Κάποιος που είχε γνωρίσει προσωπικά τον Arthur Koestler, μου είπε μια μικρή ιστορία γι’ αυτόν. Ο Koestler έπαιζε σκράμπλ με τη σύζυγό του κι έβαλε στον πίνακα τη λέξη vince. «Arthur», είπε η σύζυγός του, «τι σημαίνει vince;» Ο Koestler, ο οποίος δεν έχασε ποτέ τη δυνατή ουγγρική προφορά του, αλλά και του οποίου η γνώση της αγγλικής γλώσσας ήταν τέτοια, ώστε αναμφίβολα να θεωρείται ένας απ’ τους μεγάλους πεζογράφους του εικοστού αιώνα, απάντησε (και μπορούσε κανείς να δει το φως στα μάτια του): «vince σημαίνει το να κάνεις μια ελαφρά νευρική κίνηση ως αντίδραση, π.χ. στον πόνο».
Πόσοι άνθρωποι θα μπορούσαν να ορίσουν μια λέξη στην πρώτη τους γλώσσα με τόσο κομψή ακρίβεια, πόσο μάλλον στην τέταρτη τους, και μάλιστα να το συνδυάσουν με πονηρό χιούμορ; Μπορεί κανείς να φανταστεί, απ’ αυτό το ασήμαντο περιστατικό, το πώς θα ήταν η ζωή με κάποιον λιγότερο λαμπρό από τον Arthur Koestler: αφόρητα βαρετή για οποιαδήποτε γυναίκα ερωτευμένη μαζί του.
Όπως φαίνεται, οι σχέσεις του Koestler με τις γυναίκες έχουν να κάνουν περισσότερο με τη φήμη παρά με ό,τι έχει σχετικά γραφτεί. Από τη δημοσίευση της βιογραφικής μελέτης του David Cesarani το 1998, το όνομα του Koestler υπήρξε σχεδόν συνώνυμο του βιασμού
–ενδεχομένως σειριακού στη φύση– και της κακοποίησης των γυναικών. Εξέτασα την πεποίθηση σε αυτή τη συσχέτιση με αρκετούς φίλους που είχαν λογοτεχνικά ενδιαφέροντα: αν και κανένας δεν είχε διαβάσει το βιβλίο του Cesarani, σε κάθε περίπτωση, η πρώτη σκέψη στο άκουσμα του ονόματος Koestler ήταν αυτή του βιασμού. Είναι αμφίβολο αν οποιαδήποτε βιογραφία έπληξε ποτέ τη φήμη ενός συγγραφέα πιο βαθιά από όσο το έκανε ο Cesarani. Και η επίδρασή του είναι απόδειξη – αν χρειαζόμασταν κάποια– ότι τα βιβλία επηρεάζουν πολύ πιο πέρα από το πραγματικό αναγνωστικό κοινό τους.
Ο Cesarani είναι ένας σοβαρός λόγιος, όχι κάποιος που κατασκευάζει εντυπωσιακούς ισχυρισμούς, για μη ακαδημαϊκούς σκοπούς. Και στην πραγματικότητα, οι ευρέως δημοσιευθείσες αποκαλύψεις του, που προκάλεσαν σημαντικό σοκ, παίρνουν ένα είδος επιβεβαίωσης από μια σκηνή στο μυθιστόρημα Άφιξη και Αναχώρηση του Koestler, η οποία δημοσιεύθηκε το 1943. Το βιβλίο αυτό είναι τουλάχιστον εν μέρει αυτοβιογραφικό. Ο πρωταγωνιστής της (ήρωας θα ήταν πολύ θετική ως λέξη) είναι ο Peter Slávek, ένας νεαρός πρόσφυγας και πρώην στρατευμένος κομμουνιστής από μια ανώνυμη βαλκανική χώρα, σήμερα υπό ναζιστική κατοχή. Ο Slávek φτάνει στην πρωτεύουσα μιας ουδέτερης χώρας (μάλλον Λισαβόνα, Πορτογαλία) από την οποία ελπίζει να φτάσει στην Αγγλία και να επιστρατευθεί στις Βρετανικές δυνάμεις, τις μόνες που εξακολουθούν να μάχονται κατά των Ναζί εκείνη τη στιγμή. Ο ίδιος ο Koestler έφτασε στην Αγγλία από την Πορτογαλία με την ίδια ιδέα στο μυαλό και ην περιγραφή της πολεμικής ατμόσφαιρας της Λισαβόνας σαφώς εκφράζει μια από πρώτο χέρι εμπειρία.
Όσο βρίσκεται στη Λισαβόνα, ο Slávek ερωτεύεται, ή παθαίνει μια ερωτική τρέλα για την Odette, μια νεαρή Γαλλίδα πρόσφυγα, που περιμένει visa για την Αμερική. Η Odette δεν έχει προσέξει τον Slávek, εκτός από τη μέρα που επισκέπτεται το διαμέρισμα φίλου, όπου η βαλκάνια πρόσφυγας διαμένει προσωρινά. Ο φίλος απουσιάζει κι έτσι ο Slávek και η Odette είναι μόνοι. Ακολουθεί μια σκηνή που υπονοεί ότι Koestler είχε προσωπική εξοικείωση με τον βιασμό, όπως και με την παθιασμένη ατμόσφαιρα της πολεμικής Λισαβόνας.
