Η διττή μορφή ενός πουλιού, στην έγχρωμη λιθογραφία «Essor I» (Πέταγμα Ι), 1961 του Georges Braque στο εξώφυλλο της συγκεντρωτικής έκδοσης1 των ποιητικών συλλογών της Μαρίας Κυρτζάκη, «συναντά» μια αυγουστιάτικη μέρα στην Αθήνα, την αποτρόπαιη, αλλά δυστυχώς συνήθη εικόνα ενός συνθλιμμένου περιστεριού στη μέση της ασφάλτου. Αίφνης, το γαϊτανάκι των συνειρμών και των ποιητικών διαλόγων ξετυλίγεται‧ κοινό σημείο εκκίνησης το αίσθημα της ασφυξίας και του πνιγμού στη θέα του νεκρού περιστεριού μέσα στο «κάθετο λιοπύρι»2 καθώς «μαλάκωνε η άσφαλτος κάτω απ’ τα πόδια».3 Για την ποιήτρια Μαρία Κυρτζάκη «ο γραπτός λόγος υπήρχε πάντα ως δείγμα της προσπάθειας μιας συνεχούς ανάδυσης όσων δεν πρόκειται ποτέ να αρθρωθούν». Για εκείνην «ο γραπτός λόγος ήταν το συγχρόνως και το μετά μιας κατάδυσης»4 με οξυγόνο λιγοστό. Ήταν ίσως, η προσπάθεια φροντισμένης άρθρωσης του ποιητικού λόγου η μοναδική οδός φυγής από τον κίνδυνο της πτώσης και συντριβής στο έρεβος: «Σ’ ένα σύννεφο όπου τα πουλιά/ Μπορούν να πετάξουν./ Οι λέξεις θα κυλήσουν όμοια/ Με ερυθρόμορφων σχημάτων τα κύματα».5 «Οι λέξεις είναι οδοί» και η γραφή της εκείνη που τις «διανοίγει»,6 σε μία διαδρομή όπου ο ποιητικός λόγος μάχεται με το φως και το σκοτάδι με τη φωνή και τη σιωπή.
Η Μαρία Κυρτζάκη εισέρχεται στον χώρο της ποίησης το 1966 με τα πρώτα ποιήματά της Σιωπηλές κραυγές, ουσιαστικά όμως, με τη συλλογή της Οι λέξεις, το 1973,7 η οποία αποτελεί και την πρώτη «αναγνωρισμένη».8 Στο ομότιτλο ποίημα αυτής της συλλογής, με το οποίο κλείνει η ενότητα «Ανίχνευση» (1968-1971), εκδηλώνεται η αγωνία της ποιήτριας για τη δύναμη των λέξεών της να διατυπώσουν το ανείπωτο. Το ποίημα «Οι λέξεις» αποτελεί ποίημα ποιητικής, σημειώνει η Αθηνά Βογιατζόγλου στον τόμο που πρόσφατα κυκλοφόρησε για τη Μαρία Κυρτζάκη από τις εκδόσεις Γκοβόστη, στη σειρά για τους ποιητές της λεγόμενης γενιάς του ’70‧9 θα προσθέταμε ότι ταυτόχρονα λειτουργεί και ως «εισαγωγή» στο ποιητικό σύμπαν της Κυρτζάκη, όπου «από τη γλώσσα όλα ξεκινούν και γύρω από εκείνην όλα περιστρέφονται»:10 «…Μόνο τις λέξεις μου/ Τι να σου πω για τις λέξεις/ Αφού και γω δεν ξέρω/ Πως βγαίνουν έτσι/ Στραπατσαρισμένες κάθε φορά/ Θαρρείς λεηλατημένες/ Λειψές».11
Ο ποιητής «αναγιγνώσκει» και αναλύει την πραγματικότητα μ’ έναν τρόπο οξυδερκή: «Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες / Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,/στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει…» γράφει σ’ έναν πολύ γνωστό στίχο του ο Κ.Γ. Καρυωτάκης από τη συλλογή του Ελεγεία και Σάτιρες (1927).12 Ο ποιητής ανιχνεύει με τις ευαίσθητες αντένες του και προσπαθεί να συλλάβει για τους πολλούς τα ασύλληπτα, να δώσει μορφή στο χάος. Είναι αυτή η ετερότητα που τον διακρίνει και μετατρέπει την οπτική του, ώστε να διαφοροποιείται από εκείνη των υπόλοιπων ανθρώπων. Μέσω των λέξεων προσπαθεί να πετύχει την αρμονία και την επικοινωνία με το αθέατο‧ προσπαθεί να αντικρίσει με τα μάτια του νου, με τη μνήμη και την ενορατική του δεινότητα τον «τόπο» εκείνον, τον «τόπο της διαφοράς»,13 όπου «σταματάει ο λόγος του ποιητή και αρχίζει να φέγγει ένα μεγάλο φως».14 Η αγωνία της ποιήτριας για την εύρεση της κατάλληλης λέξης, της λέξης που θα την βοηθήσει να πραγματώσει το «ποιητικό γίγνεσθαι» διατρέχει ολόκληρο το έργο της: «Η χάραξη στα χέρια σου/ Το χάραγμα/ Παιδεύεις τις λέξεις/ Τις λέξεις που σε περνούν/ Χαραυγή χαρά λες/ Τις λέξεις Τις λέξεις/ Ποια η κραυγή σου/ Στις ρωγμές Ποια η φωνή σου/ Το φως και το σκοτάδι…».15 Η ίδια αγωνία διαγράφεται και στη συλλογή της Η Γυναίκα με το κοπάδι (1982): «Σαν πεταλούδες γύρω μου πολύχρωμες οι λέξεις/ χρώματα σακατεμένα από πολέμους/ γυναίκες με κουρελιασμένα ρούχα …Με πνίγουν κάθε βράδυ οι χλωριούχες λέξεις/ Σαν να τις ξέβαψαν πολύ να μαρτυρήσουν/ Κι αυτές αρνήθηκαν…Πόρνες οι λέξεις αδηφάγες/ Που στέργουν σ’ όποιο βίτσιο και παραξενιά».16
Με εμφανείς τις επιδράσεις από τη σπουδή της στην κλασική γραμματεία, στη λειτουργία των λέξεων δίνεται μία ιδιότητα αποκαλυπτική. Οι λέξεις αποτελούν το μέσο εξωτερίκευσης και λεκτικοποίησης του ενδιάθετου λόγου. Στο εναρκτήριο ποίημα «Παλιοί καθρέφτες» της συλλογής Σχιστή Οδός (1992) η ποιητική γλώσσα, οι λέξεις, συνδέονται με την αποκατάσταση της μνήμης, την εύρεση της α-λήθειας και του «φωτός». Το φως και η πηγή του, ο Ήλιος, συνδέονται με τη γνώση, ενώ το σκοτάδι με την άγνοια. Η ιδέα άγει την γέννησή της σε προγενέστερους του Πλάτωνα, όπως στον Όμηρο (Οδύσσεια β 182), στον Πίνδαρο (Απ. 44, «Ὀλυμπιονίκαις» 13.93-13.115, Μοίσαις γὰρ ἀγλαοθρόνοις) αλλά και στους τραγικούς, Σοφοκλή (οὐ τὸν πάντων θεῶν θεὸν πρόμον Ἅλιον·, Οιδίπους Τύραννος, στ. 660) και Αισχύλο (οὐκ οἶδεν οὐδεὶς ὥστ᾽ ἀπαγγεῖλαι τορῶς, πλὴν τοῦ τρέφοντος Ἡλίου χθονὸς φύσιν, «Αγαμέμνων», στ. 633). Η ιδέα ότι το φως συνδέεται με τη γνώση και την αλήθεια, ότι είναι αυτό που μεταβάλλει τον ορατό κόσμο σε νοητό, εμπνέει στον Πλάτωνα τη «θεωρία των Ιδεών» και τη «θεωρία της ανάμνησης» (Πλάτων, Μένων 81d «τὸ γὰρ ζητεῖν ἄρα καὶ τὸ μανθάνειν ἀνάμνησις ὅλον ἐστίν»,και Πολιτεία 509b, 516b), μια ιδέα που γονιμοποιεί και τη νεοελληνική λογοτεχνία, το σολωμικό έργο, π.χ. τον «Λάμπρο». «Μπορούμε να γνωρίσουμε αυτό που είδαμε όταν κάποτε είχαμε το προνόμιο να βλέπουμε τις ίδιες τις ιδέες κι όχι τα είδωλά τους και που τώρα το «ενθυμούμεθα» μέσα από αυτά τα είδωλα των ιδεών», γράφει ο αείμνηστος Βαγγέλης Αθανασόπουλος στη μελέτη του για τη λειτουργία του φωτός στην ποίηση του Διονυσίου Σολωμού,17 παρουσιάζοντας τη «θεωρία της ανάμνησης» και την πρόσληψή της στη σολωμική ποίηση. Tο φως είναι εκείνο το πνευματικό στοιχείο που διαλύει το σκοτάδι, σχηματοποιεί τον κόσμο. Το φως είναι εκείνο που σωματοποιεί το κενό, δίνει υπόσταση στο ανύπαρκτο, είναι αυτό που οδηγεί τον ποιητή πιο κοντά στο θεϊκό στοιχείο και στη γνώση.18
«…Κάθε λέξη όταν βρίσκει τον παλιό της καθρέφτη/ δροσερό αεράκι σαν στιγμή πλημμυρίζει τον κόσμο/ Και σαν έρωτας σοφή η Αριάδνη ξετυλίγει το φως»:19
Στους «Παλιούς καθρέφτες» της Κυρτζάκη οι λέξεις αντανακλώνται σε καθρέφτες και αντικατοπτρίζονται ως βιώματα και αισθήματα. Μέσω των λέξεων η φωνή επιβάλλεται στη σιωπή και μεταβάλλεται σε φως: «Ο άνθρωπος για να μιλήσει χρειάζεται κατ’ αρχήν και εν τέλει το φως εκ φωτός και εξ ερέβους».20 Ετυμολογικά οι λέξεις «φωνή» και «φως», που εμμονικά επαναλαμβάνονται στην ποίηση της Κυρτζάκη, (φημί > φωνή και φάω(φαίνω)=λάμπω, δίνω φως είναι ομόρριζες)21 συνδεόνται και παραπέμπουν -όταν χρησιμοποιούνται στον ποιητικό λόγο – όχι μόνο στην πλατωνική αλλά και στη νεοπλατωνική και γνωστική διδασκαλία. Για την Κυρτζάκη, η οποία διέθετε έναν λόγο ακριβή και αφαιρετικό, «θουκυδίδειο»,22 τίποτα δεν είναι τυχαίο. Υπάρχει νομοτέλεια μεταξύ των πραγμάτων.23
Ο George Steiner στο δοκίμιό του Η σιωπή και ο ποιητής, παρουσιάζει εις βάθος την επιρροή που άσκησαν οι νεοπλατωνικές ιδέες στον Παράδεισο, στο γ’ μέρος της Θείας Κωμωδίας του Δάντη. Στον Παράδεισο ο ποιητής σε μια εναγώνια δοκιμασία εμφανίζεται να προσεγγίζει τη θεία παρουσία και όσο πλησιάζει σε αυτήν τόσο πιο επίπονη γίνεται η προσπάθεια της απόδοσης σε λόγο. Το μέσο που διαθέτει είναι και πάλι οι λέξεις. Οι λέξεις, όσο πλησιάζει, γίνονται ολοένα και λιγότερο επαρκείς για να αποδώσουν αυτό που ο ανθρώπινος λόγος μπορεί να συλλάβει. Το φως περνάει ελάχιστα στον λόγο και τότε αυτός μοιάζει να διασκορπίζεται, καίγεται και μεταβάλλεται σε στάχτη. Έτσι περιγράφει ο Δάντης το δράμα του ποιητή στο τελευταίο Τραγούδι του. Όταν οι λέξεις δεν οδηγούν στη σωστή κατεύθυνση, τότε η μνήμη συντρίβεται και αυτή. Η διαδικασία περιγράφεται με όρους αρχαίας τραγωδίας. «Από αυτό το κυριολεκτικά άρρητο φως και απ’ αυτή την άρρητη δόξα, η γλώσσα του ποιητή αγωνίζεται να φέρει πίσω σε μας μια μόνο σπίθα»:24 «Ω Ανώτατο εσύ Φως, που τόσο απάνω/ απ’ το μυαλό του ανθρώπου στέκεις, φέρε/ ξανά στο νου μια στάλα απ’ την ειδή σου/ και δώσε και στη γλώσσα μου τη χάρη/ μια σπίθα καν της δόξας σου μονάχα/ για τις μελλούμενες γενιές ν’ αφήσει‧ τι λίγο κι αν στη μνήμη μου ξανάρθεις, και λίγο κι αν στους στίχους μου αηδονίσεις, κάλλιο πολύ τη νίκη σου θα νιώσουν»: Μεταφράζει ο Νίκος Καζαντζάκης στο τελευταίο Τραγούδι/Άσμα της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.25
Στον τίτλο Σχιστή Οδός,26 τον οποίον δίδει η Κυρτζάκη στη συλλογή της το 1992, λανθάνουν οι ίδιες ιδέες σχετικά με τη λειτουργία των λέξεων στη διαδρομή του ποιητή για την ανάσυρση του λόγου από τη λήθη: «Αμαχητί μες στα δασάκια του μυαλού αναζητά/ τις ζωγραφιές των αισθημάτων πως υπήρξαν».27 Στην τελευταία σελίδα της συλλογής παρατίθενται αυτούσια δύο αποσπάσματα, εν είδει στιχομυθίας, το πρώτο του περιηγητή Παυσανία 10 V 3-4 και το δεύτερο από την τραγωδία του Σοφοκλή Οιδίπους Τύραννος (στ. 732-734), στο οποίο αναφέρεται το όνομα του τόπου, όπου τελέστηκε ο μοιραίος φόνος. Στην εν λόγω τραγωδία ο ήρωας, ο Οιδίποδας έρχεται αντιμέτωπος με τη δική του αλήθεια στη Σχιστή Οδό, στο σημείο, όπου διασταυρώνονται δύο δρόμοι, ο ένας εκ των οποίων οδηγεί στη Δαύλεια και ο έτερος στους Δελφούς: «ΟΙΔ.: Και πού ᾽ναι η θέση αυτή, πόγιν᾽ ο φόνος; / ΙΟΚ.: Στη Φωκίδα που λεν, εκεί που σμίγουν/οι δρόμοι απ᾽ τους Δελφούς κι από τη Δαύλεια».28
Στη Σχιστή Οδό, εκεί, όπου σμίγουν οι δρόμοι απ᾽ τους Δελφούς, εν αγνοία του, σε μια τυχαία συμπλοκή δολοφονεί τον πατέρα του Λάιο. Ο ένας από τους δρόμους, διόλου τυχαία επιλεγμένος, είναι αυτός που οδηγούσε στο Μαντείο των Δελφών, εκεί, όπου μεταξύ πολλών άλλων, στο ναό του Απόλλωνα αναγραφόταν το Δελφικό ρητό «Γνῶθι σαυτόν».29 Ο Οιδίποδας συναντιέται με τον θάνατο ακολουθώντας στη συνέχεια μια ερεβώδη διαδρομή με αλλεπάλληλες ύβρεις, παρά τη νουθεσία του ιερέα του Απόλλωνα, του μάντη Τειρεσία, που τον καταδικάζουν στην τύφλωση του νου (τίσις) και σε μια ζωή μέσα στο σκότος και το ψέμα‧ θα οδηγηθεί όμως, εν τέλει, στην αποκάλυψη της αλήθειας και στη γνώση: «Εἰδέναι Οἶδα Οἰδίποδας.30 Μόνο με ψεύδη βεβαιώνεται η ζωή».31 Έτσι, στην ποίηση της Κυρτζάκη η «Σχιστή Οδός» συμβολοποιείται ως το σημείο εκείνο, όπου, όπως ο Οιδίποδας, μέσα από την πτώση, τη συντριβή και τον θάνατο, το ίδιο και ο ποιητής εκκινεί σε μια ζοφερή πορεία δοκιμασίας με προορισμό την αλήθεια, τη γνώση και την αυτογνωσία, με μία λέξη, το φως.
Στις «Κιθάρες» του Κ.Γ. Καρυωτάκη ο ποιητής συντρίβεται, τη στιγμή που ο λόγος δεν θα καταφέρει να ενδυθεί το φόρεμα του φωτός: «Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες/ κιθάρες…γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες./ Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,/ χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε./Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις/. Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε».32 Ομοίως και στο ποίημά του «Πολύμνια»33 αφιερωμένο στη Μούσα των υμνητικών ασμάτων προς τους θεούς, περιγράφει αυτή τη μεταιχμιακή κατάσταση, κατά την οποία ο ποιητής αδυνατεί να επικοινωνήσει με τη Μούσα, «να βρει τη λέξη που θα τον ενώσει…».34 «Κάποια μεσάνυχτα/ θα σε αγαπήσω,/ Μούσα. Τα μάτια σου/ θαν τα φιλήσω,/ να ‘βρω γυρεύοντας/ μες στα νερά τους/ τα χρυσονείρατα/ και τους θανάτους,/ και τη βασίλισσα/ λέξη του κόσμου,/ και το παράξενο/ φως του έρωτός μου.»35
Πτώση και συντριβή στην ποίηση της Κυρτζάκη τελείται στην περίπτωση του συγγραφέα/ποιητή Χριστόφορου, στην Εταζέρα (1978), πριν από τη Σχιστή Οδό (1992): «Κατεβαίνει ο Χριστόφορος καταπεπτωκώς την πλα-/γιά»#.36 Εδώ η ποιήτρια επιλέγει για τίτλο μια γαλλική λέξη, αλλότρια, με σύμφωνα που ηχούν σκληρά: ε-τα-ζέ-ρα. Η Κυρτζάκη επινοεί το προσωπείο του Χριστόφορου και με έναν τόνο ειρωνικό και καταγγελτικό συνάμα, καταδικάζει την απομάκρυνση της ποιητικής λειτουργίας από την «ιερή» αποστολή της, την «ένωση» με την αλήθεια, τη γνώση το φως και εν τέλει την κοινωνία: «Άνοιξε τα μάτια σου Χριστόφορε/ κοίτα τη γλώσσα σου γεμάτη σπυριά και αίματα,/ το πύον μέσα απ’ τους χρωματιστούς σωλήνες πώς/ τους διασκεδάζει. Οι λέξεις σου πώς/ διαθλώνται στο κρασί τους. Οι κραυγές σου πώς/ μετατρέπονται σε γλυκιά μουσική.»37 Με αυτούς τους στίχους στηλιτεύεται η συναλλαγή Τέχνης και εξουσίας,38 η χειραγώγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η νόθευση και η εμπορευματοποίησή της: «Είχαν τον Τύπο, τη Διεύθυνση, τη Γενική Αντιπο-/λίτευση./ Διχάζονταν στο σώμα του Χριστόφορου./ Τον έμπασαν στην αγορά‧/του έδωσαν και τίτλους‧/ τον έκαναν εκπρόσωπο./ Διχάζονταν στο πνεύμα του Χριστόφορου…». Η καβαφική ειρωνεία της Εταζέρας διασταυρώνεται με την καρυωτακική ειρωνεία, τον καρυωτακικό σαρκασμό και τη θεματική των Μετασυμβολιστών ποιητών, στην οποία αποτυπώνεται η αιώρηση ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα από τη μια και σε ζητήματα εσωτερικά που αφορούν στον ποιητή και την ποιητική του από την άλλη.39
Η Κυρτζάκη «συνομιλεί» συχνά με την ποίηση του Καρυωτάκη.40 Το αίσθημα του πνιγμού και της ασφυξίας είναι κοινό ανάμεσα στην «Πρέβεζα»41 και στους στίχους που υπαινικτικά παραπέμπουν στην Καβάλα, γενέτειρα πόλη της ποιήτριας. Οι αναμνήσεις από την Καβάλα και η ασφυκτική ατμόσφαιρα της ελληνικής μεταπολεμικής και μεταπολιτευτικής επαρχίας αποτύπωνονται στην Εταζέρα (1978) αλλά και στη Γυναίκα με το κοπάδι (1982). Το αίσθημα ενσαρκώνει η «θεία Αρετώ»: «Στον μαχαλά/ Η θεία Αρετώ περίμενε μόνο/ Γύρω της μυξιάρικα ως έξι χρόνων/…Σαν όνειρο διάβηκε την ήπειρο/ Και στον εμφύλιο ασπάστηκε τον άντρα της/ Έθαψε κι ένα παιδί που ‘φάγαν τα ποντίκια».42 Στην ίδια συλλογή εντοπίζουμε μια ευθεία αποστροφή43 της Κυρτζάκη προς τον Καρυωτάκη: «Αχ μεγάλε εσύ μικρέ Κώστα Καρυωτάκη/ γιατί τόσο στενά να με παρακολουθείς».44
Στα ποιήματά του «Γραφιάς», «Δημόσιοι Υπάλληλοι», στο άτιτλο «Μίσθια δουλειά…» και στο πεζογράφημα «Ι. Καλός Υπάλληλος», ο Καρυωτάκης, διχάζεται ανάμεσα στον άχαρο ρόλο του δημοσίου υπαλλήλου, που ασφυκτιά και πνίγεται και σε αυτόν της ποιητικής του υπόστασης: «Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή/ στη σκόνη των χαρτιώ μου…». Το φως το αναζητά «σε δυο κρίνους φωτεινούς. Σα να ‘χουν βγει σε τάφο.» Ομοίως και στον «Καλό Υπάλληλο», ο πρωταγωνιστής αφήνει τη μονότονη ζωή του «γραφιά» και καταλήγει κάθε βράδυ –παίρνοντας τον παραλιακό δρόμο, διαγράφοντας με τη νικέλινη λαβή του μπαστουνιού του κύκλους μέσα στο άπειρο– σε ένα ταβερνάκι, όπου βυθίζεται στον «Τάρταρο», σε μια κατάσταση μέθης βιώνοντας το «Χάος».
Το αίσθημα του πνιγμού και της ασφυξίας είναι διάχυτο και στη Μαύρη Θάλασσα (2000): «Στα σκοτεινά δωμάτια της Μαύρης Θάλασσας/ κανείς δεν επιπλέει/ παρά μόνο εάν τα κατοικεί».45 Νομοτέλεια υπάρχει για την ποιήτρια και εδώ. Σκόπιμα επιλέγεται ο τίτλος «Μαύρη Θάλασσα», για να αποδώσει το αίσθημα του πνιγμού. Ο βυθός αυτής της θάλασσας δεν έχει οξυγόνο, πέρα από κάποια μέτρα και πάνω. Παρόλα αυτά κάποιοι οργανισμοί αναπτύσσονται, αγωνίζονται να επιβιώσουν και εκεί‧46 το ίδιο και ο ποιητής παλεύει να αναδυθεί.
Ο ήρωας/προσωπείο «Χριστόφορος» της Κυρτζάκη, ποιητής και άνθρωπος, σαν ήρωας τραγικός «κακοποιείται, γελοιοποιείται, διαπομπεύεται»,47 οδηγείται στη φθορά και τη σήψη‧ διχάζεται. Ο ήρωας οδηγείται σε μια σχιζοειδή συμπεριφορά βιώνοντας μια κατάσταση οριακού αδιεξόδου μεταξύ φωτός και ερέβους «φυσώντας η γλώσσα του στάχτη»,48 όπως στην Κόλαση της Θείας Κωμωδίας του Δάντη.49 Πολλά χρόνια αργότερα, ο «Χριστόφορος» θα «συναντηθεί» με τον «ποιητή» του Γιώργου Χειμωνά και τον «εχθρό» του (1990). Σ’ αυτό το τελευταίο αφήγημα του Χειμωνά, στον Εχθρό του ποιητή τα πρόσωπα του μύθου και της υπόθεσης συνεχώς κινούνται σαν εκκρεμές ανάμεσα στον ποιητή και τον εχθρό του. Οι διηγήσεις που εγκιβωτίζονται μέσα στο έργο, όπως η μπαλλάντα του Gwenk Hlan (Γκουένκ Χλαν), η οποία παρουσιάζεται να μεταφράζεται από την αδελφή του ποιητή Κυβέλη και εκφωνείται από την ίδια, εκφράζουν τη σχιζοφρενική υπόσταση των προσώπων, τη σχιζοφρενική υπόσταση του ποιητή και της ποιητικής συμπεριφοράς. «Η ποίηση ορίζεται έτσι ως δύοπτο κάτοπτρο: καθρεφτίζει τόσο τη θετική όψη του ποιητή, όσο και την αρνητική του εχθρού του», σχολιάζει ο Δημήτρης Μαρωνίτης στο κείμενό του για την πεζογραφία του Γιώργου Χειμωνά.50 Μπορεί για διαφορετικούς λόγους, αλλά και «ο ποιητής» του Χειμωνά και ο «Χριστόφορος» της Κυρτζάκη είναι δύο ποιητές που διχάζονται. «Diougan. Δεν θα πει Προφητεία θα πει Διπλός Λόγος…Ποίημα είναι ό,τι διά της βίας σώζεται από τον πόλεμο του ποιητή μ’ αυτόν τον πανίσχυρο φυσικό του εχθρό. Έτσι ζει πάντα ο ποιητής», γράφει ο Χειμωνάς.51
Τόσο στον Καρυωτάκη, όσο και στον Χειμωνά και στην Κυρτζάκη, ο ποιητής καταβαραθρώνεται, βιώνοντας μια κατάσταση μεταξύ πραγματικότητας και φαντασιακού, μεταξύ σκότους και φωτός, άγνοιας και γνώσης‧ περιγράφεται ουσιαστικά η περιπέτεια της ποιητικής λειτουργίας. Πρόκειται για ποιήματα-«δοκίμια αυτογνωσίας»52 και ποιητικής. Στον «Καιόμενο» του Τάκη Σινόπουλου «ο ποιητής μοιράζεται στα δυο».53 Στην Εταζέρα της Μαρίας Κυρτζάκη διχάζεται: «…οι ποιητές βουλιάζουνε στο φως/ ανέκραξε/ την ώρα που του φόρεσαν ζουρλομανδύα».54 Μένει μετέωρος «στο χείλος του κόσμου, δώθε απ’ το όνειρο και κείθε από τη γη…»,55 «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου…»#,56 στον Καρυωτάκη.
Η ανάγνωση των ποιημάτων της Κυρτζάκη στο σύνολό τους αφήνουν την αίσθηση μιας έντονης διαπάλης. Οι ιδεαλιστικές, πλατωνικές επιρροές συγκρούονται με τις υλιστικές ιδέες και στο τέλος οι πρώτες υποχωρούν. Όπως και ο Γιώργος Χειμωνάς το ίδιο και η Μαρία Κυρτζάκη αντιμετωπίζουν τον ιδεαλισμό στη λογοτεχνία περισσότερο ρομαντικά.57
«Η Αριάδνη» γίνεται στο τέλος «πρόσωπο υπαρκτό».58 «Συμπλεγμένες οι λέξεις σαν κακόμοιρες/ …σκλάβες λέξεις να κυλούν και να σέρνουνε/ …και να σπρώχνουν εννοιών αμαξώματα»:59 γράφει η Κυρτζάκη. Η σύσταση που αποδίδει στις λέξεις της αποτελούν μια άλλη διάσταση της ποιητικής της. «Η γλώσσα έχει νομοτέλεια ζωής».60 Οι λέξεις δεν επιζητούν την ένωση με το θείο. Ζητούν, όμως, την ένωση με τη γνώση και την αυτογνωσία. Οι λέξεις γεννιούνται από την ύλη, από το σώμα, από το «φως» της ανθρώπινης εμπειρίας και επιστρέφουν για να «φωτίσουν» πάλι τον άνθρωπο: «…και κρατώ μυστικά δροσερό/ τον πηλό που γεννάει τις λέξεις…και γαμήλιος ήλιος αφανίζει φωτίζοντας/ τις σκιές και τα πράγματα/ της υπάρξεως να φτιάξει και πάλι το δέρας./ Τότε ναι./ Ποταμάκια κυλούν στις πλαγιές / των σωμάτων/ και τα πρόσωπα γίνονται των ανθρώπων/ τα όνειρα».61 Οι λέξεις διαθέτουν μία σύσταση υλική, τους δίνει μορφή, τις προσωποποιεί, αιχμαλωτίζονται και ενσωματώνονται στο ποιητικό υποκείμενο: «… Αν βρω για να τις καλλωπίσω/ (σαν μάγουλα Αμερικάνας θείας)/ …να τις κρατήσω κύτταρα στον χρόνο της σαρκός μου».62
Στην ύστερη παραγωγή της, οι λέξεις αποκτούν ένα περιεχόμενο ακόμα πιο στιβαρό και μια άλλη αποστολή, στραμμένη εντονότερα και λιγότερο κρυπτικά στην κοινωνικοπολιτική κατάσταση και επικαιρότητα. Οι λέξεις της τέμνονται με τις λέξεις του Άρη Αλεξάνδρου. Η αγωνία για τη λειτουργικότητά τους και τη σωστή απόδοσή τους είναι και στους δύο ποιητές κοινή, η σύστασή τους επίσης: «Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν/ με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων./Πάσχισε νά ‘ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας/ όπως κάθε δάχτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί του χέρι./ Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού/ να συνεφέρουν με χαστούκια/ όσους λιποθύμησαν/ μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους».63 Εξίσου ενδεικτικοί είναι και οι παρακάτω στίχοι. Οι πρώτοι αποτελούν απόσπασμα από το ποίημα «Συνομιλώ άρα υπάρχω» από τη συλλογή Ευθύτης Οδών (1959) του Άρη Αλεξάνδρου και το δεύτερο ποίημα «Το μαχαίρι» από την ίδια πάλι συλλoγή: «…Με λέξεις τριμμένες με παρομοιώσεις μεταφορές κι αναλογίες/ πασχίζω να μιλήσω/ σαν τον μουγγό που θέλει να σου δείξει πως πονάει/ και μπήγει το καρφί μέσα στο μήλο./ Η ύπαρξη ποιητών/ πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα/ όπως το πρώτο κερί/ πιστοποίησε το σκοτάδι»64 και αλλού: «Όπως αργεί τ’ ατσάλι να γίνει κοφτερό και χρήσιμο μαχαίρι/ έτσι αργούν κ’ οι λέξεις ν’ ακονιστούν σε λόγο./ Στο μεταξύ/ όσο δουλεύεις στον τροχό/ πρόσεχε μην παρασυρθείς/ μην ξιπαστείς/ απ’ τη λαμπρή αλληλουχία των σπινθήρων./ Σκοπός σου εσένα το μαχαίρι».65
Στο ποίημά του «Εισήγηση»,66 όπως και παραπάνω στο «Μαχαίρι» ο Άρης Αλεξάνδρου καταδικάζει την αποκοπή του ποιητή από τους πόθους του λαού όταν πασχίζει μόνο για τις λέξεις και «ο ποιητής ξεκομμένος…/καταντάει τελικά να μην πασχίζει γι’ άλλο/ παρά μονάχα πως θα πει την προσωπική του αλήθεια/ καταντάει να λέει τις σφαίρες σφαίρες/ και τους πληγωμένους πληγωμένους/ κι όλο το πρόβλημά του στενεύει μες στα όρια/ μιας αναζήτησης σωστού λεξιλογίου…». Η ποίηση δικαιώνεται όταν συνδέεται με την ιστορία, την πολιτική, την κοινωνία, επισημαίνοντας την αδικία, τον αμοραλισμό, τη φαυλότητα και την ανισότητα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, είναι πολλά τα ποιήματα της Μαρίας Κυρτζάκη που κινούνται κοντά στην ποιητική του Αλεξάνδρου και προτείνουν τη σύνδεση του ποιητή με την κοινωνία: «Τώρα είναι που πρέπει να ψάξεις τον Οδυσσέα/ Όχι για να σου φτιάξει κάποιο δούρειο ίππο/ Που θα σε κάνει θριαμβευτή στο Ίλιον/Μα να σε φέρει στην αίθουσα με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες/ Να δεις πόσο εύκολα χάνεται το πρόσωπο/ Να σου μάθει όλα τα τερτίπια της φάρας του./ Πως κρατήθηκε ανέπαφος στο ραβδί της Κίρκης/ Όταν το ραδιόφωνο ούρλιαζε:/ Ουδέν έγκλημα διεπράχθη./ Η χώρα τελεί εν ασφαλεία.» Ο ποιητής δεν μπορεί να μείνει αδιάφορος και απαθής. Το παραπάνω απόσπασμα με τον υπότιτλο «Υστερόγραφο» ανήκει στο ποίημα «Επιστολή στον Ιωνά» της συλλογής Ο Κύκλος (1976), με ποιήματα που βάσει των χρονολογιών έκδοσής τους γράφτηκαν στις μέρες της χούντας των συνταγματαρχών (1967-1974) και σε αυτές υπό τη σκιά της, στα χρόνια που ακολούθησαν της κατάρρευσής της.
Σ’ αυτήν την ποίηση, της περιόδου 1976-1978, την περισσότερο πολιτικοποιημένη, αφήνοντας τον αλληγορικό και παραβολικό τρόπο γραφής, επιστρέφει στη διάρκεια της δεκαετίας που πέρασε από τη συγκεντρωτική έκδοση του έργου της ως τον θάνατό της, το 2016. Αν και δεν εξέδωσε άλλη ποιητική συλλογή, δημοσίευσε μια σειρά ποιημάτων στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο.67 Το δράμα των εμφυλίων της δεκαετίας του 1990 στα Βαλκάνια αποτυπώνεται στα «Βαριά Τσιγάρα». Η γνωριμία της Κυρτζάκη με τον μουσουλμάνο ποιητή και πεζογράφο Φαρούκ Σεΐκ έπαιξε καθοριστικό ρόλο: «Φαρούκ Σεΐκ, Βόσνιε κι Ερζεγοβίνιε και/ Κροάτη και πως και σε ποια εθνικότητα/ δεν ξέρω κι ούτε τ’ αποφασίζει το μελάνι μου,/ Βοσνία ή Ερζεγοβίνη ένας άνθρωπος πεθαίνει/ κι η κραυγή του Μουνκ φορεμένη πάνω σου…».68
Την άνοιξη του 2010 σε μια εποχή που η χώρα βυθίζεται στην οικονομική και αξιακή κρίση και ενώ τον Δεκέμβρη του 2008 έχει προηγηθεί η δολοφονία του εφήβου Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, δημοσιεύει το ποίημα «Έρωτας»: «…Απελπισμένος ο έρωτας στους δρόμους/ πάλι ψωμί πάλι/ ελευθερία δεν σε αναγνωρίζω/ πρόσωπό μου. Τα χρόνια δάκρυα/ κυλούν και η ιστορία φάρσα/ επαναληπτική της σφαίρας».69 Το 2012 συγκλονισμένη από τη δημόσια διαπόμπευση των οροθετικών-ιερόδουλων γυναικών της Αθήνας δημοσιεύει στις «Αναγνώσεις» της εφημερίδας Αυγή (21 Ιουλίου) το ποίημα «Σώμα-γυμνό»: «Χαρακιές η ζωή σου και το σώμα σου/ ξύλο σε ιδιωτική συλλογή/– η χοάνη σου δημόσιος κίνδυνος./ (Εξαρχής υπό καθεστώς/ η κρίση μού περισσεύει)/ Τι ποίημα ότι θα έγραφα για σένα, σώμα μου».70 Ο τελευταίος στίχος είναι ενδεικτικός της λεπτής ποιητικής ευαισθησίας και ενσυναίσθησης.
Η ποιητική περιπέτεια της Μαρίας Κυρτζάκη μοιάζει με μια διαρκή διαπάλη ανάμεσα στο φαντασιακό και το πραγματικό, κατάδυση και ανάδυση χρησιμοποιώντας λέξεις, που αναζητούν το φως, τη γνώση και την αυτογνωσία‧ μοιάζει με ανάδυση από το «βάθος του πνιγμού», όπου «ανακαλύπτει κοράλλια και μαργαριτάρια και θησαυρούς ναυαγισμένων πλοίων…».71 Αφομοιώνει την ποιητική των Μετασυμβολιστών ποιητών, του Καρυωτάκη κυρίως, –όπως προσπαθήσαμε να αναδείξουμε μέσα από μια διακειμενική προσέγγιση– την έννοια του «τραγικού» των δραματικών ποιητών και τη σκέψη των φιλοσόφων της ελληνικής αρχαιότητας, τις Ιδέες του Πλάτωνα που τις υιοθετεί, τις αμφισβητεί και τις επανεξετάζει, τη σκέψη του Ηράκλειτου και του Εμπεδοκλή.72 Με την οξυμένη της ευαισθησία προσπαθεί να καταδείξει τα ανήκουστα και αθώρητα73 αιωρούμενη στον χωροχρόνο της ετερότητας και της καθημερινής της πραγματικότητας, μεταξύ ερέβους και φωτός, σώματος/ύλης και ιδεών, μέρας και νύχτας, σιωπής και φωνής, εν μέσω αντιθέτων δυνάμεων, Φιλότητας και Νείκους‧ αιωρούμενη σ’ έναν τόπο σκληρό, απογυμνωμένο από την ομορφιά της φύσης, σαν ένα πουλί που παλεύει να πετάξει και τελικά, μέσα στο αφιλόξενο και εχθρικό περιβάλλον πέφτει νεκρό στη μέση της ασφάλτου. Η ποιήτρια βυθίζεται και αναδύεται στο «φως της σιωπής», ένα «φως που επιτρέπει και παραχωρεί η νύχτα, αφού η γλώσσα μπορεί».74