«Ιδού η δούλη κυρίου»

«Ιδού η δούλη κυρίου»


ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ, «ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ» - ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΙ

                                                                        Στην Veronique Magnes

Αγγελόκτιστη, Ανθοφορούσα, Ψυχοσώστρα, Καταφυγή, Ρόδο το Αμάραντο, Αερινή, Μολυβδοσκέπαστη, Γαλανούσα, Θαλασσομαχούσα, Γκρεμιώτισσα, Αιματούσα, Βορινή, Γλυκοφιλούσα, Ολυμπιώτισσα, Παυσολύπη, Αέναος Κρήνη, Άνεμη, Βασίλισσα ,Γαλακτινή, Γλυκασμός των Αγγέλων, Δακρύβρεκτος, Ηλιόκαλλος, Κοροβιλιά, Κρίνον, Κυήσασα Ποιητήν, Πυρίμορφη, Ραγδαία, Φωστήρας, Φωτεινή, Χρυσαυγιώτισσα, Χρυσόπεπλος, Ωκεανός, Ωδή.

Τα επίθετα της Παναγίας βρίθουν στον κατάλογο των Θεονυμίων και θα μπορούσαμε να πλάσουμε μια ιστορία για το καθένα. Μια ιστορία όπου η φαντασία και η ευρηματικότητα μας ξεπερνούν. Όμως ας δούμε τα προηγούμενα επίθετα μέσα από το πρίσμα του πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη: “ Η Παναγία που διαβάζει”. Το πρόσωπο αποδίδεται με το χρώμα της ώχρας, δίχως ιδιαίτερα τονισμένα τα χαρακτηριστικά μόνο με το περίγραμμά του και με το φωτοστέφανο να δίνει τη λάμψη του άυλου προσώπου. Με εφαρμοστό το ένδυμα σε πιο καφετί απόχρωση, και με γκρίζες αποχρώσεις που τονίζουν το υπερκόσμιον, το ίδιον άυλον σώμα με εμφανές το περίγραμμα του στήθους. Γαλακτινή Παρθένος, χρυσίζουσες ανταύγειες του ρούχου και στο πλάι χρυσή λεπτή κοτσίδα. Το μαγνάδι στο κεφάλι ως Χρυσόπεπλος με λεπτεπίλεπτα χέρια, δάκτυλα κρινένια, για την Παναγία Κρίνον, να ξεφυλλίζουν βιβλίο. Στο πίσω μέρος μία αινιγματική κουρτίνα, ίσως ένα μικρό μαύρο παράθυρο και χρυσά σύννεφα.

Και ίδού τα ερωτήματα. Τι θα μπορούσε να διαβάζει η Παναγία, η Kυήσασα τον Ποιητήν; Μήπως σε αυτό το βιβλίο πέραν των Ιερών Γραφών έχουμε την ποίησιν όλου του κόσμου; Ο καθένας μας ας βρει την απάντηση αναλόγως των αναζητήσεων και των ανησυχιών του. Άλλωστε αυτή που διαβάζει την ποίησιν του κόσμου αυτόματα δεν γίνεται Παυσολύπη, μιας και η ποίηση δεν είναι της ζωής μας το παυσίλυπον; Θαλασσομαχούσα η ποίηση με τις δυσκολίες της ζωής καταλήγει Ραγδαία στη συνειδητοποίηση της τραγικότητας της ζωής και έπειτα Άνεμη αφού μπορεί με στωικότητα να την αντιμετωπίσει. Άγκυρα της ζωής μας.

Το βιβλίο που βλέπουμε να κρατά εμπρός μας η Παναγία του Κωνσταντίνου Παρθένη είναι Αέναος Κρήνη σοφίας, Χρυσοπηγή ελπίδας, Ωδή στη ζωή και στον τρόπο που ο καθένας μας ονειρεύεται να ζήσει, ακόμα κι αν είναι Κυρία των δακρύων, η ίδια μας η ζωή.

Το αινιγματικό παραπέτασμα στο πίσω μέρος του πίνακα αποτελεί ίσως το σύνορο μεταξύ του εδώ και του επέκεινα, το όριο φαντασίας-πραγματικότητας, μεταξύ μιας ζωής που θα την λέγαμε Αιματούσα και μιας ζωής που θα την ονομάζαμε Καταφυγή.

Είναι η ανάγνωση μιας και τόσο το βιβλίο όσο και η κουρτίνα αποκτούν μεταφορική σημασία. Με το βιβλίο ξεπερνάμε τα σύνορα του πραγματικού κόσμου και μεταπηδάμε στον συμβολικό κόσμο της λογοτεχνίας, στο επέκεινα όπου δραπετεύουμε από τα ασφυκτικά όρια της πραγματικής ζωής και έτσι εκείνη που διαβάζει είναι Ψυχοσώστρα και ό,τι διαβάζει Χώρα του Αχώρητου.

Ο Κ. Παρθένης κατείχε τη Βυζαντινή τέχνη και έχει αγιογραφήσει αρκετούς ναούς. Όμως έχει ζωγραφίσει με το αναγνωρίσιμο ιδίωμά του πολλούς πίνακες και συνθέσεις με την Παναγία, όπως τον Ευαγγελισμό της και άλλοτε ως Βρεφοκρατούσα. Εδώ δεν ακολουθεί το βυζαντινό αγιογραφικό ιδίωμα. Σε αυτήν την εικόνα η μορφή της, μέσα από την απεικόνιση μιας νεαρής γυναίκας με μαντήλι στην κεφαλή που καλύπτει με τις πτυχώσεις του τον δεξιό ώμο και αφήνει λεπτή κοτσίδα μαλλιών στο πλάι του αριστερού. Διαβάζει βιβλίο ακουμπισμένο σε τραπέζι κρατώντας το ανοιχτό με τα λεπτά μακριά της δάκτυλα, αφήνεται στη φαντασία του θεατή και αρκείται αφαιρετικά μόνο στο περίγραμμα και στα επί μέρους δηλωτικά στοιχεία της. Ο θεατής καλείται να συμπληρώσει νοερά τα επί μέρους χαρακτηριστικά της και να της αποδώσει αυτά για τα οποία κάθε φορά στην ανάγκη του την επικαλείται.Ή ακόμη αναζητώντας τις αναλογίες να ταυτίσει την “εικόνα” του με την δική της, ως ένα κάτοπτρο της δικής του αντανάκλασης .

Η Παναγία μελετά εν τη σοφία της και θησαυρίζει τη γνώση, κατέχοντας έναν τρόπο αντίληψης του κόσμου, τον οποίο νοερά μας τον υποδεικνύει ο πίνακας μέσω της διδαχής του περιεχομένου του. Αλληγορικά μέσω της Παναγίας που διαβάζει μας αποκαλύπτεται το Πνεύμα. “ Θεός ήν ο Λόγος...” (Κατά Ιωάννην, Ι.Ι, 14). Η άπειρος και μη κατεκτημένη γνώση. Το μπλε του ουρανού ρυτιδωμένο από ελάχιστα συννεφάκια, δηλωτικό του ελληνικού φωτός συντελεί εις την οικειοποίηση και τη μεγαλοπρέπεια της εικονιζόμενης. Η καρέκλα στην οποία κάθεται αποδίδεται με βαθυτέρας απόχρωσης μπλε συμβάλλοντας στον ομοιογενή διαχωρισμό του έσω από τον εξωτερικό χώρο, όπως και η κουρτίνα, χαρακτηριστικό στοιχείο στις απεικονίσεις της Παναγίας και στην δυτική ζωγραφική. Από την χρυσαφίζουσα απόχρωση της ώχρας στο φωτοστέφανο, μέχρι το βαθύ μπλε και από το λευκό έως το γκρίζο, οι αντιθέσεις, αλλά κυρίως οι διαβαθμίσεις των αποχρώσεων και το παιγνίδι του φωτός, φέρνουν στο νου ένα εντελώς ελληνικό τοπίο-σκηνικό, όπου συνυπάρχουν το γήινο με το ουράνιο στοιχείο, το εγκόσμιο με το επέκεινα, το έκδηλον και το μυστικό.

Ο πίνακας είναι ένα από τα έργα της ωριμότητας και των μυστικιστικών αναζητήσεων του ζωγράφου, κατά την περίοδο που γίνεται αφαιρετικά λιτότερος εν σχέσει με τους προηγούμενους πίνακές του χρησιμοποιώντας ολίγα χρώματα, εναλλάσσοντας ευθείες με καμπύλες γραμμές ώστε να υποτάσσει κατά το πλείστον τη μορφή στο πνεύμα και στην ουσία του έργου.

Ο ζωγράφος με αυτόν τον τρόπο μας αποδίδει μιαν ζώσα εικόνα της Παναγίας, όπου σώμα και πνεύμα ενοικούν εντός του ιδίου σχήματος, προσιτή στον καθένα, διαχρονική, όπου η θέασή της καταργώντας κάθε δισταγμό προσέγγισης μας απελευθερώνει.

Antonello da Messina, «Ευαγγελισμός». Galleria Regionale della Sicilia, Παλέρμο
Antonello da Messina, «Ευαγγελισμός». Galleria Regionale della Sicilia, Παλέρμο

Ο Κωνσταντίνος Παρθένης συνομιλεί μέσω αυτού με τον ζωγράφο Αντονέλο ντα Mεσσίνα ( 1430- 1479 ), συγκεκριμένα με τον πίνακά του “Ευαγγελισμός”, όπου και σε αυτόν εικονίζεται η Παναγία να διαβάζει σκεπτική ένα βιβλίο. Ο Mεσσίνα ζωγράφισε δύο πίνακες στον ίδιο περίπου εικονογραφικό τύπο, μόνο το πρόσωπο είναι διαφορετικό, που απεικονίζουν την Παναγία με βιβλίο, τον πρώτο το 1473-1474 και τον δεύτερο το 1475- 1476.

Για τον Μεσσίνα ο Ευαγγελισμός είναι ο Λόγος. Η Παναγία κοιτάζει με σοβαρότητα και κάποια μελαγχολία αδιόρατη. Ίσως είναι η συναίσθηση πως συμβαίνει κάτι που ξεπερνάει τα όρια του ανθρώπινου και φτάνει στα έσχατα της αλήθειας του κόσμου. Ίσως να είναι η έκφραση του Οιδίποδα πριν δει κατάματα την αλήθεια ή μια στιγμή πριν τυφλωθεί για να μη βλέπει αυτό που δεν αντέχει ο άνθρωπος. Το άγγιγμα της θεϊκής μοίρας, την αλήθεια του κόσμου. Βρίσκεται στο μεταίχμιο δυο καταστάσεων που τις αισθάνεται και τις ζει έντονα και στιγμιαία, ο χρόνος έχει χάσει τη ροή του και δεν προσμετράται.

Σύνορο το χέρι ανάμεσα στο θείο και στο ανθρώπινο, στο παράλογο και στο λογικό. Το βλέμμα στοχαστικό σαν να βλέπει αυτό που δε μπορούμε να δούμε εμείς. Είναι η στιγμή που βλέπεις τη δική σου αλήθεια, όπως όρισε η μοίρα, όπως όρισε το όνειρό σου, έτοιμη να το ενσαρκώσεις. « Ιδού η δούλη Κυρίου» κι ο Κύριός μου με κατακλύζει εκστατικά σχεδόν τον αγγίζω ή τον καλώ, τον ψηλαφώ. Άραγε κοιτάζει αυτό που έρχεται ή φεύγει; « Ιδού η δούλη Κυρίου» καθώς κρατώ το πέπλο μου, πέπλο της πραγματικότητας και κοιτώντας απροσδιόριστα, αινιγματικά, κοιτώντας αυτό που θέλω, αλλά με μιαν απίστευτα ζωγραφισμένη έκφραση του ονείρου της καταβύθισης σε ένα άλλο κόσμο, αυτόν του αοράτου. Με την κίνηση του χεριού, αγγίζω το αόρατο, το ανέφικτο. Το αποδέχομαι ως μοίρα που με πλημμυρίζει εκστατικά. Είναι ο δικός μου Ευαγγελισμός. Είναι σαν να χάνομαι από το πραγματικό κόσμο και να συνομιλώ με το θείο. Αν το θεϊκό είναι η πραγμάτωση των βαθύτερων επιθυμιών, η πραγμάτωση του ονείρου μου, η μεταμόρφωση της ουτοπίας μου σε πραγματικότητα.

Ο Μεσσίνα οργανώνει τον πίνακα τριγωνικά. Τοποθετεί την Παναγία με το πρόσωπο κεντρικά, με το σώμα σε ελαφρά στροφή σχεδόν παράλληλο με το τραπέζι και το βιβλίο, αφήνοντας να εννοηθεί η θέση του Αγγέλου. Στην κορυφή του τριγώνου, το πρόσωπο της Παναγίας προβάλλει έξω από τον χώρο μεταδίδοντάς μας την εκστατική στιγμή. Το σώμα και τα χέρια την χειρονομία που προστάζει: “στάσου εκεί”. Τα όρια της βάσης του τριγώνου καθορίζουν το ένδυμα και οι όρθιες σελίδες του ανοιχτού βιβλίου, σαν να ταράχτηκαν από το θρόισμα του αγγέλου. Ο δεύτερος πίνακας εικονογραφεί την επόμενη στιγμή μετά το άγγελμα. Το βιβλίο είναι οριζόντια ανοιχτό, έχουν καταπέσει οι σελίδες του και η Παναγία σταυρώνει τα χέρια σκεπτόμενη, με πλάγια κλίση της κεφαλής ενώ το σώμα είναι μετωπικά παράλληλο με το τραπέζι και το βιβλίο. Εδώ ένα μέρος της εντύπωσης μεταβιβάζεται στην θέση και την απόδοση των χεριών και ειδικά των δακτύλων. Η Παναγία αγκαλιάζει τον Λόγο τον δέχεται και τον κυοφορεί σκεπτόμενη, ίσως προσευχόμενη με το αδιόρατο ως γραμμή φωτοστέφανο. Και στους δύο πίνακες οι πτυχώσεις του λαιμού φανερώνουν την ένταση και το σφίξιμο από το ξάφνιασμα. Τα χρώματα που χρησιμοποιεί και στους δύο πίνακες είναι ίδια, κινούμενα στους τόνους του γκρι-μπλε, με αποχρώσεις του καφέ και λίγο μαύρο για το εσωτερικό ένδυμα. Ο χώρος πίσω από τις μορφές είναι κενός αποδιδόμενος ως μαύρο φόντο.

Με ποιόν τρόπο άραγε μπορείς να περιγράψεις τον Ευαγγελισμό; Πώς να δεχτείς το αδύνατο, το αόρατο, το ανέφικτο άγγιγμα του Θεού; Πώς να ερμηνεύσεις

το παράλογο, το αλλόκοτο, να ενσαρκώσεις το φοβερό, το αέναο, το απόλυτο; Δεν δύνασαι, ή μήπως μπορείς μέσα από το απόλυτο της πίστης; Η μόνη ίσως ενσάρκωση του Ευαγγελισμού πραγματώνεται ζωγραφικά και ίσως όχι ποιητικά αντιβαίνοντας τη σκέψη του Οράτιου ut pictura poesis. Οι λέξεις αδυνατούν να δώσουν το θείο άγγιγμα, το αίνιγμα της φύσης και η αφήγηση αφήνει για πρώτη φορά αποσιωπητικά με την κυριολεκτική σημασία του όρου . Η σιωπή ταιριάζει για όλα τα παραπάνω. Στη σιωπή λοιπόν της αφήγησης, στα αποσιωπητικά που αφήνει η φράση « Ιδού η δούλη Κυρίου», έρχεται η ζωγραφική να την εικονοποιήσει, και να σε οδηγήσει στο να κινητοποιήσεις τις αισθήσεις σου για να σε παρασύρουν στο αλλόκοτο και στο παράλογο, στην έκφραση της ενσάρκωσης του πόθου κάθε γυναίκας προς έναν ιδεώδη αγαπημένο. Το μυστήριο του ενσαρκωμένου πόθου σε μία στιγμή ονειρικής ουτοπίας.

Στον Ευαγγελισμό του Μποτιτσέλλι η σχεδόν χορευτική κίνηση του Αγγέλου και της Παναγίας παγιώνονται ως φωτογραφικό στιγμιότυπο. Οι πτυχώσεις των ρούχων ακολουθούν την κεκλιμένη κίνηση της Παναγίας και τη γονυκλισία του Αγγέλου. Ο κρίνος στο αριστερό χέρι σύμβολο της ενσάρκωσης. Το φως φαίνεται να έρχεται από το δάπεδο προς τα επάνω. Σα να φωτίζονται τα έγκατα του κόσμου με το έντονο πορτοκαλί πλακίδιο που θερμαίνει με το χρώμα και τη γεωμετρία του το χώρο. Τα χέρια, η λεπτή κίνηση στα χέρια του Αγγέλου και της Παρθένου είναι το όριο μεταξύ του θεϊκού και του ανθρώπινου. Στο ενδιάμεσό τους διάστημα σύμπας ο κόσμος, αφήνοντας το αίνιγμα στη φαντασία του καθενός, αν θα αγγιχτούν ώστε να μεταλαμπαδευτεί το θεϊκό στο ανθρώπινο. Αυτό που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε είναι ότι αποτελούν σύνορο. Τα χέρια του Αγγέλου σύνορο του θεϊκού κόσμου και τα χέρια της Παναγίας σύνορο του ανθρώπινου χώρου. Έτσι ο κόσμος, εμείς λίγο πριν την ολοκλήρωση του Ευαγγελισμού, δηλαδή της Ενσάρκωσης βρισκόμασταν στο μεταξύ διάστημα των χεριών και πίσω από τα χέρια η προοπτική του κόσμου, της πόλης. Η πόλη με μία γέφυρα που ενώνει τις όχθες ενός ποταμού και τώρα οι δύο άκρες των χεριών η μυστική γέφυρα μεταξύ του θεϊκού και του ανθρώπινου. Στην ένωση ίσως των χεριών οι δύο αυτοί κόσμοι να ενωθούν με την ενσάρκωση. Η προοπτική μας οδηγεί στο βάθος, όπου το άνοιγμα της πόρτας λειτουργεί περισσότερο ως καθρέφτης αντανακλώντας το τοπίο. Η βελανιδιά που παρατηρούμε να φύεται προεικονίζει το Χριστό. Εδώ μας έρχονται στο νου τα λόγια από το κατά Λουκάν Ευαγγέλιο. Αναγράφονται και στο κάτω μέρος της κορνίζας στην λατινική, τα λόγια του Αγγέλου: “ Πνεύμα άγιον επελεύσεται επί σε και δύναμις υψίστου επισκιάσει σοι.” (Κ.Λ.1.35). Καθώς και η απάντηση της Παναγίας: “ Ιδού η δούλη Κυρίου. Γένοιτό μου κατά το ρήμα σου.” (Κ.Λ. 1.38). Αλλά και το κατά Ιωάννην που αναφέρει ότι: " Ο Λόγος σαρξ εγένετο". (Α.14).

Έτσι ο Άγγελος αποτελεί την ενεργητική δύναμη, την ανακοίνωση της Ενσάρκωσης. Η Παναγία αποτελεί τη γλυκύτητα της αποδοχής και το μεσοδιάστημα των χεριών, το χέρι που δίνει, το χέρι που αποδέχεται, το ενδιάμεσο κενό είναι η αόρατη παρουσία του θείου, της ενσάρκωσης.

Η σκηνή του Ευαγγελισμού λαμβάνει χώρα σε κλειστό ή σε ημίκλειστο χώρο όπου η Παναγία είναι όρθια ή καθισμένη κρατώντας ένα ανοιχτό βιβλίο το οποίο

διαβάζει, σε μερικούς πίνακες το βλέπουμε αφημένο δίπλα της ή σε ένα αναλόγιο. Υπάρχει γύρω ένας ολάνθιστος κήπος, ένας μικρός παράδεισος, σύμβολο ταυτόχρονα της αγνότητας της. Ο Άγγελος έχει ακαθόριστο φύλο, άλλοτε όρθιος και άλλοτε γονατιστός χειρονομεί προσφέροντας και προφέροντας. Το σκήπτρο που κρατά ως απεσταλμένος αγγελιοφόρος του Θεού στις Βυζαντινές Εικόνες, στην Δυτική ζωγραφική γίνεται κρίνος σύμβολο αγνότητας, καθαρότητας, αν και σε μερικούς πίνακες ο κρίνος ευρίσκεται εντός ανθοδοχείου.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πλήθος πινάκων που εικονίζουν τον Ευαγγελισμό μεταδίδοντας την αίσθηση αυτής της ιδιαίτερης στιγμής. Συνοπτικά θα

τους κατέτασσα στις εξής κατηγορίες λαμβάνοντας ως κύριο στοιχείο τον τρόπο απεικόνισης της στιγμής, δηλαδή το πως εξελίσσεται εικονογραφικά το συμβάν σύμφωνα με τα λόγια του Ευαγγελίου και όχι τον γύρω χώρο που συμπληρώνει τον πίνακα.

Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που εικονίζουν την στιγμή που ο Άγγελος εμφανίζεται παραδίδοντας τον κρίνο. Την κλασσική σκηνή όπως μας έχει παραδοθεί από τα Ευαγγέλια. Οι περισσότεροι ζωγράφοι της πρώιμης Αναγέννησης ακολουθούν αυτόν τον τύπο, αλλά και οι μετέπειτα. Θα αναφέρω ενδεικτικά τους, Φίλιππο Λίπι, Τζεντίλε Μπελίνι, Ντομένικο Βενετσιάνο, Λεονάρδο ντα Βίντσι.

Η δεύτερη κατηγορία αυτούς όπου μεσολαβεί μια ενδιάμεση αχτίδα φωτός μεταξύ Αγγέλου και Παναγίας. Εδώ η μεταβίβαση γίνεται μέσω της αχτίδας φωτός που φέρει την ενέργεια του Θείου λόγου. Χαρακτηριστικοί είναι οι πίνακες των Κάρλο Κριβέλι, Τζεντίλε Φαμπριάνο, αλλά και του Φρα Αντζέλικο.

Η τρίτη, σε αυτούς που έχουμε την εμφάνιση του Αγίου Πνεύματος εν ειδει περιστεράς. Μερικές φορές παρατηρούμε και την μορφή του γέροντος Θεού στο επάνω μέρος, ή και τα χέρια του, από όπου διαχέεται χείμαρρος χρυσού φωτός που καταυγάζει τα πάντα. Το βλέπουμε στους Ευαγγελισμούς του Ελ Γκρέκο, και την παρουσία του Θεού σε Ευαγγελισμό του Πιέρο ντε λα Φραντζέσκα. Το άκτιστον φως της Θεότητος που είναι λαμπρότερο του ηλίου.

Η τέταρτη κατηγορία αυτή όπου αναγράφονται τα λόγια του Αγγέλου στο ενδιάμεσο διάστημα μεταξύ αυτού και της Παναγίας, πιστοποιώντας έτσι το τι διαμείφθηκε, στην μεταξύ των επικοινωνία. Το παρατηρούμε στον Ευαγγελισμό της Κορτόνα του Φρα Αντζέλικο και του Σιμόνε Μαρτίνι.

Και η πέμπτη όπως είδαμε πριν, όπου ο Ευαγγελισμός εντελώς αφαιρετικά εικονίζεται μόνον με τη μορφή της Παναγίας ως ο Λόγος.

Η ενσάρκωση ακολούθησε το τυπικό του ανθρώπου. Δημιούργησε αναγνωρίσιμες δομές, οικογένεια, τυπικό καθημερινότητας από όλους τους ανθρώπους. Στις χριστανικές αναπαραστάσεις της Ανατολικής και της Δυτικής τέχνης πέραν του γεγονότος υπάρχει και η αντίστοιχη προσωμοίωση. Ό,τι κάνει ο Θεός το κάνει και ο άνθρωπος και αντιστρόφως. Με το Ευαγγελισμό το Θεϊκό εντάσσεται πλήρως στην καθημερινότητα και στο κοινωνικό περιβάλλον αποκτώντας καθημερινές συνήθειες.

Οι εικόνες του Ευαγγελισμού υπήρξαν αρχετυπικές για την καθιέρωση της Παναγίας, αλλά και για την εξύψωση της γυναίκας προτύπου στη Χριστιανική

θρησκεία. Θα ακολουθήσουν αυτές με το Θείο Βρέφος και αυτές που θα αφηγηθούν το βίο του Χριστού. Όμως η ιστόρηση του Ευαγγελισμού είναι αυτή που μας εισάγει εικονογραφικά από την Παλαιά στη Καινή Διαθήκη.

Ας αναλογιστούμε, λοιπόν, επικεντρωνόμενοι στο μεταίχμιο αυτό, στον ενδιάμεσο χώρο τη στιγμή που συντελείται το θαύμα, όταν μεταβιβάζεται η βούληση, κι ας φανταστούμε κάθε Ευαγγελισμό σαν την πραγμάτωση του προσωπικού μας θαύματος, ενός ονείρου ανομολόγητου. Αυτός ο κενός χώρος είναι η ελπίδα του καθενός που ενσαρκώνεται σε πραγματικότητα και τελικά στο κέντρο του πίνακα ανιχνεύουμε την επαφή μας με τον υπερφυσικό κόσμο, ώστε να μπορέσουμε να διαμείνουμε εκεί επ’ άπειρον. Αυτό που ονομάζουμε «υπερφυσικό κόσμο» συνήθως δηλώνει μεταφυσική οντότητα, όμως το υπερφυσικό μπορεί να είναι η προσωπική ουτοπία του καθενός μας; Το όνειρο, το ανομολόγητο πάθος, η ελπίδα μέσα στην απόγνωσή του;