Ο Slávek εκδηλώνει την αγάπη του για την Odette. Εκείνη τον απορρίπτει κι ετοιμάζεται να φύγει. «Ο ίδιος τινάχτηκε κι έφτασε την πόρτα σχεδόν μ’ ένα άλμα και την άρπαξε, όπως αυτή περνούσε στο χωλ», γράφει ο Koestler. Στη συνέχεια, ο συγγραφέας λέει για τον Slávek, πως έκανε ό, τι πολλοί βιαστές μου έλεγαν ότι προσπάθησαν να κάνουν – να προστατεύσουν τα θύματά τους: «Σαν να ήταν η πόρτα μια παγίδα θανάτου κι αυτή να βρισκόταν σε κίνδυνο να πέσει σ’ αυτή, [αυτός] την τράβηξε πάνω του με μια προστατευτική χειρονομία, ενώ με το πόδι του, κλώτσησε την πόρτα για να κλείσει. Η Odette παλεύει, αλλά, «αυτή η έντονη πάλη της» γράφει ο Koestler, κάνει το αγκάλιασμα του Slávek «πιο σφιχτό γύρω της, όπως η θηλιά της παγίδας» – όχι σαν προσωπική ενέργεια, αλλά σαν επιχείρηση ενός μηχανικού τεχνάσματος. Η κατάσταση ηρεμεί λίγο και ο Slávek συνειδητοποιεί ότι θα πρέπει να ν’ αφήσει τα χέρια του πέσουν με αμηχανία αλλά στη συνέχεια «αυτή αρχίζει να παλεύει και πάλι με ανανεωμένη οργή, κι αυτό τον κάνει αυτόματα να σφίξει τη λαβή του». Ο Koestler περιγράφει τον Slávek σαν πιο τρομοκρατημένο από την Odette. Στη συνέχεια, έρχεται ο πραγματικός βιασμός. Η γυναίκα έχει αγωνιστεί βαριανασαίνοντας, χτυπώντας με τις γροθιές της το στήθος του. Ο Θεός ξέρει, πόσο παράλογη ήταν… Το μόνο που επιθυμούσε ήταν να την κάνει να καταλάβει ήταν ότι δεν ήθελε τίποτα απ’ αυτήν… Αλλά η οργισμένη πάλη της τον ανάγκασε να την πιέσει πίσω, βήμα προς βήμα από την πόρτα. Από τα χείλη του βγαίνουν λέξεις δίχως νόημα που έχουν σκοπό να την ηρεμήσουν. Αλλά τώρα είναι πολύ αργά, οι φλόγες του πάθους ξεπήδησαν και τον τυλίγουν… Με τυφλά μάτια έπεσαν κάτω, καθώς σκόνταψαν σ’ ένα καναπέ… [Κι αυτός] έβαλε το γόνατό του ανάμεσα στα πόδια της, ένιωσε να του αφήνουν χώρο κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα ολόκληρο το σώμα της χαλάρωσε.
Όταν τελειώνουν όλα, η Odette κλαίει. Ο Slávek παίρνει το χέρι της, κι καθώς αυτή δεν το τραβά, ενθαρρύνεται να της εξηγήσει, να δικαιολογήσει τις πράξεις του: «ξέρεις, δεν είμαι τόσο σίγουρος πως θα το μετανιώνεις για πάντα, αν και προς το παρόν είσαι ακόμα θυμωμένη μαζί μου». Στη συνέχεια, επιχειρεί να θολώσει τη διάκριση μεταξύ των ακούσιων και των εκούσιων σεξουαλικών σχέσεων: «Σήμερα τα πράγματα συχνά ξεκινούν μ’ αυτόν τον τρόπο, το τέλος στην αρχή εννοώ. Στα παλιά χρόνια οι άνθρωποι έπρεπε να περιμένουν χρόνια πριν έχουν το δικαίωμα να πάνε στο κρεβάτι και στη συνέχεια διαπίστωναν ότι δεν άρεσαν ο ένας στον άλλο, ότι όλα ήταν μια οφθαλμαπάτη των αδένων τους. Εάν ξεκινήσεις με το αντίστροφο δεν χρειάζεται ν’ ανακαλύψεις αν πραγματικά νοιάζονται».
Η απάντηση της Odette απαλλάσσει τον Slávek από οποιαδήποτε ανάγκη να αισθάνεται τύψεις: «Το όλο θέμα είναι ότι όταν χτυπάς μια γυναίκα για αρκετό καιρό, πιέζοντας και φθείροντάς τα νεύρα της, έρχεται μια στιγμή που νιώθει ξαφνικά πόσο ανόητο όλο αυτό, να αγωνίζεται και να χτυπιέται, τόσο πολύ κακό για το τίποτα». Τότε, η σεξουαλική επαφή, δεν έχει μεγαλύτερη ηθική σημασία από την ούρηση ή οποιαδήποτε άλλη φυσιολογική λειτουργία. Πιθανά σκέφτεσαι πόσο ακαταμάχητος γόης είσαι, ενώ στην πραγματικότητα το μόνο που έκανες ήταν να την οδηγήσεις σ’ εκείνο το μηδενικό επίπεδο όπου σκέφτεται –μετά απ’ όλα– γιατί όχι;» Και για να επιβεβαιωθεί η ιστορία Slávek-Odette-Koestler, ο Slávek κι η Odette περνούν σε μια σύντομη και έντονη ερωτική σχέση.
Η περιγραφή από τον Koestler ενός βιασμού μοιάζει να προέρχεται από τα «μέσα». Και αν Cesarani έχει δίκιο, αυτό μας δίνει ένα ακριβές μοντέλο συμπεριφοράς και εμπειρίας για τον Koestler. Θα μπορούσε ακόμη να έπασχε (αν βέβαια το «πάσχει από» είναι η σωστή έκφραση) από αυτό που οι ψυχίατροι αποκαλούν “coercive paraphilia” (καταναγκαστική παραφιλία): όταν δηλαδή η σεξουαλική διέγερση προκαλείται κυρίως με την πράξη της σωματικής υποταγής. Μια πομπώδης ονομασία, μερικές φορές, είναι εγγύτερη στο γεγονός ότι η ιατρική επιστήμη μπορεί να δώσει ως εξήγηση. Το επιχείρημα του Slávek, φυσικά, είναι δάνειο ενός βιαστή. Αλλά το άβολο γεγονός είναι ότι ορισμένες από τις γυναίκες τις οποίες ο Koestler κακοποίησε παρέμειναν φίλες του για το υπόλοιπο της ζωής τους. Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο βιβλίο για να διερευνηθούν όλες οι υπεκφυγές που έχω κατά καιρούς επισημάνει, καθώς και τα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα που αυτές θέτουν.
Φυσικά, υπάρχουν γραμμένα πολύ περισσότερα για τον Koestler από την πιθανή σεξουαλική του διαστροφή, ακόμα κι αν είναι δύσκολο να διαβάσει κανείς οτιδήποτε έχει γραφεί χωρίς να φορέσει γυαλιά ηλίου ως προς τον βιασμό. Το Άφιξη και Αναχώρηση δεν αφορά μόνο την ερωτική ζωή του Slávek: εμπλέκεται παθιασμένα με τα πιο σημαντικά πολιτικά ζητήματα των ημερών. Για παράδειγμα, το βιβλίο έδωσε την πιο παραστατική περιγραφή, ώσπου δημοσιεύθηκε, της δολοφονίας με αέριο των Εβραίων στην Ανατολική Ευρώπη, όχι ως μεμονωμένης σφαγής αλλά ως μέρους μιας εσκεμμένης πολιτικής γενοκτονίας. Και περιέγραψε ρητά τη σύγκριση –τώρα κοινότυπο και κοινότοπο αλλά εξίσου γενναίο ως σύλληψη– μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, επισημαίνοντας τις ομοιότητές τους, παρά την εχθρότητά τους. Συναντώντας ένα έξυπνο ναζί, με τ’ όνομα Bernard, ο Slávek τον ρωτά γιατί οι ναζί, αν και τόσο αντικομουνιστές αντέγραψαν τις σοβιετικές μεθόδους «σε τόσο μεγάλο βαθμό». Ο Bernard απαντά: υπάρχει βέβαια μια κάποια συγγένεια μεταξύ της πρώην πατρίδας σας και της δικής μας. Και οι δύο κυβερνώνται από γραφειοκρατίες αυταρχικού κράτους, σε κολεκτιβιστική βάση. Και οι δύο είναι εκσυγχρονισμένα αστυνομικά κράτη, που διοικούνται με οικονομικό προγραμματισμό, μονοκομματικό σύστημα και επιστημονική τρομοκρατία… Είναι μια φάση της ιστορίας τόσο αναπόφευκτη, όπως ήταν η εξάπλωση του φεουδαρχικού και αργότερα του καπιταλιστικού συστήματος. Οι δύο χώρες μας είναι απλώς οι πρόδρομοι της μετα-ατομικιστικής, της μετα-φιλελεύθερης εποχής.
Το να γράψει αυτό το κομμάτι ο Koestler, σε μια εποχή που τα βιβλία που επαινούσαν τους γενναίους Σοβιετικούς συμμάχους μας ξεχύθηκαν στον τύπο –όταν ακόμη και οι συντηρητικοί, πάντα πολύ λίγοι μεταξύ της διανόησης, είχαν αντικαταστήσει το σπλαχνικό μίσος τους για τη Σοβιετική Ένωση με θαυμασμό– ήταν μια πράξη υπολογίσιμου θάρρους.
Η φήμη του Koestler ως συγγραφέα είχε μειωθεί πολύ πριν από τις αποκαλύψεις του Cesarani. Είχε γίνει ένας συγγραφέας του είδους που συναντά κανείς κατά τα τέλη της εφηβείας ή την πρώιμη ενήλικη ζωή, τους οποίους κάποιος αρπάζει ως λογοτεχνικό ισοδύναμο του αδενικού πυρετού, αλλά για τους οποίους, από τη στιγμή που τους διαβάζει, αναπτύσσει μια δια βίου ανοσία. Μόλις έγινε ένας από τους πιο διάσημους συγγραφείς του κόσμου, χρονολογήθηκε πριν από τρεις δεκαετίες ως νεανική μόδα. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για αυτό. Μέχρι το 1980, αν όχι νωρίτερα, τα καυτά πολιτικά ζητήματα της πρώιμης ενήλικης ζωής του –ο κομμουνισμός, η άνοδος του φασισμού, και η δημιουργία του σιωνιστικού κράτους– απασχολούσαν λιγότερο τις νέες γενιές των αναγνωστών. Πολλοί θεωρούσαν τις μετέπειτα εμμονές του Koestler - Ινδουικό μυστικισμό, Λαμαρκιανή βιολογία, μη-αναγωγική επιστήμη και παραψυχολογία – τόσο παράξενες ή ακόμη εκκεντρικές, συμπτώματα ενός μυαλού που είχε χάσει το δρόμο του. Στα τελευταία του, του δόθηκε μια έδρα παραψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου: θεωρούσε την τηλεπάθεια και την πρόγνωση ως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά, κυρίως λόγω των σήμερα απαξιωμένων πειραμάτων του J. B. Rhine στο πανεπιστήμιο Duke. Άρχισε να συλλέγει παραδείγματα εντυπωσιακών συμπτώσεων σαν να μπορούσαν να μας πουν κάτι για τις μη αιτιακές σχέσεις μεταξύ των γεγονότων. Όπως ο Sir Arthur Conan Doyle πριν από αυτόν, ο ίδιος, φάνηκε στο κοινό σαν να ταξίδεψε από τη σοβαρή συγγραφή στην πνευματιστικό πνευματιστική παραφιλολογία.
Το προτελευταίο καρφί στο φέρετρο της φήμης του, πριν από τις αποκαλύψεις του Cesarani του ήταν η διπλή αυτοκτονία με τη σύζυγό του, η οποία ήταν 20 χρόνια νεότερη, το 1983. Αν και είχαν κι οι δυο τη σοβαρή νόσο πάρκινσον, που προκαλούσε μείωση των ψυχικών δυνάμεων και λευχαιμία (από τα οποία ήταν σύντομα θα πέθαινε σε κάθε περίπτωση), η σύζυγός του, η οποία ήπιε μια μοιραία δόση βαρβιτουρικών μαζί του, ήταν σε καλή κατάσταση υγείας. Πολλοί πίστευαν –χωρίς επαρκή αποδεικτικά στοιχεία– ότι ο Koestler είχε τρομοκρατήσει τη γυναίκα του ώστε να τερματίσει τη ζωή της μαζί του.
Αυτή ήταν η δεύτερη διπλή αυτοκτονία ενός μεγάλου συγγραφέα της Κεντρικής Ευρώπης που υιοθέτησε τη βρετανική ιθαγένεια και της συζύγου του (η πρώτη ήταν του του Στέφαν Τσβάιχ και της Λότε). Αλλά ενώ ο Τσβάιχ αυτοκτόνησε από απόγνωση για την κατάσταση του κόσμου, ο Koestler αυτοκτόνησε σε απόγνωση για την κατάσταση της υγείας του – χωρίς αμφιβολία ένα σχόλιο σχετικά με τα αίτια, όχι εντελώς κακό, καθώς ο κόσμος είχε μεταβληθεί στα 40 χρόνια που μεσολάβησαν. Αυτό όμως υπονοεί ένα μεγάλο εγωισμό και θέτει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια, ή τουλάχιστον ανιδιοτέλεια, ως προς όλες τις προηγούμενες δεσμεύσεις του Koestler.
Ο Koestler γεννήθηκε στη Βουδαπέστη το 1905 από αφομοιωμένους Εβραίους γονείς. Ο πατέρας του ήταν ένας επιχειρηματίας που απέτυχε επαγγελματικά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, αλλά πέτυχε κατά καιρούς το τζακπότ: αμέσως πριν και κατά τη διάρκεια του πρώτου εξαμήνου του Α' Παγκοσμίου pολέμου, έκανε μια περιουσία (που σύντομα χάθηκε) με την κατασκευή και πώληση σαπουνιού, που περιείχε ράδιο. Τότε ήταν που ανακαλύφθηκε το φαινόμενο της ραδιενέργειας και πολλοί πίστεψαν ότι οι σχετικές ακτίνες βελτιώνουν τη ζωή και θεραπεύουν τις ασθένειες. Ο πατέρας του Koestler πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του με το να ονειρεύεται ένα νέο προϊόν που θα μπορούσε να αποκαταστήσει την περιουσία του μεμιάς, και, υπό μία έννοια, ο νεαρός Arthur μοιράζεται μαζί του αυτό το είδος της ψευδαίσθησης, αλλά μεταφερμένο στις λόγιες, πολιτικές, φιλοσοφικές και πνευματικές σφαίρες. Ως νέος άνθρωπος, ο Koestler είδε στο ριζοσπαστικό Σιωνισμό την απάντηση σε υπαρξιακά προβλήματα του, αν και ο ίδιος δεν είχε καμία θρησκευτική πεποίθηση ή πολιτιστικές ή φιλοσοφικές συγγένειες με τον Ιουδαϊσμό, πολύ αργότερα εξάλλου έγραψε ένα βιβλίο που εξακολουθεί να αναφέρεται από τους αντι-Σιωνιστές, το Η δέκατη τρίτη φυλή. Σε αυτό στο ισχυρίζεται ότι οι περισσότεροι Εβραίοι δεν είναι σημιτικής καταγωγής, αλλά απόγονοι των Χαζάρων, τουρκικά φύλα που στράφηκαν προς τον Ιουδαϊσμό. Στη συνέχεια, ο Koestler ασπάσθηκε τον ορθόδοξο μαρξιστικό κομμουνισμό, που ακολουθήθηκε από ένα στάδιο αντικομουνιστικής σταυροφορίας ώσπου αυτή να αντικατασταθεί από μια παρατεταμένη αναζήτηση του πνευματισμού, βασισμένου σε αποδεικτικά στοιχεία και ορθολογικά συμπεράσματα. Ο Koestler δεν ήταν ένας άνθρωπος που θα έκανε πράγματα από φιλοσοφικά μισά: ήταν ένας πότης του απείρου, να παραθέσω τον τίτλο ενός βιβλίου του.
Ο νέος Arthur, προικισμένος επιστημονικά και μαθηματικά, σπούδασε μηχανικός στη Βιέννη, αλλά δεν πήρε πτυχίο. Αντ’ αυτού, ο ένθερμος σιωνιστής πήγε στην Παλαιστίνη για να ζήσει σε ένα κιμπούτς. Αυτό δεν κράτησε πολύ: η προσωπικότητά του τελικά, δεν επέτρεψε την απορρόφηση από μια κολεκτιβιστική επιχείρηση. Στα πρόθυρα της πείνας, σώθηκε από μια τυχαία συνάντηση, ως ανταποκριτής της Παλαιστίνης του Ullstein Trust, του μεγαλύτερου γερμανικού ομίλου εφημερίδων, ο οποίος αργότερα τον διόρισε στο γραφείο του Παρισιού. Στη συνέχεια μετακόμισε στη Γερμανία, όπου υπηρέτησε σε μια εφημερίδα ως επιστημονικός συντάκτης και ως υπεύθυνος εξωτερικών ειδήσεων, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα, για ένα αερόπλοιο που πέταξε στο Βόρειο Πόλο μέσω της Σοβιετικής Ρωσίας.
Ο Koestler προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εξηγώντας αργότερα ότι του φάνηκε ως η μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση απέναντι στον Χίτλερ, Αυτό οδήγησε την Ullstein στο να τον απολύσει. Επιστρέφοντας στο Παρίσι μετά από ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση, έγραψε πολιτική προπαγάνδα υπό την καθοδήγηση της Κομιντέρν μέχρι το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου, όταν μια βρετανική φιλελεύθερη εφημερίδα του ανέθεσε να επισκεφθεί την έδρα του Φράνκο. Καταγγελμένος ως κομμουνιστής, κατόρθωσε να διαφύγει, αλλά οι δυνάμεις του Φράνκο τον συνέλαβαν κατά τη διάρκεια ενός μεταγενέστερου ταξιδιού του στην Ισπανία και καταδικάσθηκε σε θάνατο. Μια διεθνής εκστρατεία εξασφάλισε την απελευθέρωσή του. Τα χρόνια του Koestler ως παράγοντα της Κομιντέρν στην οποία - εκούσια υπέστη την πειθαρχία του Κόμματος με το σκεπτικό ότι αυτό αντιπροσώπευε τον μόνο κριτή της υπερβατικής τον αλήθειας – του έδωσαν μια απαράμιλλη διορατικότητα στην ψυχολογία του Κόμματος. Και ξαφνικά, κατηγορήθηκε για αντεπαναστατική προδοσία.
Στη συνέχεια έζησε στη Γαλλία, σπάζοντάς τα για τα καλά με το Κομμουνιστικό Κόμμα, κατά το θέαμα των δικών. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος το 1939, η γαλλική κυβέρνηση τον συνέλαβε στο Παρίσι ως εν δυνάμει εχθρικό αλλοδαπό και τον φυλάκισε σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με μια δεύτερη διεθνή εκστρατεία κέρδισε την ελευθερία του. Φοβούμενος την εκ νέου σύλληψη, κατατάχθηκε στη γαλλική Λεγεώνα των Ξένων και κατάφερε με ένα πολύ πλάγιο τρόπο να φτάσει στη Λισαβόνα. Από εκεί, πέταξε –παράνομα– στο Λονδίνο, όπου και πάλι βρέθηκε φυλακισμένος, αυτή τη φορά για έξι εβδομάδες. Στο κελί του, διόρθωσε τα δοκίμια του Σκότος το Μεσημέρι, που έμελλε να γίνει το πιο διάσημο βιβλίο του. Βγαίνοντας απ’ τη φυλακή, εντάχθηκε αμέσως στο βρετανικό στρατό, ο οποίος, όπως είπε, είχε μια ευεργετική επίδραση στην ζωή του. «Βρήκα τον εαυτό μου να έχει μεταμορφωθεί από ένα μέλος του γκρι, δραματικού πλήθους των προσφύγων – τα αποβράσματα της γης– σε ένα συγγραφέα best-seller», έγραψε. «Αυτή, είναι μια επικίνδυνη εμπειρία για κάθε συγγραφέα, αλλά πριν στρίψω το κεφάλι μου, είχα επίσης μετατραπεί στον ιδιωτικό αριθμό 13805661 στο 251 Σώμα των Βασιλικών Πιονιέρων του αγγλικού στρατού, που δεν δόθηκε στους διάσημους διανοούμενους». Κάτι λέει αυτό για την ζωή του Koestler, που θεώρησε τα τρία χρόνια που πέρασε στο ρημαγμένο Λονδίνο –όπου επέζησε ενός βομβαρδισμού– «ανάμεσα στα πιο αδιατάρακτα (σχεδόν ειρηνικά) της ζωής μου».
