Στα αφηγηματικά τεχνικά χνάρια του κλασικού έργου του Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, βαδίζει η Ιταλίδα συγγραφέας Φραντζέσκα Μελάντρι στο πρόσφατο βιβλίο της, Σωστό αίμα, που μεταφράστηκε και στα ελληνικά. Όπως ο αφηγητής Μαρσέλ αναζητά τα κομμάτια της ζωής του στις αναμνήσεις του για να την ανασυνθέσει, έτσι και η ηρωίδα του βιβλίου της Μελάντρι, Ιλάρια Προφέτι, ξετυλίγει με αφορμή μία απρόσμενη επίσκεψη.
Κόρη ενός νεόπλουτου επιχειρηματία με δράση που αρχίζει στα χρόνια της φασιστικής δικτατορίας του Μουσολίνι και της αποικιακής επέκτασης του καθεστώτος στην Αφρική και ειδικότερα στην Αιθιοπία, η Ιλάρια θεωρεί τον εαυτό της μία εναλλακτική προσωπικότητα που βλέπει τα πράγματα από αντικειμενική απόσταση και μπορεί να διακρίνει το δίκαιο από το άδικο. Εργάζεται ως καθηγήτρια φιλολογίας στη μέση εκπαίδευση και ποτέ δεν έχει ζητήσει κάτι παραπάνω. Η επίσκεψη ενός άγνωστου μελαψού νεαρού ένα απόγευμα (συστήνεται ως Σιμέτα Ιετμεγκέτα Ατιλαπροφέτι), που θα τον βρει να την περιμένει έξω από την πόρτα του σπιτιού της και υποστηρίζει ότι είναι ανιψιός της, θα την οδηγήσει σε ένα κυκεώνα εντελώς απροσδόκητων αποκαλύψεων.
Ποια είναι η σύγχρονη Ιταλία; Πόσο έχει αλλάξει η ιταλική κοινωνία και πόσο πραγματικές είναι οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί; Αυτά μοιάζουν να είναι τα δύο βασικά ερωτήματα που απασχολούν τη συγγραφέα και επιχειρεί ένα αντίστροφο ταξίδι στο χρόνο για να επιχειρήσει όχι να τα απαντήσει, αλλά να προσφέρει στον αναγνώστη μία όσο πιο αντικειμενική ανασύνθεση της σύγχρονης ιστορικής και κοινωνικής πραγματικότητας της Ιταλίας.
Ξεκινώντας από το 2010 με την κυβέρνηση Μπερλουσκόνι να πνέει τα λοίσθια, τον πατέρα της παραδομένο στην λήθη της γεροντικής άνοιας και λίγα βήματα πριν το θάνατο, η Ιλάρια ξετυλίγει σιγά-σιγά το κουβάρι της μυστικής ζωής του πατέρα της. Πώς εμφανίζεται ξαφνικά ο Αιθίοπας ανιψιός από το πουθενά και πότε ο πατέρας της βρέθηκε εκεί ενώ εκείνη δεν γνωρίζει το παραμικρό; Ο ενενηντάχρονος Ατίλιο Προφέτι, παντρεμένος δύο φορές και πατέρας επισήμως τεσσάρων παιδιών από δύο διαφορετικές γυναίκες έχει ξεκινήσει την οικογενειακή του ζωή σε νεαρή ηλικία, όταν διέκοψε τις σπουδές του για να καταταγεί εθελοντικά στον αποικιακό στρατό του Μουσολίνι. Εκεί στηριζόμενος στην εντυπωσιακή του εξωτερική εμφάνιση (χαρακτηρίζεται ως το πρότυπο του τέλειου Ιταλού), όπως θα κάνει πάντα στη ζωή του, μένει ενσυνείδητα μακριά από το πολεμικό μέτωπο, ασπάζεται τα ρατσιστικά φασιστικά πρότυπα (οι πρόγονοί του υπήρξαν αναρχικοί και επαναστάτες), ωστόσο, καταλήγει να ζει μαζί με τη νεαρή Αιθιοπίδα Αμπέμπα, την οποία αγαπά χωρίς ποτέ να το ομολογήσει. Μαζί αποκτούν έναν γιο που δεν θα αναγνωρίσει ποτέ επίσημα.
Παράλληλα βοηθά τον ανθρωπολόγο Τσιπριάνι στην έρευνα του σχετικά με την ανωτερότητα της αρείας ιταλικής φυλής και την αντίστοιχη κατωτερότητα των αφρικανικών πληθυσμών. Χρήζει τον εαυτό του παρατηρητή των γεγονότων και προσπαθεί να αποκηρύξει την φρικώδη πλευρά της ιταλικής ιμπεριαλιστικής πολιτικής της μεσοπολεμικής περιόδου. Η επιστροφή του στην Ιταλία και η ευτυχής συγκυρία να σώσει από βέβαιο θάνατο έναν συνομήλικό του των ανώτερων κοινωνικών τάξεων της χώρας σηματοδοτεί την έναρξη της δικής του ανέλπιστης κοινωνικής ανόδου. Ο προϊστάμενος του, συνομήλικος και μέλος της καλής κοινωνίας, ποτέ δεν παύει να του υπενθυμίζει ποια είναι η θέση και η καταγωγή του.
Ο Ατίλιο παντρεύεται και αποκτά οικογένεια ενώ παράλληλα διατηρεί εξωσυζυγικές σχέσεις. Οι δικοί του γνωρίζουν μόνο όσα θέλει για την προηγούμενη ζωή του. λίγο πριν τα πενήντα και υπό την πίεση της τελευταίας κατά πολύ νεότερης ερωμένης του με την οποία έχει αποκτήσει το τέταρτο επίσημα αναγνωρισμένο παιδί του χωρίζει με την πρώτη σύζυγό του και την παντρεύεται. Όλα αυτά τα χρόνια δεν έχει φύγει από το μυαλό του η ζωή του στην Αιθιοπία. Έχει πλουτίσει κυρίως χάρη σε παράνομες ενέργειες και τις υπόγειες πολιτικές του διασυνδέσεις, γι’ αυτό απογοητεύεται όταν η επιχείρηση Καθαρά Χέρια της ιταλικής αστυνομίας κατά της μαφίας δεν τον περιλαμβάνει. Αυτό σημαίνει πως παρέμεινε ότι ήταν από την αρχή, το μικρό ψάρι.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί την καταβύθιση στο ιστορικό παρελθόν της χώρας σε δύο επίπεδα. Μέσα από την έρευνα της Ιλάρια και τις αφηγήσεις που παραθέτει η συγγραφέας είτε ως αναμνήσεις προσώπων του μυθιστορήματος ή υπό την εποπτεία του παντογνώστη αφηγητή. Οι συμμετέχοντες είναι διχασμένοι και αμήχανοι, καθώς κάποιο συμμετέχουν ενσυνείδητα, άλλοι αναγκαστικά και μερικοί τρίτοι με αδιαφορία. Οι φιλοδοξίες και τα ιδεολογήματα του Ντούτσε για τους Αιθίοπες αποδεικνύονται τελικά κενό γράμμα προκαλώντας ακόμη μία σειρά από τραγωδίες και προβλήματα στην ιστορία της πανάρχαιας αυτής χώρας. Η νέα Ρώμη δεν ανασυσταίνεται.
Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από τη Μελάντρι και στο θέμα της παράνομης μετανάστευσης και των προσφύγων που συρρέων κατά χιλιάδες τις τελευταίες δεκαετίες και στη γειτονική χώρα. Οι δομές και το δικαστικό σύστημα που ασχολούνται και υποτίθεται πως πρέπει να προσφέρουν αντικειμενικές και ανθρώπινες λύσεις υπολειτουργεί ή λειτουργεί με στρεβλό τρόπο με αποτέλεσμα να μην δίνεται πάντα καταφύγιο σε όσους πραγματικά το δικαιούνται και αρκετοί να εκμεταλλεύονται τα παραθυράκια του συστήματος. Οι συνθήκες κράτησης στα κέντρα ταυτοποίησης είναι απάνθρωπες και οι αστυνομικοί που παραμένουν για πολύ καιρό σε αυτό το πόστο μοιάζουν να έχουν υποστεί κάποιου είδους εθισμό.
Ο νεοφερμένος ανιψιός θα διασωθεί χάρη στην επέμβαση του αιώνιου εραστή της Ιλάρια, Πιέτρο Καζάτι, βουλευτή του μπερλουσκονικού κόμματος και γιο του ευεργέτη του Ατίλιο Προφέτι. Η Ιλάρια θα αναγνωρίσει τους συμβιβασμούς που αναγκάστηκε να κάνει και εκείνη στο πέρασμα των χρόνων αναγνωρίζοντας την παρούσα κατάστασή της.
Το συμπέρασμα αυτού του ταξιδιού στο χρόνο δεν αποτελεί εν τέλει η τη συστηματική καταγραφή μίας βιογραφίας ή μίας κρίσιμης ιστορικής φάσης. Είναι οι επιλογές των προσώπων, δημόσιων και απλών πολιτών και η απόφαση, αν θα τις ακολουθήσουμε ή όχι. Παλιότερα οι λαοί της Αφρικής δεν είχαν το σωστό αίμα γιατί ήταν υπανάπτυκτοι και κατώτεροι, άρα έπρεπε να κατακτηθούν για να εκπολιτιστούν. Τώρα οι μετανάστες και οι πρόσφυγες έρχονται να απειλήσουν την οικονομική και πολιτιστική ευημερία των λαών της Δύσης. Κάπου ανάμεσα, ωστόσο, τα στεγανά φαίνεται να έχουν αποκτήσει μικρές ρωγμές, ώστε να σμίγουν διαφορετικοί άνθρωποι σαν τον Πιέτρο και την Ιλάρια και να γίνεται αποδεκτός ένας συγγενής με διαφορετικές καταβολές, όπως ο Σιμέτα.
Εξαιρετική και πολύ λειτουργική η μετάφραση της Άμπυ Ραΐκου, κρατά αμείωτο ενδιαφέρον του αναγνώστη με το ρυθμό και τη ροή της.