No se puede vivir sin amar
1.
Με μάτια βουρκωμένα, η Ρόουλαντς, σε ένα ντοκιμαντέρ για τον αείμνηστο Κασσαβέτη, λέει, «Ναι, έπινε. Πώς να μην πίνει; Ήταν πενήντα χρόνια μπροστά. Μεγάλο άχθος». Τζίνα & Τζώννυ, αείζωη αγάπη. Αείζωη συνεργασία και αείζωη εμβύθιση στον ωκεανό της Τέχνης, και στην τέχνη του να κάνεις ωκεανό το δάκρυ της συγκίνησης.
2.
Οι ΒΝ, ίσον η Βέρα και ο Βλαντιμίρ, οι δύο/ένας Ναμπόκοβ, κυνηγάνε μαζί πεταλούδες, γράφουν μαζί κείμενα για τη λογοτεχνία, παίζουν μαζί σκάκι, σκαρώνουν μαζί φάρσες, γελάνε μαζί βλέποντας κωμωδίες, είναι μαζί, δύο Ρώσοι, στην εξορία (Βερολίνο, Παρίσι, Αγγλία, Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, Ελβετία), διαβάζουν ποίηση μαζί, ζούνε κοντά πέντε δεκαετίες μαζί, αλληλογραφούν και ενόσω συζούν, από δωμάτιο σε δωμάτιο.
3.
Ο πιο ξακουστός πρόξενος στην ιστορίας της μυθιστοριογραφίας, ο θεσπέσιος πολυπρισματικός Τζέφρι Φέρμιν, αιωνίως ερωτευμένος με την Υβόν Κόνσταμπλ, της γράφει μιαν επιστολή αγάπης που είναι ατόφια μουσική, που είναι σπαραγμός και συντάραξη. No se puede vivir sin amar, αδύνατον χωρίς αγάπη να ζήσεις, ψιθυρίζει ο συγγραφέας του μυθιστορήματος Κάτω από το Ηφαίστειο, ο Μάλκολμ Λόουρι, κατεβάζοντας το δέκατο έκτο ουίσκι της ημέρας και σκύβοντας για να δέσει, με τον συγκλονιστικό προσκοπισμό του, τα κορδόνια των οξφορδιανών υποδημάτων του.
4.
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς και ο Ουλάι, το έτος 1988, χωρίζουν-για-να-είναι-πάντα-μαζί, διανύοντας δυόμισι χιλιάδες χιλιόμετρα ο καθένας, κάνοντας μιαν ευθεία και αντιθετική dérive/flânerie, στο μοναδικό κτίσμα της γης που είναι ορατό από το φεγγάρι: το Σινικό Τείχος.
5.
Ο Γαλλορώσος ποιητής Σεργκέι Οποσούμ και η Νιγηριανή διδάκτωρ φιλοσοφίας (και ένθερμη ακτιβίστρια) Φράι Νετζά, ακολουθώντας το παράδειγμα του Φιλίπ Σολέρ και της Ντομινίκ Ρολέν, ξεγελούν θεούς και θεσμούς, και επί μισόν αιώνα παραμένουν ένα διαρκές, διακαές, διηνεκές παράφορο, και συνάμα απολύτως άφθαρτο, ερωτικό ζευγάρι. Υιοθετούν τη μέθοδο «The Purloined Letter», εμπνεόμενοι από τον Έντγκαρ Άλαν Πόου, και το σύστημα Έρωτας ίσον Στρατηγική & Ποίηση (L’amour est strategie et poésie) του Γκι Ντεμπόρ. Κάνουν, συστηματικά, βούκινο τα πάντα και ουδείς τους πιστεύει, συνεπώς απολαμβάνουν απρόσκοπτα τον φλογερό τους έρωτα επί πενήντα συναπτά έτη. Αφήνοντας την τελευταία του πνοή, σε ηλικία εκατόν έξι ετών, ο Οποσούμ ψιθύρισε στο αυτί της ενενηνταεξάχρονης Νετζά: Ah, mon cherie! Come with me to ze Casbah et we will make ze beautiful music together!
6.
Το φθινόπωρο του 2020, ο παλιός αλπινιστής και πεζικάριος Στέφανο Μποτζίνι, παίρνει το ακορντεόν του, στήνεται σ᾽ ένα πτυσσόμενο σκαμνάκι έξω από το νοσοκοκομείο όπου βρίσκεται η γυναίκα του, η Κάρλα Σάτσι. Της παίζει μια σερενάτα. Δεν επιτρέπεται να την επισκεφτεί στο δωμάτιο όπου νοσηλεύεται, λόγω κορωνοϊού. Την επισκέπτεται η μουσική του, της δίνει κουράγιο με την παγκόσμια γλώσσα της αγάπης. Ο Μποτζίνι είναι ογδόντα ετών. Η Σάτσι περί τα δέκα χρόνια μικρότερή του. Παντρεμένοι σχεδόν μισό αιώνα, λάτρευαν ο ένας τον άλλον, και οι δυο μαζί το άσμα «Spanish Eyes» του Ένγκελμπερτ Χάμπερντινκ, το οποίο της παίζει με το ακορντεόν του ο αλπινιστής αιώνιος εραστής της. Οι Στέφανο και Κάρλα προέβησαν στην άρση του χρόνου, καθήκον ιερό κάθε γνήσιου ποιητή σύμφωνα με τον Αντρέ Μπρετόν (Ποίηση είναι το τραγούδι που ξεγελάει τον χρόνο), και απέδειξαν ότι και στην εποχή του ταχύπλοου νεοκυνισμού και του ζόφου, είναι ευκταίος και εφικτός ο θρίαμβος του άδολου έρωτος και της φλογοδίαιτης αγάπης.
7.
Σερενάτα. Καντάδα. Θρηνωδία.Ο Αγαπημένος τραγουδά μπροστά από έναν ωχρό τοίχο, απέναντι σε σφαλιστά παράθυρα. Νότες και μελωδίες ξεχύνονται, κάποιες βραχνές κάποιες άτονες, μα έξαφνα δυναμώνει η φωνή και γίνεται ζεστός δίαυλος αγάπης. Εκείνης της αγάπης που, σε χαλεπούς καιρούς, δεν της επιτρέπεται να εκφραστεί απτά, υλικά, φυσικά, μέσα από τρυφερούς εναγκαλισμούς και ανατριχιάσματα της σάρκας, αλλά επιστρέφει στο πλατωνικό της σπήλαιο. Σε μιαν άυλη, αιθέρια, ηχητική μορφή που διαπερνάει τους τοίχους και εισχωρεί από τα ώτα στην ψυχή της Αγαπημένης. Και πόσο μα πόσο χρειάζεται αυτόν τον μεσμερικό ήχο η Αγαπημένη που δίνει μάχη για τη ζωή / που θα διατηρήσει ζωντανή την αγάπη / που θα εμπνεύσει τη ζωή.
Η ζωή στην εποχή της αρρώστιας, ζυμώθηκε με τη θνητότητα της, μα εδώ ξαναβρίσκει τη χαμένη της αναγκαιότητα, το raison d’etre της, που δεν είναι άλλο από το μοίρασμα και την πληρότητα της αγάπης. Από το Όλον που δεν μπορεί να ζήσει ως μισό. Η μουσική του Αγαπημένου έξω από την κλινική παίρνει το μισό και το σμιλεύει στο Ένα. Η αγάπη πάει κόντρα στην επιβίωση γιατί μπορεί να πεθάνει κανείς από αγάπη. Ναι, είναι αλήθεια, το έχουν τραγουδήσει και οι Ποιητές αυτό. Η αγάπη μπορεί να μην είναι βιώσιμη γιατί η ζωή εκπίπτει, η αγάπη όχι. Όταν όμως η αγάπη εκρήγνυται σε χιλιάδες αστέρια, άγγελοι τραγουδούν το όνομα της, χρώματα πλημμυρίζουν τις πτυχώσεις της, τότε δεν έχει σημασία αν ζεις ή αν πέθανες, η αγάπη είναι από μόνη της μία άλλη υπόσταση που είτε σε κυρίευσε, έστω για μία στιγμή στη ζωή σου, είτε όχι. Ο Αγαπημένος οραματίζεται ότι αραδιάζει λουλούδια από νότες μπροστά στα πόδια της Αγαπημένης. Σαν φύγει Αυτή, το όραμα θα σβήσει από τα μάτια του μα η συναισθησία δεν θα πάψει να τον κατακλύζει. Θα είναι πάντα κυριευμένος από τη μία και μοναδική αγάπη και τίποτα δεν θα αναμετράται με αυτή. Η αγάπη του ταξιδεύει προς τον ουρανό. Η αγάπη του γίνεται ο ουράνιος θόλος που κάθε πρωί θα τον σκεπάζει απαλά και Αυτός θα του σιγοτραγουδά τους μελίρρυτους ήχους του. Ο Αγαπημένος ξεδιπλώνει από τα μέσα του την ψυχή του και την τρίβει σαν σπάνιο, θεσπέσιο, ιαματικό μπαχαρικό στη γλώσσα της Αγαπημένης. Εκείνη καταπίνει μία γενναία γουλιά ψίχας ψυχής και αποκοιμιέται. Η αγάπη θα ζήσει για Πάντα. Με ή χωρίς τη ζωή.