Είναι πραγματική η ανάγκη της ομολογίας μιας στέρησης, ενός αποκλεισμού που εκπλήσσει ακόμη και την ίδια την Ποιήτρια, σ’ ένα κόσμο όπου όλα παρερμηνεύονται και είναι εύκολη λύση τα συμπεράσματα όσο αντικειμενικοί κι αν είμαστε. Ψυχογράφημα λοιπόν μιας ύπαρξης που παλεύει ενάντια στην ίδια ώστε να ξεσχιστεί το ένδυμα που κρύβει την αλήθεια της; Παιχνίδι των λέξεων που παλεύουν με την σιωπή και την επιθυμία να ακουστούν;
Όταν δεν μιλάς μπορεί και να είναι χειρότερα/ Σιγά σιγά δεν ακούς/ Τραυλίζεις κιόλας…
«Όλη η φύση, εφόσον ανακοινώνεται, ανακοινώνεται μέσα στη γλώσσα, δηλαδή μέσα στον άνθρωπο. Γι’ αυτό, αυτός είναι ο κύριος της φύσης και μπορεί να ονομάζει τα πράγματα. Μόνο διά μέσου της γλωσσικής ουσίας των πραγμάτων φτάνει μέσα από τον εαυτό του στην κατανόησή τους –στο όνομα.» γράφει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν.[1] Στην περίπτωση της Μαρίας νομιμοποιούμεθα να μιλήσουμε για την μεταφυσική της γλώσσας έτσι όπως ορίζεται από τον Γερμανό στοχαστή.[2] Οι ποιητικές συλλογές της Κυρτζάκη είναι αφιερωμένες στον Αίφνίδιο λόγο· αν λάβουμε υπόψη κυριολεκτικά την λέξη λόγος, οδηγούμαστε στην άποψη του ευαγγελισμού της έμπνευσης ή/και της Επιφάνιας του λόγου –οδηγού που κυριαρχεί στην ποίησή της. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι Η γλώσσα η ίδια δεν εκφράζεται πλήρως μέσα στα πράγματα[3] και την θέση ότι «..στην ιστορία της δημιουργίας ..δεν έγινε η δημιουργία του ανθρώπου διά του λόγου: ο Θεός είπε – και εγένετο- αλλά αυτού του ανθρώπου [που έγινε από χώμα] και δεν δημιουργήθηκε από τον λόγο, τού χαρίζεται η γλώσσα, και αυτός ανυψώνεται πάνω από την φύση.»[4]
Στην ημέρια νύχτα (1989), εκτός από την αφιέρωση στον Αιφνίδιο λόγο - με μία άνω τελεία, και πρέπει να εκτιμήσουμε αυτό το σημείο στίξης εφόσον πρόκειται για την Κυρτζάκη- υπάρχει ως μότο, με κεφαλαία, η ρήση του Ιωάννη Συκουτρή Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και ειν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι[5]. Η αναφορά στον μεγάλο φιλόλογο έστω και ως μότο που παραπέμπει στο έργο του Φιλοσοφία της ζωής, σε μια συλλογή με κατεξοχήν ερωτικά ποιήματα, προσδίδει μια διαφορετική διάσταση στην ποίηση της Μαρίας. Δίνει στον αναγνώστη την αφορμή να κοιτάξει προσεκτικά μια γραφή ελλειπτική, προέκταση μιας ύπαρξης εξίσου «κρυφής», ολιγόλογης , δωρικής από την άποψη της στέρεης, δίχως στολίδια έκφρασης του συναισθήματος.
Εδώ η λέξη σώμα, κρυμμένη αλλά πάντα παρούσα είναι γυμνή, (στην πραγματικότητα ξεγυμνωμένη) από υπαινιγμούς.
[Β’] Εσύριξε στο σώμα μου τον φόνο/ Μού έκλεψε την ενοχή
[Γ’] Με περιμένει απών./ Σαν κίνηση μελετημένη/σαν βήμα που ηδονίζεται αργόσυρτα/ σαν χέρι/ που όλο τείνει να μ’ αγγίξει
[Ι’] Το σάλιο του ρουφώ Το αίμα του/ Τον λόγο του σαν έρωτα στοιχειώνω/ […]
Ρυτίδα λυγμική Με σφράγισε.
Ο Ιωάννης Συκουτρής στο τελευταίο ολοκληρωμένο έργο του, την πολυδιάστατη μελέτη Η Φιλοσοφία της Ζωής, 1937, στο μέρος που αναφέρεται στον «Ηρωικό άνθρωπο», λίγες σειρές παρακάτω από την φράση Διότι το μέλλον είναι σκοτεινόν και είν’ ολίγοι που δεν φοβούνται το σκοτάδι· […] συνεχίζει: « Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: διδάσκει, παρασυρόμενος από την πίστιν του, ομιλεί περί αυτής, υποκύπτων εις την εσωτερικήν ορμήν ν’ ανακοινώση- όχι ν’ ανακοινώση· να τραγουδήση
μάλλον, την χαράν του και τους θησαυρούς του- να έτσι, όπως ο ερωτευμένος που θα ήθελεν εις όλον τον κόσμον να φωνάξη την αγάπην του, και διαβεβαιώνη κάθε φοράν το αγαπημένον του πρόσωπον πόσο τ’ αγαπά, όχι δια να το πείση, ούτε διότι φανταζεται πως αμφιβάλλει, αλλά μόνον διότι ευχαριστείται ο ίδιος κάθε φορά να τ’ ακούη. Έτσι και ο ηρωικός άνθρωπος: είτε προφορικώς αναπτύσσει προς ένα κοινόν, είτε είτε γράφει, κατά βάθος είν’ ο ίδιος ακροατής και αναγνώστης του εαυτού του. […]
Δεν είναι εδώ ο χώρος να μιλήσω για τον Συκουτρή, αλλά αισθάνομαι την ανάγκη να προσεγγίσω αν όχι την επίδραση, τουλάχιστον την σχέση του λόγου της ποιήτριας και φιλολόγου Κυρτζάκη με αυτόν.Η Αθηνά Βογιατζόγλου[6] μελετήτρια του έργου της Ποιήτριας, επισημαίνει ότι η φράση, «Το μέλλον είναι σκοτεινό εμφανίζεται ανώνυμη και εκτός εισαγωγικών στο Λιγοστό και να χάνεται, ενταγμένη στην ανάπτυξη μιας εφιαλτικής κοσμογονίας.»
Στην Ομιλία του Ιωάννη Συκουτρή, όπως ορίζει ο ίδιος τον Πλατωνικό Ευαγγελισμό οι αναφορές στον Πλάτωνα, τον ΄Ερωτα, την Γνώση, την Ιδέα, είναι «Όπως της νύκτας τα σκοτάδια, όταν φωτόχαρος προβάλλει ο ήλιος το πρωί, [ και] χάνονται και σβήνουν μέσα μας κάθε μικρότης και ασχημία.[…]» Ενώ λίγες σειρές πριν, σε μία σημαντική υποσημείωση- οδηγό, όπως όλες οι Υποσημειώσεις του μεγάλου Δάσκαλου, γράφει «…διά την μεγάλην μάζαν των κουρασμένων και πονεμένων της ζωής..που έχουν την επιθυμίαν του λυτρωμού και την καρτερίαν της προσδοκίας, ο Χριστιανισμός έφερεν το Ευαγγέλιον της χαράς, τους έμαθε να πιστεύουν και να ελπίζουν. Και ο Λόγος σαρξ εγένετο δι’ όλους, όσοι με κοντόφωτα τα μάτια της ψυχής των δεν έχουν την δύναμιν ν’ ανακαλύυψουν μεσα των και ν’ αντικρύσουν εις την άσπιλον, την αγνήν πνευματικότητά του τον λόγον.»
Και πάλι ο Λόγος. Με όλες τις έννοιες και αναγνώσεις του όρου, με την συμπαντική ουσία του που προπορεύεται κάθε ερμηνείας. Πέρα και μέσα από την γλώσσα «που δίνει σε κάθε πράγμα το όνομά του». Δίχως την ανάγκη του ηρωισμού αφού ο σημερινός «ηρωικός άνθρωπος» μακράν του νιτσεïκού προτύπου, επανέρχεται στην αρχή που θα τον βοηθήσει να υπάρξει όπως εκείνος επιθυμεί. Διαβάζοντας μέσα από τις γραμμές, δίχως τις προκαταλήψεις της συντήρησης και απορρίπτοντας την προβολή μιας κάποιας αριστοκρατικότητας, η οποία τάχα διακρίνεται στον πάντα παρεξηγημένο Συκουτρή, κατανοούμε στην Ωδή Θανάτου [ ΛΕ΄], το τελευταίο ποίημα της συλλογής, τα λόγια- λόγο της ποιήτριας: Στη σελήνη φεγγαρίσιες κουβέντες και πληγές που σκορπίζουν/Σαν ζωή τεθνεώσα το σώμα/ και στο θάνατο το κορμί ανατέλλει [..] Κι από σένα το χρόνο μετρώ/ Βουητό με σκορπίζεις και στη νύχτα/ το έρεβος σβήνω.
Φόβος για το σκοτάδι; Δέος μπροστά στο άγνωστο; Πορεία προς τα εμπρός δίχως την –συνειδητή- επιθυμία επιστροφής; Η εκ πρώτης όψεως απουσία θρησκευτικού συναισθήματος στις πρώτες συλλογές της Κυρτζάκη δίνει αργότερα, σε αρκετά ποιήματα, τη θέση της σε μια βαθιά πάντα προσωπική θρησκευτικότητα. Στην Σχιστή Οδό, 1992 το μότο που ακολουθεί την αφιέρωση στον Αιφνίδιο λόγο, είναι από τον Ιωάννη της Κλίμακος, [λόγος έκτος ]: Παντός λόγου προηγείται έννοια· … Ο δικός της λόγος εδώ είναι σχεδόν ευαγγελικός, κοφτός, ελλειπτικός έως δυσερμήνευτος, στίχοι που σκόρπιοι και ασύνδετοι τάχα ο ένας από τον άλλο, απαιτούν εκ μέρους του αναγνώστη προσήλωση, επεξεργασία και πλησίασμα της δικής του μνήμης.
Σάλπιγγα της Ιεριχούς ηχεί από τα τείχη των γραφών/ Κύκλος πως τελειούται
Τότε που λένε «Αναπόφευκτο ήταν»/ ή πως «Έφτασε ο καιρός»/πως πάντα φτάνει εκείνος ο καιρός/…
Στο τέλος του παραπάνω βιβλίου υπάρχουν δύο διευκρινιστικές αναφορές σχετικά με τον τίτλο της συλλογής, την Σχιστήν οδό: η πρώτη του Παυσανία (10 V 3-4) Προïών δε [ Οιδίπους] αυτόθεν επί οδόν αφίξη καλουμένην Σχιστήν, η δεύτερη με στίχους του Σοφοκλή από την ομώνυμη τραγωδία. Δίνεται λοιπόν ο κώδικας για την ανάγνωση των ποιημάτων: η επιλογή του δρόμου που ακολουθώντας τον προσδι- ορίζεται η ζωή μας.
Και τι θα πει δεν πέθανα και πώς/ τον θάνατο θάνατο ονομάζεις/ πώς να υπάρξει όνομα στον θάνατο πώς/ να φθογγούται ο θάνατος και πώς/ ο θάνατος να καρπωθεί το «ξέρω του θανάτου»./ Ειδέναι Οίδα Οιδίποδας./ Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή. (Σχιστή Οδός)
Με στόχο την αντιμετώπιση της ολικής φθοράς, τον διαρκή πόλεμο και τον πόνο μιας πατρίδας για την οποία αξιώνεται ξίφος που ακόνισε η δόξα … τα ποιήματα της παραπάνω συλλογής θα είχαν συζητηθεί (αποφεύγω να γράψω «προβληθεί») ως η εικόνα μιας χώρας που πορεύεται φέροντας ένα δυσβάσταχτο βάρος: της ιστορίας, των αιώνων, του παρόντος.
σαν συλλέκτης βασάνων-σωμάτων που η ψυχή τους παράλυσε εχάθη το σχήμα για το έθνος εκείνο των λυγμών των δακρύων.
Αν είχε επιβληθεί μια επανάγνωση της σύγχρονης λογοτεχνίας μας, με τον πόθο της επιβεβαίωση των αξιών, με την ευρεία έννοια της λέξης, ποίηση όπως εκείνη της Μαρία Κυρτζάκη θα μπορούσε να αναλυθεί –όσο παρωχημένο κι αν ακούγεται- ερμηνεύοντας την κάθε λέξη και φτάνοντας τόσο απλά, στην ουσία της, εφόσον, όπως υπογραμμίζει η Αθηνά Βογιατζόγλου[7] «Δεν βιώνει ευφορικά την άσκηση της τέχνης της ούτε αντιλαμβάνεται την ποίηση ως λυτρωτική αυτοέκφραση ή ευγενή ανύψωση από την καθημερινότητα, αλλά κυρίως ως «το πλέον υπαινικτικό μεταξύ έπους και μύθου είδος του λόγου», με ό,τι αυτό συνεπάγεται από την πλευρά του δημιουργού»
ότι πρώτη αυτή των ερώτων η χώρα/ αυτή πρώτη του κόσμου στεριά/ του ανθρώπου γλωσσάρι και πατρίδας το τίμημα/ του ανθρώπου η γλώσσα