Μέχρι την ηλικία των 37, ο Koestler είχε ταξιδέψει πολύ. Μιλούσε ουγγρικά, γερμανικά, γαλλικά, ρωσικά και αγγλικά με ευφράδεια, καθώς και κάποια εβραϊκά (έχοντας ανακαλύψει το Εβραϊκό σταυρόλεξο όσο βρισκόταν στην Παλαιστίνη). Είχε φυλακιστεί αρκετές φορές, μεταξύ άλλων και με την ποινή του θανάτου. Υπήρξε ένας σιωνιστής, ένας κομουνιστής, ένας αντικομουνιστής. Είχε γράψει βιβλία στα Ουγγρικά, Γερμανικά και Αγγλικά. Σύντομα, μετά την άφιξή του στην Αγγλία, γνώρισε κι έγινε φίλος με τους πιο διακεκριμένους συγγραφείς και διανοούμενους, George Orwell, Cyril Connolly, Dylan Thomas, Bertrand Russell, Alfred Ayer και πολλούς άλλους.
Ο Koestler γράφει το Σκοτάδι το Μεσημέρι
στα γερμανικά, ενώ ζει στο Παρίσι, περιμένοντας ανά πάσα στιγμή να αντιμετωπίσει τη σύλληψή του. Πρόκειται για την ιστορία του Rubashov, ενός μπολσεβίκου διανοούμενου, βασισμένη σε μεγάλο βαθμό στον Nikolai Bukharin, οικονομολόγο και αγαπημένο του Κόμματος, που μετά τον εκτέλεσε το 1938 στις εκκαθαρίσεις μετά από μια παρωδία δίκης το 1938. Κατά τη στιγμή της δημοσίευσης του βιβλίου το 1940, και για μεγάλο χρονικό διάστημα αργότερα, η δημόσια ομολογία πολλών παλαιών μπολσεβίκων για αυταπόδεικτα παράλογα εγκλήματα, που επέφεραν την ποινή του θανάτου - για παράδειγμα, ότι από την αρχή της καριέρας τους είχαν υπηρετήσει ξένες μυστικές υπηρεσίες – σάστισε πολλούς στη Δύση. Πώς απέκτησαν οι κομουνιστές αξιωματούχοι λαμβάνονται αυτές τις ομολογίες; Μήπως οι Ρώσοι είχαν κάποια εξαιρετικά περίπλοκη και μυστική τεχνική ανάκρισης, άγνωστη στη Δύση;
Φυσικά, ορισμένοι στη Δύση, κομμουνιστές και φλογεροί συνοδοιπόροι, πίστευαν ότι οι δίκες ήταν δίκαιες και ότι οι ομολογίες ήταν αβίαστες και εντελώς αληθινές. Μεταξύ των πλέον σημαινόντων ήταν ένας επιφανής Βρετανός δικηγόρος, ο D.N. Pritt ο οποίος πράγματι έγραψε ένα βιβλίο εξετάζοντας την αμεροληψία στις δίκες της Μόσχας. Τόσο αργά, όπως το 1972, ένας συνεργάτης φοιτητής της ιατρικής, κατά το χρόνο εκείνο μανιώδης μαοϊκός, προσπάθησε να με πείσει ότι οι δίκες ήταν γνήσιες, δανείζοντας μου έγγραφα των διαδικασιών τους. Έτσι, η φανταστική ανακατασκευή του Koestler, για το πώς ο Rubashov πείσθηκε να ομολογήσει, στην οποία συνεισέφερε τη δική του βαθιά του γνώση για το πώς οι άνθρωποι πίστευαν και έδρασαν κι έκαναν το κόμμα ζωή τους, ήταν κάτι εντελώς νέο και πρωτότυπο. Η λύση του Koestler στο γρίφο ήταν ότι ο Rubashov, και οι όμοιοί του, δεν ομολόγησε λόγω οποιουδήποτε σωματικού βασανιστήριου (αν κι ο Rubashov στερείται ύπνου, μια τεχνική της οποίας οι ανακριτές έκαναν χρήση για την απόκτηση ομολογιών), αλλά επειδή ήταν λογικό για αυτούς να το πράξουν. Σε όλη την ενήλικη ζωή τους, είχαν πιστέψει ότι ο σκοπός δικαιολογεί τα μέσα. Επιπλέον, και το σημαντικότερο, είχαν αναθέσει στο Κόμμα το αποκλειστικό δικαίωμα να κρίνει τόσο σκοπό όσο και τα μέσα. Ποιοι ήταν τότε αυτοί ώστε να αντιταχθούν, όταν το Κόμμα αποφάσισε ότι έπρεπε να τους θυσιάσει, ανεξάρτητα από το αν ήταν ένοχοι για οτιδήποτε;
Ο Koestler όντας εφευρετικός μυθιστοριογράφος, δεν έφτιαξε έναν εντελώς αξιοθαύμαστο Rubashov. Πράγματι, ο κομουνιστής παρέλειψε να παρέμβει για λογαριασμό της γραμματέως του Arlova με την οποία είχε μια ερωτική σχέση, όταν αυτή κατηγορήθηκε για εξωφρενικά εγκλήματα. Το αιτιολόγησε με το ότι η ζωή του αξίζει περισσότερο από τη δική της. Ο Koestler βάζει τον αριστοκρατικό Rubashov να ανακρίνεται από ένα προλεταριακό λειτουργό που ονομάζεται Gletkin. Η κορύφωση έρχεται όταν ο Gletkin υποστηρίζει ότι η προσωπική διαφωνία του Rubashov με τη γραμμή του κόμματος πρέπει λογικά και αντικειμενικά να οδηγήσει σε εμφύλιο πόλεμο και ενδεχομένως, στην καταστροφή της δικτατορίας του προλεταριάτου και ότι ως εκ τούτου η ομολογία «είναι η τελευταία υπηρεσία που το κόμμα απαιτεί από σας». «Σύντροφε Rubashov, ελπίζω ότι έχετε κατανοήσει το καθήκον που το Κόμμα σας έχει αναθέσει». Ήταν η πρώτη φορά που ο Gletkin αποκαλεί τον Rubashov «σύντροφος». Ο Rubashov σήκωσε το κεφάλι του γρήγορα. Ένιωσε ένα θερμό κύμα ν’ ανεβαίνει μέσα του, που ήταν ανίκανος ν’ αντιμετωπίσει. Κούνησε ελαφρά το πηγούνι του, ενώ έσφιξε με τα δυο δάχτυλα τη μύτη του. «Καταλαβαίνω».
Εδώ, τα γυαλιά της μύτης συμβολίζουν το τελευταίο απομεινάρι ενός πιο εκλεπτυσμένου πολιτισμού (τα φορούσε ο Τσέχωφ, για παράδειγμα), που ηττήθηκε από ένα πιο πρωτόγονο, πιο αδίστακτο τρόπο ζωής. Είναι ένα ευφυές σημείο που φτιάχνει ο Koestler: ο Rubashov είναι και ευνοημένος και καταστροφέας του παλιού πολιτισμού κι ο ίδιος καταστράφηκε από τους απογόνους της δικής του καταστροφικότητας.
Κάποιοι στη δεξιά έχουν επικρίνει άδικα τον Koestler, ότι δηλώνει αυτή τη μικρή συζήτηση στο Σκοτάδι το Μεσημέρι, αντί για τα αργά βασανιστήρια, με τα οποία λαμβάνονταν οι ομολογίες στις δίκες της Μόσχας. Αλλά πουθενά στο βιβλίο του ο Koestler δεν υπονοεί ότι αυτές οι σκληρότερες μέθοδοι δεν έπαιξαν ρόλο - ακριβώς το αντίθετο - ή ότι οι μέθοδοι που ακολουθήθηκαν στην περίπτωση του Rubashov χαρακτηρίζουν κάθε περίπτωση. Αντίθετα, μυθιστόρημα του είναι φιλοσοφικό, επισημαίνοντας τις τρομερές λογικές και πρακτικές συνέπειες της πίστης ότι σκοπός αγιάζει τα μέσα, όταν αυτοί οι σκοποί έχουν προαποφασισθεί από την εξουσία, είτε της ιστορίας, είτε του μεγάλου ηγέτη, ή ακόμη και του Θεού.
Το Σκοτάδι το Μεσημέρι ήταν ίσως το με περισσότερη αντικομουνιστική επιρροή βιβλίο που δημοσιεύθηκε ποτέ, πιο σημαντικό (στην πράξη), ακόμη και από Φάρμα των Ζώων ή το 1984. Η θέση του Koestler στη συγγραφή ήταν αναμφισβήτητη. Είναι αλήθεια ότι είχε μικρή απήχηση στη Βρετανία, όπου εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Και αν και πουλήθηκε καλύτερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι κομμουνιστές είχαν εκεί ακόμη λιγότερες πιθανότητες επιτυχίας από ό,τι στη Βρετανία, γι’ αυτό είχε και πάλι μια βουβή επίδραση. Ήταν στη Γαλλία, όπου η επιρροή του βιβλίου ήταν καθοριστική: εκεί, μετά τον πόλεμο, ένας αγώνας δρόμου έλαβε χώρα μεταξύ των πιεστηρίων του εκδότη και της ικανότητας του εξαιρετικά ισχυρού Κομμουνιστικού Κόμματος να αγοράσει και να καταστρέψει τα αντίτυπα που έφτασαν τα βιβλιοπωλεία. Αυτή η κίνηση λογοκρισίας ήταν ένας σημαντικός λόγος για τον οποίο ένα γαλλικό δημοψήφισμα για το νέο σύνταγμα, το οποίο θα μπορούσε να δώσει ένα κυρίαρχο κυβερνητικό ρόλο στο ισχυρότερο από τα πολλά πολιτικά κόμματα (τότε οι κομμουνιστές), ηττήθηκε. Προσπαθώντας να φιμώσουν το βιβλίο του Koestler, οι κομμουνιστές αποκαλύφθηκαν ως δικτάτορες στα σκαριά.
Δεν εγκατέλειψε όμως τον πραγματικό κόσμο πίσω εντελώς. Έγινε ένας φλογερός αγωνιστής τόσο κατά της θανατικής ποινής και υπέρ της ευθανασίας (σε καμία περίπτωση ασυνήθιστο συνδυασμό). Η αίσθηση του κατά της θανατικής ποινής, που εκφράζεται με τη χαρακτηριστική δύναμη στο βιβλίο του Σκέψεις για το Κρέμασμα, που χωρίς αμφιβολία προέκυψε από την επαφή του –και τα επακόλουθα– με τη φυλακή του Φράνκο. Οι εμπειρίες του από τη φυλακή του έδωσαν ένα ισόβιο ενδιαφέρον για την ευημερία των κρατουμένων και τον οδήγησαν στην καθιέρωση των ετήσιων Βραβείων Koestler, που απονέμονται σε Βρετανούς κρατούμενους που είχαν δώσει το καλύτερο λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό έργο κατά το προηγούμενο έτος. Αυτή η ευφάνταστη και καθόλα αξιέπαινη πρωτοβουλία οδήγησε στην εμφανή ευλάβεια για το όνομα του Koestler στις βρετανικές φυλακές, τουλάχιστον στους καλύτερα ενημερωμένοι τροφίμους τους.
Ο απολογισμός του Koestler από τον εγκλεισμό του στην ισπανική φυλακή, που δημοσιεύθηκε πρώτα ως το δεύτερο μέρος της Ισπανικής Διαθήκης και στη συνέχεια ως σύνολο του Διάλογος με το Θάνατο (κατά τη γνώμη μου, το σπουδαιότερο βιβλίο του) αποκαλύπτει ένα επίπεδο πολύ βαθύτερο από την πολιτική. Η απεικόνιση του τρόπου με τον οποίο οι καταδικασμένοι σε θάνατο οδηγούνταν στην εκτέλεση είναι αξέχαστη:
Είχα πάει για ύπνο, και ξύπνησα λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Στη μαύρη σιωπή της φυλακής, τη φορτωμένη με τους εφιάλτες χίλιων τριακοσίων κοιμισμένων ανδρών, άκουσα την μουρμουριστή προσευχή του ιερέα και το κουδούνι φάντασμα.
Μετά, μια πόρτα κελιού άνοιξε και ένα όνομα καλέστηκε απαλά να βγει έξω. «Τι;» Τι τρέχει, ρώτησε μια νυσταγμένη φωνή και η φωνή του ιερέα ακούστηκε σαφέστερα, το κουδούνι χτύπησε δυνατότερα.
Τότε, ο μισοκοιμισμένος άνθρωπος κατάλαβε. Στην αρχή μόνο βόγκηξε Στη συνέχεια, με μια θαμπή φωνή κάλεσε για βοήθεια: «Socorro, Socorro».
Η ίδια σκηνή παίχτηκε σε άλλο κελί:
Και πάλι, «Τι;» Και πάλι η προσευχή και η καμπάνα. Αυτός και μόνο κλαψούρισε με λυγμούς. σαν παιδί. Φώναξε τη μητέρα του: «Madre, Madre!»
Και πάλι: «Madre, Madre!»
Και στην περιγραφή του για τον τελευταίο άνδρα που οδηγήθηκε σε εκτέλεση εκείνο το βράδυ, ο Koestler δείχνει διακριτικά την πλήρη ανεπάρκεια της πολιτικής ιδεολογίας απέναντι στα μυστήρια της ζωής και του θανάτου:
Πήγαν στο επόμενο κελί. Δεν ρώτησε τίποτα. Ενώ ο ιερέας προσευχόταν, άρχισε με χαμηλή φωνή να τραγουδάει την Μασσαλιώτιδα. Αλλά μετά από μερικές λέξεις η φωνή του έσπασε, κι αυτός άρχισε τους λυγμούς. Τον έβγαλαν έξω.
Και τότε πάλι σιωπή.
Καμία επαναστατική θριαμβολογία εδώ, με ήρωες που ευχάριστα προχωρούν προς το θάνατό τους, γνωρίζοντας πως η αιτία τελικά θα θριαμβεύσει.