ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΗΣ, «ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΖΕΙ» - ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΙ
Στην Veronique Magnes
Αγγελόκτιστη, Ανθοφορούσα, Ψυχοσώστρα, Καταφυγή, Ρόδο το Αμάραντο, Αερινή, Μολυβδοσκέπαστη, Γαλανούσα, Θαλασσομαχούσα, Γκρεμιώτισσα, Αιματούσα, Βορινή, Γλυκοφιλούσα, Ολυμπιώτισσα, Παυσολύπη, Αέναος Κρήνη, Άνεμη, Βασίλισσα ,Γαλακτινή, Γλυκασμός των Αγγέλων, Δακρύβρεκτος, Ηλιόκαλλος, Κοροβιλιά, Κρίνον, Κυήσασα Ποιητήν, Πυρίμορφη, Ραγδαία, Φωστήρας, Φωτεινή, Χρυσαυγιώτισσα, Χρυσόπεπλος, Ωκεανός, Ωδή.
Τα επίθετα της Παναγίας βρίθουν στον κατάλογο των Θεονυμίων και θα μπορούσαμε να πλάσουμε μια ιστορία για το καθένα. Μια ιστορία όπου η φαντασία και η ευρηματικότητα μας ξεπερνούν. Όμως ας δούμε τα προηγούμενα επίθετα μέσα από το πρίσμα του πίνακα του Κωνσταντίνου Παρθένη: “ Η Παναγία που διαβάζει”. Το πρόσωπο αποδίδεται με το χρώμα της ώχρας, δίχως ιδιαίτερα τονισμένα τα χαρακτηριστικά μόνο με το περίγραμμά του και με το φωτοστέφανο να δίνει τη λάμψη του άυλου προσώπου. Με εφαρμοστό το ένδυμα σε πιο καφετί απόχρωση, και με γκρίζες αποχρώσεις που τονίζουν το υπερκόσμιον, το ίδιον άυλον σώμα με εμφανές το περίγραμμα του στήθους. Γαλακτινή Παρθένος, χρυσίζουσες ανταύγειες του ρούχου και στο πλάι χρυσή λεπτή κοτσίδα. Το μαγνάδι στο κεφάλι ως Χρυσόπεπλος με λεπτεπίλεπτα χέρια, δάκτυλα κρινένια, για την Παναγία Κρίνον, να ξεφυλλίζουν βιβλίο. Στο πίσω μέρος μία αινιγματική κουρτίνα, ίσως ένα μικρό μαύρο παράθυρο και χρυσά σύννεφα.
Και ίδού τα ερωτήματα. Τι θα μπορούσε να διαβάζει η Παναγία, η Kυήσασα τον Ποιητήν; Μήπως σε αυτό το βιβλίο πέραν των Ιερών Γραφών έχουμε την ποίησιν όλου του κόσμου; Ο καθένας μας ας βρει την απάντηση αναλόγως των αναζητήσεων και των ανησυχιών του. Άλλωστε αυτή που διαβάζει την ποίησιν του κόσμου αυτόματα δεν γίνεται Παυσολύπη, μιας και η ποίηση δεν είναι της ζωής μας το παυσίλυπον; Θαλασσομαχούσα η ποίηση με τις δυσκολίες της ζωής καταλήγει Ραγδαία στη συνειδητοποίηση της τραγικότητας της ζωής και έπειτα Άνεμη αφού μπορεί με στωικότητα να την αντιμετωπίσει. Άγκυρα της ζωής μας.
Το βιβλίο που βλέπουμε να κρατά εμπρός μας η Παναγία του Κωνσταντίνου Παρθένη είναι Αέναος Κρήνη σοφίας, Χρυσοπηγή ελπίδας, Ωδή στη ζωή και στον τρόπο που ο καθένας μας ονειρεύεται να ζήσει, ακόμα κι αν είναι Κυρία των δακρύων, η ίδια μας η ζωή.
Το αινιγματικό παραπέτασμα στο πίσω μέρος του πίνακα αποτελεί ίσως το σύνορο μεταξύ του εδώ και του επέκεινα, το όριο φαντασίας-πραγματικότητας, μεταξύ μιας ζωής που θα την λέγαμε Αιματούσα και μιας ζωής που θα την ονομάζαμε Καταφυγή.
Είναι η ανάγνωση μιας και τόσο το βιβλίο όσο και η κουρτίνα αποκτούν μεταφορική σημασία. Με το βιβλίο ξεπερνάμε τα σύνορα του πραγματικού κόσμου και μεταπηδάμε στον συμβολικό κόσμο της λογοτεχνίας, στο επέκεινα όπου δραπετεύουμε από τα ασφυκτικά όρια της πραγματικής ζωής και έτσι εκείνη που διαβάζει είναι Ψυχοσώστρα και ό,τι διαβάζει Χώρα του Αχώρητου.
Ο Κ. Παρθένης κατείχε τη Βυζαντινή τέχνη και έχει αγιογραφήσει αρκετούς ναούς. Όμως έχει ζωγραφίσει με το αναγνωρίσιμο ιδίωμά του πολλούς πίνακες και συνθέσεις με την Παναγία, όπως τον Ευαγγελισμό της και άλλοτε ως Βρεφοκρατούσα. Εδώ δεν ακολουθεί το βυζαντινό αγιογραφικό ιδίωμα. Σε αυτήν την εικόνα η μορφή της, μέσα από την απεικόνιση μιας νεαρής γυναίκας με μαντήλι στην κεφαλή που καλύπτει με τις πτυχώσεις του τον δεξιό ώμο και αφήνει λεπτή κοτσίδα μαλλιών στο πλάι του αριστερού. Διαβάζει βιβλίο ακουμπισμένο σε τραπέζι κρατώντας το ανοιχτό με τα λεπτά μακριά της δάκτυλα, αφήνεται στη φαντασία του θεατή και αρκείται αφαιρετικά μόνο στο περίγραμμα και στα επί μέρους δηλωτικά στοιχεία της. Ο θεατής καλείται να συμπληρώσει νοερά τα επί μέρους χαρακτηριστικά της και να της αποδώσει αυτά για τα οποία κάθε φορά στην ανάγκη του την επικαλείται.Ή ακόμη αναζητώντας τις αναλογίες να ταυτίσει την “εικόνα” του με την δική της, ως ένα κάτοπτρο της δικής του αντανάκλασης .
Η Παναγία μελετά εν τη σοφία της και θησαυρίζει τη γνώση, κατέχοντας έναν τρόπο αντίληψης του κόσμου, τον οποίο νοερά μας τον υποδεικνύει ο πίνακας μέσω της διδαχής του περιεχομένου του. Αλληγορικά μέσω της Παναγίας που διαβάζει μας αποκαλύπτεται το Πνεύμα. “ Θεός ήν ο Λόγος...” (Κατά Ιωάννην, Ι.Ι, 14). Η άπειρος και μη κατεκτημένη γνώση. Το μπλε του ουρανού ρυτιδωμένο από ελάχιστα συννεφάκια, δηλωτικό του ελληνικού φωτός συντελεί εις την οικειοποίηση και τη μεγαλοπρέπεια της εικονιζόμενης. Η καρέκλα στην οποία κάθεται αποδίδεται με βαθυτέρας απόχρωσης μπλε συμβάλλοντας στον ομοιογενή διαχωρισμό του έσω από τον εξωτερικό χώρο, όπως και η κουρτίνα, χαρακτηριστικό στοιχείο στις απεικονίσεις της Παναγίας και στην δυτική ζωγραφική. Από την χρυσαφίζουσα απόχρωση της ώχρας στο φωτοστέφανο, μέχρι το βαθύ μπλε και από το λευκό έως το γκρίζο, οι αντιθέσεις, αλλά κυρίως οι διαβαθμίσεις των αποχρώσεων και το παιγνίδι του φωτός, φέρνουν στο νου ένα εντελώς ελληνικό τοπίο-σκηνικό, όπου συνυπάρχουν το γήινο με το ουράνιο στοιχείο, το εγκόσμιο με το επέκεινα, το έκδηλον και το μυστικό.
Ο πίνακας είναι ένα από τα έργα της ωριμότητας και των μυστικιστικών αναζητήσεων του ζωγράφου, κατά την περίοδο που γίνεται αφαιρετικά λιτότερος εν σχέσει με τους προηγούμενους πίνακές του χρησιμοποιώντας ολίγα χρώματα, εναλλάσσοντας ευθείες με καμπύλες γραμμές ώστε να υποτάσσει κατά το πλείστον τη μορφή στο πνεύμα και στην ουσία του έργου.
Ο ζωγράφος με αυτόν τον τρόπο μας αποδίδει μιαν ζώσα εικόνα της Παναγίας, όπου σώμα και πνεύμα ενοικούν εντός του ιδίου σχήματος, προσιτή στον καθένα, διαχρονική, όπου η θέασή της καταργώντας κάθε δισταγμό προσέγγισης μας απελευθερώνει.