Παρακμή των Σειρήνων

Παρακμή των Σειρήνων

«Ο πολυμήχανος κατάφερε και μας ξέφυγε. Χρόνια ολόκληρα το τραγούδι μας ξετρέλανε κόσμο και κοσμάκη, νοιώθαμε υπέροχα βλέποντας τη δύναμη της φωνής μας και να, που ένας άνδρας, ένας θνητός, με ένα σκοινί κι ένα κατάρτι κατάφερε και έμεινε αλώβητος από τη σαγήνη μας. Περίεργο πράγμα πως ενώ τόσα χρόνια χαιρόμασταν με τη δύναμη που είχε το τραγούδι μας και νοιώθαμε υπέροχα, έφτασε μια και μόνη αποτυχία, το πέρασμα του Οδυσσέα με το καράβι του, για να μας καταρρακώσει. Βγήκαμε λοιπόν κι εμείς στη στεριά, φορέσαμε ρούχα μακριά για να μην φαίνονται τα πουλίσια πόδια μας και καθήσαμε στη σειρά στο πρακτορείο, περιμένοντας δούλες να γίνουμε σε ξένα σπίτια. Θεραπαινίδες είμασταν, άλλωστε, της όμορφης Περσεφόνης, ξέρουμε πώς να τραγουδάμε ευφραντικά, να χαίρονται οι κυράδες. Γιατί είναι άλλο εκείνο το ξέφρενο τραγούδι μας που τα αρσενικά τρελαίνει. Τώρα όμως ο πολυμήχανος σε όλους θα καυχηθεί τη νίκη του και την δόλια μέθοδό του. Κερί στ’ αυτιά των κατεργάρηδων κι ο ίδιος στο παλούκι του δεμένος. Τον άθλιο, που χρόνια πολλά να τριγυρνά χαμένος στη Μεσόγειο, να τον καίει του νόστου ο καημός και Ιθάκη να μην βλέπει στον ορίζοντα. 
Αρκετά μ’αυτόν. Εμείς να δούμε τώρα τι θ' απογίνουμε. Α, να άρχισαν να έρχονται οι κυράδες που θα μας πάρουνε στη δούλεψή τους.Ποιές, εμάς που σαν ελεύθερα πουλιά πετούσαμε στα ουράνια τραγουδώντας.Τώρα ποιός ξέρει σε ποιά κλουβιά θα ζούμε, φροντίζοντας μωρά παιδιά στην κούνια, γέρους ανήμπορους, κάνοντας θελήματα και δουλειές σε οκνηρές κυράδες. Ας είναι. Σημασία έχει να επιζήσουμε και όταν έρθει η στιγμή σειρήνες τρομερές θα είμαστε και πάλι.»

Αυ­τά λέ­γαν οι Σει­ρή­νες κα­θι­σμέ­νες στις κα­ρέ­κλες πε­ρι­μέ­νο­ντας. Και έτσι έγι­νε. Μπή­καν στη δού­λε­ψη και έλε­γαν την ιστο­ρία τους τρα­γου­δι­στά τις νύ­χτες στα παι­διά, με φω­νή γλυ­κιά για να τα να­νου­ρί­σουν. Ήτα­νε όμορ­φες, καλ­λί­γραμ­μες, με τα τε­ρά­στια φτε­ρά δι­πλω­μέ­να πί­σω από τα χέ­ρια τους, την που­λί­σια ου­ρά και τα πό­δια κρυμ­μέ­να κά­τω από τους χι­τώ­νες. Πα­ρ᾽ό­λο που σε δού­λες ξέ­πε­σαν, η φή­μη τους γο­ή­τευε τον κό­σμο. Και έγι­ναν αγάλ­μα­τα με­γά­λα, καλ­λι­μάρ­μα­ρα, που ο ατζέ­ντης έστει­λε για να στο­λί­ζουν βί­λες. Κι αλ­λού, το χέ­ρι λι­θο­ξό­ου τις σκά­λι­σε σε πρό­σο­ψη να­ού στην Γα­λι­κία. Φυ­λά­νε μο­να­στή­ρι γυ­ναι­κών που φτά­σαν μέ­χρι εκεί από την μα­κρι­νή Ιρ­λαν­δία. Μή­πως όμως ήταν εκεί­νες οι ίδιες οι Σει­ρή­νες που γί­ναν μο­να­χές και κά­ναν ύμνους τα τρα­γού­δια τους; Ποιός ξέ­ρει!

Όλη η τέ­χνη που εί­χε το τρα­γού­δι τους, τό­τε που ελεύ­θε­ρες πε­τού­σαν, όλη η γοη­τεία, ο ερω­τι­σμός απο­σιω­πή­θη­καν. Το όνο­μά τους επέ­ζη­σε ση­μαί­νο­ντας ήχο τρο­με­ρό, που αναγ­γέλ­λει κίν­δυ­νο, ενώ του Οδυσ­σέα έμει­νε στους αιώ­νες συ­νώ­νυ­μο με την πε­ρι­πλά­νη­ση, όπως οι ίδιες του ευ­χή­θη­καν.

 

αυτόν το μήνα οι εκδότες προτείνουν: