Την «ανάγνωση» ή μάλλον τη συνανάγνωση των 24 εικόνων συνέλαβε και υλοποίησε η Μαρίζα Ντεκάστρο στο βιβλίο της 24 Εικόνες για την Επανάσταση του 1821.Μακρυγιάννης και Ζωγράφος ένας αγωνιστής και ένας καλλιτέχνης, που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Καπόν και απευθύνεται σε παιδιά και νεαρούς αναγνώστες. Το βιβλίο, εικαστικά άψογο και εκδοτικά ιδιαίτερα φροντισμένο από τους Μωυσή και Ραχήλ Καπόν, οι οποίοι και το προλογίζουν, κινεί το ενδιαφέρον ώστε να συμμετέχουν οι νέοι σε ένα πρωτόγνωρο πείραμα: να προσεγγίσουν την Ελληνική Επανάσταση με τρόπο αντισυμβατικό, δημιουργικό, διαλεκτικό και παιγνιώδη. Στην επιστημονική αρτιότητα του βιβλίου έχει συμβάλει καθοριστικά η καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας του Ε.Κ.Π.Α. Φωτεινή Ασημακοπούλου που συμμετείχε πειραματικά και στο αναγνωστικό «παιχνίδι» των εικόνων.
Για πρώτη φορά σε ένα βιβλίο γνώσεων η εικόνα έχει ίση ή και μεγαλύτερη αφηγηματική βαρύτητα από τον λόγο. Η ιδέα να «‘διαβάσουμε’ τις εικόνες και αλλιώς»(σ.15), όπως προτείνει η Μαρίζα Ντεκάστρο, ιδιαίτερα ευρηματική και πρωτότυπη, υλοποιείται μέσα από τον διάλογο ανάμεσα σε φανταστικούς νεαρούς αναγνώστες με τη συγγραφέα και καθιστά την προσέγγιση του βιβλίου ιδιαίτερα ελκυστική και ενδιαφέρουσα.
Ο διάλογος από την εποχή του Πλάτωνα είναι μια ουσιαστική και επαγωγική μέθοδος απόκτησης γνώσεων με τρόπο ιδιαίτερα ευχάριστο. Στο βιβλίο αυτό ο νοητός ανήλικος συνομιλητής της συγγραφέως με την αφέλεια, την περιέργεια, τη φαντασία, την ανορθολογική σκέψη του δίνει τις περισσότερες φορές το έναυσμα για τη συζήτηση πάνω στις εικόνες. Παράλληλα η συγγραφέας ως ώριμη συναναγνώστρια, όχι μόνο απαντά στις ερωτήσεις αλλά προωθεί την παιδική-νεανική γνώση σε ώριμη κριτική σκέψη. Πολλές φορές υποδύεται και αυτή το παιδί, χρησιμοποιώντας το δικό του λεξιλόγιο, γεγονός που καθιστά τον διάλογο, συζήτηση ισότιμων συνομιλητών.
Η Μαρίζα Ντεκάστρο, συγγραφέας με βαθιά γνώση τόσο της ιστορίας όσο και της παιδαγωγικής – διδακτικής προσέγγισής της, γεγονός που έχει με μέγιστη επιτυχία αποδείξει σε όλα τα βιβλία γνώσεων που έχει γράψει μέχρι τώρα, προσεγγίζει με σφαιρικό τρόπο τις 24 υδατογραφίες της Γενναδείου Βιβλιοθήκης,[3] αναδεικνύοντας όλες τις παραμέτρους με τις οποίες ο Μακρυγιάννης ζωντάνεψε τις μάχες, τους πολέμους, τις πολιορκίες και ανέδειξε πολύτιμες αξίες και ιδανικά κατά τα χρόνια της Επανάστασης. Η συγγραφέας παραβάλλει τη σειρά των εικόνων με κόμικ μέσα από το οποίο μαθαίνει κανείς όχι μόνο τα στρατιωτικά γεγονότα αλλά μια ολόκληρη εποχή από κοινωνική, πολιτισμική και γλωσσική σκοπιά.
Κάθε εικόνα πέρα από τρεις αλληγορικές (1η, 2η και 24η) περιγράφει με λεπτομέρειες ιστορικά γεγονότα της Επανάστασης. Έτσι από τη μάχη στη γέφυρα της Αλαμάνας(1821) φθάνουμε στη μάχη στη Θήβα και στις γύρω περιοχές (1829,μάχη της Πέτρας). Αναφορά γίνεται και σε γεγονότα στη Σάμο και στην Κρήτη.
Ένας κύριος στόχος είναι η απόκτηση ιστορικής γνώσης των γεγονότων. Η «αφήγηση» κάθε «κάδρου» κατά Μακρυγιάννη με την πληθώρα ιστορικών προσώπων ή τοπίων μας μεταφέρει στα πεδία των μαχών. Στα περισσότερα κάδρα κυριαρχεί ζωντάνια στις περιγραφές, όπως παρατηρούμε π.χ. στο τρίτο (αρ. 3, σσ. 20-23), όπου τιμώνται οι ναυτικοί αγώνες. Το διαφορετικό μέγεθος των οθωμανικών και ελληνικών πλοίων κάνει κατάδηλη την υπεροχή του εχθρού. Ωστόσο, τα μικρά μπουρλότα των Ελλήνων με τα οποία έβαζαν φωτιά και στη συνέχεια έφευγαν γρήγορα αποκαλύπτουν την ευρεσιτεχνία του μυαλού τους.
Εντυπωσιακές είναι οι περιγραφές του «Πολέμου της Τριπολιτζάς» (αρ. 8, σσ. 40-44). Η περιγραφή των τειχών της πόλης, οι λεηλασίες και οι σφαγές όχι μόνο από την πλευρά των Οθωμανών αλλά και των Ελλήνων δεν ωραιοποιούν τη νίκη των τελευταίων αλλά αποκαλύπτουν την αγριότητα των πολέμων. Τις θηριωδίες κατά τη διάρκεια της Επανάστασης και από την πλευρά των Ελλήνων επισημαίνουν εικαστικά οι Μακρυγιάννης και Ζωγράφος και στον πίνακα αρ. 16 (σσ. 72-75), στον οποίον περιγράφουν τον πόλεμο στην Αράχωβα, σχολιάζοντας τους δύο πύργους χτισμένους από τους Έλληνες με νεκροκεφαλές των εχθρών.
Η βαρβαρότητα του πολέμου εν γένει τονίζεται από τη συγγραφέα σε αρκετά σημεία του βιβλίου. Αναφερόμενη στην ολική καταστροφή των Ψαρών (σσ. 20-21) επιτονίζει ψυχικά το γεγονός, παραθέτοντας το ομώνυμο επίγραμμα του Σολωμού. Σχολιάζοντας τον πίνακα της πολιορκίας της Τριπολιτσάς ενισχύει συναισθηματικά και αισθητικά την απέχθεια προς τη φρίκη των πολεμικών συγκρούσεων, παραθέτοντας στίχους από τον «Ύμνον εις την Ελευθερίαν» με σχετικό περιεχόμενο. Άλλα πάλι εικαστικά στοιχεία στον ίδιο πίνακα (αρ. 8) εμπλουτίζουν τα πολεμικά γεγονότα με πολιτισμικές πληροφορίες που προσφέρουν οι περιγραφές των ενδυμασιών, Ελλήνων και Οθωμανών στρατιωτών ή των Υψηλάντη και Γκόρντον που δηλώνουν την ευρωπαϊκή επιρροή. Η Μπουμπουλίνα με το πράσινο φόρεμα σηματοδοτεί τη γυναικεία συμμετοχή στον αγώνα, όπως και οι ασπροφορεμένες Μεσολογγίτισσες στην εικόνα των πολιορκιών του Μεσολογγίου (αρ. 15). Μέσα από τη λεπτομερή μερικές φορές αναφορά στις ενδυμασίες, στα όπλα, στα πλοία, στα κάστρα αποκτούμε συνολικότερη αντίληψη για τη ζωή στα διάφορα μέρη της Ελλάδας και την ιστορία της εποχής.
Θεωρώντας ότι η ιστορική γνώση πρέπει να κυριαρχείται από αντικειμενικότητα ώστε να μην οδηγεί το παιδί σε άγονο εθνικισμό, η Ντεκάστρο διαβάζοντας την εικόνα που αναφέρεται στις δύο πολιορκίες του Μεσολογγίου και την Έξοδο παραπέμπει τόσο στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού όσο και σε πηγή που προέρχεται από αυτόπτη μάρτυρα, έναν Ιταλό γιατρό, τον Αλφόνσο Νούτσο Μάουρο, μισθοφόρο του Ιμπραήμ του οποίου η περιγραφή της καταστροφής της πόλης και της σφαγής των κατοίκων ταυτίζεται σχεδόν με τους στίχους του Εθνικού Ποιητή. Η αναφορά σε μαρτυρία και από το στρατόπεδο του εχθρού ενισχύει την αδιαμφισβήτητη αλήθεια των γεγονότων. Την ίδια τακτική βλέπουμε να ακολουθεί, συζητώντας με τον φανταστικό συνομιλητή της και στη Μάχη της Αλαμάνας (αρ. 4, σσ. 24-27). Μας παραθέτει γραπτή μαρτυρία του Μουσταφά Βασφή που περιγράφει την αγωνία και τον τρόμο των Οθωμανών «με τη σκέψη ότι αυτοί οι άπιστοι θα μας έκοβαν το κεφάλι…». Άπιστοι στην προκειμένη περίπτωση είναι οι Έλληνες. Με την ένθεση αυτού του κειμένου η συγγραφέας θέλει να προβληματίσει τον νεαρό αναγνώστη, κάνοντάς τον να συνειδητοποιήσει ότι ο πόλεμος είναι άγριο και άδικο πράγμα και για τους νικητές και για τους νικημένους.
Με το σκεπτικό της αντικειμενικής πληροφόρησης, η Ντεκάστρο στην «ανάγνωση» της «πολιορκίας των Ναβαρίνων» το 1825 (αρ. εικ.13, σσ.60-63) κάνει εκτενή αναφορά στον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ των Ελλήνων, ενώ τα σχόλια για τη σημασία των δύο Εθνοσυνελεύσεων με την ψήφιση του πρώτου Συντάγματος της Επιδαύρου και τον ορισμό κεντρικής διοίκησης, καθώς και Νέας Διοίκησης (‘Αστρος) αποτελούν στοιχεία πολιτικής ιστορίας. Στον τομέα αυτόν χαρακτηριστικοί είναι και οι σχολιασμοί της στην 1η εικόνα (σσ. 10-14), όπου από την «Ελέω Θεού μοναρχία» μας μεταφέρει στο σημερινό πολίτευμα της «προεδρευομένης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας».