«Τι είσαι;», είναι το ερώτημα που φαίνεται να απευθύνει η ηρωίδα της νουβέλας του Μιχάλη Μακρόπουλου Η θάλασσα στην πέτρα που μόλις έπιασε στα χέρια της, τη μέρα που θα ήταν μια από τις τελευταίες, προτού ο κόσμος όπως τον ήξερε αρχίσει να εξαφανίζεται. Το λιώσιμο των πάγων αναστατώνει το κλίμα της Γης με ασταμάτητη βροχή, και ταυτόχρονα αποκαλύπτει έναν μετεωρίτη, ο οποίος φαίνεται να ευθύνεται για την εμφάνιση μιας θανατηφόρας νόσου που πλήττει την ανθρωπότητα, εξαιρώντας μόνο λίγους εκλεκτούς, εξαιτίας μιας μετάλλαξης σε έξι γονίδια. Οι λίγοι εναπομείναντες ζουν σε υπόγειες πόλεις, όσο στη Γη μαίνονται τυφώνες και πλημμύρες.
Το ίδιο ερώτημα μοιάζει να απευθύνει η ηρωίδα όχι μόνο στην πέτρα, αλλά και σε όποιο αντικείμενο, σε όποιο από τα «πράγματα», όπως ονομάζει το πρώτο μέρος της νουβέλας του ο Μακρόπουλος, αγγίζει με τα χέρια της. Γιατί στη Θάλασσα
τα χέρια αναδεικνύονται σε έναν –όχι τόσο σιωπηλό– πρωταγωνιστή. Η ηρωίδα του Μακρόπουλου, το όνομα της οποίας δεν μαθαίνουμε, παρατηρεί τα όχι όμορφα, αλλά γερά και πρακτικά χέρια της μητέρας της, όταν καθαρίζουν το ροδάκινο και το ψάρι με το χαλασμένο μαχαίρι, το οποίο χρειάζεται ιδιαίτερη επιδεξιότητα στον χειρισμό. Τα δάχτυλα του πατέρα της ήταν «χοντρά, γεμάτα κοψίματα, και τα νύχια του σπασμένα αλλά καθαρά», σε χέρια το ίδιο πρακτικά με εκείνα της μητέρας, τα οποία επειδή «έπιαναν», το σπίτι τους «έστεκε γερό» μετά την καταστροφή, ενώ «γύρω πολλά ήταν χαλάσματα πια». Τα χέρια όμως μαλακώνουν, γλυκαίνουν, όταν γίνονται μαξιλάρι για την κουρασμένη Ιωάννα, συνοδοιπόρο της ηρωίδας κατά τη διάρκεια της περιπλάνησής τους στον έξω κόσμο· όταν ζυμώνουν αλεύρι με νερό για να ετοιμάσουν ζεστό ψωμί, «ένα ζεστό κομμάτι της ζωής»· όταν ψηλαφίζουν τρυφερά τα φύλλα των φυτών του θερμοκηπίου του υπόγειου κόσμου, αναζητώντας τις διαφορές τους, προβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο αντίσταση σε μια προϊούσα ομογενοποίηση που προστατεύει, αλλά ταυτόχρονα αποστασιοποιεί, καθώς ακυρώνει τον τρόπο που έχει η ηρωίδα για να κατανοεί τον κόσμο: το άγγιγμα.
