Η διαμάχη τόσων πνευματικών ανθρώπων τους τελευταίους μήνες για το γλωσσικό αρχίζει να εμφανίζεται στα μάτια μου και να ηχεί στ' αυτιά μου ύποπτη. Συνειδητοποιώ μ’ ένα δυσάρεστο αίσθημα πως τΟ πρόβλημα «ὁρᾶται» υπό την αυτή οπτική, τουλάχιστον απο την επανάσταση τού '21 μέχρι σήμερα. Εννοώ την περιφρόνηση, την ευκολία και την άνευ αντικρίσματος έπαρση με την οποία: αντιμετωπίζουμε, χρησιμοποιούμε καί αντικειμενοποιούμε· θέλουμε να προσεταιριζόμαστε, να καθοδηγούμε και να ελέγχουμε το σώμα που λέγεται γλώσσα· υπονοώ την αφελή πεποίθηση που πλανάται πως το γλωσσικό δεν είναι παρά ζήτημα ενδυματολογικό· και ως εκ τούτου μπορούμε να προσθέτουμε και να αφαιρούμε ανά πάσα στιγμή, να χρησιμοποιούμε κατά τις περιστάσεις τη γλώσσα σαν αντικείμενο, σαν καθαρά χρηστικό μόνο εργαλείο που δεν σχετίζεται με τον άνθρωπο άμεσα, αλλά ρόλος της είναι να εξυπηρετεί απλώς κάθε φορά απόψεις – ιδεολογικές, πολιτικές, κομματικές, ηθών, δηλαδή τις εκάστοτε μικρές ή μεγάλες εξουσίες μικρών ή μεγάλων ανθρώπινων ομάδων.
Η γλώσσα-σώμα έχει κύτταρα και ιστούς· φλέβες και αίμα· βρωμιά και ομορφιά· και τελεί συνεχώς εν ασχημία· οφείλει –για να διασχίζει· απαραιτήτως και εξ ανάγκης τροφοδοτείται από τον άνθρωπο· αλλά από τα μύχια του ανθρώπου. Θα Τον βιώσει για να Την βιώσει. Ο καθένας χωριστά και συγχρόνως. Η γλώσσα-σώμα για να γίνει αντι-κείμενη πρέπει να υπάρξει υπο-κείμενη. Η γλώσσα-σώμα μάς καλύπτει. Δεν την καλύπτουμε. Μας χρησιμοποιεί. Μας διαπερνά. Και μας ξεπερνά. Μια γλώσσα-σώμα μέσα και έξω από μας. Που όταν δεν έχουμε να της δώσουμε παύει κι αυτή να υφίσταται. Περνά στις νεκρές γλώσσες. Εμπίπτει στα ενδιαφέροντα των «φιλολόγων».
Τη γλώσσα-σώμα μπορώ εύκολα να την ακούσω από κάποια παιδιά τριών, τεσσάρων, πέντε χρόνων – παιδιά τής προσχολικής ακόμα ηλικίας. Τη γλώσσα-σώμα μπορώ να την δω όταν δειλά αρθρώνεται από το στόμα τους: «φως» για το φως, «φώτο» για το φωτιστικό. Το παράδειγμα –καθαρά εμπειρικό– θέλει να δείξει πόσο αυτόνομη και φαινομενικά αυθαίρετη είναι αυτή η γλώσσα, η μητρική – της μητέρας, της οικογένειας, της πόλης, της χώρας, της φυλής, κατά συνέπεια γλώσσα εθνική, με την έννοια των ασυνείδητων καταβολών της μέσα μας.
Το δυσάρεστο αίσθημα που με διακατέχει οφείλεται εν πολλοίς στο γεγονός πως νιώθω βαριά τη σκιά μιας απαγόρευσης εν ονόματι της ελεύθερης χρήσης της «δημοκρατικής» γλώσσας. Άπαγόρευση που χρόνια τώρα ως επιβαλλόμενη από άλλες κυβερνήσεις –εν ονόματι της ελεύθερης χρήσης μιας «εθνικής» γλώσσας– δημιουργούσε ένα αίσθημα γλωσσικής αντίδρασης, μια αυτολογοκρισία χάριν σκοπιμότητος, κυρίως πολιτικής, αφού η γλώσσα που θα χρησιμοποιούσα –«καθαρεύουσα» ή «δημοτική»– όφειλε να δηλώνει και την κομματική μου ταυτότητα. Βεβαίως, υπήρχε από την μια μεριά η καθαρεύουσα ως γλώσσα εξουσίας. Όχι η καθαρεύουσα του Κάλβου, του Παπαδιαμάντη, η μεικτή τού Καβάφη ή έστω αυτή που χρησιμοποιούσε ο Ε. Γιαννίδης νέος ακόμα. Γλώσσα της εξουσίας σήμαινε λέξεις – λέξεις με ενδυμασία πεπαλαιωμένη, λέξεις που φρόντιζαν για την ψυχική μου ατροφία και επεδίωκαν την αγλωσσία μου, αφού όπωσδήποτε γλώσσα είναι η σύνταξη, όχι η λέξη. (Στο σημείο αυτό τίθεται το ερώτημα: Όταν μιλάμε για «καθαρεύουσα» τι ακριβώς εννοούμε;)
Γλώσσα της εξουσίας όμως συνεπάγεται εξ ανάγκης και την ύπαρξη μιας άλλης γλώσσας, αυτήν της αντιπολιτευόμενης εξουσίας· που συνειδητά ή ασυνείδητα από τους χρήστες, με αγνές προθέσεις ή από σκοπιμότητα, υπόκειται στην αυτή λειτουργική διαδικασία και δημιουργεί την αυτή γλωσσική νοοτροπία και την αυτή οπτική προς το αντικείμενο-γλώσσα.
Και οι δύο δεν παύουν να είναι γλώσσες-αντικείμενα - γλώσσες λεξιβόρες και λεξιθηρικές.
Αισθάνομαι την γλώσσα-σώμα αυθύπαρκτη, αυτόνομη και προπάντων μόνη. Να μπορεί να πλησιάζει ακόμη και να φτάνει στά άδυτα της ψυχής και του νου μέσα από τον Κάλβο και συγχρόνως μέσα από τον Σολωμό – για να μείνω στις συνήθεις αναφορές. Γιατί πιστεύω πως η γλώσσα-σώμα έχει ισχύ τέτοια ώστε να μπορούμε κάθε φορά να ανακαλύπτουμε ως και τις ομηρικές καταβολές της μέσα μας.
Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στη λογοτεχνία, θα ισχυριστεί κάποιος. Σ' αυτήν συγχωρούμε τα πάντα. Υπάρχει πρωτίστως η γλώσσα που μιλάμε. Ο προφορικός λόγος; Ο γραπτός λόγος; Και η γλώσσα των ραδιοτηλεοπτικών μέσων τι λόγος είναι;
Υποψιάζομαι πως το ζήτημα είναι ακόμη σοβαρότερο απ' όσο άφησε να διαφανεί η Διακήρυξη του Γλωσσικού Ομίλου. Η διαμάχη που ξέσπασε εσπευσμένα και σπασμωδικά περιόρισε το «θέμα» στα παραδοσιακά του όρια και το ταχτοποίησε σε ερμηνείες που όλοι οι έχοντες «κοινόν νουν» αντιλαμβανόμαστε: στη γλώσσα αριστερών και δεξιών. Σε μια γλώσσα δηλαδή εξουσίας. Ανάλογα μα τα κοινωνικά μας φρονήματα, μας «προτείνεται» να επιλέξουμε.
Τη σοβαρότητα του προβλήματος επεσήμαναν –αν και από διαφορετική οπτική ο καθένας– ο Γιάννης Καλιόρης στο Αντί, τεύχ. 207, και ο Εμ. Ι. Μοσχονάς στο προηγούμενο τεύχος του Χάρτη. (Ιδιαίτερα ο Εμ. Ι. Μοσχονάς είναι ο πρώτος νομίζω που είδε την σημασία μιας τόσο μεγάλης αντίδρασης ανθρώπων κατ' εξοχήν προοδευτικών πολιτικά προς μία εθνική γλώσσα).
Βεβαίως, κάτι συμβαίνει με την γλώσσα. Ερήμην του «κοινού νου» και με την σύμπραξή του. Κάτι συμβαίνει με την γλώσσα-αντίκείμενο. Αρχίζει να διαχωρίζει από την γλώσσα-σώμα – δηλ. από τόν κορμό της. Κι αυτός απoγυμνωμένoς αναδύεται αργά αλλά πολύ σταθερά. Δεν ξέρω πόσοι αισθάνονται ήδη αυτήν τη γλώσσα, άγαρμπη, βάρβαρη και α-νόητη· στερημένη και γι' αυτό άγρια και σκληρή. Δεν ξέρω πόσοι αισθάνονται την πρόταση να επαναστατεί στην δικιά της εξουσία, στο ρήμα. Την λέξη να είναι πρόταση. Την λέξη να μην χωρά σε ερμηνείες λεξικογράφων. Μία γλώσσα που παραπέμπει στις πρώτες της ρίζες. Μία γλώσσα που απαιτεί να την δούμε «ανασυνταγμένη».
Έπειδή ούτως ή άλλως το κείμενο αυτό θα διαβαστεί ως εντελώς αυθαίρετο, αυθαίρετα θα παραλλάξω ένα σύνθημα απ' αυτά που βλέπει κανείς στους τοίχους:
τι κι αν έχετε την έξουσία
Εμείς έχουμε τη νύχτα
για να πω:
Τι κι αν έχετε την έξουσία
Εμείς έχουμε τη γλώσσα.
Ποιοί εμείς; Μα φαντάζομαι οι τελούντες εν σιωπή.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για την γλώσσα-σώμα υπάρχει ενδελεχής επιστημονική προσέγγιση· αυτή τού Γ. Χειμωνά στα μη λογοτεχνικά κείμενά του, όσα έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς στα περιοδικά Σπείρα, Σύγχρονα θέματα, Το Δέντρο και στον Xάρτη. Ιδιαίτερα θέλω να επισημάνω την ανακοίνωσή του «Η Γλώσσα ως μη ανθρώπινη ομιλία» στο Α ´Συμπόσιο Ποίησης στην Πάτρα το καλοκαίρι τού 1981, την οποία θεωρώ από τα πλέον σημαντικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την γλώσσα, όχι μόνο για τις απόψεις που διατυπώνονται εκεί αλλά και για τον τρόπο που εκφέρονται. Και πιστεύω πως τα ίδια τα πράγματα επιβάλλουν (και απαιτούν) –δεν υπάρχει άλλος χρόνος– ν’ ακούσουμε επιτέλους τον λόγο τον ακατανόητο, τον λόγο τον σωματικό.
Δημοσιεύτηκε στο περ. Χάρτης, τεύχος 2, Σεπτέμβριος 1982