Εισαγωγικά
Η Μαρία Κυρτζάκη που γεννήθηκε στην Καβάλα το 1948 ήταν ποιήτρια, επιμελήτρια εκδόσεων, αλλά και εξαίρετη παραγωγός ραδιοφωνικών εκπομπών. Σπούδασε φιλολογία στο Αριστοτέλειο Θεσσαλονίκης (1966-1971) και το 1973 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Για λίγο εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση και με τη μεταπολίτευση εντάχθηκε στο τμήμα ραδιοφωνίας της ΕΡΑ, με την ανανέωση που επιχείρησε ο Μάνος Χατζιδάκις. Κεντρικό θέμα των παραγωγών της ήταν η χρήση και η λειτουργία της γλώσσας στον ποιητικό και στον δραματουργικό λόγο, θέματα που επίσης ανήκαν στις αμετάβλητες προσωπικές της ζητήσεις και γι΄αυτό υπήρξαν ζωτικού γι΄αυτήν ενδιαφέροντος στα όσα αργότερα ανέλαβε να διδάξει στη Σχολή Θεάτρου «Εμπρός». Στη λογοτεχνία εμφανίστηκε πρώιμα, το 1966, με τα νεανικά ποιήματά της Σιωπηλές κραυγές που εν συνεχεία, λόγω της τελειομανίας της, τα αποκήρυξε. Ακολούθησαν οι συλλογές της παρατεταμένου ποιητικού μόχθου, λόγω της επίμονης και επίπονης εργασίας της κατά την προετοιμασία τους: Οι λέξεις (1973), Ο κύκλος (1976), Η γυναίκα με το κοπάδι (1982), Περίληψη για τη νύχτα (1986), Ημέρια Νύχτα (1989), Σχιστή οδός (1992), Μαύρη θάλασσα (2000), Λιγοστό και να χάνεται (2002) , Στη μέση της ασφάλτου (2005), όπου συγκέντρωσε το μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής της διαδρομής από το 1973 ως το 2002. Το μονολογικό της κείμενο Τυφώ παραστάθηκε το 1996 από το «Απλό Θέατρο», ενώ εκδοτικά άστεγα παρέμειναν μερικά ποιήματά της που δημοσιεύτηκαν μετά το θάνατό της, το 2016.
Η ώριμη περίοδος της ποίησής της ουσιαστικά αρχίζει στα μέσα της δεκαετίας του ΄70, όταν αρχίζει και χρησιμοποιεί σε ευρεία κλίμακα θέματα της κλασικής δραματουργίας και των αρχαίων και αρχαϊκών μύθων, όπως λ.χ. τα ησιόδεια έπη και η ομηρική Οδύσσεια. Αλλά η σύγχρονη προϊστορία της, η παράδοση από την οποία πήρε και μετάπλασε τον ιεροφαντικό, πυκνό και ενίοτε σιβυλλικό λυρικό της λόγο ήταν ο Διονύσιος Σολωμός, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Δημήτρης Παπαδίτσας και η Ελένη Βακαλό. Από την Κική Δημουλά δανείστηκε τα εύστροφα αντιγυρίσματα που πυκνώνουν στη δική της ποίηση μετά τη Μαύρη θάλασσα, ενώ στην τακτική του πάθους σταθερός αντιφωνητής της μετά το 1990 είναι ο Γιώργος Χειμωνάς και ο έκτοτε δραστικός για εκείνη, «Αιφνίδιος λόγος» του. Ο κόσμος του μεγαλύτερου μέρους της ποίησής της, τουλάχιστον από το 1978 και έπειτα, παρέμεινε κόσμος αρχετυπικός, με άξονές του τη γλώσσα, την κοσμογονία που προκύπτει από την ερωτική και συχνά σαρκοβόρα και εξουθενωτική συνάντηση των φύλων, αλλά και την υποκειμενική αίσθηση του χρόνου. Πρόκειται για έναν λυρικό κόσμο πέραν της μικροϊστορίας, πέραν της μικρής πατρίδας,[1] αλλά χωρίς να αποσυνδέεται, όπως έδειξαν τα τελευταία προ θανάτου ποιήματά της, από τον ορίζοντα της τρέχουσας ζωής που διαπλέεται από την διαχρονία μιας πολυσπερμικής ιστορίας. Εξάλλου, το σύμπαν που πρόβαλλε στην καμπή της ενορατικής ποιητικής της, από τη Γυναίκα με το κοπάδι και στη συνέχεια, είναι ένα όραμα που δεν έχει πάψει να θυσιάζει τις εξατομικεύσεις του, τα αναγνωρίσιμα προσωπικά του, στην πληθυντική του διάσταση.