Σε έναν διαφορετικό τρόπο αγγίγματος φαίνεται να επιδιδόταν η ηρωίδα και όταν ζωγράφιζε. Διότι αφενός όταν ζωγράφιζε ένα αντικείμενο το είχε πρώτα πιάσει και ψηλαφίσει, εντείνοντας και εντατικοποιώντας την αίσθηση της αφής, και αφετέρου, ζωγραφίζοντας αναπαρήγαγε με το χέρι της εκείνο που έβλεπε, ένα νέο αντικείμενο, που όμως ήταν αντίγραφο, ένα έργο τέχνης, το οποίο ήδη άγγιζε με διαμεσολαβημένο τρόπο, καθώς το δημιουργούσε. Πριν από την καταστροφή ζωγράφιζε μόνο ό,τι έβλεπε. Με την πειθάρχηση στους κανόνες εκείνου που αποδεχόταν ως αντικειμενική πραγματικότητα, ως πραγματικότητα των αντικειμένων που καταλαμβάνουν μια συγκεκριμένη, ασφαλή θέση στον κόσμο, αναπαρήγαγε χωρίς αποκλίσεις εκείνο στο οποίο απευθυνόταν το βλέμμα, και αποδείκνυε με αισθητηριακό, στέρεο τρόπο μια αλήθεια αδιαπραγμάτευτη, ένα μυστικό που φανερώνεται σε εκείνον που αφιερώνει χρόνο στις λεπτομέρειες. Παρατηρώντας δηλαδή τα πράγματα –πέτρες, μικρά ξύλα, φύλλα– και στη συνέχεια ζωγραφίζοντάς τα, προσκολλώμενη στην ασφάλεια των λεπτομερειών, έμοιαζε να συνθέτει χάρτες, τους οποίους χρειαζόταν για να προσανατολίσει την ύπαρξή της μέσα στον κόσμο, αισθανόταν μάλιστα πως γινόταν ένα μαζί του· ο κόσμος και η ηρωίδα περιέκλειαν ο ένας τον άλλο, καθώς «κομμάτια του εαυτού [της] (….) [ήταν] παντού, μοιρασμέν[α] στα πάντα», σ’ ένα πουλί, ένα μυρμήγκι, ένα σύννεφο, ένα κλειστό παράθυρο, και ταυτόχρονα τα έκλεινε «όλα μέσα [της]».
Στον υπόγειο κόσμο όμως όπου οι άνθρωποι δεν αγγίζονται, η ηρωίδα μένει να παρατηρεί τα φύλλα στο φυτολόγιό της, μόνο ως ανάμνηση της ζωής της όπως ήταν, αλλά δεν είναι πια. Τώρα δεν υπάρχει καμία αλήθεια, κανένα μυστικό για να αποκαλυφθεί. Οι χάρτες δεν έχουν καμία χρησιμότητα, και η ζωγραφική έχει χάσει το νόημά της, σαν ένα –έστω και– διαμεσολαβημένο άγγιγμα των πραγμάτων, ως συνθετικά στοιχεία της πραγματικότητας, η οποία μοιάζει –ακόμα και με αυτόν τον τρόπο– να καταρρέει. Διότι κατά τη διάρκεια της παραμονής της στην υπόγεια πολιτεία η ηρωίδα σταμάτησε να ζωγραφίζει.
Μετά όμως από την έξοδό της, άρχισε να σκαλίζει το ξύλο και το κόκαλο – απλή, ακατέργαστη, ζέουσα ύλη, απευθείας στα χέρια της. Τώρα δεν δημιουργεί βασισμένη στο οπτικό ερέθισμα, αλλά στη φαντασία· δεν χρειάζεται πρωτότυπο για να αντιγράψει, δεν φτιάχνει αντίγραφα. Μέσα από αυτή την ελευθερία, την απελευθέρωση από το σχήμα, τη μορφή και τους χάρτες, που υποδεικνύουν συγκεκριμένες πορείες σε έναν κόσμο τον οποίο με αυτό τον τρόπο καθιστούν οικείο και δεδομένο, η ηρωίδα μοιάζει να έχει τη δυνατότητα, σαν μικρός Θεός, να διαμορφώνει το άγνωστο, δουλεύοντας και πάλι τη γνωστή, πρώτη ύλη με τα χέρια της. Αυτή δείχνει να τη συνδέει με τον χώρο αλλά και με τον χρόνο, όχι μόνο μέσα από τα απολιθώματά του –όπως είναι ο αμμωνίτης, το «προϊστορικό θαλασσινό πλάσμα»–, αλλά και μέσα από τη συνειδητοποίηση ότι ο χρόνος καλύπτει μεν με διαδοχικά στρώματα τον χώρο, όλα όμως είναι με έναν τρόπο ταυτόχρονα υπαρκτά και τελικά στον ίδιο βαθμό δυνάμει εκτεθειμένα, καθώς η συγκυρία μπορεί πάντα να απελευθερώσει δυνάμεις αποκάλυψης-Αποκάλυψης. «Ο χρόνος», άλλωστε, λέει, «δεν είναι μια ευθεία», αλλά στιγμές, τις οποίες μετρούσε με τις πέτρες που έπιανε, και αφού τις «ζύγιαζε», τις πετούσε στα χορτάρια.
Θα έλεγε κανείς ακόμα, ότι ο τρόπος με τον οποίο η ηρωίδα του Μακρόπουλου αγγίζει τα πράγματα με τα χέρια της, μοιάζει να φέρει μια τελετουργικότητα, η οποία θα μπορούσε να προσδίδει στα πράγματα μια ιερότητα. «[…] είχα καθίσει κι έπιανα, κοιτούσα, άφηνα», λέει, και παρατηρεί «με την παράξενη όρασή [της] που ήταν μαζί κοντινή και μακρινή», εναλλάσσοντας έτσι την απόσταση ανάμεσα σε εκείνη και σε όσα την περιβάλλουν, και διαρκούν περισσότερο από την ίδια στον χρόνο, σαν μικρές θεότητες. Με το ερώτημα «τι είσαι;» μοιάζει η ηρωίδα να ξεκινάει μια προσευχή, αναμετρώμενη με εκείνα τα μικρά πράγματα, τα οποία ίσως δεν είναι και τόσο μικρά τελικά, καθώς θα μπορούσαν να εμπερικλείουν τη δύναμη του αρχέγονου, του μαγικού ή του θεϊκού, ή όλων αυτών μαζί. Και είναι σαν τα χέρια, τα οποία έχουν τη δυνατότητα να μειώνουν την απόσταση ανάμεσα στον εαυτό και στα πράγματα, να έχουν ακριβώς λόγω αυτού του διαμεσολαβητικού ρόλου τους, μια λειτουργία όπως εκείνη του ξορκιού, που επιθυμεί να προσεγγίσει δαμάζοντας αυτό που είναι μακρινό και κοντινό μαζί, κατανοώντας έτσι την αντίφαση του να έχεις χωρίς να έχεις και του να μπορείς χωρίς να μπορείς, επιχειρώντας έτσι να δώσουν απάντηση σε αυτό το αρχικό ερώτημα: «τι είσαι;»∙ όπως ακριβώς και το κλειδί που κάποια στιγμή βρίσκει κλεισμένο στο χέρι της - το χέρι, που αναδεικνύεται σε κλειδί τελικά των πάντων.
Η Θάλασσα του Μακρόπουλου δεν είναι μόνο μια νουβέλα επιστημονικής φαντασίας –που είναι–, ούτε μιλάει μόνο για μια καταστροφή – που μιλάει∙ είναι, μεταξύ άλλων, μια ιστορία για εκείνο που μπορεί να δώσει ο άνθρωπος στον άνθρωπο σε οποιαδήποτε συνθήκη∙ για εκείνα που συνδέουν τον άνθρωπο με τον άνθρωπο, πέρα και ανεξάρτητα από τον θάνατο, η προοπτική του οποίου ούτως ή άλλως μας συνδέει όλους∙ για εκείνα που ακόμα και όταν παύουν να μας συνδέουν, δεν εξαφανίζονται, απλώς βρίσκονται σε μια σιωπηλή αναμονή, μια προσωρινή ανάσχεση, πάντα εκεί, η οποία δεν μπορεί να εκδηλωθεί, παρά μόνο μέσα από και επάνω στα πράγματα. Είναι μια ιστορία για το άγγιγμα, που συνδέει τη ζωή με τη δημιουργία και μέσω αυτών αναδεικνύει τη σύνδεση του εφήμερου με το αιώνιο, του τέλους με την αρχή, της καταστροφής με τη σωτηρία.