Το φως και το σκοτάδι. Η μέρα και η νύχτα. Η εμπρόσθια και η οπίσθια όψη. Τα εμφανή και τα μύχια. Τα δημόσια και τα ιδιωτικά. Κόσμοι ή κόσμος των αντιθέτων, διττή εκφορά της ίδιας φύσης και ο ποιητής να ευδοκιμεί στο μεταίχμιο, στο τεντωμένο σκοινί που χωρίζει τις δύο ομοούσιες αλλά αλλότρια εκπεφρασμένες υποστάσεις, να γέρνει άλλοτε προς ανατολάς και άλλοτε προς δυσμάς και βουτηγμένος στο βάθος της σκηνής να εξερευνά τον εαυτό και τον άλλο, να κατασκευάζει το δικό του προσωπικό σύμπαν, λιγότερο ή περισσότερο φωτεινό, σκιώδες ή απολύτως σκοτεινό, το ιδανικό τοπίο μέσα στο οποίο η ουσία του κινείται ελεύθερα. Οι ποιότητες του φωτός και ο βαθμός της νύχτας, η ένταση δηλαδή με την οποία εισέρχεται στον στίχο και ενεργοποιεί τις μύχιες δυνάμεις της γλώσσας, συνθέτουν τον μοναδικό ποιητικό χωροχρόνο του. Από το αγγελικό και μαύρο φως του Σεφέρη, μέχρι την ηλιακή μεταφυσική του Ελύτη, και από τη νύχτα γιομάτη θαύματα, τη νύχτα σπαρμένη μάγια, του Σολωμού μέχρι τις νύχτες της νεότητος και των επιθυμιών του Καβάφη ανοίγεται μία ανεξάντλητη και απείρως διευρυνόμενη παλέτα ποιοτήτων, υφών και αρθρώσεων που αναλύουν και συνδέουν ταυτόχρονα τις έννοιες του φωτός και της νύχτας, με πυκνώσεις και αραιώσεις, διαφάνειες και αδιαφάνειες, συγκλίσεις και αποκλίσεις. Σε μία διακριτή απόχρωση της παλέτας αυτής, σε ένα χρώμα βαθύ και απροσδιόριστο, στην τραχιά πινελιά που αναζητά τη βάση της στο κόκκινο, στο κίτρινο, στο μπλε, στη μίξη ή την αφαίρεσή τους, και βρίσκεται ριζωμένη πάντοτε στην βαθύτερη – την εσωτερικότερη εκδοχή τους, αναφύεται ο ποιητικός χώρος της Μαρίας Κυρτζάκη. Η ανάλυση του φωτός και η σύνθεση της νύχτας αποτελούν για εκείνη πρωτογενή ποιητικό στοχασμό και δύναμη κεντρομόλο της γραφής της.
«Μια νύχτα η Νύχτα είπε: Εγώ είμαι· […] Μια νύχτα η Νύχτα είπε: το Φως. […] Έχει κι αυτή πρόσωπο ωσάν του ήλιου. Εκτυφλωτικό που την κόρη του οφθαλμού να μαυρίζει», γράφει στους πρώτους στίχους της συλλογής Περίληψη για τη νύχτα (1986). Τόσο η νύχτα όσο και το φως, σημειώνονται με γράμμα κεφαλαίο, ορίζοντας με αυτόν τον τρόπο εξ αρχής, ότι στον κόσμο της δεν εισέρχονται ως αφηρημένες έννοιες άλλα ως οντότητες αυθύπαρκτες και ενεργητικές. Η Νύχτα και το Φως δρουν, γίνονται τοπίο ανάπτυξης αισθήσεων και αισθημάτων και τόπος έδρασης σωμάτων, ένα σύνολο από εικόνες παλλόμενες που περιέχουν και περιέχονται στο ποιητικό υποκείμενο. Η Κυρτζάκη παραδίδει δύο συλλογές, την προαναφερθείσα Περίληψη για τη νύχτα και την αμέσως επόμενη από αυτή Ημέρια Νύχτα (1989), οι οποίες ήδη από τον τίτλο τους δηλώνουν την πρόθεση της ποιήτριας να ασχοληθεί με το άχρονο και άχωρο τοπίο της Νύχτας και σε συνδυασμό με την ενότητα «Σκοτάδι σώμα» από την τελευταία της συλλογή Λιγοστό και να χάνεται (2002), ολοκληρώνουν μία ποιητική πραγματεία για το Φως και τη Νύχτα. Σε αυτή την τριλογία, αν μπορώ να χαρακτηρίσω έτσι αυτό το υποσύνολο της ποίησης της, η Κυρτζάκη ισορροπεί ανάμεσα στον φιλοσοφικό στοχασμό και τον ποιητικό λόγο, ή πιο σωστά εμβαπτίζει τη φιλοσοφική της σκέψη μέσα στην ποιητική της φύση δοκιμάζοντας μία εξαντλητική ανάλυση της Νύχτας και του Φωτός, καταφέρνοντας όμως, όχι μόνο να μην απομυθοποιήσει το αίνιγμα τους, αλλά πολύ δε μάλλον να ενισχύσει το γόητρό τους σμιλεύοντας την μορφή τους. Το φως και η νύχτα στο έργο της αποκτούν ύλικότητα. Η ποιήτρια γδέρνει εμμονικά τη σάρκα της νύχτας, αναζητώντας τις παλιμψητικές αναφορές της, στον έρωτα και στο έρεβος, το σώμα πίσω από το σώμα. Την αναλύει σε θράυσματα ύλης και την ανασυνθέτει από την αρχή αγγίζοντάς τη με την ιερότητα και το θάρρος που της αρμόζει, μοιάζοντας να επανενεργοποιεί το ρομαντικό ιδεώδες και με το δικό της προσωπικό λεξιλόγιο και συντακτικό να το μεταφέρει στην συγχρονία της. Μέσα στο συμπαγές και αδιάτρητο σώμα της νύχτας αναγνωρίζει ποιότητες φωτός «η νύχτα αλληλέγγυη της νύχτας ψυχής. Ελευθερώνει το φως» σημειώνει και δίνοντας τον «μαθηματικό ορισμό της» μάς μυεί στην μη καρτεσιανή, στη μην ευκλείδια, προσωπική της γεωμετρία, γράφοντας: «νύχτα είναι η μείξη του φωτός και του σκότους».
Και σε αυτόν ακριβώς τον ορισμό, σε αυτή την μίξη, στηρίζει τον ποιοτικό διαχωρισμό του φωτός που επιχειρεί. Το άγριο, το νυκτώο φως απέναντι στο εξημερωμένο φως της ημέρας – δύο καταστάσεις ομοιότροπες όχι όμως και ομοούσιες, δύο διαφορετικές εκφορές του λόγου, δύο διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας φύσης. «Η νύχτα εμποδίζει ό,τι φαίνεται. […] γιατί η νύχτα απλά είναι.», «Ό,τι φαίνεται είναι ίδιον της ημέρας. Όχι του φωτός αλλά του εξημερωμένου.», γράφει στο ποίημα «Οι καλοσύνες της νύχτας» [Περίληψη για τη Νύχτα] και συνεχίζει «Ο άνθρωπος για να μιλήσει χρειάζεται κατ' αρχήν και εν τέλει […] το φως εκ φωτός προερχομένου εξ ερέβους», «Το εξημερωμένο φως αρκείται και κατανοεί ότι φαίνεται. Ο εξημερωμένος λόγος μπορεί να μιλά στον εξημερωμένο λόγο μόνο για το εξημερωμένο φως.». Είναι η νύχτα για την ποιήτρια ο απελευθερωτικός χώρος και χρόνος της ύπαρξης, της ψυχής, του λόγου και του σώματος, έτσι και νυχτώσει, αρχινά η δική της δεύτερη μέρα. Η πρώτη θέλει μπλαβά πέλαγα· η δεύτερη τέσσερις τοίχους και ποτό (Οδυσσέας Ελύτης, Εν λευκώ, «Τα δημόσια και τα ιδιωτικά», Ίκαρος, 82011, σ. 378). Οι δύο καταστάσεις, η ημέρα και η νύχτα, γίνονται αντιληπτές στο έργο της, ως δύο παράλληλα αλλά εγγενώς αλλότροπα συστήματα, συγκρότησης του κόσμου και έκφρασης των αισθημάτων και των αισθήσεων. Στην διάρκεια της ημέρας κυριαρχεί ο λόγος ο καθημερινός, ο πρακτικός λόγος, μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι συνεννοούνται ενώ στην διάρκεια της νύχτας τα ηνία κρατά ο λόγος της ποίησης, ο εσωτερικός λόγος μέσα από τον οποίο οι άνθρωποι συνενώνονται. Την νύχτα, «τα μεγέθη της ημέρας αποκτούν την χαώδη τους υπόσταση. Άνοιγμα πόρτας αποκτά την διάσταση του ανοίγματος: Η κυριολεξία των αισθημάτων.» [«Οι καλοσύνες της Νύχτας», Περίληψη για τη Νύχτα] γράφει, τονίζοντας ότι πρόκειται για δύο χώρους που υπάρχουν και δρουν παράλληλα, τον πραγματικό χώρο, που γίνεται αντιληπτός μέσα από τις αισθήσεις και έναν δεύτερο χώρο, ο οποίος στην ουσία για την ποιήτρια πάντα προηγείται, τον αληθινό χώρο, ο οποίος προσλαμβάνεται μέσω των αισθημάτων. Ο δυισμός αυτός, των δύο παράλληλων συστημάτων, όπου ανάλογα με τη γωνία θέασης το ένα κατισχύει του άλλου, είναι οικείος στην ποιητική αντίληψη και θεωρία, και παραπέμπει ευθέως στην κοσμοαντίληψη των ρομαντικών και των υπερρεαλιστών, μετέπειτα ποιητών. Ωστόσο, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η Κυρτζάκη δεν μιλά για πραγματικότητα και υπερπραγματικότητα, όπως ορίστηκε από τον Μπρετόν, αλλά για πραγματικότητα και αληθινότητα, μία προσωπική της ποιητική κατασκευή που ενώ ριζώνει βαθειά στο υπερρεαλιστκό και ρομαντικό ιδεώδες, εν τέλει απεικάζει το δικό της σύγχρονο κοσμοείδωλο και προτείνει μία μεταμοντέρνα εκδοχή του υπερρεαλιστικού οράματος, «Το πρόσωπο της νύχτας είναι το όνειρο. Το όνειρο συμπυκνώνει. Το όνειρο είναι η αληθινότητα. Το αγριεμένο και το αιφνίδιο. […] η αληθινότητα προηγείται πάντα της πραγματικότητας: ο θρίαμβος της Νύχτας.» [ό.π.]. Σε αυτήν την αληθινότητα της νύχτας η Κυρτζάκη μοιάζει να βρίσκει τον ιδανικό χώρο, όπου όνειρο και ζωή, βούληση και πράξη, σώμα και ψυχή συγχωνεύονται, θωρώντας την πραγματικότητα ως μία κατάσταση επίπλαστη, μία εικόνα θραυσματική, σε αντιβολή με την αλήθεια, που αντικατοπτρίζει το όλον, το ακατέργαστο υλικό του βίου. Και με αυτή την διάκριση, σε αντίθεση με το υπερρεαλιστικό όραμα, ενώ στην ουσία το βλέμμα της στρέφεται προς τον ίδιο ορίζοντα η κίνηση για να τον κατακτήσει είναι καθολικά αντίρροπη, βαθιά εσωστρεφής και καθοδική. Αν δηλαδή, σχηματικά, οι υπερρεαλιστές άγγιζαν τον ορίζοντα αυτό μέσω μίας ύψωσης, διανύοντας το διάφανο και άυλο πλάτος ενός, τις περισσότερες φορές, εαρινού ουρανού, η Κυρτζάκη επιλέγει να τον προσεγγίσει μέσα από μία ανασκαφή, μία κίνηση υπόγεια στο συμπαγές και τραχύ βάθος της νυχτερινής, της πλέον γαιώδους, εκδοχής του.
Σε αυτό το τόσο φωτεινό και τόσο σκοτεινό, παράλληλα, νυχτερινό τοπίο, το σώμα συναντά την απόλυτη στιγμή του, μέσα στην ηδονή και την οδύνη του, μέσα στην ύψωση και την συντριβή του· θριαμβεύει, εβρισκόμενο σε μία κατάσταση αέναης μετάβασης, από τον οικείο χώρο του εγώ στον ανοίκειο χώρο του εσύ και πάλι πίσω στο νέο εγώ που ξημερώνει άγνωστο. Συντονίζεται με το άλλο σώμα, είτε αυτό είναι παρόν είτε απουσιάζει, είτε ενεργεί είτε πάσχει, είτε στέργει είτε γδέρνει την εσώτερη στοιβάδα της ευαισθησίας του. «Τη νύχτα το σώμα σπαράζει. Αλλά τη νύχτα το σώμα συναντιέται. Η νύχτα χαρίζει στο σώμα το δίκαιο. Η μοναδική αλήθεια του σώματος είναι η στιγμή της Ένωσης» [ό.π.] παρατηρεί η ποιήτρια στην Περίληψη για τη Νύχτα και έρχεται στην Ημέρια νύχτα να βιώσει αυτή τη συνθήκη της συνάντησης, της ένωσης των σωμάτων στην φίλτατη και στην έσχατη στιγμή της, γράφοντας αντίστοιχα: «Η καλοσύνη του σαν νύχτα με χωράει / Ο έρωτάς του σαν σώμα αφίλητο.», «Έχει διαλέξει τρόπο βάρβαρο. / Εκ της σαρκός μου σαρξ και εκ του αίματός μου / ούτος εστί. / Αρχίζει απ' τις πατούσες μου. / Ανάποδα. / Σαν αίμα.» σε μία σπονδυλωτή σύνθεση για τον έρωτα και τη συντριβή, για την αιώνια ιστορία της ένωσης και της διάλυσης των σωμάτων. Και αφού ό,τι διαισθάνθηκε το βίωσε – θωρώντας δηλαδή την Περίληψη για τη Νύχτα σαν μία πρώτη ποιητική θεωρία της Νύχτας και του Φωτός και την Ημέρια νύχτα, σαν την πρακτική εφαρμογή της- δεκατρία χρόνια αργότερα, στην ενότητα «Σκοτάδι σώμα» από τη συλλογή Λιγοστό και να χάνεται, έρχεται να αναλύσει εκ νέου τη συνθήκη, μέσα από το βίωμα και τον χρόνο που το έχει διατρέξει, να κατασκευάσει την εικόνα του φωτός, να ιδρύσει από την αρχή τη νύχτα της, αυτό το τρίτο πράγμα, μέσα από τις υφές, τις εντάσεις, τις πυκνώσεις και τις αραιώσεις του φωτός της, να πει το τοπίο όπου η ένωση των σωμάτων συντελείται, να πει την ίδια την ποίηση.
«Καλό το φως / -λίγο να είναι όμως και μικρό / Το φως που διασχίζει σώμα», προειδοποιεί και γίνεται από το πρώτο ποίημα της ενότητας σαφές ότι η σχέση της με το φως παραμένει πάντοτε ισόρροπη -όσο φως, τόσο σκοτάδι, για να ζει το σώμα, για να αναπνέει η ποίηση, δεν πρέπει ποτέ η ζυγαριά να γύρει προς το μέρος του φωτός -το μέλλον είναι σκοτεινό. Βλέπει τα σώματα να τσακίζονται στο άσπρο του φωτός να σπάνε. Αναγνωρίζει σε αυτό σταθερά κάτι το βάρβαρο, μία βιαιότητα ακατέργαστη, την οποία δεν μπορεί να δαμάσει παρά μόνον η νύχτα, ο μοναδικός χώρος και χρόνος, που η όραση έπεται των έτερων αισθήσεων, που η ένταση του φωτός επιτρέπει τη λείανση των αμυχών. «Μάγοι φιλόσοφοι, οι μάντεις και οι ποιητές, παιδιά δικά της (είναι). Τους εξαντλεί την όραση. Από τους οφθαλμούς το φως τους κάποτε σαν τον Δημόκριτο σε κήπο μέσα εξορύσσει και το πετά.», σημειώνει τασσόμενη εμφανώς υπέρ του αοράτου. Σε αυτό που δεν φαίνεται, στο εσωτερικό, σε ό,τι προσλαμβάνεται πρωτογενώς από το αίσθημα και δευτερευόντως από την αίσθηση εντοπίζει η ποιήτρια την ουσία της ζωής – την πηγή της γραφής, μία έννοια απροσδιόριστη και αειθαλή, που όσο ελκυστική τόσο αχειροποίητη υψώνεται και χάνεται μέσα στο εύρος της νύχτας. «Εκεί, εκεί βαθιά στο σκοτεινό το φως που ερίζωσε ο κόσμος», εκεί σε αυτό το ακατέργαστο τοπίο κατοικεί η Μαρία Κυρτζάκη μαζί με δικό της προσωπικό μαύρο δαιμόνιο, το όλο λευκότητα στην ψυχή (Οδυσσέας Ελύτης, ό.π.)· και η φωνή της φτάνει ως εδώ σαν αλύχτισμα, σαν εναγώνια κραυγή συνάντησης, με τον εαυτό και τον άλλο, με το έτερο σώμα, με την ίδια τη Νύχτα και το Φως, μα πάνω και πέρα από όλα, σαν θαλλερή κραυγή συνάντησης με τον Αιφνίδιο λόγο.