«Oι Εκατό μέρες» αποτελούν, μια κατ’ ευφημισμό, παραφωνία στο μυθιστορηματικό τοπίο του Γιόζεφ Ροτ [Μπρόντυ, σημερινής Ουκρανίας, 1894-Παρίσι 1939], το οποίο χρονικά διαδραματίζεται κυρίως την περίοδο, λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο και λίγο μετά, και χωρικά ανά την Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, με ιδιαίτερες στάσεις στην περιοχή της Γαλικίας και το Βερολίνο. Τί ωθεί τον εβραικής καταγωγής συγγραφέα, άλλοτε πολίτη της διαλυμένης πλέον αυτοκρατορίας των Αψβούργων, να στρέψει το συγγραφικό του βλέμμα προς μια περίοδο τόσο μακρινή από την δική του, για να συναντήσει και συνομιλήσει με μία από τις μεγαλύτερες, ισχυρότερες αλλά και αντιφατικές προσωπικότητες της νεωτερικής Ευρώπης, τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον Αυτοκράτορα της μετά-επαναστατικής Γαλλίας; Σε μία επιστολή που στέλνει το 1934 προς την Γαλλίδα μεταφράστρια του βιβλίου του Blanche Gidon, o Ροτ, όχι χωρίς κάποια αυταρέσκεια , δηλώνει, πως ήθελε να καταγράψει την μεταμόρφωση του Ναπολέοντα, στο διάστημα των εκατό ημερών, από την δραπέτευση του από την νήσο Έλβα και την αυτοκρατορική επιστροφή του στο Παρίσι, έως την τελική του πτώση, μετά την μάχη στο Βατερλώ και την παράδοση του στους Άγγλους. Οι υποθέσεις βέβαια ποικίλουν για τις προθέσεις του συγγραφέα και μάλλον σχετίζονται περισσότερο με την κατάσταση που επικρατεί στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στην Γερμανία, την οποία ο Ροτ εγκαταλείπει μόλις οι Ναζί ανεβαίνουν στην εξουσία, το 1933. Έναν ακριβώς χρόνο μετά ο Ροτ αρχίζει να συγγράφει τις «Εκατό μέρες». Άραγε η επιλογή του να αναμετρηθεί με τους τρόπους της λογοτεχνίας με ένα τόσο εμβληματικό και επιδραστικό ιστορικό πρόσωπο, όπως ο Ναπολέων, αποτελεί μια ισχυρή αφορμή να μιλήσει για την εξουσία, την αλαζονεία της, τις αντιφάσεις της, τα όρια της και την υπέρβασή τους έως την τελική πτώση της; Πολύ πιθανόν, αν λάβουμε υπόψη την εντυπωσιακή πολιτική οξυδέρκεια, η οποία διακρίνει όλα τα κείμενα του Ροτ, τόσο τα μυθιστορήματα του όσο και τις δημοσιογραφικές μεν, άκρως λογοτεχνικές δε, επιφυλλίδες του, στις πιο μεγάλες και έγκριτες ευρωπαικές εφημερίδες του μεσοπολέμου.
Πώς όμως τελικά ο Γιόζεφ Ροτ υπερασπίζεται μυθιστορηματικά την πρόθεση του να καταγράψει την, όπως χαρακτηρίζει, «μεταμόρφωση» του Ναπολέοντα στο, κρίσιμο για τον θρόνο και την ζωή του, διάστημα των εκατό ημερών; Και γιατί άραγε «μεταμόρφωση»; Ή ακόμη περισσότερο τι συντελεί σ’ αυτήν την, κατά Ροτ, «μεταμόρφωση»; Εικάζω ότι το ίδιο το ιστορικό πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσεται χρονικά το μυθιστόρημα μπορεί να δώσει την απάντηση. Διότι το διάστημα εκείνο των τριών μηνών, ήτοι εκατό ημερών σύμφωνα με τον τίτλο του μυθιστορήματος, εμπεριέχει όλες τις ενδείξεις που καταδεικνύουν το πώς μια απόλυτη εξουσία αρχίζει να αποδυναμώνεται, να καταρρακώνεται, να συρρικνώνεται, να διαλύεται τελικά ολοσχερώς, όπως ακριβώς συνέβη και με τον πλέον κραταιό άνδρα της Ευρώπης. Το μυθιστόρημα του Ροτ πλέκεται ακριβώς γύρω από την τελική διαδρομή του Ναπολέοντα. Όμως ο εμβριθής αυτός συγγραφέας δεν αρκείται σ’ αυτό. Προχωρεί και εμβαθύνει και σε ένα ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα που γεννάει μια απόλυτη και επιπλέον χαρισματική εξουσία, εκείνο της προσωπολατρείας και της πλήρους αφοσίωσης έως και εμμονικής προσκόλλησης σ΄ αυτήν. Ίσως, χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, ο Ροτ καταφέρνει, για μια ακόμη φορά, να διαβλέψει το άκρως επικίνδυνο, άμεσο, μέλλον που περιμένει τον ευρωπαικό κόσμο.
Για να μπορέσει λοιπόν να οικοδομήσει το μυθιστόρημα του ο Ροτ, επιβεβαιώνοντας τις πολλαπλές τελικά φιλοδοξίες του, δεν δίνει φωνή μόνον στον Ναπολέοντα αλλά και στην απολύτως αφοσιωμένη σ’ αυτόν, μια νεαρή χωριατοπούλα, συντοπίτισσα του -από το Αγιάτσιο της Κορσικής- την Αντζελίνα Πιέτρι, η οποία δουλεύει ως πλύστρα στο αυτοκρατορικό παλάτι. Τα δύο πρόσωπα «μιλούν» εναλλάξ στο μυθιστόρημα στα τέσσερα κεφάλαια [βιβλία χαρακτηρίζονται από τον συγγραφέα] και η αφήγηση του ενός παρακολουθεί και συμπληρώνει του άλλου. Έχουμε συγκεκριμένα: Βιβλίο πρώτο: Η επιστροφή του Μεγάλου Αυτοκράτορα. Βιβλίο δεύτερο: Η ζωή της Αντζελίνας Πιέτρι. Βιβλίο τρίτο: Η πτώση. Βιβλίο τέταρτο: Το τέλος της μικρής Αντζελίνας. Ωστόσο το ενδιαφέρον σ’ αυτό το μυθιστόρημα του Ροτ δεν έγκειται μόνο στο τέχνασμα των δύο αφηγηματικών προσώπων-φωνών αλλά, κυρίως, στον τρόπο μυθοπλαστικής προσέγγισης τους. Έτσι, όσον αφορά τον Ναπολέοντα, ο συγγραφέας υιοθετεί μια ψυχογραφική και ενδοσκοπική ματιά, η οποία επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθεί όλες τις εσωτερικές ψυχολογικές μετατοπίσεις του Αυτοκράτορα, τις διαρκώς μεταβαλλόμενες διαθέσεις του, τα αντιφατικά συναισθήματα του για τους αξιωματούχους που τον περιβάλλουν, τις ανησυχίες και τους φόβους του που μέρα με τη μέρα αυξάνονται, τις ενοχές του για τη βία που έχει προκαλέσει, ενίοτε και τις τύψεις του, την συνειδητοποίηση της ματαιότητας σχετικά με την δύναμη της εξουσίας, την αγωνία του μπροστά στον θάνατο. Επιπλέον όμως ο Ροτ στέκεται με το πώς ο Ναπολέων, το χωριατόπουλο που ξεκίνησε από ένα χωριό της Κορσικής και έφτασε να είναι ο κυρίαρχος, σχεδόν ολόκληρου του τότε ευρωπαικού κόσμου και λατρεύτηκε ως ένας νέος Θεός, αντιμετωπίζει τον λαό, τους απλούς ανθρώπους, από τους οποίους κι αυτός προέρχεται και υποτίθεται ότι για αυτούς κάνει τους πολέμους. Καταγράφω τις, κατά Ροτ, σκέψεις του Ναπολέοντα, στην πρώτη έξοδο από το Παλάτι, λίγο μετά την επιστροφή του στο Παρίσι, καθώς πλήθος λαού, τον ζητωκραυγάζει : «Δεν αγαπούσε τον λαό του, δεν είχε καμιά εμπιστοσύνη στις ζητωκραυγές του, στον ενθουσιασμό του, στη μυρωδιά του. Χαμογέλασε, ωστόσο, καβάλα στο άσπρο του άλογο, ακίνητος, αγαπημένος αυτού του λαού, αυτοκράτορας και άγαλμα». Για τον Ροτ όμως η εξουσία είναι ένας ρόλος που απαιτεί από αυτόν που την αποδέχεται και την ασκεί, και μάλιστα στον υπέρτατο βαθμό, όπως στην περίπτωση ενός αυτοκράτορα, να ενδύεται ένα συγκεκριμένο προσωπείο και να υιοθετεί μια, προς τα έξω, συμπεριφορά η οποία να πείθει, να φοβίζει και να λατρεύεται εξίσου από αυτούς που εξουσιάζει. Για τον Ροτ η απόλυτη εξουσία είναι μια εικόνα, ένα είδωλο, ένα σύμβολο. Ο λαός τι άραγε ζητωκραυγάζει και λατρεύει; Την εικόνα του αυτοκράτορα Ναπολέοντα, όπως αυτή ανευρίσκεται παντού, στις σημαίες, στις αφίσες στους δρόμους, στα πιάτα, στα φλυτζάνια, στα μαντήλια, ή τον μικρόσωμο Κορσικανό, τον άλλοτε ανίκητο στρατηλάτη, που ολομόναχος τώρα, κλεισμένος στο παλάτι του μάχεται με τον ίδιο του τον εαυτό, φοβούμενος πλέον και την σκιά του, αναζητώντας την μητρική αγάπη και θαλπωρή; «Δυστυχής στην κορυφή του μεγαλείου, ο μεγάλος αυτοκράτορας…….Έβλεπε πάνω από τα κεφάλια, τα σκουφιά, τα δίκοχα, τα καπέλα, πέρα μακριά στο βάθος τα δίχως χαρακτηριστικά πρόσωπα της μάζας, που λεγόταν «λαός». Και τα λόγια του ηχούσαν ξένα και αδειανά ακόμη και στα δικά του αυτιά- η επισημότητα τους το ίδιο κενή από νόημα όπως και η μοναξιά του. Πάνω σε τούτη την εξέδρα σαν να’ ταν σκαλωμένος σε παράξενη κι αλλόκοτη κατασκευή, σαν να’ ταν πάνω σε θρόνο και σε ξυλοπόδαρα μαζί. Τα ρούχα του ήταν μεταμφίεση, ο κόσμος ήταν θεατές, οι αξιωματούχοι κι ο ίδιος ηθοποιοί».
Σε ποιον λοιπόν αφοσιώνεται ολόψυχα η μικρή Αντζελίνα Πιέτρι; Στον αυτοκράτορα-ρόλο ή στον αυτοκράτορα-άνθρωπο, μοιάζει να ρωτά τον αναγνώστη ο Γιόζεφ Ροτ στο δεύτερο και τέταρτο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του. Προφανώς η απάντηση είναι στον Αυτοκράτορα-ρόλο. Έτσι η νεαρή πλύστρα αναπτύσσει ένα είδος φετιχισμού με οτιδήποτε σχετίζεται με τον Αυτοκράτορα. Ξεχνιέται, κοιτάζοντας τις ζωγραφιές του που είναι παρούσες σε όλες τις κάμαρες του παλατιού, παθιάζεται, καθώς πλένει και σιδερώνει τα λευκά παντελόνια ή τα πουκάμισα του Αυτοκράτορα, η έξαρσή της κορυφώνεται όταν καθαρίζει το μπάνιο του και αγγίζει τα αποτυπώματα που άφησαν οι υγρές αυτοκρατορικές πατούσες, με κίνδυνο να την ανακαλύψουν και να χάσει την δουλειά της, κλέβει από τα ασπρόρουχα του Ναπολέοντα ένα μαντήλι του, που απεικονίζει τον χάρτη των πολεμικών του επιτυχιών, και κοιμάται μ’ αυτό κάτω από το μαξιλάρι της! Παρά το γεγονός ότι ο Αυτοκράτορας την απαξιώνει και την διώχνει από την κρεβατοκάμαρα του- χώρο κρυφών συνευρέσεων του με επιλεγμένες από τον ίδιο υπηρέτριες- η Αντζελίνα όχι μόνον προσβάλλεται αλλά τροφοδοτεί ακόμη περισσότερο τις φαντασιώσεις της για τον Ναπολέοντα. Οτιδήποτε κι αν συμβαίνει στην προσωπική της ζωή, από κει και πέρα, φαίνεται σαν να μην την επηρεάζει καθόλου. Ούτε η σχέση της με τον μεγαλόσωμο λοχία Σοστέν, ούτε η γέννηση του γιου της, ούτε η ανιδιοτελής αγάπη και φροντίδα του τσαγκάρη Βοκούρκα, ο οποίος της προτείνει να την παντρευτεί και να την πάρει μαζί του στην πατρίδα του, την Πολωνία. Η εμμονική πλέον λατρεία της στο πρόσωπο του Αυτοκράτορα, την οδηγεί στον αφανισμό της, ακολουθώντας έτσι την ίδια αυτοκαταστροφική πορεία με εκείνον.
Αν όμως στα κεφάλαια στα οποία πρωταγωνιστεί ο Ναπολέων, ο συγγραφέας υιοθετεί μια γραφή με έντονο ποιητικό υπόστρωμα και εσωτερικό ρυθμό, με αλλεπάλληλες προσωποποιήσεις, παρομοιώσεις και μεταφορές, με υπαινικτικές πινελιές και εναλλασσόμενους χρωματισμούς, ώστε να δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα δωματίου, στα κεφάλαια, με ηρωίδα την Αντζελίνα Πιέτρι, προσχωρεί στην αληθοφάνεια του ρεαλισμού, χωρίς όμως και εδώ να χάνει την οξυδέρκεια της ματιάς του και την υποφώσκουσα, υπονομευτική, κριτική του διάθεση. Ο αναγνώστης «βλέπει» εικόνες της μεταβατικής εκείνης εποχής, που σηματοδοτούν το τέλος της επαναστατικής Γαλλίας, των Ναπολεόντιων πολέμων και την επιστροφή των Βουρβώνων. Τέλος, για μια ακόμη φορά, θα πρέπει να εξαρθεί η υψηλή, ποιοτικά, στάθμη της μετάφρασης της Μαρίας Αγγελίδου, καθώς και η προσεγμένη συνολικά έκδοση, στην οποία φιλοξενείται και το Επίμετρο του Άγγλου μεταφραστή του μυθιστορήματος του Γιόζεφ Ροτ, Richard Panchyk.