Εκτός από τη «φωνή», στην ποίηση της Κυρτζάκη συνωστίζονται λέξεις όπως κραυγή, άρθρωση, ψέλλισμα, ουρλιαχτό, ψιθύρισμα, σκούξιμο, τραύλισμα, συλλαβισμός, θρήνος, προφορά, ολολυγμός, τραγούδι, μούγκρισμα, ψεύδισμα, βογγητό, βράχνιασμα κ.ά., καθώς και τα παράγωγά τους. Σημαντικό ρόλο, εξάλλου, παίζουν, όπως θα δούμε, πρωτίστως το τηλέφωνο, αλλά και το ραδιόφωνο, το μικρόφωνο και το στερεοφωνικό.
«Για το νεογέννητο, εν αρχή δεν είναι ο λόγος αλλά η φωνή – και μάλιστα πριν από αυτήν ήταν ο ήχος και ο ρυθμός του ενδομήτριου κόσμου, η αυγή της μουσικής [...] Το μέταλλο της φωνής της μητέρας είναι διαποτισμένο από τη δική της σωματικότητα και τη συναισθηματικότητά της», γράφει η λακανικής κατεύθυνσης ψυχαναλύτρια Τζόυς Μακ Ντούγκαλ.[2] Είναι και αυτή μια από τις διαστάσεις της φωνής στο έργο της Κυρτζάκη: της φωνής ως κάτι πολύ ενδόμυχου, πρωταρχικού, που ανέτειλε στην αυγή της ύπαρξης, ανακαλεί την αθωότητα και την αμεσότητα της πρώτης επαφής με τα πράγματα του κόσμου και είναι αντικείμενο νοσταλγίας στην ενήλικη ζωή μας. Σε μια στιγμή έντονης σεξουαλικότητας, μάλιστα, η ποιήτρια εμφανίζεται να γεννά τον εραστή της και να του προσφέρει τη φωνή της:
Σε γεννώ και στα αίματα μέσα
Σου αρθρώνω τους πρώτους μου ήχους[3]
Η φωνή στο έργο της Κυρτζάκη είναι ένα από τα ουσιαστικότερα γνωρίσματα του ανθρώπου, συγκροτητικός παράγοντας του εαυτού –όπως είναι και το σώμα, το δέρμα, οι αισθήσεις, η συνείδηση– και δοκιμάζεται, όπως θα δούμε, στις συμπληγάδες τεσσάρων κυρίως παραγόντων: του κοινωνικού περίγυρου, της πολιτικής πραγματικότητας, του έρωτα και της γλώσσας (κυρίως, αλλά όχι μόνο, με την έννοια της ποιητικής τέχνης). Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι το από πολλές πλευρές εικονοκλαστικό έργο της – όπου συχνά διαστρεβλώνονται η γραμματική και η σύνταξη, εγκαταλείπεται η στίξη, αναμιγνύεται ο ένστιχος με τον πεζό λόγο κλπ. - διακρίνεται ενίοτε από ένα είδος πολυφωνίας, καθώς πλάι στην κυρίαρχη φωνή της ίδιας της ηρωίδας-ποιήτριας βρίσκουμε τις φωνές των ερωτικών συντρόφων της, τις φωνές άλλων, φιλικών ή και εχθρικών προσώπων που την περιβάλλουν, τις φωνές ποιητών (με κυριότερο ανάμεσά τους τον Σολωμό), αλλά και φωνές προσώπων από τη Βίβλο και μυθικές φωνές, όπως της Αριάδνης, της Νύχτας ή της Τυφούς. Το ενδιαφέρον αυτό φαινόμενο, που συναρτάται και με την έντονα θεατρική διάσταση μέρους του έργου της Κυρτζάκη, – για «σκηνικό εσωτερικό μονόλογο, έτσι ώστε η ποιητική εκφορά να ζητάει ως συμπλήρωμά της τη θεατρική σκηνή» έχει κάνει λόγο ο Αλέξης Ζήρας[4] - απαιτεί χωριστή διερεύνηση και δεν θα με απασχολήσει εδώ.
Στις δυο πρώτες ποιητικές συλλογές της της Κυρτζάκη, τις Λέξεις (1973) και τον Κύκλο (1976), που αποτυπώνουν το βίωμα της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών, η φωνή της ποιήτριας και των ανθρώπων του περίγυρού της τίθεται υπό απαγόρευση, λογοκρίνεται, δοκιμάζεται, ψευτίζει, ρημάζεται, και μαζί με αυτήν πλήττεται η ακεραιότητα του καταπιεσμένου πολίτη: «Τα μάτια σου γυρεύοντας και τη φωνή σου», «Ποια η κραυγή σου ποια η φωνή σου», «Σου γράφω πάλι [Ιωνά] για την αρρώστια μου /[...]/ Η φωνή που δεν θα φτάσει στα χέρια σου / Σωστά ναρκωμένη στο αεροστεγές της περίβλημα» (σ. 17, 26, 75). Στις δυο αυτές συλλογές, όπου το πολιτικό και το υπαρξιακό στοιχείο διασταυρώνονται, βρίσκουμε, ακόμη, τη φωνή του ανώνυμου πλήθους («Τώρα που δεν υπάρχουν οι πλατείες για τις ζητοκραυγές», «Τόσοι νεκροί [...] / τόσα λόγια πνιγμένα», σ. 32, 38), την αυταρχική φωνή της εξουσίας των Συνταγματαρχών («Όταν το ραδιόφωνο ούρλιαζε: / Ουδέν έγκλημα διεπράχθη. / Η χώρα τελεί εν ασφαλεία», σ. 76) και τέλος μια φωνή βαθιά ιδιωτική, επώδυνα και σαρκικά συσπειρωμένη στον εαυτό, με ωμή ακρίβεια δοσμένη, που προοικονομεί, όπως θα δούμε, έναν εκφραστικά τολμηρό ψυχοσωματικό νατουραλισμό σε επόμενα έργα της ποιήτριας: