Από τον διεθνή τύπο μαθαίνω ότι τον ερχόμενο Μάρτιο στο Ράικσμουζέουμ, στο Άμστερνταμ, αναμένεται να εγκαινιαστεί μια οπτικοακουστική έκθεση με θέμα το δουλεμπόριο και την ζωή των δούλων στις αποικίες των ευρωπαϊκών κρατών στη νεότερη εποχή. Ο μονολεκτικός τίτλος της: Δουλεία (Slavernij).
Όπως μας πληροφορεί το εισαγωγικό κείμενο στην ιστοσελίδα του μουσείου, στην έκθεση αυτή «εστιάζουμε για πρώτη φορά στη δουλεία κατά την Ολλανδική αποικιακή περίοδο. Η εποχή αυτή που καλύπτει 250 χρόνια, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας των Κάτω Χωρών. Ήταν τα χρόνια όπου οι άνθρωποι μετατρέπονταν σε πράγματα προς αγορά και πώληση, σε αντικείμενα, σε αριθμητικά στοιχεία των ισολογισμών».
Η έκθεση διηγείται δέκα αληθινές ιστορίες ανθρώπων που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σχετίζονται με την δουλεία. Δέκα προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που πουλήθηκαν δούλοι και ανθρώπων που είχαν δούλους στην κατοχή τους, ιστορίες ανθρώπων που αντιστάθηκαν και ανθρώπων που μεταφέρθηκαν κι έζησαν ζωή δούλου στην Ολλανδία.
Είναι μάλλον προφανές ότι η έκθεση αυτή πραγματοποιείται στον απόηχο του κινήματος Black Lives Matter («Η ζωή των Μαύρων έχει αξία») που εμφανίστηκε σχετικά πρόσφατα στις ΗΠΑ και εν συνεχεία στην Ευρώπη. Ενός κινήματος που κορυφώθηκε στα χρόνια της προεδρίας Τραμπ, ιδιαίτερα μετά τη δολοφονία (με ασφυξία) του Τζωρτζ Φλόυντ τον περασμένο Μάιο, και εκδηλώθηκε με μαζικές κινητοποιήσεις οι οποίες, εκτός από τα άμεσα αιτήματα για τα δικαιώματα των μαύρων πολιτών που πρόβαλε, προκάλεσαν ισχυρές δονήσεις στο πεδίο των συμβολισμών του δυτικού πολιτισμού, καθώς ανέδειξαν πόσο συνυφασμένη είναι η ανάπτυξη των δυτικών χωρών με το δουλεμπόριο και τις φυλετικές διακρίσεις. Γιατί οι διαδηλώσεις μέσα στις πόλεις ήρθαν αντιμέτωπες με ένα πλήθος μνημείων που εικονογραφούν τους σταθμούς της ανάπτυξης των δυτικών χωρών και με μια σειρά αναπαραστάσεων (κυρίως γλυπτών σε δημόσιου χώρους) που τιμούν τη δράση επιφανών ανδρών της νεότερης ιστορίας, οι οποίοι συνέβαλαν ως ηγετικές μορφές στην επέκταση της κυριαρχίας των χωρών τους ανά τον κόσμο, αλλά ταυτόχρονα ελέγχονται ως εμπλεκόμενοι στο όνειδος του δουλεμπορίου και ως ένοχοι για εκτεταμένες βιαιοπραγίες κατά των «αλλοφύλων» σε κάθε γωνιά του πλανήτη. Η απαίτηση να απομακρυνθούν οι αναπαραστάσεις αυτές από τους δημόσιους χώρους υπενθύμισε με ηχηρό τρόπο την ανάγκη μιας γενικότερης επανεξέτασης των όσων θεωρούμε δεδομένα, ή, και πιο απλά, την ανάγκη να ακούσουμε ιστορίες – όπως μας προτρέπει η έκθεση στο Άμστερνταμ – για πράγματα που ενδεχομένως αγνοούμε.
Σε ένα παρόμοιο πλαίσιο επανεξέτασης και αναζήτησης άγνωστων πτυχών της ιστορίας, αναμένεται (επίσης τον ερχόμενο Μάρτιο) η δημοσίευση σε μορφή βιβλίου της μελέτης του γάλλου ιστορικού Benjamin Stora για την περίοδο της αποικιοκρατίας στην Αλγερία, την οποία παρήγγειλε ο πρόεδρος Μακρόν. Υπενθυμίζεται ότι ο Μακρόν, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του το 2017, είχε αναφέρει, απαντώντας σε νεαρό Αλγερινό, ότι η αποικιοκρατία ήταν ένα «έγκλημα κατά της ανθρωπότητας», φράση που ωστόσο πήρε εν μέρει πίσω όταν εκδηλώθηκαν έντονες αντιδράσεις από τους πρώην Γάλλους εποίκους στην Αλγερία και τους απογόνους τους (λέγοντας ότι δεν ήθελε να τους θίξει και ζητώντας συγγνώμη για τον πόνο που τους προκάλεσε).
Ενοχές
Σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί το πρόβλημα που ανέκυψε, ο Μακρόν πέρσι το καλοκαίρι ανέθεσε τη μελέτη του ζητήματος στον γεννημένο στην Αλγερία (και κορυφαίο μελετητή της ιστορίας της βόρειας Αφρικής) Στορά. Η μελέτη, που παραδόθηκε στον πρόεδρο στα τέλη Ιανουαρίου 2021, μιλά για καταπίεση, αιματηρή καταστολή και βιαιοπραγίες (αλλά όχι για εγκλήματα πολέμου), καταλήγει σε πρόταση για την δημιουργία μιας εξεταστικής επιτροπής «Μνήμης και Αλήθειας», πρόταση που έχει ήδη αποδεχθεί ο Γάλλος πρόεδρος.
Είναι ένα από τα σημεία των καιρών αυτή η αναδίφηση του παρελθόντος, με διάθεση έντονα αυτοκριτική, από την πλευρά των Ευρωπαίων που συναισθάνονται την αντιφατική διάσταση της σχετικά πρόσφατης ιστορίας του Δυτικού πολιτισμού μας – όταν από τη μια πλευρά εδραιώνει το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και από την άλλη καθυποτάσσει μέσα από μια διαδικασία πολεμικής κατάκτησης ολόκληρο τον πλανήτη. Και όπως έλεγε ο Τζόζεφ Κόνραντ στην Καρδιά του Σκότους «η κατάκτηση του κόσμου δεν είναι όμορφο πράγμα όταν το διερευνάς από πολύ κοντά». (The conquest of the earth is not a pretty thing when you look into it too much.)
Την φράση αυτή συναντήσαμε ως προμετωπίδα στην ταινία, παραγωγής του BBC, με τίτλο African Apocalypse που προβλήθηκε πριν λίγους μήνες, τον περασμένο Οκτώβριο, στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου στο Λονδίνο. Πρόκειται για ένα έργο που αναφέρεται στην κατάκτηση του Νίγηρα από τους Γάλλους στα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα, βασισμένο στην ερευνητική δουλειά ενός διδακτορικού φοιτητή στην Οξφόρδη με καταγωγή από αυτήν την πρώην Γαλλική αποικία, και διηγείται μια ξεχασμένη ή αποσιωπημένη ιστορία βίας και καταστροφής. Πρωταγωνιστής ο Γάλλος λοχαγός Βουλέ (Voulet) που αυτονομήθηκε από το κεντρικό στρατηγείο και ως ένας Κουρτς τής πραγματικής ζωής – την ίδια χρονιά που ο Κόνραντ επινοούσε τον φανταστικό ήρωα της Καρδιάς του Σκότους – επιδόθηκε σε ανείπωτες φρικαλεότητες, σε μια καταβύθιση στην βαρβαρότητα, όπως το θέτει η περίληψη της υπόθεσης στην ιστοσελίδα του BBC.
Σ’ αυτά τα έγκατα της βαρβαρότητας που αίφνης βρέθηκα, αναρωτιέμαι γιατί άρχισα να γράφω αυτό το σημείωμα. Τι ψάχνει κανείς σκαλίζοντας αυτές τις πληγές σε μια εποχή όπου ο πολιτισμός μας, σε μεγάλο βαθμό, έχει πάψει να διαπράττει τέτοιες ακρότητες και έχει περάσει στη φάση όπου εκφράζει τη λύπη του και ζητάει συγγνώμη; Γιατί ανακυκλώνουμε αυτή την ομολογία ενοχής; Ιδιαίτερα τώρα που άλλοι είναι αυτοί που επιδίδονται σε πράξεις βαρβαρότητας και μισαλλοδοξίας.
Είναι ίσως το ιδεολόγημα του «φορτίου του λευκού ανθρώπου» που μας σπρώχνει κατά κει, ένα αμφιλεγόμενο ιδεολόγημα, μέσα από την ποίηση του Κίπλινγκ, που επεδίωξε να δικαιώσει τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό του 19ου αιώνα, ερμηνεύοντας την προσάρτηση ξένων εδαφών όχι ως κατάκτηση και υποδούλωση του άλλου αλλά ως εκπολιτισμό των καθυστερημένων περιοχών του κόσμου.Είναι ένα σχήμα ριζωμένο μέσα στο συλλογικό υποσυνείδητο του δυτικού κόσμου που καλλιεργήθηκε ως τα μέσα του 20ού αιώνα από την παιδεία, τα λαϊκά αναγνώσματα και μια εικονολογία διάχυτη μέσα στην κοινωνία, που έβρισκε συχνά θέση σε έντυπα μαζικής κυκλοφορίας – όπως στα παραδείγματα που παρατίθενται εδώ (από τα αμερικανικά περιοδικά Puck και Judge περί το 1890).
Εδώ οι προσωποποιήσεις της Αγγλίας και της Αμερικής (ο Τζων Μπουλ και ο Θείος Σαμ) έχουν φορτωθεί στην πλάτη του όλους τους αγρίους και τους καθυστερημένους ανεβαίνοντας τα κακοτράχαλα βουνά της άγνοιας, της δεισιδαιμονίας, της καταπίεσης και της βαρβαρότητας, ως και της δουλείας ακόμη, για να τους οδηγήσουν στην φωτεινή κορφή του πολιτισμού. Σε αντίθεση με τις γελοίες καρικατούρες των «αγρίων» ο ευρωπαϊκός πολιτισμός εμφανίζεται ως μια στιβαρή κλασική αρχαιοελληνική γυναικεία μορφή, ως Αθηνά (ή Βρετανία), η οποία μάλιστα δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει βία ενάντια στην βαρβαρότητα, αν είναι να την εκπολιτίσει…
Σήμερα όμως τα λαϊκά περιοδικά φέρουν άλλες εικόνες: η Ευρώπη δεν εκπολιτίζει τους άλλους ασκώντας και βία αν χρειαστεί, αλλά υφίσταται βία, καθώς δέχεται επίθεση από επίδοξους βιαστές, όπως σ’ αυτή την χονδροειδή απεικόνιση με τα σκουρόχρωμα αντρικά χέρια πάνω στο λευκό γυναικείο κορμί, σε Πολωνικό περιοδικό τού 2016. Οι βάρβαροι αντεπιτίθενται. Οι βάρβαροι έρχονται και απειλούν να επιβάλουν τις δικές τους παραδόσεις. Πρέπει να τους σταματήσουμε. Δεν θα περάσουν, όπως μας λένε οι αφίσες των ακροδεξιών σε Ουγγαρία και Γερμανία.
Μου είναι αδύνατο, φυσικά, να δεχτώ μια τέτοια τοποθέτηση και μια τέτοια εικονολογία και στις δύο περιπτώσεις, τόσο του 19ου αιώνα όσο και του 21ου
– που μόνο επιτείνουν την δυσφορία με τον πολιτισμό μου.
Η ενοχή που εκφράζω με την αναφορά στον μικρό αστερισμό των τριών ειδήσεων από την τρέχουσα επικαιρότητα είναι πιθανότατα έκφραση του ίδιου ιδεολογήματος (του φορτίου του λευκού ανθρώπου) από την ανάποδη: Μπορώ να ομολογώ ενοχές για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό επειδή είμαι ευρωπαίος – έχω αυτό το χρέος και μόνο εγώ μπορώ να το εκπληρώσω. Είναι κι αυτό κάτι διάχυτο μέσα στην κοινωνία: ναι, πρέπει να το ομολογήσουμε, είμαστε ένοχοι γιατί οι δικοί μας προκάλεσαν φρικαλέα δεινά σε άλλους λαούς και πολιτισμούς – συνεπώς δεν μπορούμε να κουνάμε το δάκτυλο και να λέμε τώρα στους άλλους πώς να φέρονται. Κι αυτή την ενοχή μπορείς να τη νιώσεις μόνο αν μετέχεις στον δυτικό πολιτισμό.
Το ξέρω πως υπάρχουν σοφοί άνθρωποι που επιχειρούν να μας βγάλουν από αυτή την παγίδα – όπως ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, ο συγγραφέας της Τυραννίας της Μεταμέλειας (La tyrannie de la pénitence) και του Λυγμού του λευκού ανθρώπου
(Le sanglot de l’homme blanc), καθώς και άλλοι που μελετούν την άνοδο του φανατικού ισλάμ ανά τον κόσμο, που ανησυχούν για την, υπονομευτική ως προς τις δυτικές αξίες, επίδρασή του στην Ευρώπη η οποία μοιάζει ανήμπορη να αντιδράσει για να μην κατηγορηθεί ως ισλαμόφοβη και μισαλλόδοξη, αλλά και γιατί ενδεχομένως νιώθει πως «αυτή φταίει» που το ισλάμ πήρε το στραβό δρόμο, επειδή του φέρθηκε σκληρά τον τελευταίο αιώνα...
Μου είναι δύσκολο να βγω από την παγίδα αυτή του mea culpa στην οποία με ωθεί η ενοχή του φορτίου του λευκού ανθρώπου, γιατί για να βγω θα πρέπει να δράσω εν ονόματι αυτού του φορτίου.
Δεν ξέρω αν γίνομαι καταληπτός. Πρέπει και πάλι ο άλλος να αποδεχτεί την υπεροχή μου.
Δεν μπορώ λοιπόν να βγω από την παγίδα γιατί πρέπει να περάσω από έναν σημείο που είναι απροσπέλαστο: το σημείο από όπου θα μπορώ να δω τα πράγματα από τη σκοπιά του άλλου.
Αυτό το ζήτημα θίγει αριστουργηματικά το θεατρικό έργο «Ο θάνατος και ο ιππέας του βασιλιά» (Death and the King’s Horseman) του νιγηριανού νομπελίστα Ουόλε Σογίνκα (Wole Soyinka), το βαθύτερο νόημα του οποίου, όμως, νιώθω να μου διαφεύγει όσο κι αν το ξαναδιαβάζω – και για το οποίο ελπίζω σε μια επόμενη ευκαιρία να μπορέσω να μιλήσω.
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Έχει ενδιαφέρον ότι ένας ακροδεξιός πολιτικός, o ολλανδός Joram van Klaveren που επιχείρησε να μελετήσει πιο βαθιά τι πρεσβεύει το ισλάμ ώστε να το αντικρούσει καλύτερα, κατέληξε να μεταστραφεί και να γίνει μωαμεθανός. Το 2019 δημοσίευσε το βιβλίο Ο Αποστάτης (De Afvallige/ Apostate) όπου αναλύει τους λόγους της μεταστροφής του, που φαίνεται να είναι πρωτίστως αυστηρά θεολογικοί και όχι ευρύτερα πολιτιστικοί ή κοινωνικοί. Προφανώς δεν εννοώ κάτι τέτοιο εδώ με την αναζήτηση της οπτικής γωνίας του άλλου. Έχουν υπάρξει και άλλες μεταστροφές στο χώρο της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς όπως ο επίσης ολλανδός Arnoud van Doorn το 2013 και ο γερμανός Arthur Wagner το 2018 – αμφότεροι για προσωπικούς λόγους όπως έχουν δηλώσει. Πάντως σε κάθε περίπτωση μια τέτοια κίνηση έχει ενδιαφέρον.