Θαύμα
Ήμουν τέσσερα χρόνια άνεργος. Είχα εξαϋλωθεί.
Η μάνα μου είχε μια φίλη, δούλευε βαποράκι σε λύκεια. Της είπε για έναν Ρώσο, μετανάστη, με χρυσή βίζα. Έψαχνε κατεπειγόντως υπάλληλο.
Παλιοδουλειά, μα εξαιρετικά λεφτά. Δύο νύχτες τη βδομάδα, τρεις, ανάλογα τις καύλες, έκανα νυχτέρι μέσα σε μια ντουλάπα (μεγάλη σαν γκαρσονιέρα) στην κρεβατοκάμαρα του Μοσχοβίτη, ενώ διασκέδαζε στο απέραντο κρεβάτι με γυναίκες (ή άντρες). Όποτε καταλάβαινα πως στο σεξ θα έλεγαν αισχρή λέξη έπρεπε να κραυγάζω, ένα διαπεραστικό ΜΠΙΙΙΙΠ, να μην φτάνει η βρισιά στα αυτιά μιας θαυματουργής Βυζαντινής εικόνας στο κομοδίνο δίπλα, ανάμεσα στα ρώσικα βιάγκρα, τους δονητές και τα πρακτικά φακελάκια με τις δόσεις ναρκωτικά.
Στην αρχή, καταστροφή. Δεν συντονιζόμουν να καλύψω με μπιπ τις προστυχιές. Μερικές κοπέλες τις πέταγαν σαν πολυβόλα. Ο Φιόντορ πεταγόταν, άνοιγε την ντουλάπα και ολόγυμνος, ερεθισμένος, με καταχέριαζε. Χωρίς αισχρόλογα εννοείται. Όμως ποτέ δεν μου έκοβε το μεροκάματο.
Γρήγορα έμαθα να μαντεύω τα βρωμόλογα, να τα καλύπτω. Ντρεπόμουν, αλλά συνήθισα. Εξάλλου, έβγαζα περισσότερα από τους δύστυχους στο κρεβάτι – συν ότι μετά δεν χρειαζόταν να ξεπλυθώ ολόκληρος.
Στα τέσσερα χρόνια με απέλυσε. Γνώρισε, είπε, την γυναίκα της ζωής του, που δεν βλαστημούσε, είχε αθόρυβο οργασμό, σεβόταν τα εικονίσματα. Απόψε, τελευταία βραδιά. Δεν με χρειαζόταν.
Όντως. Όταν ξημέρωσε, βγήκα από την ντουλάπα, πήρα το μεροκάματο, συν γενναιόδωρο φιλοδώρημα, από τον συγκινημένο ολιγάρχη, τον φίλησα ευλαβικά στο στήθος… και έφυγα.
Περπατούσα στη Βουλιαγμένη, έξι τα ξημερώματα. Απόλυτη ησυχία, βίλες, κατάνυξη. Θλίψη με επιβράδυνε και ένας θόρυβος, σούρσιμο φιδιού, με τρόμαζε. Γύρισα να κοιτάξω. Η εικόνα με ακολουθούσε.
Βαγγέλης Προβιάς