποίημα του Γκιούλου, ούτε ο θάνατος ο ίδιος, ούτε καν η αποτέφρωση, δεν αλλοίωσαν τις κυρίαρχες ποιότητες που δημιούργησαν ρουτίνες τις οποίες κληρονόμησε εκείνος που έφυγε από τη ζωή σε εκείνον που έμεινε .