Μεταφράζοντας τη Μαρία Κυρτζακη
Συνάντησα τη Μαρία Κυρτζάκη το καλοκαίρι του 2005 στη Λοντέβ, μια μικρή πόλη της Νότιας Γαλλίας, στο πλαίσιο του φεστιβάλ «Φωνές της Μεσογείου», όπου ήτανε καλεσμένη. Είχα προσληφθεί από το φεστιβάλ ως μεταφράστρια, αναλαμβάνοντας τη μετάφραση ποιημάτων της Μαρίας από διάφορες συλλογές της. Η συνάντηση με τη Μαρία και τη ποίηση της συνεχίστηκε με το σχέδιο να μεταφράσω μια ολόκληρη συλλογή της, και η Μαρία διάλεξε τη Μαύρη θάλασσα. Εκείνη την εποχή η εμπειρία μου στον χώρο της μετάφρασης ήταν ακόμη πολύ περιορισμένη.
Το να καταπιαστώ με τη ποίηση της Μαρίας και κυρίως με τη μετάφραση μιας τέτοιας συλλογής ήταν ένα τολμηρό εγχείρημα. Η Μαύρη θάλασσα είναι μια συλλογή γραμμένη από μια ποιήτρια που είχε ήδη πίσω της ένα ολόκληρο έργο, μια ολόκληρη ζωή. Και στην ποίηση της το βίωμα και το προσωπικό αίσθημα είναι τόσο επεξεργασμένο, τόσο βαθυστόχαστο, τόσο συγχωνευμένο με το υπαρξιακό που μπορεί να φανεί αδιαπέραστη. Με λίγα λόγια ήμουν πολύ ανώριμη και πολύ άπειρη για ένα τέτοιο εγχείρημα. Η Μαρία, διαλέγοντας τη Μαύρη θάλασσα, με είχε πετάξει σε πολύ βαθιά νερά. Φυσικά, βούλιαξα. Αλλά μου έδωσε σωσίβιο για να πιαστώ. Για αρκετούς μήνες με βοηθούσε στην αποκρυπτογράφηση των ποιημάτων της, απαντούσε στις απορίες μου, με υπομονή η, μερικές φορές, χωρίς υπομονή. Από διακριτικότητα δεν έκανε εξομολογήσεις για την προσωπική της ζωή, δηλαδή για τα προσωπικά εναύσματα των ποιημάτων. Μου έδινε να καταλάβω τους στίχους της επινοώντας μικρά σενάρια, καταστάσεις ζωής. Μ’ αυτόν τον τρόπο ήταν σαν να μου έλεγε : «Πρόσεχε. Δεν πρόκειται για μένα αλλά για τη ζωή των ανθρώπων, για συγκινήσεις, για αρχέγονες δυνάμεις που μας κυριεύουν όπως ο έρωτας, ο θάνατος.» Χρειάστηκε το ταξίδι της μετάφρασης για να αντιληφθώ, για να νιώσω την απίστευτη τόλμη και ομορφιά αυτών των ποιημάτων. Σ’ αυτά τα ποιήματά, δεν πρωταγωνιστεί το εγώ η το εσύ ενός ερωτικού διαλόγου. Πρωταγωνιστούν οι αισθήσεις και τα αισθήματα: η αφή βλέπει, η ακοή έχει χέρια και δάχτυλα, οι λυγμοί και τα δάκρυα είναι ένα έθνος. Πρωταγωνιστεί και η γλώσσα: οι συλλαβές, τα γράμματα της αλφαβήτου είναι ζωντανά πλάσματα και αυτονομούνται. Γιατί η Μαρία πίστευε ότι η γλώσσα μας υπερβαίνει, μας κυριεύει και όχι το αντίθετο. Άλλωστε δεν κρύβει την προσπάθειά της να αρθρώσει το ανείπωτο. Στα ποιήματά της ακούγεται αυτό το ψηλάφισμα της γλώσσας. Μπορεί να είναι και αυτό το τόσο ξεχωριστό γρέζι της φωνής της.
Άλλο βέβαια το να αντιλαμβάνεται κανείς αυτά τα ποιήματα και άλλο το να τα αποδίδει σε μια άλλη γλώσσα. Με την αφιέρωση που μου έγραψε η Μαρία στη πρώτη σελίδα της Μαύρης θάλασσας, μου έδωσε μια κατεύθυνση, και μια ευθύνη: «Στη ΜΣ που μερικά απ’ αυτά τα ποιήματα έγιναν η αιτία να γνωριστούμε και πολύ περισσότερο να τους δανείσει τη γλώσσα της αλλάζοντας τους όψη και ενδύματα και κρατώντας το απτό σώμα των αισθημάτων απαράλλαχτο.» Αναρίθμητες ήταν οι δυσκολίες που αντιμετώπιζα. Η Μαρία παίζει με αμφισημίες, παραβιάζει τους συντακτικούς κανόνες και, επίσης, εμπνέεται από την ετυμολογία των λέξεων (για παράδειγμα εκμεταλλεύεται ποιητικά το γεγονός ότι πίσω από τη λέξη «αφή» κρύβεται η ρίζα του «ανάβω», δηλαδή ότι «αφή» σημαίνει και «άναμμα»). Δεν θα μιλήσω για τις δυσκολίες της μετάφρασης ούτε για τις λύσεις που βρέθηκαν, όπου βρέθηκαν. Η μαθητεία μου στον δρόμο της μετάφρασης μπορεί να μην ολοκληρώθηκε με τη Μαύρη θάλασσα, όμως σίγουρα ξεκίνησε μ’ αυτή. Και ευγνωμονώ τη Μαρία που τα ζητήματα της ευθύνης και της ακρίβειας στην επιλογή των λέξεων πρωτοεμφανίστηκαν για μένα, ως νέα μεταφράστρια, μέσα από τα ποιήματά της.
Όμως, πέρα από τη μετάφραση, αυτό που κέρδισα από τη Μαρία είναι κάτι πολύ πιο βαθύ και αφορά τη συνάντηση μ’ αυτήν και με την ποίησής της. Ξέρω ότι θα συνεχίσω να σκύβω πάνω στους σκοτεινούς και ταυτόχρονα φωτεινούς στίχους της. Και όχι μόνο στους στίχους της αλλά και στα λόγια της, λόγια που ειπώθηκαν και δεν καταγράφτηκαν στο χαρτί. Με τη Μαρία βλεπόμασταν και μιλάγαμε σπάνια. Ό,τι δεν έδινε σε ποσότητα το έδινε όμως σε ποιότητα. Ο λόγος της, η φωνή της, που την ξαναβρίσκω ακέραια στα ποιήματά της, με ακολουθεί στην καθημερινή μου ζωή σαν μια μακρινή αλλά θερμή παρουσία, σαν μια φιλική αγρυπνία. Γιατί ήταν λόγος ζυγισμένος, ουσιαστικός. Δεν καταλάβαινα πάντα το βάρος του, το βάθος του. Μπορεί να το ανακάλυπτα χρόνια αργότερα. Νιώθω πάντως ότι τα λόγια της είναι σαν τα άσπρα βοτσαλάκια του Κοντορεβυθούλη: που και που τα βρίσκεις στην τσέπη σου, τα ρίχνεις στη νύχτα σου και λάμπουν, σου ανοίγουν μονοπάτια, σε βοηθάνε να βρεις έναν δρόμο. Στην ποίησή της η Μαρία επισήμανε με διάφορους τρόπους ότι το σκοτάδι και το φως δεν είναι αντίθετα αλλά συνηφασμένα, γι’ αυτό έλεγε: μην αποφεύγεις το σκοτάδι, μην το φοβάσαι και αγάπησε το κιόλας. Είναι λόγια που σου προσφέρουν μιαν άλλη αντίληψη του κόσμου, που σε κάνουν να αναθεωρήσεις διλήμματα, να βγείς από αδιέξοδα, που σου ανοίγουν ορίζοντες, που επίσης σου χαρίζουν μια παράδοξη αισιοδοξία, μια αισιοδοξία που δεν αγνοεί την τραγικότητα της ανθρώπινης μοίρας.