Τα ανεξίτηλα νεανικά τραύματα
Τα πρώτα ποιήματα της Kυρτζάκη – και στην ενότητα αυτή συμπεριλαμβάνoνται κυρίως όσα εμφανίζονται στις συλλογές της Σιωπηλές κραυγές, Οι λέξεις και καταλήγουν στον εκτός εμπορίου λιγοσέλιδο Κύκλο, μοιάζουν να είναι γραμμένα κάτω από την πίεση της διεκδίκησης ενός συναισθηματικού χώρου, έτσι όπως αναλογούσαν σε μια εποχή νεανικής αναζήτησης η οποία, πάντως, δεν ήταν καθόλου ασυστηματοποίητη. Χωρίς αμφιβολία, είναι ποιήματα γραμμένα κάτω από την πιεστική ανάγκη να δηλωθεί η άρνηση και η απόσταση από το περιβάλλον. Δεν κρύβεται η έστω υπόρρητη παρουσία μιας θέσης και το αντιθετικό ζεύγμα του τίτλου, «σιωπή» και «κραυγή», αυτό ακριβώς υποδηλώνει. Συνήθως ο χώρος αυτός, της νεανικής δημιουργίας, είναι ακαθόριστος ακόμα στις αρχικές εξόδους των ποιητών, καθώς δεν έχει ακόμα σηματοδοτηθεί από τα προσωπικά, ταυτοτικά χαρακτηριστικά της ύπαρξης, ώστε να ξεχωρίσει. Στην Κυρτζάκη, εντούτοις, όπως και στις συνειδήσεις που αφυπνίζονται νωρίς, ιδίως μέσα από την πολιτική συναίσθηση της διαφοράς, ήδη σ' αυτά τα ποιήματα (ας τονιστεί αυτό) έχει διαμορφωθεί ένας τρόπος ευδιάκριτης ομιλίας. `Ισως ένας τρόπος αυτο-δεσμευμένος από τα τραυματικά βιώματα της νεότητας, επηρεασμένος από τον γενικό ορίζοντα της τότε ζωής, που ήταν κλειστός. Και τούτο διότι ο ποιητικός της λόγος δεν υπήρξε αμετακίνητος, κινήθηκε παλινδρομικά ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς, μερικές φορές προσκολλημένος επικίνδυνα στο πρόδηλο, παρασυρμένος από τη νεανική ανάγκη να αποδοθεί με ευκρίνεια η πνιγηρή καθημερινότητα. `Αλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η ποιήτρια, προτού περάσει στα ποιήματα της ενότητας «Απόπειρα εξόδου» που γράφτηκαν το 1970 και που μαζί με άλλα αυτής της περιόδου αποτέλεσαν δηλωτικά σημεία έναρξης μιας άλλης ποιητικής εποχής, πιο εσωστρεφούς όπως φάνηκε, προτάσσει ως μόττο στην προηγούμενη ενότητα «Ανίχνευση, 1968-1971» το σεφερικό απόσπασμα ειρωνίας, οργής και άρνησης,
Στην πολιτεία που έγινε πορνείο/ μαστροποί και πολιτικιές[2] διαλαλούν σάπια θέλγητρα.[3]
Ωστόσο, η είσοδος της σε μια καινούργια ποιητική εποχή, δεν αναιρεί την παρουσία της προηγούμενης. Εννοείται αυτή μ΄έναν άλλο τρόπο. Είναι κάτι που ο αναγνώστης δεν μπορεί να μην το διαπιστώσει συνεχώς στα επόμενα χρόνια. 'Oπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε στα ερχόμενα, διατηρώντας και από την πλευρά της δικής μας κριτικής εστίασης μια ευρύτητα βλέμματος, έτσι ώστε να οδηγηθούμε στον πολυειδή πυρήνα της ποιητικής της που είναι η παθιασμένη ένταση, όλη η ποίησή της Κυρτζάκη με άξονα αυτή την καμπύλη της έντασης μετακινείται συνεχώς από το κλειστό στο ανοιχτό. Ανοιχτό όμως εδώ, αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, δεν είναι το μορφολογικά εύληπτο και κατανοητό, ας πούμε η πολιτικά υποδηλωμένη αναπαράσταση της μομφής και της αρνητικής της διάθεσης απέναντι στις υπάρχουσες μετεμφυλιακές συνθήκες του ΄60, όσο εκείνο που ανταποκρίνεται στο άνοιγμα της συνεπαρμένης από έρωτα ύπαρξης προς τον άλλο ή το άλλο. Η ποίηση γίνεται κατά κάποιο τρόπο ένα είδος καθρέφτη όπου το εγώ ψαύει το είδωλό του, για να καταργηθούν κατά συνέπεια οι άμυνες και οι λογικοί του δισταγμοί. `Οσο απομακρύνεται η ποίηση της Κυρτζάκη από την κατάσταση της αρχικής αμηχανίας, όπου έψαχνε να βρει τη φωνή της, τόσο και η ψαύση μεταμορφώνεται βαθμιαία σε βαθιά συναίσθηση. `Όμως, όπως είπαμε, αυτό το πήγαιν΄έλα, η κίνηση από το ανοιχτό στο κλειστό και η αντίθετή της, δεν είναι ξεχωρισμένες ρητά, δεν ανήκουν σε διαφορετική εποχή η καθεμιά. Ακολουθούν η μια την άλλη ή συχνά συνυπάρχουν, αλλά όχι αποκλείοντας η μια την άλλη, σχηματίζοντας έτσι έναν κύκλο που δεν στερεοποιήθηκε και δεν έκλεισε ποτέ! Ούτε βέβαια με τον θάνατό της. Διότι η γλώσσα των ποιημάτων συνεχίζει εσαεί να μας μιλά, είτε υπάρχουμε είτε όχι.
Το ότι η ποιήτρια επέστρεφε διαρκώς εκεί από όπου ξεκίνησε φαίνεται και από το γεγονός ότι σε μια αρκετά μεταγενέστερη συλλογή της, τη Γυναίκα και το κοπάδι, επανέφερε μετουσιωμένο στον δικό της λόγο το ίδιο ακριβώς σεφερικό απόσπασμα που το χρησιμοποίησε ως προμετωπίδα κάμποσα χρόνια πριν, παραλλάσσοντάς το, εννοείται, ως εξής:
Εσύ πατρίδα μου είσαι μια πόρνη/ Με νταβατζήδες και πρεζάκηδες τελειώνεις τη δουλειά σου/ Κι ύστερα ντύνεσαι φτηνά και βγαίνεις.[4]
Προς μια αλλαγή της ποιητικής εστίασης
Αυτή η έκδηλη μομφή που απευθύνεται στα δημόσια ήθη δεν πρόκειται να της λείψει, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Θέλω να πω ότι μπορεί με την πάροδο του καιρού να αποσπάται (αν και όχι απολύτως) από τα δεσμά της χρονολογημένης εικόνας που της παρέχουν τα νεανικά βιώματα, έτσι όπως καταδιώχθηκαν από τη λεηλατημένη ζωή του πατέρα και την αναπαράσταση της ανέχειας και της περιστολής στην μετεμφυλιακή Καβάλα, όμως το επώδυνο που βγαίνει εξαρχής από τη δοκιμασία του σώματος εξακολουθεί να εμφανίζεται, μεταμορφωμένο ή, καλύτερα, μεταισθητοποιημένο, μυθιστορημένο και στις επόμενες συλλογές της. Όχι σε όλες, αλλά σε κάποιες. Το λαβωμένο αλλά όχι γι΄αυτό λιγότερο παθιασμένο σώμα το συναντούμε λόγου χάριν στις νεανικές Λέξεις, όπου «Η χάραξη στα χέρια σου/ Το χάραγμα/ Παιδεύεις τις λέξεις/ Τις λέξεις που σε περνούν/ Χαραυγή χαρά λες/ Τις λέξεις/ Ποιά η κραυγή σου/ Στις ρωγμές Ποια η φωνή σου/ Το φως και το σκοτάδι […]», [5] με μεγαλύτερη έμφαση στην Ημέρια Νύχτα , όπου «ανέωξα σ’ εσένα το σώμα μου / και τη γλώσσα μου χύνω/ Σαν πηγάδι της γης και του χώματος πόρος/ Με τραβάς»,[6] και απλώς, δείγματος χάριν, διότι ο λόγος- σώμα ολοένα και περισσότερο παίρνει στην ποιητική αναπαράσταση το νόημα της υπέρτατης Αρχής, το παρακολουθούμε στην αρχαϊκή Μαύρη θάλασσα να ταξιδεύει πάντού: «Ο ίδιος εκείνος έρωτας/ που κάποτε ενδύθηκε διπλή του κόσμου την αυγή/ ο ίδιος είναι τώρα που ανταλλάσσει/ το βασίλειο του φωτός με μια σταγόνα βλέμμα/ μαζί και τον λυγμό του σ΄αγαπώ που αντιλαλούν/ τα σώματα, όταν τα μέλη μπλέκονται/ και το κορμή σπαράσσει.»[7] Κινείται δηλαδή μεταξύ δυο οριακών σημείων που αποτελούν βασικές συνισταμένες στην ποίησή της, με ιδιάζοντα χαρακτηριστικά το ότι : α) Δεν αποσπάται ούτε στιγμή από τον γεμάτο εσωτερική ένταση αγνό λυρισμό που της έδωσε απλόχερα η θητεία της στους αρχαίους ύμνους και στους μύθους, αν και στην ποίησή της ο λυρισμός δεν σημαίνει την εξαϋλωση προς το υψηλό, μα, αντίθετα, την μετουσίωσή του στη εντατική σωματική περιδίνηση, και β) Την ίδια στιγμή που ζητά να αποδώσει όσο γίνεται πιο καίρια το κεραυνοβόλο ερωτικό πάθος, τον συγκλονισμό του, δεν χάνεται στο πάθος αλλά με επιθετικό τρόπο, πολλές φορές σαν φλεγόμενη μαινάδα, θέλει να περάσει στον λόγο την εμπειρία καθεαυτή και μάλιστα όσο γίνεται πιο εμπράγματα : «Και τρομάζει/ η ψυχή η ψυχή μου/ πως σαν σώμα ξιπόλητο/ στην φωτιά μέσα ορμώ/ παρανάλωμα γίνομαι κι ανασαίνω/ κυπαρίσσι το σώμα του.»[8]
Αν και η αντίθεση ανάμεσα στις έννοιες «λέξεις» και «πράγματα» έχει πολλές φορές απασχολήσει την ποίηση και τη θεωρία της, νομίζω ότι εδώ αυτό το αντιθετικό «ζεύγος» έχει την ιδιαίτερη σημασία του. Με τις λέξεις, όπως λέει η Κυρτζάκη, «Είναι εύκολο να σου δείξω/ Το σώμα μου πώς διαθλάστηκε/ Την όρασή μου πώς έμεινε κρυμμένη»,[9] επομένως με τις λέξεις, με τη γραφή, με τα σύμβολα, μεταφέρεται το ουσιώδες της ύπαρξης αλλά στο νοησιακό πεδίο, ενώ παραμένει κρυμμένο από το υπόλοιπο μέρος που συνιστά το πεδίο των αισθητηριακών μας αναγκών. Το καίριο, για να προεκτείνουμε λίγο περισσότερο αυτή τη σειρά των νοημάτων, δεν εισπράττεται από την ύπαρξη ως εννοιολογημένη λογική αξία, γιατί κάτι τέτοιο δεν το καταλαβαίνει, δεν της είναι αισθητό. Το καταλαβαίνει ως ανάγκη σωματική. `Ο,τι μετράει για εκείνη, την ύπαρξη δηλαδή, είναι αυτό που από αφαιρετικό γίνεται υλικό. Και με αυτή την έννοια, η γλώσσα και οι λέξεις της δεν είναι το ίδιο πράγμα για την διάνοια και το ίδιο για τον ψυχικό κόσμο. Προκαλεί μάλιστα εντύπωση για το ότι δυο από τους πρώτους, έγκαιρους και έγκυρους αναγνώστες της ποίησης της Κυρτζάκη, ο Γιώργος Π. Σαββίδης και η Νόρα Αναγνωστάκη, πιο βιαστικά ο πρώτος πιο προσεκτικά η δεύτερη, σημείωσαν αυτή τη μετάβασή της από την αγωνιώδη κατάσταση της διάνοιας να καταλάβει (ενώ βρίσκεται σε άμυνα) τον κόσμο, στην αγωνιώδη κατάσταση της ενσυναίσθησης να καταλάβει, να εμπιστευθεί και να ανοιχτεί προς το ασταθές ένδον.