Η δομικού τύπου προσέγγιση του θανάτου σε μια συλλογή ανέκδοτων ως πρόσφατα διηγημάτων του Φερνάντο Πεσσόα
––––––––––––––––––––
Ενώ ολοκλήρωνα τα κατά τον νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου σχετιζόμενα με τον θάνατο ενός εκ των επιφανών ετερωνύμων του Φερνάντο Πεσσόα, [Η χρονιά του Θανάτου του Ρικάρντο Ρέις, εκδ. Καστανιώτη 2020] έφτασε στα χέρια μου ο κομψός αυτός τόμος των εκδόσεων Gutenberg, ενταγμένος στην σχετική σειρά που μεταφράζει και σχολιάζει με συνέπεια και πάθος η καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Παπαδήμα. Και ναι μεν μπορεί ορισμένα από τα διηγήματα του τόμου να είναι ημιτελή και άλλα απλά σκιαγραφήματα, ωστόσο υπάρχουν πάντα οι πινελιές εκείνες του πορτογάλου συγγραφέα που κινούνται στο μεταίχμιο ζωής και θανάτου ή καλύτερα στον ρευστό χώρο μεταξύ πραγματικότητας και υπερφυσικού. Έτσι κι αλλιώς, ο θάνατος έχει απασχολήσει ως κεντρικό δομικό ζήτημα -όχι ως απλή θεματική γραμμή του έργου του-, εκτός από τον ίδιο τον Πεσσόα, τα ποικίλα προσωπεία του - βλ. τους ετερωνύμους Άλβαρο ντε Κάμπος, Ρικάρντο Ρέις, Μπερνάρντο Σοάρες, Μπρατάο ντε Τέιβε και βέβαια τον Αλμπέρτο Καέιρο.
Ο λυρισμός της ποίησης του Πεσσόα απαντάται ανέπαφος κι εδώ, παράλληλα με κλασσικές φιλοσοφικού χαρακτήρα παρεκβάσεις, αλληγορίες και δοκιμιακού τύπου διερωτήσεις για τους όρους κατασκευής της αφήγησης. «Ο δρόμος της λήθης» είναι κατ’ εμέ το πιο ολοκληρωμένο διήγημα της συλλογής καθώς αποδίδει με ανατριχιαστική γλαφυρότητα το σκοτάδι που συνοδεύει την νυκτερινή πορεία ενός αγήματος προς τον καραδοκούντα θάνατο. Ενώ μεγάλης δύναμης είναι η σύντομη καταληκτήρια αλληγορία «Το μυστικό της Ρώμης» όπου ο Ιούλιος Καίσαρας κλαίει σπαρακτικά στη θέα του κεφαλιού του νεκρού πλέον αντιπάλου του Πομπήιου, προς μεγάλη αμηχανία του στρατεύματος. Κι ενώ αφηνόμαστε να πιστεύουμε ότι η συγκίνηση του Καίσαρα οφείλεται σε καθαρτήρια μετάνοια ή ίσως σε αναγνώριση των αρετών του αντιπάλου ή ακόμη σε κοινές νεανικές αναμνήσεις και φιλοδοξίες, ο αυτοκράτορας μονολογεί: «Έφτασα πολύ αργά. Θα ήθελα να τον είχα σκοτώσει με τα ίδια μου τα χέρια». Το θηρίο της εκδίκησης, το ένστικτό της καταστροφής, το άσβεστο μίσος ή οτιδήποτε σχετικό έρχεται να φωτίσει με σπάνια διαύγεια τα κίνητρα των ανθρωπίνων πράξεων. Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι καβαφικοί απόηχοι έρχονται στ’ αυτί, με τη μορφή της βαθιάς γνώσης των κινητήριων μοχλών της Ιστορίας.
Παρελαύνουν ωστόσο εδώ και εντελώς απροσδόκητοι θάνατοι, πραγματωμένοι από τους πλέον ασήμαντους των ανθρώπων, αυτούς που μετά βίας προσέχουμε στη δουλειά ή στο δρόμο. Οι απαρατήρητοι, οι ηττημένοι, οι περιθωριακοί, οι συμβιβασμένοι με τη μοίρα τους, οι αόρατοι, ακόμη και οι ανερωτικοί, είναι κατά Πεσσόα ικανοί να ξεφύγουν από το καβούκι τους μέσα σε μια συμπαντική αδιαφορία, διαπράττοντας τα χειρότερα εγκλήματα και αποκτώντας έτσι υπόσταση. Μοιάζει σαν ο Καμύ του Ξένου {ή το ανάποδο} να βρίσκεται επί θύραις, κι εδώ να έχουμε μια τρόπον τινά προαναγγελία του.
Είναι πάντως κρίμα που μια τόσο ενδιαφέρουσα γκάμα ιστοριών δεν έτυχε περαιτέρω επεξεργασίας από τον συγγραφέα στα διηγήματά του αυτά, αν και νυγμοί της υπάρχουν ασφαλώς σε όλο το ποιητικό του έργο. Ένα από τα ετερώνυμα του Πεσσόα, ο παγανιστής Αλμπέρτο Καέιρο είχε γράψει τους εξής στίχους:
Φόβος για τον θάνατο;
Θα ξυπνήσω με άλλο τρόπο
Μπορεί σώμα, μπορεί συνέχεια, μπορεί καινούργιος
Αλλά θα ξυπνήσω.
Στους αντίποδες, ο Ρικάρντο Ρέις υπαινισσόταν τον θάνατο του Αλμπέρτο Καέιρο όταν έγραφε:
Πέθανες νέος, όπως θέλουν οι θεοί
Όταν αγαπούν.
Εντέλει ωστόσο, ξαναφορώντας το ορθώνυμο προσωπείο του ο ίδιος ο Πεσσόα έλεγε περισσότερο πραγματιστικά:
Θάνατος είναι η στροφή του δρόμου
Πεθαίνω είναι δεν με βλέπουν πια.