Η Μαρία Κυρτζάκη έγραψε τη μικρή ‒πλην όμως σημαντική‒ ποιητική ιστορία της μέσα σε 68 χρόνια. Συνταυτίζω τη βιοτική με την ποιητική ιστορία της, επειδή η μία τροφοδοτεί την άλλη κι αυτό αποδεικνύεται έστω και εκ των υστέρων. Τα πράγματα γύρω μας συμβαίνουν για να επικυρωθούν ποιητικά είτε την ίδια στιγμή είτε αργότερα μέσω του συνειρμού και της ανακύκλησης. Ή όπως περίπου λέει ο Γιάννης Ρίτσος το τέλος του ποιήματος προηγείται πολύ πριν γραφτεί.
Το ποίημα, όπως μας παραδίδεται από τον κάθε ποιητή, περιέχει όχι μόνο στοιχεία από την βιογραφία του, αλλά και προβολές από τα βαθύτερα τινά του, τα οποία συγκροτούν τον χαρακτήρα και τον τρόπο των σκέψεών του. Προδίδει δηλαδή την πνευματική ποιότητα του δημιουργού και την αγωνιακή πλευρά των πεποιθήσεών του. Ή, αλλιώς, την ακεραιότητά του με όλα τα πραγματικά ή πιθανά, με όλα τα ορατά και τα αόρατα μέρη της.
Ένα ποίημα είναι ένας πολλαπλός καθρέφτης για το σπαραγμένο πρόσωπο του ποιητή. Φυλακίζει και αναπαράγει διηνεκώς τις αισθητικές και φιλοσοφικές ιδέες του, τις απλές απόψεις επί της καθημερινής ζωής και τις σύνθετες επί των ονείρων και των οραματισμών του. Κυρίως αποφαίνεται για όλα όσα έχουν αποσαφηνιστεί μέσα στο προσωπικό του σύμπαν κι έχουν εξωτερικευτεί με δημόσιο λόγο.
Έτσι για να μιλήσω και να θυμηθώ ξανά τη Μαρία Κυρτζάκη διάλεξα να το κάνω μέσα από την επανανάγνωση του ποιήματός της «Η αμίλητη γλώσσα» της συλλογής «Μαύρη Θάλασσα» (2000). Είναι ένα ποίημα που μέσα του η ποιήτρια ανοίγεται με έναν θεαματικό και καθόλου κρυπτικό τρόπο. Τα ποιήματα του είδους αυτού περιέχουν στίχους οδηγητές ή επιγραμματικούς και, μαζί, στίχους ακόλουθους με τη λειτουργία της αναλύσεως κι επεξηγήσεως των πρώτων. Υπάρχουν στίχοι αφοριστικοί και στίχοι που μεταφέρουν και στηρίζουν τη δικαιολογία και την επέκταση της εννοίας του αφορισμού.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αναφαίνονται στοιχεία μιας επικεκαλυμμένης ιερότητας του ποιήματος. Ο λόγος εκπορεύεται από την ίδια τη μαγεία της γλώσσας, λειτουργούσας ως μεταποιητικού εργαλείου προσωπικών καταστάσεων, τη στιγμή μάλιστα που τείνει να λάβει μια διασταλμένη και υπερατομική υπόσταση. Η Μαρία Κυρτζάκη αφήνει εντέχνως φωνές και χρώματα να υφέρπουν ειλικρινώς πλάι στο ποίημα, θυμίζοντας συνεχώς τις πηγές του. Οι τελευταίες δεν είναι παρά η παγιωμένη λυρική κληρονομιά κορυφαίων ποιητών μας, που δίνουν διηνεκή σκέπη σε κάθε υπεύθυνη ποιητική πορεία των νεότερων γενιών.
Ποιήματα βέβαια σαν το επιλεχθέν υπάρχουν και άλλα μέσα στις συλλογές της, αλλά θα σταματήσουμε ενδεικτικά σ’ αυτό που είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα αρτιότερά της και, κυρίως, από τα πιο «ομιλητικά», δηλαδή από αυτά που προδίδουν αβίαστα τις θέσεις του δημιουργού. Το παραθέτω εδώ, με υπογραμμισμένους από μένα τους στίχους στους οποίους επικεντρώνομαι: