1. Η πολιτική των διαδοχικών αναγνώσεων
Πώς μπορείτε, πώς είναι δυνατόν να γυρίσετε την πλάτη σας στα θέλγητρα μιας τέτοιας νύχτας;
Σέι Σόναγγον, Το βιβλίο του μαξιλαριού (1002 μ.X.)
Το κορμί του τρυφερά ακουμπώντας / Σε μια νύχτα τον τύλιξα / Και μου δόθηκε όλος
Μαρία Κυρτζάκη, «Των ονομάτων», (1993)
Αποσπώ για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «γράμμα γράμμα τα χρώματα ωσάν βλέμ-/ματα-σώματα σμίγοντας λέξεις φράσεις/ανάκατες οι ζωές των ανθρώπων τελειώνον-/ντας να εικάζουν το σχήμα / Ας μου ήταν γνωστό/Δεν γνώριζα /Τα ονόματα σαν τα δέντρα πως έχουν την ρίζα τους / Σκοτεινή και υπόγεια». Πρόκειται για τη δεύτερη στροφή από το ποίημα της Μαρίας Κυρτζάκη με τίτλο «Ενδυμίων», όπως δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού «Ποίηση» την Άνοιξη του 1993. Έχουν ήδη περάσει είκοσι ακριβώς χρόνια από την κυκλοφορία της πρώτης συλλογής της με τίτλο Οι Λέξεις. Ο λόγος εδώ για: α) το αρχετυπικό, συστηματικά ανώνυμο δέντρο – σύμβολο, με όσους συνειρμούς συνεπάγεται αυτομάτως η απλούστατη ένδειξη-ύπαρξή του, β)την απαραίτητη πλην όμως εξαιρετικά γνώση-διαύγαση, το περιώνυμο δηλαδή σατόρι των απρόβλεπτων εν γένει Ιαπώνων, γ) την πορεία προς τη Φύση, την οποία ακυρώνει εξ ορισμού οι ανώμαλοι τροπισμοί του νυν μη ευ ζην αλλά και δ)την ευεργετική διερμηνεία της κρίσιμης στιγμής-καμπής του στοχαστικού βίου απαντούν αναλόγως και βεβαίως συμπωματικά στο ίδιο τεύχος ογδόντα τρεις σελίδες πριν. Παραθέτω κατά λέξη τα εξής δηλωτικά: «Όπως το δέντρο νέο κάθε χρόνο την άνοιξη / Επινοεί, αργασμένο απ’ την ψυχή του / Το πράσινο, το ίδιο που είναι αιώνιο, δημιουργεί απ’ το τίποτα το αιχμηρό του φύλλο,/ Εγώ, ο άνθρωπος,/ Ξέρω τι κάνω /Την ικμάδα κι αυτήν ακριβώς τη δυνατότητα της γέννησης και της δημιουργίας/ Χρησιμοποιώ, είμαι κύριός της, / Είμαι στον κόσμο, ασκώ με κάθε τρόπο τη γνώση μου. /Γνωρίζω κάθε πράγμα και κάθε πράγμα αναγνωρίζεται μέσα μου./ Φέρνω σε κάθε πράγμα τη λύτρωσή του. / Μ’ εμένα/ Κανένα πράγμα δεν μένει πια μόνο του αλλά το συνδέω με ένα άλλο στην καρδιά μου!/Δεν είναι όμως ακόμα αρκετό!/ Τι με νοιάζει η ανοιγμένη πόρτα, αν δεν έχω το κλειδί;» Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το «Πνεύμα και το νερό», τη δεύτερη από τις Πέντε μεγάλες ωδές που έγραψε ο Πωλ Κλωντέλ στην Κίνα από το 1902 ως το 1908 εκτός από την πρώτη η οποία στην αρχική της μορφή γράφτηκε το 1900 στο Παρίσι, σε μετάφραση του δόκιμου ποιητή και πεζογράφου Θανάση Χατζόπουλου. Τα ενενήντα και πλέον χρόνια που χωρίζουν τις δημιουργικές εμπεδώσεις του πασίγνωστου Γάλλου λογοτέχνη, μέλους μάλιστα της Γαλλικής Ακαδημίας, και της ημέτερης Μαρίας Κυρτζάκη φαίνεται ότι συναιρούνται: η ποιητική του δέντρου αμβλύνει διαφορές, ενώ υπογραμμίζει συγγένειες εκλεκτικών, υποδόριων πλην όμως αρκούντως λειτουργικών, ομοειδών ρηματικών κατευθύνσεων. Η Ελληνίδα ποιήτρια γνώριζε δηλαδή να μεταβαίνει από το ηχητικό είδος και τα ικανά και αναγκαία συμφραζόμενά του στο απώτερο ποιητικό γένος, με συνοπτικές χρήσεις των μεταφορών και των αλληγοριών. Η ποιητική γλώσσα της Μαρίας Κυρτζάκη όχι μόνον ήξερε τι να δείχνει, χωρίς εκκωφαντικές επαυξήσεις των σημαινόντων, αλλά και τι έπρεπε να αφήσει στη σκιά του Άλλου για το παιχνίδι των πιθανών συνεκδοχών. Όπου διατελώ φέρ’ ειπείν τώρα εγώ, ο φιλαναγνώστης της.
2. Η διαλεκτική της μεταγλώσσας
Η αγάπη είναι ό, τι δεν έχουμε
Σαρλ -Λουί Φιλίπ
Είχα και άλλοτε διατυπώσει την άποψη ότι τόσο η αυτοελεγχόμενη ρητορεία των παραγωγικών συγκερασμών, όσο και η προωθημένη τεχνική των επιμελών συναιρέσεων του ποιητικού υλικού της ποιήτριας αυτής εδραιώνουν μια στρατηγική αλυσιδωτών αιφνιδιασμών. Οι τελευταίοι δεν αποβλέπουν στην απεξάρθρωση ή στον πλήρη κατακερματισμό της κεντρικής κειμενικής αφορμής, αλλά αντιθέτως προβάλλουν, κατά τρόπο άμεσο και εν πολλοίς δημιουργικά εναντιωματικό - συμπληρωματικό, ό, τι κατά πρώτο λόγο έχει συλλάβει ο ευαισθητοποιημένος νους του εξομολογητικού υποκειμένου. Τα πραγματολογικά στοιχεία αναφέρονται συνήθως σ΄ ένα διαρκώς αυτοκαταστρεφόμενο περιβάλλον. Συναποτελώντας μέρη ενός καταλόγου ενοχών ή εφιαλτών, γειώνουν τον λόγο σ΄ έναν επαρκώς διεσταλμένο χωρόχρονο κριμάτων. Περιηγούμαι. Περι-βλέπω: στη μέση της ασφάλτου. Έτσι τιτλοφορείται, ως γνωστόν, ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων από το 1973 έως 2002, που εξέδωσε ο Καστανιώτης το 2005. Στις 357 σελίδες συμπεριλαμβάνονται κατά χρονολογική τάξη οι εξής συλλογές: Οι Λέξεις (1973), Ο Κύκλος (1976), Η εταζέρα (1978), Δέκα μικρά ποιήματα (1981), Η Γυναίκα με το κοπάδι(1982), Περίληψη για τη νύχτα(1986), Ημέρια νύχτα(1989), Σχιστή οδός(1992), Μαύρη Θάλασσα(2000) και το Λιγοστό και να χάνεται(2002). Εδώ πιστοποιείται τόσο η ρηματική επάρκεια, όσο και η προσήλωση της ποιήτριας στη συστηματική, βαθύτερη μάλιστα ερμηνεία τόσο των καταστατικών γρίφων της αληθοφανούς ή μη πραγματικότητας, όσο και πτυχών της μυθολογίας των όντων που μας γαλουχεί εξ απαλών ονύχων. Η εξακολουθητική αναφορά στο ανθρώπινο πάθος εν γένει, η ρητή προσφυγή σε ένα εμφατικό μέρος της αρχαιογνωσίας του είναι και του γίγνεσθαι, με την παράλληλη όμως συνειδητή κινητοποίηση μιας ευρηματικής και εξ ίσου ευέλικτης μεταγλώσσας, καθιστά το διάβημα αυτό, αν μη τι άλλο, συναρπαστικό.
Πρόκειται για μια αφαιρετική, ελλειπτική κατά κανόνα γραφή, που τεκμηριώνεται στον αντίποδα μιας καταχρηστικής αναλυτικής αφήγησης - επεξήγησης, που άλλοι έχουν οριστικά οικειοποιηθεί. Συγκληρώνοντας λογής άτακτα και αντιφατικά στοιχεία του βίου, καθαιρεί ειδολογικές συμβάσεις του συρμού και συν – κινεί απρόσκοπτα τον αποδέκτη της. Τον καλεί μάλιστα εμμέσως να πάρει μέρος κι αυτός στο διαλεκτικό αναποδογύρισμα των εννοιών και στην ανατροπή της κατεστημένης, κόσμιας πάντως αποπνευμάτωσης. Το ποίημα δεν μάχεται δηλαδή την Ετερότητα: την αντιμετωπίζει πλέον ως αναπόσπαστο μέρος του ψυχικού. πνευματικού του συστήματος.
Οι στίχοι απορρίπτουν εδώ σύνδρομα και φοβίες του παραδοσιακού συντακτικού. Ανήκουν σε ένα γλωσσικό, διδακτικό σύστημα που θεωρεί τις υπερβάσεις του όχι ολισθήματα ή αβλεψίες, αλλά κατακτημένες αρετές και δικαιωματικά εμβλήματά του. Παράγεται εξ ολοκλήρου συνετά, δηλαδή έστω και δικαίως ανατρεπτικά, μακριά πάντα από τα κέντρα του εμφανώς πρόχειρου, τιου αγοραίου λόγου. Δεν έχει απαρασάλευτες εστίες και δεν καταδέχεται να αιτιολογήσει τα εξεχόντως προφανή ή όσα το ίδιο εκλαμβάνει, ποιητικά, ως αήθη. Η γλώσσα, αρνούμενη να καταστεί μονοσήμαντο όργανο, δρα κατά τρόπο επιτυχώς σχισματικό. Επιβεβαιώνεσαι εν ολίγοις η αλήθεια του πορίσματος του Ουάλας Στήβενς «Poetry is the scholar’ s art». Η λόγια καταγωγή της ποιητικής εκφοράς εν προκειμένω δρα ως ασφάλεια επικοινωνίας του πομποδέκτη.
3. Από το εγώ στο Καθόλου
Κι από μέσα τυλίγουν τον κόσμο
Κόμπο κόμπο τον δένουν
Την ψυχή κόμπο κόμπο του ανθρώπου
Τον θυμό του κυρίεψαν και τον νου
Αφανώς τις ζωές κυβερνούν»
Μαρία Κυρτζάκη, «Ενδυμίων»
Συγκρατώ το εξής συμπέρασμα, μεταξύ των άλλων, από τη διεισδυτική μελέτη της Αθηνάς Βογιατζόγλου για την ποιήτρια, με τίτλο «γυρεύω αυτή τη λέξη που θα με ενώσει…», όπως συνυπάρχει στις Συνομιλίες ποιητών -μεταπλάσεις, παρωδίες και αντίλογοι στη νεοελληνική ποίηση του 20ου αιώνα, των εκδόσεων Gutenberg (2019): «η Κυρτζάκη γράφει ορισμένους από τους ισχυρότερους στίχους της όταν εκκινεί από τα προσωπικά της βιώματα και γίνεται εξομολογητική. Συχνά, με μια τέτοια εκκίνηση, το εγώ φτάνει πολύ μακρύτερα από το σημείο που όριζε η αφετηρία του, συναντά το εμείς». Από πολλές απόψεις η Μαρία Κυρτζάκη είναι συνειδητή μάρτυς εποχής. Ο καταγγελτικός τόνος, πάντα εναρμονισμένος με το πλαίσιο των άλλων αναφορών και αυτοαναφορών, ακούγεται όλο και πιο καθαρά με την πάροδο των δεκαετιών. Γνήσια εκπρόσωπος της πολυφωνικής γενιάς του ΄70, αμφισβητεί διότι γράφει. Η γραφή δεν είναι απλώς εργαλείο αυτοπροστασίας του υποκειμένου, αλλά βέλος που διεκδικεί τραύμα. Η μειλίχια προσωπικότητά της δεν στερούσε από τον τυπωμένο στίχο της το δικαίωμα βλάβης-τριβής-κρίσης στην καρδιά του πραγματικού. Το συγκεκριμένο εποικοδόμημα την αφορούσε άλλωστε εξ ορισμού. Και μάλιστα κάθετα.
Παραθέτω απλώς ενδεικτικά ένα τμήμα από το εισαγωγικό «Βασιλόπουλο το εύμορφο» της προαναφερόμενης Μαύρης Θάλασσας. Η εμμονή είναι έκδηλη: η αυτοψία επικαιρικών, αλλά ισχυρών μαζικών τύψεων συνιστά κατεξοχήν υπόθεση των ποιητικών εκφάνσεων. Η δε προδηλότητα των σημαινομένων δεν υπονομεύει την διεκπεραίωση του μηνύματος. Αντιθέτως το εμπλουτίζει, πιστεύω, με αίμα: «Λεκανοπέδιο σου λέει / και πώς να περπατήσεις / στην μέση η Ακρόπολη – σατανική / κληρονομιά μαζί με το δέντρο της ελιάς. / Άκληρη η πριγκίπισσα και κληροδότησε / ανέραστη την πόλη / Γιατί λοιπόν αυτός ο θόρυβος / Προς τι / Είναι απλός ο τρόπος: / Βομβαρδισμοί και πάλι βομβαρδισμοί. / Βοσνία ή Ερζεγοβίνη / Πρίστινα ή και ολόκληρο το Κόσοβο / ολόκληρο το σώμα και την καρδιά / ολόκληρη τι σημασία έχει / Ένας άνθρωπος πεθαίνει / και τα νερά αποσύρονται και τα δάκρυα / γιατί λυπούνται γιατί πενθούν.» (βλ. ό.π. σ. 250 επ.).
Η Μαύρη Θάλασσα περισσότερο ανθρωποκεντρική από την Γυναίκα με το κοπάδι και περισσότερο διευρυμένη θεματολογικά από την Ημέρια νύχτα, αποκωδικοποιεί σήματα σώματος και σήματα πατρίδων. Είναι το κατεξοχήν εικονοκλαστικό εγχείρημα της ποιήτριας. Οι αντιστροφές, οι απρόοπτες υφολογικές προσμείξεις, οι αντιθετικές επικλήσεις και οι εναγκαλισμοί του πάσχοντος Εγώ με ό, τι εν τέλει το φθείρει, προσδίδουν στους λεκτικούς σχηματισμούς μια ιδιάζουσα ρώμη. Ο ποιητικός λόγος δρα κοντολογίς στον αντίποδα της αδολεσχίας, της αδιέξοδης, της αυτιστικής κομπορρημοσύνης. Ό, τι άλλωστε διακρίνεται από την διαχρονική του υφή. Αρκεί κανείς να παραβάλει εδώ τα εξής από το εξαιρετικά κοντινό…χθες (1888): «Ποιο είναι το χαρακτηριστικό της λογοτεχνικής παρακμής; Ότι η ζωή δεν κατοικοεδρεύει πια στο όλον. Η λέξη παίρνει το πάνω χέρι, η πρόταση απλώνεται υπερβολικά και συσκοτίζει το νόημα της σελίδας, η σελίδα αποκτά ζωή εις βάρος του όλου, το όλον δεν είναι πια όλον [. . . ] Το σύνολο έχει πάψει ολότελα να ζει˙ σύνθετο, συνοψισμένο, τεχνητό, είναι πια ένα αφύσικο προϊόν» (βλ. Φρίντριχ Νίτσε, Η περίπτωση του Βάγκνερ. Το πρόβλημα ενός μουσικού).
Στο επίσης ως άνω Λιγοστό και να χάνεται τα υποκείμενα και τα αντικείμενα των περιεκτικών εκφορών συνεργάζονται κατά τρόπο συναινετικό. Δηλαδή μουσικό. Η κρυστάλλωση των επιμέρους προσδιορισμών τελείται στο περιθώριο κρίσιμων βιωματικών εμπειριών, ενώ η πολλαπλή αυτοαναφορικότητα του ιδιαίτερα φορτισμένου λόγου δεν επιβραδύνει, ούτε υπονομεύει την όλη αναγνωστική πρόσληψη. Οι μερίδες των εκπομπών λόγου είναι δραστικά περιορισμένες, τα φωνήματα καταλήγουν σε σημαίνοντες ψιθύρους, σε τρίμματα αναστοχασμών. Η αυστηρότητα της δομής και οι εσωστρεφείς αναπτύξεις του ρήματος, πάγιο γνώρισμα αυτού του ιδιώματος, υποστηρίζουν από την αρχή έως το τέλος την αλώβητη διεκπεραίωση της πρωταρχικής σύνθεσης.