Η αμίλητη γλώσσα της

Συνέντευξη της Μ.Κ. στο περ. «Service», τχ. 62, Απρ. 2005
Συνέντευξη της Μ.Κ. στο περ. «Service», τχ. 62, Απρ. 2005

Η Μαρία Κυρτζάκη έγραψε τη μικρή ‒πλην όμως σημαντική‒ ποιητική ιστορία της μέσα σε 68 χρόνια. Συνταυτίζω τη βιοτική με την ποιητική ιστορία της, επειδή η μία τροφοδοτεί την άλλη κι αυτό αποδεικνύεται έστω και εκ των υστέρων. Τα πράγματα γύρω μας συμβαίνουν για να επικυρωθούν ποιητικά είτε την ίδια στιγμή είτε αργότερα μέσω του συνειρμού και της ανακύκλησης. Ή όπως περίπου λέει ο Γιάννης Ρίτσος το τέλος του ποιήματος προηγείται πολύ πριν γραφτεί.

Το ποίημα, όπως μας παραδίδεται από τον κάθε ποιητή, περιέχει όχι μόνο στοιχεία από την βιογραφία του, αλλά και προβολές από τα βαθύτερα τινά του, τα οποία συγκροτούν τον χαρακτήρα και τον τρόπο των σκέψεών του. Προδίδει δηλαδή την πνευματική ποιότητα του δημιουργού και την αγωνιακή πλευρά των πεποιθήσεών του. Ή, αλλιώς, την ακεραιότητά του με όλα τα πραγματικά ή πιθανά, με όλα τα ορατά και τα αόρατα μέρη της.

Ένα ποίημα είναι ένας πολλαπλός καθρέφτης για το σπαραγμένο πρόσωπο του ποιητή. Φυλακίζει και αναπαράγει διηνεκώς τις αισθητικές και φιλοσοφικές ιδέες του, τις απλές απόψεις επί της καθημερινής ζωής και τις σύνθετες επί των ονείρων και των οραματισμών του. Κυρίως αποφαίνεται για όλα όσα έχουν αποσαφηνιστεί μέσα στο προσωπικό του σύμπαν κι έχουν εξωτερικευτεί με δημόσιο λόγο.

Έτσι για να μιλήσω και να θυμηθώ ξανά τη Μαρία Κυρτζάκη διάλεξα να το κάνω μέσα από την επανανάγνωση του ποιήματός της «Η αμίλητη γλώσσα» της συλλογής «Μαύρη Θάλασσα» (2000). Είναι ένα ποίημα που μέσα του η ποιήτρια ανοίγεται με έναν θεαματικό και καθόλου κρυπτικό τρόπο. Τα ποιήματα του είδους αυτού περιέχουν στίχους οδηγητές ή επιγραμματικούς και, μαζί, στίχους ακόλουθους με τη λειτουργία της αναλύσεως κι επεξηγήσεως των πρώτων. Υπάρχουν στίχοι αφοριστικοί και στίχοι που μεταφέρουν και στηρίζουν τη δικαιολογία και την επέκταση της εννοίας του αφορισμού.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα αναφαίνονται στοιχεία μιας επικεκαλυμμένης ιερότητας του ποιήματος. Ο λόγος εκπορεύεται από την ίδια τη μαγεία της γλώσσας, λειτουργούσας ως μεταποιητικού εργαλείου προσωπικών καταστάσεων, τη στιγμή μάλιστα που τείνει να λάβει μια διασταλμένη και υπερατομική υπόσταση. Η Μαρία Κυρτζάκη αφήνει εντέχνως φωνές και χρώματα να υφέρπουν ειλικρινώς πλάι στο ποίημα, θυμίζοντας συνεχώς τις πηγές του. Οι τελευταίες δεν είναι παρά η παγιωμένη λυρική κληρονομιά κορυφαίων ποιητών μας, που δίνουν διηνεκή σκέπη σε κάθε υπεύθυνη ποιητική πορεία των νεότερων γενιών.

Ποιήματα βέβαια σαν το επιλεχθέν υπάρχουν και άλλα μέσα στις συλλογές της, αλλά θα σταματήσουμε ενδεικτικά σ’ αυτό που είναι κατά τη γνώμη μου ένα από τα αρτιότερά της και, κυρίως, από τα πιο «ομιλητικά», δηλαδή από αυτά που προδίδουν αβίαστα τις θέσεις του δημιουργού. Το παραθέτω εδώ, με υπογραμμισμένους από μένα τους στίχους στους οποίους επικεντρώνομαι:

Η γλώσσα αμίλητη

Δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα∙
σαν ψάρι έξω από τα νερά του
και σαν να βγήκε απ’ ό,τι τον προστάτευε
– την γλώσσα του.
Χτίζει τους κήπους τις αυλές
όχι το σπίτι
Κι η μοναξιά – δεν φτάνει δεν αρκεί
να φτιάξει μιας πατρίδας γη.

Η μοναξιά τον κατοικεί τον έρωτα, μη
την τρομάζεις, χαμογέλασες,
και εφευρίσκει γλώσσα αμίλητη
και γλώσσα τιμημένη.
Τη σέβονται όλοι και υποκλίνονται
και προσπερνούν
Να μη θυμούνται
τον έρωτα που κάποτε
τους άνοιξε πανιά
– κι αυτήν την μόνη και μοναδική
γλώσσα για να μιλήσουν

Που ελησμόνησαν.

Εσύ κι εγώ είμαστε ασφαλείς και
μη φοβάσαι – σαν μοναξιά
κατοίκησέ με μη φοβηθείς.
Και άσε με
τις πόρτες σου ν’ ανοίξω
τα παράθυρα, σαν φως και φυλλαράκι
ίσκιος να εισχωρήσω κι εκεί σε τοίχους
και πατώματα και σε περβάζια παραθύρων
δες, να, εκεί αφήνεται ριζώνει κλαδάκια
βγάζει και καρπούς μυρωδικούς
η αντανάκλαση τού έρωτα κι αντιφεγγίσματα
σωμάτων που επάλεψαν κουράστηκαν τον πόλεμο
και ενοστάλγησαν την μυρωδιά βασιλικού και
μόσχου. Μη φοβηθείς.

Σ’ αυτήν την μαύρη χώρα του φωτός
σαν γη και πώς απλώνεται η όψη σου και συνεχώς
θυμάται και πάντα νοσταλγεί
το φως
το φως
το άλλο φως
Του έρωτα.

Εσύ
ποιαν άλλη χώρα να ζητήσεις
Εγώ
ποιαν άλλη γη.

Ο πρώτος στίχος «δεν γίνεται ο άνθρωπος χωρίς πατρίδα» είναι και ο πρώτος αφορισμός του ποιήματος. Στην έννοια της λέξης αφορισμός θα πρέπει να δώσουμε το νόημα που χαρακτηρίζει και τη μαθηματική έννοια της λέξης αξίωμα, δηλαδή κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση, που είναι αυταπόδεικτο και δεν χρήζει αποδείξεως. Πράγματι ο άνθρωπος είναι ό,τι του επιτάσσει η πατρίδα του. Είναι η ρίζα που τον κατευθύνει και τον μεγαλώνει, που του δίνει τα βιοτικά συμπληρώματα και τον χαρακτήρα του. Η έκφραση «δεν γίνεται ο άνθρωπος» μπορεί να σημαίνει διττώς ότι πρώτον δεν γίνεται να εννοηθεί ο άνθρωπος αποκομμένος από την ύπαρξη της πατρίδας και δεύτερον ότι δεν γίνεται να συγκροτηθεί ως άνθρωπος κάποιο άτομο χωρίς να καταδηλώνει ανά πάσα στιγμή ότι ανήκει σε μία πατρίδα.

Η πατρίδα λοιπόν είναι όχι μόνον ο καταγωγικός, αλλά και ο ζωτικός χώρος του ανθρώπου, από όπου αντλεί και διαμορφώνει τις συνιστώσες του. Γι’ αυτό και οι εν συνεχεία στίχοι λένε ότι χωρίς πατρίδα ο άνθρωπος μοιάζει με ψάρι έξω από τα νερά του, έξω δηλαδή από τον χώρο βιώσεώς του, εκεί όπου πεθαίνει και χάνεται. Αλλά, πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα, ο ζωτικός αυτός χώρος λαμβάνει συγκεκριμένη υπόσταση, καθώς εννοείται ως μέγιστη μορφή προστασίας, ως επικράτεια ψυχική και πνευματική, ως γλωσσικός κώδικας και δη αμίλητος.

Συνεχίζοντας το ποίημα η Μαρία Κυρτζάκη γίνεται πιο αναλυτική κι επεξηγηματική. Αυτήν την αμίλητη γλώσσα που μας συνέχει σε ένα μυστικό δεσμό με τους ομοφρονούντες μας, που ερμηνεύει τα σκοτεινά αινίγματα της ύπαρξης μέσα στο περιβάλλον της φαντασιακής και φυσικής πραγματικότητας, αυτό το εμπράγματο κράμα της καθημερινής προσγείωσης προς τα εφικτά και των πολλαπλών στιγμιαίων απογειώσεων προς το όνειρο, η ποιήτρια την ορίζει ως ένα φως μέσα στο άλλο φως. Προεκτείνοντας τον συλλογισμό, η γλώσσα αυτή εννοείται ως απαρατήρητη και μονήρης συμβίωση, ως ακραία χειρονομία ευγένειας και διακριτικότητας. Χωρίς τη χρεία των λέξεων, χωρίς τους ήχους, ως γλώσσα μόνον που δεν μιλιέται, αλλά εννοείται αμφίδρομα κι εξ αποστάσεως, η γλώσσα αυτή σημαίνει διαχρονικώς το πιο δυνατό απαύγασμα της ζωής μας και μας καλεί να συμμετάσχουμε στο μυστήριο των υπαρκτικών αναλαμπών της και στη βαθιά κατανόηση της ετερότητας.

Ο ακραίος μονήρης βίος, λοιπόν, η έκφραση και η καταδήλωση του αποστασιοποιημένου από τις καθημερινές τριβές ατόμου, η αθέατη προβολή της καθ’ ημέραν ενασχόλησης γίνονται τώρα μια χώρα κι ένα χώμα, μια πολιτεία και μια γη, μια εξιδανικευμένη επικράτεια, όπου καλούμεθα να συμμετάσχουμε σε μια υπεράνω όλων των ταπεινών συμβίωση, σε μια ερωτική συνύπαρξη με την ελλείπουσα προέκτασή μας. Σ’ αυτήν την εξ ύψους πατρίδα, στην άλλη «νεφελοκοκκυγία», ο Άλλος είναι πάντα επιθυμητός κι επιζητούμενος, αφού ασπαστεί όμως πρώτα τις καταστατικές αρχές της.

Ο Άλλος είναι πάντα η ιδιοπροσωπία του συνεχούς έρωτα, αδιαλείπτως παρών στη σκέψη και στις πολυσχιδείς εκφράσεις της αυτοαναφορικότητας, ο κρίκος που ενώνει το εσωτερικό με το εξωτερικό περίβλημα της γλώσσας, αλλά και ολόκληρου του βίου.

Το ποίημα υποδηλώνει εδώ με μια ζηλευτή οικονομία όλο το προσωπικό σύμπαν της ποιήτριας και τις απόψεις της μέσα στη θέαση και την αποδοχή του περιβάλλοντος. Εμείς έχουμε τον κόσμο μας, λέει, και, οριοθετούμενος, αυτός ο κόσμος είναι: το ερωτικό ζητούμενο, προστατευμένο μέσα στην ιδεατή μοναξιά μας, το λιτό ιχνογράφημα της καθημερινότητάς μας ανάμεσα από ταπεινές μυρωδιές κηπευτικών και χαμηλές εξάρσεις χλωρίδας, ό,τι στοιχειώνει δηλαδή μια ταπεινή αυλή και μια περικοκλάδα στον τοίχο, γεγονότα και παρουσίες μεταστοιχειωμένες από την αίγλη του ατμοσφαιρικού φωτός.

Αυτό το σπρώξιμο της προσωπικής θεώρησης μέχρι το τελευταίο όριο της υποκειμενικότητας αποφεύγει εν τέλει να μεταβάλει την ποιήτρια σ’ ένα θύμα της γλώσσας που χρησιμοποιεί, αλλά να κάνει τη γλώσσα ένα δαμασμένο υποχείριό της και μάλιστα με τρόπο που να μην την εξαφανίζει μέσα στην επιδεξιότητα των χειρισμών της. Ο ανθρώπινος χαρακτήρας, το ζητούμενο της ανθρώπινης υπόστασης, διαποτίζει ευμενώς το ποίημα και μεταφέρει στο προσκήνιο τις μυστικές συγκλίσεις του προς το ονειρικό πεδίο.

Ταπεινότητα βίου διδάσκει αυτό το τρυφερό ποίημα, ευπροσηγορία και παραίτηση, υποταγή στην αρετή της μοναξιάς, η οποία λαμβάνει χαρακτηριστικά κατοικημένου χώρου και ελεήμονος πατρίδας, κι ας φαίνεται αρχικά ότι δεν επαρκεί. Ένα προσκλητήριο με υποσχετικές παραινέσεις προς τον Άλλο, μια αλληλεπίδραση ερωτικής μοναξιάς και μοναχικού έρωτα, ένα φερέγγυο φως μέσα στο σκότος, όπου η νοσταλγία και η ποιότητα της νέας συμβιωτικής και συνυπαρξιακής σχέσης επιφέρει την άνωση του απλοϊκού και πηγαίου αισθήματος. Μέσα σ’ αυτή την κατάσταση μιας γήινης παραφοράς η αμίλητη γλώσσα είναι η ενεργός δύναμη που χαρίζει την ευρωστία της μνήμης, ώστε να επανέρχονται στο προσκήνιο όλες οι απολεσθείσες δυνάμεις που συγκρατούν το άτομο στους «τόπους» του.

Άρα αυτό το κάλεσμα του ποιήματος συνηγορεί για μια ένωση σε έναν υπέρ-τόπο, όπου λαμβάνουν χώρα οι συμφύσεις γλώσσας και ποίησης, γλώσσας και δημιουργού, εκεί όπου τα σώματα θυσιάζονται υπέρ της αποκάθαρσης των εννοιών της φθοράς, του χρόνου, της λήθης, του ονείρου κι εν τέλει του θανάτου. Μέγας καταλύτης η γλώσσα και ήδιστο περιβάλλον η σιωπή. Αντινομία εννοιών και φυσικών νόμων; Ίσως, αλλά από εκεί περνάει πάντα η ποίηση.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: