Ερωτική όραση και ενόραση στη συλλογή «Λιγοστό και να χάνεται» της Μαρίας Κυρτζάκη

Σε ηχογράφηση εκπομπής της στο στούντιο της ΕΡΤ. Αρχές της δεκαετίας του ᾽90.
Σε ηχογράφηση εκπομπής της στο στούντιο της ΕΡΤ. Αρχές της δεκαετίας του ᾽90.


Δεν θα ξε­μπλέ­ξο­με πο­τέ με την αί­σθη­ση. Όλα τα ορ­θο­λο­γι­στι­κά συ­στή­μα­τα θα απο­δει­χθούν μια μέ­ρα ανυ­πο­στή­ρι­κτα στο μέ­τρο που προ­σπα­θούν, αν όχι να την πε­ριο­ρί­σουν στο έσχα­το, του­λά­χι­στον να μη την αξιο­λο­γή­σουν στις φαι­νο­με­νι­κές της υπερ­βο­λές.1

Θα ενδυθεί η Αφή βασιλικά ενδύ-
ματα – η Ακοή αναλαμβάνει επο-
πτεία του παντός φρουρός καλός της
Έλευσης, και η Γεύση επλημμύρι-
σε ηδονή. Δούλη ταπεινή η Όσφρη-
ση που ετοιμάζει
2

γρά­φει στην τε­λευ­ταία συλ­λο­γή της το 2002 η Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, με τί­τλο Λι­γο­στό και να χά­νε­ται. Οι στί­χοι αυ­τοί δεν επι­σφρα­γί­ζουν μό­νο το νό­η­μα του μπρε­το­νι­κού αφο­ρι­σμού που πα­ρα­τέ­θη­κε εδώ ως μό­το. Κυ­ρί­ως φω­τί­ζουν εκ των υστέ­ρων την κυ­ριαρ­χι­κή πα­ρου­σία των αι­σθή­σε­ων στο εκ­δο­μέ­νο έρ­γο τριά­ντα ετών, ενώ εκ των προ­τέ­ρων επι­βε­βαιώ­νουν την ύπαρ­ξή τους και στα υπό­λοι­πα ποι­ή­μα­τα που σκόρ­πια δη­μο­σί­ευ­σε η ίδια σε διά­φο­ρα έντυ­πα τα υπό­λοι­πα δε­κα­τέσ­σε­ρα χρό­νια της ζω­ής της.3 Πρω­τα­γω­νι­στι­κή θέ­ση ανά­με­σα στις αι­σθή­σεις κα­τέ­χει το βλέμ­μα, ένα βλέμ­μα που από το 1973 μέ­χρι το 2002 αλ­λά­ζει ρό­λους, με­τε­ξε­λίσ­σε­ται, εσω­τε­ρι­κεύ­ε­ται, με­του­σιώ­νει και με­του­σιώ­νε­ται.

Στις πρώ­τες συλ­λο­γές το βλέμ­μα ανα­δει­κνύ­ει τον κοι­νω­νι­κό και πο­λι­τι­κό προ­βλη­μα­τι­σμό της ποι­ή­τριας, όπως στις Λέ­ξεις, την “πρώ­τη”4 της επί­ση­μη συλ­λο­γή, όπου οι οπτι­κοί αι­σθη­τή­ρες του άλ­λου ει­κο­νο­ποιούν την εξου­σια­στι­κή μα­νία της χού­ντας και το υπαρ­ξια­κό αδιέ­ξο­δο του υπο­κει­μέ­νου που τη βιώ­νει: «Τα μά­τια σου που από­φυ­γαν την πλά­νη / Που ήθε­λαν να απο­φύ­γουν την πλά­νη / Τα μά­τια σου που βού­λια­ξαν / Κι έμει­νες τώ­ρα σαν τη γά­τα / Στη μέ­ση της ασφάλ­του» (σ. 38). Τα Δέ­κα μι­κρά ποι­ή­μα­τα (1981) φαί­νε­ται να εί­ναι με­τα­βα­τι­κά στην ποι­η­τι­κή εξέ­λι­ξη της Κυρ­τζά­κη. Όπως ση­μειώ­νει και η Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, με­τα­ξύ αυ­τών και της ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής που έχει προη­γη­θεί (Η ετα­ζέ­ρα, 1978) ση­μειώ­νε­ται μια στρο­φή από το δη­μό­σιο στο ιδιω­τι­κό, από την “ανοι­χτή” κοι­νω­νι­κή κα­ταγ­γελ­τι­κό­τη­τα στην “κλει­στή”, οδυ­νη­ρή, αστι­κή ζωή, αν και προ­σω­ρι­νά τα ποι­ή­μα­τα αυ­τά ακο­λου­θούν και την αντί­στρο­φη πο­ρεία, «χαρ­το­γρα­φούν την αντί­θε­ση αλ­λά και εντέ­λει την επώ­δυ­νη αλ­λη­λο­διείσ­δυ­ση του προ­στα­τευ­τι­κού προ­σω­πι­κού χώ­ρου και του απει­λη­τι­κού εξω­τε­ρι­κού κό­σμου».5 Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι σε αυ­τήν τη συλ­λο­γή η οπτι­κή δρά­ση κα­θί­στα­ται προ­βλη­μα­τι­κή, σχε­δόν εξα­φα­νί­ζε­ται. «Για να σε κοι­τά­ξω / Ζω­γρα­φί­ζω τρυ­πού­λες στο τζά­μι» (σ. 91) ακού­γε­ται να λέ­ει η ποι­η­τι­κή φω­νή, πε­ρι­γρά­φο­ντας τα εμπό­δια που ορ­θώ­νο­νται στην οπτι­κή επα­φή με τον άλ­λο.

Από εκεί και έπει­τα, η Κυρ­τζά­κη, ακο­λου­θώ­ντας επί­μο­να και επί­πο­να τα ίχνη του γυ­ναι­κεί­ου της ψυ­χι­σμού, θα εστιά­σει την προ­σο­χή της σε πιο εσω­τε­ρι­κά θέ­μα­τα, με εμ­βλη­μα­τι­κό εκεί­νο της επι­θυ­μί­ας και της εμπει­ρί­ας του έρω­τα. Επει­δή όμως εδώ λαν­θά­νει και μια πα­ρα­νό­η­ση, ας μη νο­μι­σθεί ότι η Κυρ­τζά­κη γρά­φει για τις γυ­ναί­κες, για γυ­ναι­κεία ζη­τή­μα­τα απο­κλει­στι­κά. Σκο­πός μου δεν εί­ναι να ανα­κι­νή­σω εδώ τον αδό­κι­μο, πε­ριο­ρι­στι­κό και αρ­κε­τά απο­προ­σα­να­το­λι­στι­κό όρο της «γυ­ναι­κεί­ας ποί­η­σης». Η στέ­ρεη φι­λο­λο­γι­κή και φι­λο­σο­φι­κή προ­παί­δεια της Κυρ­τζά­κη (αρ­χαία και νέα, ελ­λη­νι­κή και ξέ­νη), όχι ως προ­βο­λή δι­δα­κτι­κής και σχο­λα­στι­κι­στι­κής διά­θε­σης αλ­λά ως αγά­πη για τη γνώ­ση, εξου­δε­τε­ρώ­νει τις πο­λι­τι­σμι­κές ση­μάν­σεις του πε­δί­ου λό­γου της «γυ­ναι­κεί­ας γρα­φής», αφού στό­χος γί­νε­ται η κα­θο­λί­κευ­ση των νοη­μά­των, υπερ­κε­ρά­ζο­ντας έτσι κά­θε προ­σπά­θεια κα­θή­λω­σης της ποί­η­σής της σε έμ­φυ­λες κα­τη­γο­ριο­ποι­ή­σεις.6 Το γυ­ναι­κείο υπο­κεί­με­νο, βέ­βαια, εί­ναι πά­ντα πα­ρόν, άλ­λο­τε δυ­να­μι­κά και άλ­λο­τε πιο δια­κρι­τι­κά, όπως στη συλ­λο­γή που θα εξε­τά­σω. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι στη συλ­λο­γή Η γυ­ναί­κα με το κο­πά­δι (1982), οι στί­χοι ρη­τά θα δια­κη­ρύ­ξουν την προ­σω­πι­κή πρω­το­κα­θε­δρία της ποι­ή­τριας με ό,τι η ίδιας ως οντό­τη­τα και ψυ­χο­σύν­θε­ση φέ­ρει:

Σε τελευταία ανάλυση
Για τη δικιά μου πρόκειται υποκειμενικότητα
Για του υποκειμένου μου
Την αναμφισβήτητη ιδιοκτησία
(σ. 118)

Τα πα­ρα­πά­νω σχό­λια προ­κα­τα­βο­λι­κά ξε­δια­λύ­νουν κά­θε εν­δε­χό­με­νη πλά­νη ότι το βλέμ­μα στην ποί­η­ση της Κυρ­τζά­κη (ή γε­νι­κώς η ποί­η­σή της) εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­νο στην ανα­μέ­τρη­ση με έναν φαλ­λο­κε­ντρι­κό λό­γο, τη βυ­θο­μέ­τρη­ση του εξο­βε­λι­σμού της γυ­ναί­κας από τον αν­δρο­κρα­τού­με­νο χώ­ρο ή την ανα­τρο­πή της εξου­σια­στι­κής και χει­ρα­γω­γι­κής θέ­α­σης της γυ­ναί­κας από τον έτε­ρο-άν­δρα στο εύ­ρος του δυ­τι­κού πο­λι­τι­σμού.7 Ασχέ­τως αν η ίδια η ποί­η­ση γραμ­μέ­νη από μια γυ­ναί­κα απο­τε­λεί χει­ρο­νο­μία που υπο­σκά­πτει και απο­δο­μεί, ώς ένα βαθ­μό, τους μη­χα­νι­σμούς εδραί­ω­σης της αν­δρι­κής ταυ­τό­τη­τας, το βλέμ­μα εδραιώ­νει την αρ­χε­τυ­πι­κή διά­στα­ση του έρω­τα ως αρ­ρα­γούς ενό­τη­τας, όπως, για πα­ρά­δειγ­μα, στη μυ­στη­ρια­κή Ημέ­ρια Νύ­χτα (1989). Η διο­νυ­σια­κή έκ­στα­ση που δια­κρί­νει τη συλ­λο­γή αυ­τή, σι­κε­λια­νι­κώ τω τρό­πω,8 συ­νι­στά επι­στρο­φή στην αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή μυ­στι­κι­στι­κή ένω­ση άν­δρας και γυ­ναί­κα. Από την άπο­ψη αυ­τή εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή, στο τέ­ταρ­το ποί­η­μα, η προ­σπά­θεια ταύ­τι­σης του ερω­τι­κού ζεύ­γους μέ­σα από το βλέμ­μα, κα­θι­στώ­ντας όχι τον έναν αντα­νά­κλα­ση του άλ­λου αλ­λά ενώ­νο­ντάς τους από­λυ­τα:

        Τα μά­τια του στα μά­τια μου φο­ρά
                        Τα μά­τια μου απα­σχο­λεί στα δά­χτυ­λά του

                        Απε­ποι­ή­θη όλα τ’ άλ­λα του χρυ­σα­φι­κά. (σ. 164)

Πα­ρ’ όλα αυ­τά, ο άντρας δεν κα­τα­φέρ­νει πά­ντα να αιχ­μα­λω­τί­σει τη γυ­ναί­κα μέ­σα του ή το αντί­στρο­φο. Στις επό­με­νες δύο συλ­λο­γές που ακο­λου­θούν, Σχι­στή Οδός (1992) και Μαύ­ρη Θά­λασ­σα (2000), το βλέμ­μα επα­νέρ­χε­ται στα­θε­ρά μέ­σα στους στί­χους, ώσπου το 2002, στη συλ­λο­γή Λι­γο­στό και να χά­νε­ται, θα απο­κτή­σει λει­τουρ­γι­κό ρό­λο μέ­σα από τη συ­μπλο­κή του με το δί­δυ­μο φως και σκο­τά­δι, απο­δει­κνύ­ο­ντας πως ο έρω­τας εί­ναι μια άνι­ση μά­χη με ακα­θό­ρι­στο απο­τέ­λε­σμα. Το έρ­γο αυ­τό απο­τε­λεί­ται από ένα άτι­τλο ει­σα­γω­γι­κό τε­τρά­στι­χο, δύο ποι­ή­μα­τα –«Ιστο­ρία» και «Εν­δυ­μί­ων»- και δύο ενό­τη­τες – «Σκο­τά­δι σώ­μα» και «Όνει­ρο». Αν και η ση­μα­σια­κή και δια­κει­με­νι­κή δο­μή του πρώ­του ποι­ή­μα­τος έχει ανα­λυ­θεί εκτε­νώς από την Βο­για­τζό­γλου, θα στα­θώ σε ένα ση­μείο κομ­βι­κό του δι­κού μου προ­βλη­μα­τι­σμού.

Το βλέμ­μα στην ψυ­χα­νά­λυ­ση επι­τε­λεί έναν πο­λυ­ε­πί­πε­δο ρό­λο. Δεν εί­ναι μό­νο το εφαλ­τή­ριο της ενόρ­μη­σης αλ­λά προσ­διο­ρί­ζει τον τρό­πο από­κτη­σης ταυ­τό­τη­τας του υπο­κει­μέ­νου, ενώ μπο­ρεί και να οδη­γή­σει στη συσ­σώ­ρευ­ση δυ­σφο­ρι­κών αι­σθη­μά­των. Ακο­λου­θώ­ντας αδρο­με­ρώς τη λα­κα­νι­κή ψυ­χα­νά­λυ­ση, στο γνω­στό «στά­διο του κα­θρέ­φτη» το μω­ρό κα­τα­κτά την ει­κό­να του εαυ­τού του μέ­σα από την αντα­νά­κλα­σή του στο βλέμ­μα του άλ­λου, της μά­νας. Αρ­γό­τε­ρα, όμως, όταν το άτο­μο ει­σχω­ρεί στην τά­ξη της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και απο­δέ­χε­ται τους πε­ριο­ρι­σμούς που αυ­τή επι­βάλ­λει, το βλέμ­μα κα­θί­στα­ται ο επι­σφα­λής πα­ρά­γο­ντας που κα­τευ­θύ­νει την επι­θυ­μία.9 Στην πε­ρί­πτω­ση που το υπο­κεί­με­νο κα­τα­λή­γει μέ­σω του βλέμ­μα­τος στην από­λυ­τη ταύ­τι­ση με το αντι­κεί­με­νο της επι­θυ­μί­ας, τό­τε εκ­δη­λώ­νε­ται η δυ­σφο­ρία της από­λαυ­σης, δη­λα­δή η ψύ­χω­ση. Συ­νε­πώς, στο εύ­ρος της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας το υπο­κεί­με­νο κα­λεί­ται πά­ντα να εξαι­ρεί κά­τι από τον χώ­ρο της επι­θυ­μί­ας.10 Με άλ­λα λό­για, εί­μα­στε υπο­χρε­ω­μέ­νοι να συν­θη­κο­λο­γού­με με την ελ­λει­μα­τι­κή φύ­ση της επι­θυ­μί­ας, κα­τα­νο­ώ­ντας την ίδια στιγ­μή ότι η ίδια απου­σία χα­ρα­κτη­ρί­ζει και τον άλ­λο. Για να θυ­μη­θού­με την πε­ρί­φη­μη φρά­ση του Arthur Rimbaud: «Εγώ εί­ναι ένας άλ­λος». Τι άλ­λο μας μα­θαί­νουν οι λέ­ξεις αυ­τές πα­ρά το ασύμ­πτω­το της εξο­μοί­ω­σης των ερω­τευ­μέ­νων. Επί του θέ­μα­τος αυ­τού, η Βο­για­τζό­γλου γρά­φει πως το ποί­η­μα «Ιστο­ρία» εί­ναι «ένα υπαι­νι­κτι­κό σχό­λιο για την αδυ­να­μία των αν­θρώ­πων να επι­κοι­νω­νή­σουν βα­θιά, να βιώ­σουν τον έρω­τα στην πλη­ρό­τη­τά του και να απο­δε­χτούν το αδύ­να­το της ερω­τι­κής ταύ­τι­σης»:11

Τι μοναξιά Θεέ μου και πού μας έσπειρες
και δεν μας ελυπήθης
Δεν τον λυπήθηκα
Τα μάτια της τώρα
ενδιαφέρθηκαν κάπως νοστάλγησαν.
Μια παλιά ευτυχία φάνηκε που
είτε την έζησε είτε
την διάβασε στην παλάμη
. (σ. 297)

Ανα­πό­φευ­κτα η εμπλο­κή του ατό­μου στο πε­δίο του έρω­τα προ­ϋ­πο­θέ­τει την αμ­φίρ­ρο­πη κα­τά­στα­ση με­τα­ξύ της μο­να­ξιάς και της ανά­μνη­σης μιας χα­μέ­νης ευ­δαι­μο­νί­ας. Αν πα­ρα­τη­ρή­σει κα­νείς συ­ντα­κτι­κά τους προη­γού­με­νους στί­χους θα δια­πι­στώ­σει την εναλ­λα­γή πρω­το­πρό­σω­πης και τρι­το­πρό­σω­πης αφή­γη­σης, κά­τι που αφε­νός δη­λώ­νει τη συγ­χώ­νευ­ση της ποι­η­τι­κής και της αφη­γη­μα­τι­κής φω­νής του ποι­ή­μα­τος, αφε­τέ­ρου αυ­τό το πέ­ρα­σμα από την υπο­κει­με­νι­κή στην αντι­κει­με­νι­κή οπτι­κή εξει­κο­νί­ζει τη διά­σπα­ση που βιώ­νει ο ερω­τευ­μέ­νος. Κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να πε­ρι­δι­νεί­ται στο χεί­λος του δι­χα­σμού, ανα­γκά­ζε­ται να συμ­βι­βά­ζε­ται με την επώ­δυ­νη και συ­νά­μα ηδο­νι­κή φύ­ση του έρω­τα. Η δια­φο­ρο­ποί­η­ση του γραμ­μα­τι­κού προ­σώ­που, η οποία μά­λι­στα για πρώ­τη φο­ρά λε­κτι­κο­ποιεί­ται μέ­σω του βλέμ­μα­τος («τα μά­τια νο­στάλ­γη­σαν»), επι­σφρα­γί­ζει το μέ­σα-έξω της ποι­ή­τριας-αφη­γή­τριας από την επι­θε­τι­κή στην υπο­χω­ρη­τι­κή στά­ση μπρο­στά στον έρω­τα. Από τη διεκ­δι­κη­τι­κή μα­νία του έρω­τα, η οποία ενί­ο­τε της χα­ρί­ζει και εκλάμ­ψεις αυ­το­γνω­σί­ας, όπως η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της μο­να­ξιάς του ερω­τευ­μέ­νου, η πρω­τα­γω­νί­στρια του ποι­ή­μα­τος αντι­κρύ­ζει πιο ου­δε­τε­ρο­ποι­η­μέ­να την κα­τά­στα­σή της, εν­θυ­μού­με­νη την ευ­φο­ρι­κή βί­ω­ση της επι­θυ­μί­ας στο πα­ρελ­θόν. Άλ­λω­στε, όπως υπο­στη­ρί­ζει η Αν Κάρ­σον: «η εμπει­ρία του έρω­τα εί­ναι μια με­λέ­τη των αμ­φι­ση­μιών του χρό­νου».12 Από εκεί και πέ­ρα, ο μό­νος τρό­πος για να ανα­πλη­ρω­θεί το ελ­λι­πές πα­ρόν εί­ναι η συ­νε­χής κα­τα­φυ­γή στη φα­ντα­σί­ω­ση, προς την οποία μας προ­σα­να­το­λί­ζει το ει­σα­γω­γι­κό μέ­ρος της συλ­λο­γής:

        Έσκυ­ψε το φι­λί γο­νά­τι­σε
                        Σαν Εν­δυ­μί­ων το φι­λί
                        και υπέ­κυ­ψε
                        στην φα­ντα­σί­ω­ση του έρω­τα. (σ. 295)

Η Κυρ­τζά­κη, το­πο­θε­τώ­ντας ως μό­το της συλ­λο­γής αυ­τής τον μπορ­χε­σια­νό αφο­ρι­σμό «Όλες οι λέ­ξεις ανά­με­σα σε δύο αν­θρώ­πους απαι­τούν μια κοι­νή εμπει­ρία», με πλά­γιο τρό­πο μας προ­δια­θέ­τει για την αμ­φί­βο­λη πραγ­μά­τω­ση της επι­κοι­νω­νια­κής διά­στα­σης της γλώσ­σας των ερω­τευ­μέ­νων. Ωστό­σο, η ίδια δεν απο­γοη­τεύ­ε­ται. Οι ρωγ­μές της επι­κοι­νω­νί­ας μπο­ρούν να απο­κα­τα­στα­θούν για λί­γο. Αυ­τό που απαι­τεί­ται εί­ναι η ανά­δρο­μη στρο­φή του μα­τιού, η σκό­πευ­ση του βλέμ­μα­τος όχι προς τα έξω αλ­λά προς τα μέ­σα, «Εκεί, εκεί που βα­θιά στο σκο­τει­νό το / φως όπου ερί­ζω­σε ο κό­σμος» (σ. 331). Η μυ­στι­κι­στι­κή αχλύ με την οποία εί­ναι εν­δε­δυ­μέ­νο το ποι­η­τι­κό ιδί­ω­μα της Κυρ­τζά­κη (η απου­σία στί­ξης, η μαιαν­δρι­κή σύ­ντα­ξη με τις αιφ­νί­διες με­τα­θέ­σεις των υπο­κει­μέ­νων / αντι­κει­μέ­νων, οι μη ανα­με­νό­με­νες εναλ­λα­γές των χρό­νων κ.λπ.) σκο­πό δεν έχει να συ­σκο­τί­σει το νό­η­μα και να εμπο­δί­σει τον ανα­γνώ­στη να το κα­τα­κτή­σει. Όπως γρά­φει και η Marie-Cécile Fauvin στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, «η Μα­ρία πί­στευε ότι η γλώσ­σα μάς υπερ­βαί­νει, μάς κυ­ριεύ­ει και όχι το αντί­θε­το». Η κα­τα­φυ­γή της στη μυ­στι­κι­στι­κή σύλ­λη­ψη του κό­σμου εί­ναι ακρι­βώς η ανα­πα­ρά­στα­ση της προ­σπά­θειας του αν­θρώ­που να τι­θα­σεύ­σει τα υλι­κά και άυ­λα απο­τυ­πώ­μα­τα του επι­κοι­νω­νια­κού συ­στή­μα­τος. Στην άνι­ση αυ­τή μά­χη, το νό­η­μα εμπε­δώ­νε­ται στα όρια του σώ­μα­τος και του πνεύ­μα­τος και, για τον λό­γο αυ­τό, απαι­τεί­ται η κρά­ση των αντι­θέ­των. Προς αυ­τή τη λύ­ση μας πα­ρο­τρύ­νει, με τον τί­τλο και μό­νο, να στρέ­ψου­με την προ­σο­χή μας η ενό­τη­τα «Σκο­τά­δι σώ­μα». Τα αι­σθη­τη­ρια­κά ερε­θί­σμα­τα εί­ναι η μια όψη της οντο­λο­γι­κής εν­νοη­μα­τώ­σε­ως του κό­σμου. Από μό­να τους όμως δεν αρ­κούν για την προ­σέγ­γι­ση της αλή­θειας:

                        Για­τί χά­νε­ται το σώ­μα της αφής
                        εχά­θη. Και τα συ­ντρίμ­μα­τα ψη­φί-
                        δες γί­νο­ντας ει­κό­νας – το μά­τι του
                        αν­θρώ­που για να βλέ­πει
(σ. 307).

Το κλει­δί λοι­πόν στον μυ­στι­κι­στι­κό λυ­ρι­σμό της ενό­τη­τας αυ­τής εί­ναι η στρο­φή από τα έξω προς τα μέ­σα, η εστί­α­ση από το σώ­μα και τη γνώ­ση που αυ­τό προ­σφέ­ρει κα­τά τη διά­δρα­σή του με τον εξω­τε­ρι­κό κό­σμο στα μύ­χια της ψυ­χής, στους δια­δρό­μους της οποί­ας ενοι­κεί μια άλ­λη μορ­φή γνώ­σης. Με θε­α­τρι­κή δρα­μα­τι­κό­τη­τα (μην ξε­χνά­με άλ­λω­στε ότι το «Σκο­τά­δι σώ­μα» με αλ­λοιω­μέ­νη μορ­φή και τί­τλο Τυ­φώ πα­ρου­σιά­στη­κε ως μο­νό­λο­γος στο Απλό Θέ­α­τρο το 1997) που προ­σι­διά­ζει στο τε­λε­τουρ­γι­κό ύφος του λό­γου, και παί­ζο­ντας με τη ρη­μα­τι­κή ση­μα­σία του τύ­φω/τυ­φώ, δη­λα­δή ση­κώ­νω κα­πνό, με κα­πνό πε­ρι­βάλ­λω (πρό­κει­ται για αυ­το­σχό­λιο της ίδιας της Κυρ­τζά­κη, βλ. σ. 345) δη­λώ­νε­ται η αλ­λα­γή οπτι­κής. Το στοι­χείο της θε­α­τρι­κό­τη­τας13 απο­κτά στο ση­μείο αυ­τό ιδιαί­τε­ρη ση­μα­σία. Το πα­ρα­κά­τω από­σπα­σμα (όπως και το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος της ώρι­μης ποί­η­σης της Κυρ­τζά­κη), με τη ρυθ­μι­κή του το­νι­κό­τη­τα και μια υπο­γειω­μέ­νη μου­σι­κό­τη­τα, θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να απαγ­γέλ­λε­ται από έναν τύ­ποις χο­ρό αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κής τρα­γω­δί­ας, ο οποί­ος, με τη δια­λειμ­μα­τι­κή του συμ­με­το­χή, ήταν επι­φορ­τι­σμέ­νος να υπο­γραμ­μί­ζει το νοη­μα­τι­κό από­σταγ­μα των όσων δια­δρα­μα­τί­ζο­νταν επί σκη­νής:

Ω μεγάλες συλλαβές της νύχτας!  ——ΕΡΙΧ ΑΡΕΝΤ

Σαν γνώση ολόκληρη ενδύεται η
Τυφώ το σώμα της. Την χώρα της

απλώνει από μέσα βαθύ βαθύ της
νύχτας και παρέξω σαν ακρογια-

λιά ανοίγει με θάμβος πως στολί-
ζεται κι ομίχλη. Άσπρος καπνός

θαμπός σαν τείχος που υψώνεται
– μη γελαστεί το μάτι πως ανά-
βλεψε και χάσει η όραση το μέσα βλέμμα.

Το μυ­στη­ρια­κό κλί­μα που ενορ­χη­στρώ­νει το δια­κύ­βευ­μα των στί­χων, δη­λα­δή τη ζω­τι­κή επε­νέρ­γεια του εσω­τε­ρι­κού βλέμ­μα­τος, εντεί­νει η δια­κει­με­νι­κή συ­νο­μι­λία με τον Γερ­μα­νό ποι­η­τή Erich Arendt, όχι τό­σο για­τί και ο ίδιος κι­νή­θη­κε με τους στί­χους του στις πα­ρυ­φές του θε­α­τρι­κού λό­γου όσο για την ανί­χνευ­ση των εξ­πρε­σιο­νι­στι­κών και ερ­μη­τι­κών ιδιο­τή­των της λυ­ρι­κής γλώσ­σας. Η μυ­στη­ρια­κή νύ­χτα απο­γειώ­νει ακό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο το αί­σθη­μα της αγω­νί­ας για την εύ­ρε­ση του εσω­τε­ρι­κού φω­τός. Όσον αφο­ρά τη μου­σι­κό­τη­τα του λό­γου δε, η επί­δρα­ση του ορ­φι­σμού φαί­νε­ται να λει­τουρ­γεί δρα­στι­κά. Σαν μια άλ­λη πλα­τω­νι­κή Διο­τί­μα, εμπο­τι­σμέ­νη από το ορ­φι­κό ιδε­ώ­δες, η Κυρ­τζά­κη “ιε­ρουρ­γεί” με­λω­δι­κά14 την ενό­τη­τα σώ­μα­τος και πνεύ­μα­τος.15 Ή ακό­μη, σαν ένας άλ­λος Rilke, ανα­κα­λεί τον Ορ­φέα ως τον αρ­χαίο σα­μά­νο που με τη λύ­ρα και τον λό­γο του «με­τα­μορ­φώ­νει τον ορα­τό, πρω­το­φα­νή κό­σμο σε μια “αό­ρα­τη” πνευ­μα­τι­κή έντα­ση, πλη­ρό­τη­τα και νό­η­μα»16 (μην ξε­χνά­με και την πα­ρου­σία της μά­γισ­σας Κίρ­κης στην «Ιστο­ρία», σ. 297).

Σκο­τά­δι και φως εί­ναι οι δύο πό­λοι ανά­με­σα από τους οποί­ους χά­σκει ανοι­χτό το βλέμ­μα του αν­θρώ­που, με­τε­ω­ρι­ζό­με­νο όχι ανά­με­σα σε αντι­θε­τι­κές δυ­νά­μεις αλ­λά σε μια ανά­δρα­ση από τη μία άκρη στην άλ­λη και τού­μπα­λιν. Το δυα­δι­κό αυ­τό πλέγ­μα εξα­κτι­νώ­νει συμ­βο­λι­κά τα δύο σύ­μπα­ντα που επι­κα­θο­ρί­ζουν την αν­θρώ­πι­νη οντο­λο­γία: ύλη και πνεύ­μα, και σε επό­με­νο στά­διο τον έρω­τα και τη γνώ­ση. Στις κα­τα­γω­γι­κές ρί­ζες αυ­τής της κο­σμο­γο­νί­ας του αν­θρώ­που, η ψυ­χή, όμοια για όλους τους αν­θρώ­πους, εξού και τα αν­δρό­γυ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της, ξε­κι­νά τη νυ­χτε­ρι­νή της πε­ρι­πλά­νη­ση προς την ανέ­λι­ξή της σε ανώ­τε­ρες μορ­φές ύπαρ­ξης από τις αι­σθη­τη­ρια­κές απο­λή­ξεις του σώ­μα­τος (αφή, ακοή, γεύ­ση και όσφρυν­ση). Υπό­ψιν πως ο έρω­τας του­λά­χι­στον εδώ, αν όχι σε όλο το εύ­ρος της ποί­η­σης της Κυρ­τζά­κη, δια­τη­ρεί πολ­λές φο­ρές την αρ­χαιο­ελ­λη­νι­κή του σή­μαν­ση, ως έλ­ξη για το Αγα­θό, υπέρ­βα­ση του σαρ­κι­κού, χω­ρίς ωστό­σο να λη­σμο­νά ολο­κλη­ρω­τι­κά την ηδο­νή του σώ­μα­τος:

[…] Ο έρωτας είναι νυ-
κτώος ξέρει. Παιδί της νύχτας που ερω-
τεύτηκε το έρεβος. Μαζί του επλά-
γιασε και μες στη λάβα των αισθή-
σεων βασίλισσα σαν Δύση ανατέλλει η
Τυφώ πλημμυρισμένη ευωδιές του έρω-
τα μανίες αρσενικό και θηλυκό η γνώ-
ση όλη υψώνεται στο σώμα εκεί στα
χέρια και στα δάχτυλα της ακοής και
τον μικρούλη τον τριγμό πως τον ακούει
και την οσφραίνεται την απειλή και
γεύεται την ηδονή ως το μεδούλι
(σ. 319)

Ο συ­γκολ­λη­τι­κός αρ­μός ύλης και πνεύ­μα­τος, ή για να το πού­με δια­φο­ρε­τι­κά, η ανά­βα­ση της ψυ­χής από το σω­μα­τι­κό στο πνευ­μα­τι­κό επί­πε­δο, έγκει­ται στο βλέμ­μα. Μια τρι­πλή μορ­φή έλ­λει­ψης –«Στέ­ρη­ση και λυγ­μός και εξο­ρία» (σ. 323)– πε­ρι­μέ­νει μοι­ραία τον άν­θρω­πο που αδυ­να­τεί να δια­πε­ρά­σει τις υλι­κές στοι­βά­δες του εξω­τε­ρι­κού κό­σμου και να εμ­βα­πτί­σει το βλέμ­μα του στο ακτι­νο­βό­λο εσω­τε­ρι­κό φως του πνεύ­μα­τος:

Όσο πιο μέσα πιο βαθιά τόσο το
φως αλώνεται και τ’ άλλο φως σαν

νυκτωδία ξεχύνεται παντού απλώ-
νεται και με το μέλος την ψυχή ευερ-

γετεί. Την σάρκα του αισθήματος. (σ. 325)
[…]

Νυκτώον του Θεού η ψυχή
του ανθρώπου.

Εκεί μαζεύονται και κατοικούν γυ-
μνές οι σημασίες. Ρίζες που φύτρω-

σαν βαθιά στα χώματα της όρασης.
Το μάτι δεν τις βλέπει.
(σ. 329)

Σύμ­φω­να με τον Αλέ­ξη Ζή­ρα, στα ποι­ή­μα­τα της Κυρ­τζά­κη που προ­ω­θούν τη με­τα­φυ­σι­κή ψαύ­ση του κό­σμου: «ο τε­λε­τουρ­γι­κός ρυθ­μός τους σπρώ­χνει ακό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο την άγρια προ­σμο­νή της ύπαρ­ξης να κε­ραυ­νο­βο­λη­θεί από ένα νό­η­μα ζω­ής που ως τώ­ρα έδει­χνε να αγνο­εί. Και από αυ­τή την πλευ­ρά ο αιφ­νί­διος έρω­τας / λό­γος, που τη συ­γκλο­νί­ζει, όσο κρα­τά­ει η έντα­σή του, απο­τυ­πώ­νε­ται στις δια­δο­χι­κές και ομό­κε­ντρες ποι­η­τι­κές ει­κό­νες ως μια ακο­λου­θία εφα­πτό­με­νων κύ­κλων γέν­νη­σης και θα­νά­του. Δη­μιουρ­γί­ας και κα­τα­στρο­φής».17 Ήδη σε όσους στί­χους έχουν πα­ρα­τε­θεί μέ­χρις στιγ­μής, νο­μί­ζω γί­νε­ται εμ­φα­νές πως η συλ­λο­γή Λι­γο­στό και να χά­νε­ται σκια­γρα­φεί μια ρο­μα­ντι­κής κο­πής ανα­δη­μιουρ­γία του κό­σμου με αρ­χέ­γο­νους όρους. Εί­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι ο ποι­η­τι­κός λό­γος δρα αρ­κε­τά υπο­νο­μευ­τι­κά απέ­να­ντι στη χρι­στια­νι­κή ση­μειο­λο­γία σχε­τι­κά με τη δύ­να­μη του Θε­ού να γεν­νή­σει το φως, κα­θώς και την ικα­νό­τη­τά του να δει ότι το φως εί­ναι «κα­λόν», δια­χω­ρί­ζο­ντας «ανά μέ­σον του φω­τός και ανά μέ­σον του σκό­τους» (πρ­βλ. Γέ­νε­σις, 1: 1-4). Στη μυ­θο­λο­γι­κή απαρ­χή του σύ­μπα­ντος, κα­τά την Κυρ­τζά­κη, ο ρό­λος του Θε­ού πε­ριο­ρί­ζε­ται σε ό,τι έχει να κά­νει με τη νύ­χτα:

Βλέπει το μάτι του Θεού επρόσεξε
[…]
Κρύβει ο Θεός το πρόσωπο στα χέ-
ρια μέσα εκρύφτηκε και συλλογί-

ζεται πόσο αδηφάγο είναι το φως
Αν είναι όλα του φωτός ο κόσμος

όλος θα καεί κι ο άνθρωπος έξω απ’
το σώμα του θα βγει τα τείρεα της

νυκτός δεν θα γνωρίσει και πως θα
πορευτεί. Το μέλλον είναι σκοτεινό.


Και έσκυψε ο Θεός.


Και κλαίει.


Κράζει την νύκτα κι έρχεται.
(σσ. 306-311)

Η θε­ώ­ρη­ση του Θε­ού ως το μα­κρι­νό κι­νούν αί­τιον του σύ­μπα­ντος, χω­ρίς πε­ραι­τέ­ρω επεμ­βα­τι­κές δρά­σεις στην κτί­ση και τα κτί­σμα­τα, απο­κα­λύ­πτει τις ρο­μα­ντι­κές οφει­λές της ποι­ή­τριας. Άλ­λω­στε, ο κύ­κλος των ποι­η­μά­των του Ossian, αφιε­ρω­μέ­νων κα­τ’ εξο­χήν στη νύ­χτα, τα οποία εί­χε συγ­γρά­ψει ο James Macpherson το 1760 αλ­λά απο­ποι­ή­θη­κε την πα­τρό­τη­τά τους και τα δη­μο­σί­ευ­σε ως απάν­θι­σμα αρ­χαί­ας κέλ­τι­κης ποί­η­σης, απο­τέ­λε­σε στη συ­νέ­χεια το εμ­βλη­μα­τι­κό μα­νι­φέ­στο του Ρο­μα­ντι­σμού. Από εκεί και πέ­ρα στο εύ­ρος του ρεύ­μα­τος αυ­τού έθαλ­λαν συ­στη­μα­τι­κά ποι­η­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα κι­νού­με­να με­τα­ξύ πα­γα­νι­σμού και νε­ο­πλα­τω­νι­κού χρι­στια­νι­σμού. Όπως έχει υπο­γραμ­μί­σει ο M. H. Abrams στη με­λέ­τη σχε­τι­κά με την οι­κειο­ποί­η­ση του υπερ­φυ­σι­κού από τον Ρο­μα­ντι­σμό, «ο προ­σω­πι­κός Θε­ός-Πα­τέ­ρας τεί­νει να γί­νει μια απρό­σω­πη πρω­ταρ­χι­κή αι­τία, ή ένα από­λυ­το, του οποί­ου η τε­λειό­τη­τα εξι­σώ­νε­ται με την αυ­τάρ­κη και αδια­φο­ρο­ποί­η­τη ενό­τη­τά του», ενώ η στα­θε­ρό­τη­τα της δη­μιουρ­γί­ας του κό­σμου συλ­λαμ­βά­νε­ται μέ­σα από τον κυ­κλι­κό σχε­δια­σμό, δη­λα­δή τη συ­νε­χή ανα­κύ­κλω­ση της υπερ­βα­τι­κής ενέρ­γειας από το ψη­λό θεϊ­κό ση­μείο έως το κα­τώ­τε­ρο των πιο απο­μα­κρυ­σμέ­νων υπάρ­ξε­ων.18 Ο άν­θρω­πος ως ορ­γα­νι­κό κομ­μά­τι αυ­τής της ροϊ­κό­τη­τας κα­λεί­ται να αυ­το-ρυθ­μί­σει τον τρό­πο συμ­με­το­χής και ανα­κά­λυ­ψης της κο­σμι­κής του εντε­λέ­χειας. «Έτσι εβού­λια­ξε ο κό­σμος. Να προ- / χω­ρεί ασά­λευ­τος. Σαν το πο­τά­μι» (σ. 312), γρά­φει η Κυρ­τζά­κη, έπει­τα από τον αυ­θύ­παρ­κτο δια­χω­ρι­σμό μέ­ρας και νύ­χτας. Στη ρο­μα­ντι­κή αυ­τή με­τα­φυ­σι­κή, η μυ­θο­λο­γι­κή Τυ­φώ προσ­δί­δει απο­κα­λυ­πτι­κές δια­στά­σεις στους ποι­η­τές, μέ­σα από την προ­νο­μια­κή θέ­ση που τους επι­φυ­λάσ­σει η ποι­ή­τρια ως τα πλά­σμα­τα που με­τα­κε­νώ­νουν στους αν­θρώ­πους κομ­μά­τια της θεϊ­κής γνώ­σης για τη συ­μπα­ντι­κή τους ανέ­λι­ξη:

Μάγοι φιλόσοφοι, οι μάντεις και οι
ποιητές, παιδιά δικά της. Τους εξαν-

τλεί την όραση. Από τους οφθαλ-
μούς το φως τους κάποτε σαν τον

Δημόκριτο σε κήπο μέσα εξορύσσει
και το πετά
(σ. 322)

Η επί­κλη­ση του Αβδη­ρί­τη προ­σω­κρα­τι­κού φι­λο­σό­φου δεν γί­νε­ται αυ­θαί­ρε­τα. Σύμ­φω­να με το επει­σό­διο που διέ­σω­σε στα γρα­πτά του ο Διο­γέ­νης Λα­έρ­τιος (Βί­οι και γνώ­μαι των εν φι­λο­σο­φία ευ­δο­κι­μη­σά­ντων, Βι­βλίο Θ΄, 36) η προ­σή­λω­ση του Δη­μό­κρι­του στη φι­λο­σο­φία ήταν τέ­τοια ώστε να κλει­στεί σε ένα δω­μά­τιο στον κή­πο του. Η ποι­ή­τρια επε­ξερ­γά­ζε­ται, επε­κτεί­νει και προ­σθέ­τει δι­κά της χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στη φυ­σιο­κρα­τι­κή αντί­λη­ψη του Δη­μό­κρι­του σύμ­φω­να με την οποία η γνώ­ση των αι­σθή­σε­ων πα­ρα­μέ­νει ερε­βώ­δης, κα­θώς μό­νο η νό­η­ση μπο­ρεί να οδη­γή­σει στην αλή­θεια. Το μά­τι, το­πο­θε­τη­μέ­νο στο με­ταίχ­μιο με­τα­ξύ του έξω και του μέ­σα, κα­θί­στα­ται ο μη­χα­νι­σμός ώθη­σης της λο­γι­κής προς τα μέ­σα, της απο­στρο­φής του βλέμ­μα­τος από το εξω­τε­ρι­κό φως και της επι­κέ­ντρω­σης στο ωκε­ά­νιο σκο­τά­δι της ψυ­χής. Η στρο­φή αυ­τή εί­ναι ανα­γκαία για την ανα­κά­λυ­ψη, με όρους της οδυσ­σεια­κής πε­ρι­πλά­νη­σης στον Άδη, του «λαμ­πτήρ[ος] νυ­κτός» (σ. 332). Η Τυ­φώ κα­θο­δη­γεί το βλέμ­μα των ποι­η­τών στη βί­ω­ση μιας σχε­δόν σχι­ζο­φρε­νι­κής κα­τά­στα­σης από τα έξω προς τα μέ­σα, που απαι­τεί την αλ­λα­γή οπτι­κής γω­νί­ας, τη με­τά­βα­ση από την αι­σθη­τη­ρια­κή στη νοη­τι­κή αντί­λη­ψη, από το «σκο­τά­δι σώ­μα» στο φως της ψυ­χής. Ο οφθαλ­μός απο­τε­λεί τον συ­γκρο­τη­τι­κό πα­ρά­γο­ντα του γνω­σιο­λο­γι­κού μο­ντέ­λου της Κυρ­τζά­κη. Σαν ένας νε­ό­τε­ρος απο­λο­γη­τής της φι­λο­σο­φί­ας του ρο­μα­ντι­σμού, με τον ποι­η­τι­κό της λό­γο θε­με­λιώ­νει μια νέα μυ­θο­λο­γία,19 ρυθ­μι­στι­κή μιας να­του­ρα­λι­στι­κής με­τα­φυ­σι­κής όπου η λο­γι­κή εξα­να­γκά­ζε­ται να αντι­κρύ­σει τον ίδιο της τον εαυ­τό, μέ­σα από μια πο­ρεία ομ­φα­λο­σκό­πη­σης:

Εκείνη [η Τυφώ] δύναται το Οίδα να γνωρί-
ζει, άσβεστους να φυλάττει τους θη-

σαυρούς του Ορώ τους άβλεπτους
των οφθαλμών. Οι ποιητές τούς βλέ-

πουν και τους μαρτυρούν. Παιδιά
δικά της. Όμηροι τους εστοίχειω-

σε να είναι της φωνής του κόσμου.
Να μαρτυρούνε την αλήθεια στους

ανθρώπους κι όλα τα βάσανα που
διασχίζει η ψυχή εκείνοι τα ομολο-

γούν. Παιδιά δικά της (σ. 328)

Το διαρ­κές και επί­μο­νο αυ­το­σχό­λιο για το ρό­λο του ποι­η­τή στην κοι­νω­νία εν μέ­ρει ανα­κα­λεί το ρο­μα­ντι­κό ιδε­ώ­δες του ποι­η­τή-ιε­ρο­φά­ντη. Η Κυρ­τζά­κη, ωστό­σο, απο­κό­πτε­ται από το ελι­τί­στι­κο και μα­ξι­μα­λι­στι­κό αυ­τό όρα­μα που τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ήταν συν­δε­δε­μέ­νο με την άρ­θρω­ση ενός λό­γου με ηγε­μο­νι­κές για την πο­λι­τι­κή, αι­σθη­τι­κή ή επι­στή­μη λό­γου.20 Η κα­τα­βύ­θι­σή της στις πη­γές της γνώ­σης λαμ­βά­νουν ξα­νά τον ιδιω­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα στη δεύ­τε­ρη ενό­τη­τα της συλ­λο­γής. Το «Όνει­ρο» οδη­γεί τον λυ­ρι­σμό ξα­νά στην επί­γεια επι­κρά­τεια του έρω­τα και στην πα­ρα­δο­ξό­τη­τά του. Η αντή­χη­ση των στο­χα­σμών του Πλω­τί­νου στη συλ­λο­γή αυ­τή εί­ναι έντο­νες, κά­τι που δεν προ­κα­λεί εντύ­πω­ση αφού το έρ­γο του υπήρ­ξε κε­ντρι­κό ση­μείο ανα­φο­ράς για πολ­λούς από τους Ρο­μα­ντι­κούς.21 Σύμ­φω­να με τον κο­ρυ­φαίο απο­λο­γη­τή του νε­ο­πλα­τω­νι­σμού στην ύστε­ρη αρ­χαιό­τη­τα, ο άν­θρω­πος πρέ­πει να μά­θει να κοι­τά­ζει πί­σω και πέ­ρα από τα φαι­νό­με­να.22 Έχει μεν ανά­γκη από την εξω­τε­ρι­κή πα­ρα­τή­ρη­ση, αλ­λά η προ­σέγ­γι­ση του Αγα­θού γί­νε­ται μό­νο εσω­τε­ρι­κά, με την ψυ­χή «ενω­μέ­νη με το ερών Πνεύ­μα και με­θυ­σμέ­νη από ερω­τι­κή έκ­στα­ση».23

Η πο­σο­τι­κά κυ­ρί­αρ­χη ενό­τη­τα «Σκο­τά­δι σώ­μα» στο Λι­γο­στό και να χά­νε­ται συ­γκρο­τεί μια πα­ράλ­λη­λη με τον Πλω­τί­νο προ­σπά­θεια ολο­κλή­ρω­σης του αν­θρώ­που μέ­σα από τη διτ­τή λει­τουρ­γία του βλέμ­μα­τος ως αι­σθη­τη­ρια­κής πα­ρα­τή­ρη­σης του έξω κό­σμου και ταυ­τό­χρο­να απο­ξέ­νω­σης από αυ­τόν προς χά­ρη της εσω­τε­ρι­κής αυ­τε­πί­γνω­σης. Η Κυρ­τζά­κη, βέ­βαια, δεν απο­βλέ­πει στην κα­τά­κτη­ση του υψη­λού ιδα­νι­κού του Πλω­τί­νου. Αν «ο πλω­τι­νι­κός αρ­νεί­ται να επι­στρέ­ψει στην κα­θη­με­ρι­νή δρά­ση»,24 η ίδια κα­τα­νο­εί το ανα­πό­δρα­στο της αν­θρώ­πι­νης συν­θή­κης. Η ενο­ρα­τι­κή έκ­στα­ση του ερώ­ντος Πνεύ­μα­τος στα­μα­τά εκεί που η συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της μοι­ραί­ας συ­νύ­παρ­ξης με τις πε­ριο­ρι­στι­κές συμ­βά­σεις του άλ­λου ρί­χνει βα­θιά τις ρί­ζες της στη γη. Η αρ­χέ­γο­νη ενό­τη­τα στην Κυρ­τζά­κη δεν κα­τα­κτά­ται στη σο­λι­ψι­στι­κή ανά­βα­ση προς το Αγα­θό, αλ­λά στην αμ­φι­θυ­μι­κή διά­στα­ση της ερω­τι­κής ετε­ρό­τη­τας, χω­ρίς αυ­τό να δη­μιουρ­γεί έναν ανε­παρ­κή μυ­στι­κι­σμό. Ο Ernst Bloch, ανα­λύ­ο­ντας την ετυ­μο­λο­γία του ρή­μα­τος «μυ­είν» που ση­μαί­νει κλεί­νω τα μά­τια, έγρα­φε:

[…] να κλεί­νει κα­νείς τα μά­τια του˙ ανα­φέ­ρε­ται έτσι στη μυ­στι­κή γλώσ­σα, στην αφύ­πνι­ση μιας άλ­λης αί­σθη­σης, με την οποία ο μύ­στης μπο­ρεί να με­τρή­σει και να απορ­ρί­ψει έναν εξα­χρειω­μέ­νο εξω­τε­ρι­κό κό­σμο και ένα ου­ρά­νιο επέ­κει­να, που μας κρα­τά στην εξα­θλί­ω­ση.25

Με πα­ρό­μοιο τρό­πο ο μυ­στι­κι­σμός της Κυρ­τζά­κη την οδη­γεί μα­κριά από το δια­βρω­τι­κό εν­θά­δε αλ­λά και από το με­τα­φυ­σι­κό επέ­κει­να. Ολό­κλη­ρο το ενο­ρα­τι­κό μο­νο­πά­τι που διέ­σχι­σε η ποι­ή­τρια κλεί­νο­ντας τα μά­τια για να απο­κτή­σει ορι­σμέ­να ψήγ­μα­τα της αλή­θειας, δεν της χρη­σι­μεύ­ουν για την αναρ­ρί­χη­ση σε μια ανώ­τε­ρη σφαί­ρα. Η στιλ­πνή κομ­ψό­τη­τα της ει­κό­νας της πλω­τι­νι­κής ανό­δου προς το Αγα­θό, στο σύ­μπαν της Κυρ­τζά­κη ανα­στέλ­λε­ται, κα­θώς ει­σβάλ­λει η έν­νοια του σώ­μα­τος. Όχι μό­νο το πνεύ­μα αλ­λά και το υλι­κό απο­τύ­πω­μα του αν­θρώ­που συ­ντε­λούν στην απο­κρυ­πτο­γρά­φη­ση του υπαρ­ξια­κού γρί­φου, ενός γρί­φου που χαρ­το­γρα­φεί­ται στην έκτα­ση της επί­γειας διά­δρα­σης του υπο­κει­μέ­νου με τον άλ­λο. Η ενό­τη­τα «Όνει­ρο» ως δι­πλός επί­λο­γος -της συλ­λο­γής αλ­λά και του συ­γκε­ντρω­τι­κού τό­μου των απά­ντων της- συ­νο­ψί­ζει τη μοι­ραία πε­ρι­φο­ρά του αν­θρώ­που στην ατρα­πό της ετε­ρο­γνω­σί­ας:

Σ’ άλ­λου όνει­ρο γρή­γο­ρα πέ­ρα­σα.
Πο­λύ φως. Μες στο φως κι από φως

σαν αυ­γή που ξε­θώ­ρια­σε εσύ
τ’ όνο­μά σου εθώ­πευ­ες να ιά­σεις

την κρυ­φή σου πλη­γή πως πο­τέ
το όνο­μα αυ­τό δεν μι­λού­σε για σέ­να

Χώ­ρα αν ήσουν ή πρό­σω­πο (σ. 337)

Για την ποι­ή­τρια, η τε­λεί­ω­ση συ­ντε­λεί­ται απο­σπα­σμα­τι­κά, δη­λα­δή με την επί­γνω­ση της προ­βλη­μα­τι­κό­τη­τας, μέ­σα στον ασχη­μα­το­ποί­η­το χώ­ρο του εγώ και του εσύ: «Ξαφ­νι­κά σιω­πή. Άλ­λου / όνει­ρο ή δι­κό μου δεν ξέ­ρω» (σ. 342). Όπως υπο­στη­ρί­ζει η Βο­για­τζό­γλου στο πα­ρόν αφιέ­ρω­μα, η απο­σπα­σμα­τι­κό­τη­τα στους τε­λευ­ταί­ους στί­χους της συλ­λο­γής εδραιώ­νε­ται κα­τά το πρό­τυ­πο του Διο­νύ­σιου Σο­λω­μού και τη δι­κή του προ­σπά­θεια να αφο­μοιώ­σει τον Όμη­ρο. Η άρ­ρη­κτη ενό­τη­τα του μυ­θο­λο­γι­κού και προ­φο­ρι­κού χα­ρα­κτή­ρα του επι­κού λό­γου επα­νέρ­χε­ται με αντί­στρο­φο τρό­πο στο πα­ρόν των δύο νε­ό­τε­ρων ποι­η­τών, θραυ­σμα­τι­κά, προ­κει­μέ­νου να κα­τα­δεί­ξει «τον επί­πο­νο χα­ρα­κτή­ρα της δη­μιουρ­γι­κής δια­δι­κα­σί­ας», όπως και τη συ­νε­πα­κό­λου­θη αγω­νιώ­δη προ­σπά­θεια της Κυρ­τζά­κη «να βρει στη­ρίγ­μα­τα στον έρω­τα και τη γλώσ­σα»:26

[…]
και με το βλέμμα της αφής
σε ρήγματα ερείπια στης γλώσσας
τα ραγίσματα στερέωσέ μας
σημαία λάβαρο σε χώρα ηδονής
(σ. 342)

Η ποι­η­τι­κή δια­δρο­μή της Κυρ­τζά­κη κλεί­νει με την επί­γνω­ση ότι το βλέμ­μα εί­ναι ταυ­τό­χρο­να ένυ­λο και άυ­λο, σω­μα­τι­κό και πνευ­μα­τι­κό («βλέμ­μα της αφής»: ίσως κα­θό­λου τυ­χαίο το γε­γο­νός ότι μία από τις ση­μα­σί­ες του άπτω εί­ναι εκεί­νη του συν­δέω).26 «Η τέ­λεια επι­θυ­μία εί­ναι το τέ­λειο αδιέ­ξο­δο. Τι θέ­λει το υπο­κεί­με­νο της επι­θυ­μί­ας απ’ την επι­θυ­μία; Θέ­λει, ανο­μο­λό­γη­τα, να συ­νε­χί­σει να επι­θυ­μεί»,27 υπο­στη­ρί­ζει η Κάρ­σον. Σ’ αυ­τή την ου­ρο­βό­ρα ει­κό­να της επι­θυ­μί­ας για την επι­θυ­μία στρέ­φει το ποι­η­τι­κό της βλέμ­μα η Κυρ­τζά­κη. Χω­ρίς να λο­ξο­δρο­μεί από τα τρία βα­σι­κά συ­στα­τι­κά του έρω­τα -το υπο­κεί­με­νο που ερω­τεύ­ε­ται, το αντι­κεί­με­νο του πό­θου και τον πε­ρι­βάλ­λο­ντα κό­σμο-, ανα­συν­θέ­τει τη στε­ρε­ο­σκο­πι­κή ει­κό­να του με όλες τις αμ­φι­ση­μί­ες και τις πα­ρα­δο­ξό­τη­τές του. Η επι­κέ­ντρω­ση της μα­τιάς της στο εσω­τε­ρι­κό του αν­θρώ­που οδη­γεί στην κα­τα­νό­η­ση της μοι­ραί­ας συ­νύ­φαν­σής του με τον άλ­λο, με ό,τι αυ­τός προ­σφέ­ρει ως πα­ρου­σία αλ­λά πολ­λές φο­ρές και ως απου­σία. Το πο­λυ­ε­πί­πε­δο υπαρ­ξια­κό χά­σμα δεν πρό­κει­ται να κλεί­σει πο­τέ. Μπο­ρεί, ωστό­σο, με­ρι­κώς να αμ­βλυν­θεί μέ­σα από τη μυ­στι­κι­στι­κή κα­τα­βύ­θι­ση στον μαγ­μα­τι­κό θά­λα­μο του έρω­τα, εκεί όπου το σώ­μα και το πνεύ­μα ρευ­στο­ποιού­νται οδη­γώ­ντας στην έκρη­ξη της οντο­λο­γι­κής αυ­το­γνω­σί­ας.

1. Αν­δρέ­ας Μπρε­τόν, Ο τρε­λός έρως, μτ­φρ. Στ. Ν. Κου­μα­νού­δης, Ύψι­λον / βι­βλία, 21999, σ. 112.

2. Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, στη μέ­ση της ασφάλ­του. Ποι­ή­μα­τα 1973-2002, Κα­στα­νιώ­της, 22005, σ. 326. Όλες οι πα­ρα­πο­μπές εφε­ξής θα γί­νο­νται μό­νο με τον αριθ­μό της σε­λί­δας σε πα­ρέν­θε­ση μέ­σα στο κεί­με­νο και αφο­ρούν αυ­τήν τη συ­γκε­ντρω­τι­κή έκ­δο­ση του έρ­γου της.

3. Βλ. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «Η ανεύ­ρε­ση της “ελευ­θε­ρώ­τριας λέ­ξης”: Σχό­λια στην ποί­η­ση της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη», στο Μα­ρία Κυρ­τζά­κη, Γκο­βό­στης, 2020, σσ. 59-60.

4. Έχουν προη­γη­θεί οι Σιω­πη­λές Κραυ­γές (1966), συλ­λο­γή την οποία η ίδια απο­μά­κρυ­νε από όλο το υπό­λοι­πο έρ­γο της «για­τί αντι­στά­θη­καν σθε­να­ρά στον συγ­χρω­τι­σμό με ό,τι ακο­λού­θη­σε» (στη μέ­ση της ασφάλ­του, σ. 348).

5. Βο­για­τζό­γλου, ό.π., σ. 27.

6. Για την «άμ­βλυν­ση σε ση­μα­ντι­κό βαθ­μό της συμ­βα­τι­κής, αλ­λά λαν­θα­νό­ντως αξιο­λο­γι­κής (εις βά­ρος των γυ­ναι­κών) διά­κρι­σης της ποί­η­σης και γε­νι­κό­τε­ρα της λο­γο­τε­χνί­ας σε αν­δρι­κή και γυ­ναι­κεία» από τις δη­μιουρ­γούς της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 και έπει­τα, βλ. τα ει­σα­γω­γι­κά σχό­λια του Ευ­ρι­πί­δη Γα­ρα­ντού­δη, «Μα­ρία Κυρ­τζά­κη: Όπως ο Εν­δυ­μί­ων», ο ανα­γνώ­στης, https://​www.​oan​agno​stis.​gr/​maria-​kir​tzak​i-​opos-​o-​end​imio​n/, τε­λευ­ταία ανά­κτη­ση 27.10.2020.

7. Για μια πραγ­μά­τευ­ση του βλέμ­μα­τος από τη με­ριά της φε­μι­νι­στι­κής κρι­τι­κής, με μια πο­λύ πλού­σια και εν­δια­φέ­ρου­σα βι­βλιο­γρα­φία, βλ. Μαρ­κία Λιά­πη, Ο μύ­θος της γυ­ναι­κό­τη­τας στη γυ­ναι­κεία με­ταϋ­περ­ρε­α­λι­στι­κή ποί­η­ση, με­τα­πτυ­χια­κή δι­πλω­μα­τι­κή ερ­γα­σία, Τμή­μα Φι­λο­λο­γί­ας, Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή ΑΠΘ, Θεσ­σα­λο­νί­κη 2017, σσ. 10-26 (http://​ikee.​lib.​auth.​gr/​record/​292692?​ln=el, τε­λευ­ταία ανά­κτη­ση 09.09.2020).

8. Βλ. Βο­για­τζό­γλου, ό.π., σσ. 39-40.

9. Η βι­βλιο­γρα­φία επί του θέ­μα­τος εί­ναι υπέ­ρο­γκη και αχα­νής. Για μια χρη­στι­κή ανά­λυ­ση, βλ. Elisabeth Roudinesco, «The mirror stage: an obliterated archive» και Néstor A. Braunstein, «Desire and jouissance in the teachings of Lacan» στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Jean-Michel Rabaté (επιμ..), The Cambridge Companion to Lacan, Cambridge University Press, 2003, σσ. 25-34 και 102-115 αντί­στοι­χα.

10. Βλ. σχε­τι­κώς, Slavoj Žižek, «“I hear you with my eyes”; or, The Invisible Master», στον συλ­λο­γι­κό τό­μο Renata Salecl - Slavoj Žižek (επιμ.), Gaze and Voice as Love Objects, Duke University Press, Durham and London 1996, σ. 91.

11. Βο­για­τζό­γλου, ό.π., σ. 57.

12. Αν Κάρ­σον, Έρως ο γλυ­κό­πι­κρος. Δο­κί­μιο για το ερω­τι­κό πα­ρά­δο­ξο στην κλα­σι­κή αρ­χαιό­τη­τα, μτ­φρ. Αν­δρο­νί­κη Με­λε­τλί­δου, Δώ­μα, 2019, σ. 153.

13. Για το ζή­τη­μα αυ­τό, βλ. επί­σης τα σχό­λια του Αλέ­ξη Ζή­ρα, «Το βλέμ­μα-αφή στο σκο­τά­δι. Μια ανά­γνω­ση των ποι­η­μά­των της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη», Ποί­η­ση, τχ. 27, άνοι­ξη-κα­λο­καί­ρι 2006, σ. 314.

14. «Μο­νω­δία» χα­ρα­κτη­ρί­ζει τον ποι­η­τι­κό λό­γο της Κυρ­τζά­κη ο Ζή­ρας, ό.π.

15. Βλ. Algis Uždavinys, Orpheus and the Roots of Platonism, The Matheson Trust, 2011, σ. 78.

16. Charles Segal, Orpheus. The Myth of the Poet, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1989, σ. 118.

17. Ζή­ρας, ό.π., σ. 315.

18. M. H. Abrams, Natural Supernaturalism. Tradition and Revolution in Romantic Literature, W.W. Norton & Company Inc., New York, 1973, σσ. 151-152.

19. Βλ. Abrams, ό.π., σ. 67.

20. Martin Priestman, Romantic Atheism. Poetry and Freethought, 1780-1830, Cambridge University Press, 2000, σ. 75 και 69-79 για μια εκτε­νή επι­σκό­πη­ση του θέ­μα­τος.

21. Βλ. Abrams, ό.π., σσ. 146-149.

22. Pierre Hadot, Πλω­τί­νος ή Η απλό­τη­τα του βλέμ­μα­τος, προ­οί­μιο Michel Cacouros, μτ­φρ. Ευ­δο­ξία Δελ­λή, επιμ. Ντί­να Σα­μο­θρά­κη, Αρ­μός, 2007, σ. 140

23. Ό.π., σ. 208.

24. Ό.π., σ. 196.

25. Ernst Bloch, Ο αθεϊ­σμός στον χρι­στια­νι­σμό. Για τη θρη­σκεία της Εξό­δου και της Βα­σι­λεί­ας, μτ­φρ. Πέ­τρος Για­τζά­κης, Άρ­τος Ζω­ής 2019, σ. 472.

26. Βλ. Αθη­νά Βο­για­τζό­γλου, «… η φω­νή / του πό­θου σω­τη­ρία / και του αι­σθή­μα­τος η κι­βω­τός… Ο ρό­λος της “φω­νής” στην ποί­η­ση της Μα­ρί­ας Κυρ­τζά­κη».

27. Άλ­λω­στε, από μια ψυ­χα­να­λυ­τι­κή οπτι­κή, ο συγ­γρα­φέ­ας «επα­να­συν­δέ­ει» στο έρ­γο του τις ποι­κί­λες «απο­συν­δέ­σεις» (déliaison) που υφί­στα­ται το Εγώ του, δη­λα­δή επα­ναρ­ρυθ­μί­ζει τα δια­φό­ρων ει­δών ατυ­χή­μα­τα της ζω­ής του. Για πε­ρισ­σό­τε­ρα, βλ. Σο­φία Ια­κω­βί­δου, «“Αι συ­νέ­πειαι της πα­λαιάς ιστο­ρί­ας” του Γ. Βι­ζυ­η­νού ή οι συ­νέ­πειες της απο­σύν­δε­σης», Νέα Εστία, τ. 168, τχ. 1835, Ιού­λιος-Αύ­γου­στος 2010 [=της ίδιας, Inter-esse. Θέ­μα­τα και ερ­μη­νευ­τι­κές προ­σεγ­γί­σεις στη νε­ο­ελ­λη­νι­κή λο­γο­τε­χνία, Gutenberg, 2020, σσ. 348-357].

ΣΧΕΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: